Του A.J. NIJK.
Αυτή η καινούργια λέξη έπρεπε να συνδυαστεί με τις νέες σκέψεις του διαφωτισμού οι οποίες είχαν αρχίσει ήδη να κυριαρχούν και την Γερμανία. Τον 18ο αιώνα η εκκοσμίκευση γίνεται η κυρίαρχη λέξη των «διαφωτισμένων» πνευμάτων τα οποία αμφισβητούν την εξουσία της Εκκλησίας και την γήϊνη περιουσία της. Σταδιακά δε γίνεται, αρνητικά όμως, η κυρίαρχη λέξη και όσων υπερασπίζονται την Εκκλησία. Σ’ αυτήν την διαμάχη, μέσω των αιώνων μέχρι τις ημέρες μας, κατέκτησε ο όρος αυτός την ξεκάθαρη σημασία του. Σημαίνει πια, το πέρασμα των δικαιωμάτων κυριαρχίας και Ιδιοκτησίας της Εκκλησίας στο κράτος, ένα πέρασμα που Χαιρετίζεται από τους «διαφωτισμένους» σαν επιστροφή στην λογική, και απορρίπτεται από τους υπόλοιπους σαν ένας βιασμός των πιο Ιερών παραδόσεων.
Στην σύγχρονη αυτοσυνειδησία και ιδιαιτέρως στην σύγχρονη Χριστιανική σκέψη, ο όρος εκκοσμίκευση καταλαμβάνει μια πολύ σημαντική θέση. Από πολλούς ο όρος εκκοσμίκευση έχει γίνει αποδεκτός σαν ένα αντιπροσωπευτικό όνομα για να χαρακτηρισθούν όλες οι αλλαγές που έχουν προκύψει στον κόσμο μας, και ιδιαιτέρως από την οπτική γωνία της θρησκείας.
1.Η Εκκοσμίκευση σαν πολιτικός όρος.
1.Η Εκκοσμίκευση σαν πολιτικός όρος.
Στο μεγάλο του έργο για την ειρήνη της Βεστφαλίας, του 1734, ο JohannGottfried von Meiern, σημειώνει πως η λέξη εκκοσμίκευση θα εχρησιμοποιείτο για πρώτη φορά στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την ΕΙΡΗΝΗ που περιέγραφε το βιβλίο του. Έτσι η λέξη Εκκοσμίκευση εισέρχεται στην γλώσσα σαν μια κουρτίνα καπνού που έπρεπε να κρύψει από τα βλέμματα τον κυνισμό των πολιτικών μηχανορραφιών. Η πρώτη σημασία του όρου λοιπόν συνίστατο σε μια έλλειψη ακρίβειας, στην Ικανότητα να υποβάλλει πως δεν θα μπορούσε να ειπωθεί συγκεκριμένα εκείνο που γινόταν: ότι δηλ. γινόταν σεβαστή και αποδεκτή μια νομική τάξη η οποία στην πραγματικότητα ποδοπατιόταν κεκαλλυμένα [όπως είναι σήμερα ο διάλογος των Εκκλησιών, που ποδοπατεί με βαρβαρότητα την αλήθεια της πίστεως και το μνημόνιο που σώζει υποτίθεται την Ελλάδα από την Χρεοκοπία ενώ την διαγράφει από την Ιστορία].
Η κατάσταση μέσα στην οποία εισάγεται η λέξη αυτή είναι αποκαλυπτική της μοίρας μας. Οι διαπραγματεύσεις ειρήνης στο στάδιο κατά το οποίο επινοήθηκε και Χρησιμοποιήθηκε ο όρος εκκοσμίκευση, έψαχναν τον τρόπο με τον οποίο θα έκρυβαν και θα αποζημίωναν τους ψηφοφόρους του Βρανδεμβούργου για την απώλεια γής που θα έπρεπε να δοθεί στην Σουηδία.
Μια συμφωνία λοιπόν φαινόταν εφικτή μόνον εάν σαν αντιστάθμισμα μπορούσαν να δοθούν στο Βρανδεμβούργο μερικές εκκλησιαστικές εκτάσεις. Όμως οι εκτάσεις αυτές ήταν κατά ένα μέρος προτεσταντικές κατά ένα άλλο καθολικές. Είχαν όμως διατηρήσει τον Χαρακτήρα των Εκκλησιαστικών εκτάσεων. Έτσι λοιπόν αναζητήθηκαν τρόποι για να χρυσώσει το χάπι και επειδή ακριβώς επρόκειτο για διπλωματικές διαπραγματεύσεις ήταν αυτονόητο πως αναζητούσαν τρόπους ορολογιακής φύσεως. Ονόματα. Θα έπρεπε να βρεθεί ένας όρος που θα μπορούσε να προσφέρει μια φαινομενική αθωότητα στην διαδικασία, έναν όρο πίσω από τον οποίο θα μπορούσαν να κρυφτούν όσο το δυνατόν καλύτερα οι πολιτικοί λόγοι και με την βοήθεια του οποίου θα ήταν δυνατόν να αρνηθούν το ξεπούλημα ενώ την ίδια στιγμή θα το πραγματοποιούσαν.
Σ’ αυτή την ανάγκη ανταποκρίθηκε ο όρος Seculariser, ο οποίος είχε εισαχθεί σε κατάλληλο χρόνο από τον Γάλλο Longueville. Έπρεπε να διατηρηθεί πάση θυσία η ψευδαίσθηση πως δεν επρόκειτο παρά για πρόσκαιρη επέμβαση, σχετική, η οποία δεν θα αλλοίωνε βασικά την πρώτη εκκλησιαστική κατάσταση των εκτάσεων αυτών ούτε και θα έθιγε την τιμή της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Έπρεπε να βρεθεί ένας όρος με την βοήθεια του οποίου θα ήταν δυνατόν να αναγνωρισθεί και να απορριφθεί η επαναφορά των εκτάσεων αυτών στην λαϊκή κατάσταση [κάτι σαν την καθαίρεση ενός κληρικού και η επαναφορά του στην τάξη του λαϊκού]. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό το όνομα seculariser κρίθηκε κατάλληλο. Γι’ αυτό περιείχε την υποβολή πως η νέα κοσμική κατάσταση αυτών των εκτάσεων δεν ήταν παρά μια αλλαγή, ένας προβληματικός ίσως τρόπος, αλλά πάντοτε όμως ένας τρόπος της πρωτογενούς θρησκευτικής καταστάσεως.
Το επίθετο εξάλλου saecularis βρισκόταν σε χρήση ήδη από πολλούς αιώνες για να επιτρέπει την διάκριση ανάμεσα στο Ιερό και στο κοσμικό, αλλά πάνω από όλα για να φανερώνει την υποταγή του στο Ιερό και την εξάρτησή του από αυτό. Με αυτή την προϊστορία η λέξη εκκοσμίκευση εισήχθη στις διαπραγματεύσεις και μ’ αυτό στην γλώσσα.
Δικαίως ο Stallmann χαρακτηρίζει αυτή την πορεία των πραγμάτων ως εξής: Η έννοια της Εκκοσμικεύσεως χρειάστηκε λιγότερο για να ξεκαθαρίσει από το να συσκοτίσει τις αληθινές προθέσεις. Εκκοσμικεύω σημαίνει εκλαϊκεύω, αλλά ήταν όλοι τους ευχαριστημένοι επειδή μπορούσαν να μιλήσουν γι’ αυτή την εκλαΐκευση μ’ έναν τρόπο που φαινόταν να συνεχίζει να αντιπροσωπεύει ξανά, τουλάχιστον νομικά, το Ιεραρχικό σύστημα του Μεσαίωνος, της αυτοκρατορίας η οποία μόλις είχε καταστραφεί, με τον τριακονταετή πόλεμο.
2. Η Εκκοσμίκευση σαν παράδοση των δικαιωμάτων κυριαρχίας και κυριότητος.
2. Η Εκκοσμίκευση σαν παράδοση των δικαιωμάτων κυριαρχίας και κυριότητος.
Αυτή η καινούργια λέξη έπρεπε να συνδυαστεί με τις νέες σκέψεις του διαφωτισμού οι οποίες είχαν αρχίσει ήδη να κυριαρχούν και την Γερμανία. Τον 18ο αιώνα η εκκοσμίκευση γίνεται η κυρίαρχη λέξη των «διαφωτισμένων» πνευμάτων τα οποία αμφισβητούν την εξουσία της Εκκλησίας και την γήϊνη περιουσία της. Σταδιακά δε γίνεται, αρνητικά όμως, η κυρίαρχη λέξη και όσων υπερασπίζονται την Εκκλησία. Σ’ αυτήν την διαμάχη, μέσω των αιώνων μέχρι τις ημέρες μας, κατέκτησε ο όρος αυτός την ξεκάθαρη σημασία του. Σημαίνει πια, το πέρασμα των δικαιωμάτων κυριαρχίας και Ιδιοκτησίας της Εκκλησίας στο κράτος, ένα πέρασμα που Χαιρετίζεται από τους «διαφωτισμένους» σαν επιστροφή στην λογική, και απορρίπτεται από τους υπόλοιπους σαν ένας βιασμός των πιο Ιερών παραδόσεων.
Σαν θεμέλιο αυτής της εκκοσμικεύσεως χρησίμευσαν οι νέες θεωρίες του Φυσικού Δικαίου, όπως είχαν αναπτυχθεί στην Γερμανία από τον Pudendorf. Σύμφωνα με αυτές ανήκει στο κράτος η κυριαρχία πάνω στην Εκκλησία, εκτός από όλα όσα αφορούν το εσωτερικό πνευματικό της έργο.
Μετά τα γεγονότα όμως της μεγάλης εκκοσμικεύσεως του 1803, όπου μετά τις 25 Φεβρουαρίου αυτού του έτους, η Εκκλησία απογυμνώνεται από την περιουσία της, ο όρος αυτός έλαβε καθαρά αρνητικό Χαρακτήρα. Το μόνο καλό που αναγνώρισαν σ’ αυτή την περιπέτεια οι καθολικοί ήταν ότι τους έδωσε το δικαίωμα να αμφισβητήσουν την θρησκευτική ανανέωση που ζητούσε παράλληλα η εποχή εκείνη. [Τελικά βεβαίως υπέκυψαν και σήμερα έρχεται και η ώρα της Ορθοδοξίας με τον γνωστό Οικουμενισμό.]
Συνεχίζεται.
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου