Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (35)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

π. Χρίστος Μαλάης

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά


ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» 
στο θεολογικό έργο του αγ. Γρηγορίου Παλαμά


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε
Αναίρεση του δόγματος της αναλογίας του όντος (Γ)



2.5.2.5 Το σύμβολο του φωτός και η αναλογία του ηλίου, ως απόδειξη ότι:

α) οι φυσικοί οφθαλμοί είναι αδύνατο να γνωρίσουν το θείο φως,
β) ενώ τα θεία γίνονται γνωστά μόνο όταν μετέχουμε σ’ αυτά, ωστόσο, τι ακριβώς είναι αυτά τα ίδια ως προς τη σύστασή τους, κανείς δε γνωρίζει,
γ) ακόμα κι όταν ονομάζουμε φυσικό σύμβολο της δόξας του Θεού το θείο φως, η φύση της δόξας αυτής παραμένει απρόσιτη στον άνθρωπο

Εάν μόνο η θέρμη είναι μεθεκτή από την αφή, ενώ η καύση παραμένει αμέθεκτη, πώς θα μπορούσε να πει κανείς ότι γίνεται γνωστή η θεότητα, η οποία είναι εγκαθιδρυμένη σε απρόσιτους χώρους, όταν γίνει γνωστό το φυσικό σύμβολο της1;
Ακόμη, εάν το κατά τον όρθρο φυσικό σύμβολο του φωτός της ημέρας ήταν απρόσιτο στους οφθαλμούς όχι λιγότερο από τον ήλιο, ή ακόμη περισσότερο από αυτόν, θα ήταν δυνατό σ’ αυτούς να δουν την ημέρα εκείνη ή κάποιο άλλο πράγμα μέσα σ’ αυτήν; «Πῶς οὖν ἄν τὸν ἀναλόγως κατάλληλον ἥλιον ἐκείνης τῆς ἡμέρας γνῶναι ἐδυνήθησαν οἷον φῶς ἐστιν;»2. Όπως ισχύει στα δύο φυσικά σύμβολα της θέρμης και του φωτός, κατά τα οποία είναι αδύνατο να γίνουν μεθεκτές η καύση και η ηλιακή λάμψη αντίστοιχα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο είναι αδύνατο να γνωρίσουν οι φυσικοί οφθαλμοί τι είδους φως είναι ο «ἀναλόγως κατάλληλος ἥλιος» της ημέρας του Θεού. Το άκτιστο φως χαρακτηρίζεται εδώ ως ήλιος κατάλληλος της ημέρας του Θεού, ανάλογα προς το φυσικό ήλιο ο οποίος είναι κατάλληλος της ημέρας αυτού του κόσμου. Όπως δηλαδή το φως κατά τον όρθρο είναι ορατό από τους οφθαλμούς ενώ ο ήλιος του οποίου αποτελεί φυσικό σύμβολο δεν είναι δυνατό να οραθεί, ανάλογα και το άκτιστο φως της θείας ουσιάς είναι μεθεκτό από εμάς ενώ η ίδια η θεία ουσία της οποίας αποτελεί φυσικό σύμβολο είναι αμέθεκτη. Τα θεία, ενώ γίνονται γνωστά μόνο όταν μετέχουμε σ’ αυτά, ωστόσο, τι ακριβώς είναι αυτά τα ίδια ως προς τη σύσταση και την αρχή τους, κανείς δεν το γνωρίζει3. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς καταφέρνει έτσι να αποδείξει ότι ακόμα κι όταν ονομάζουμε φυσικό σύμβολο της δόξας του Θεού το θείο φως πουπεριέβαλε το Χριστό πάνω στο όρος, η φύση της δόξας αυτής παραμένει παντελώς απρόσιτη στον άνθρωπο. Οι μαθητές δεν είδαν το σύμβολο αυτό της δόξας του Θεού με φυσικούς οφθαλμούς, αλλά αφού προηγουμένως έλαβαν νέους οφθαλμούς τους οποίους δεν είχαν προηγουμένως4. Οι οφθαλμοί αυτοί δεν ανήκουν στην κτιστή ανθρώπινη φύση, αλλά στη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, γι’ αυτό και το κτιστό χωρίς να αποβάλει τη δική του φύση ικανώνεται από τη χάρη αυτή να μετάσχει στο άκτιστο5.

2.5.2.6 Η αναλογία ως λειτουργία του θεολογικού συμβόλου, η οποία:

α) οδηγεί στη διάκριση ανάμεσα στο πραγματικό και στο φανταστικό,
β) αποτελεί τεκμήριο για την εμπειρία της αλήθειας του συμβολιζομένου,
γ) μαρτυρεί το γεγονός ότι το θείο φως αποτελεί πραγματική ενέργεια της ακαταλήπτου κρυφιότητας του Θεού

Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, αποκαλούμε «φως» τη θεία δόξα «παραδειγματικῶς», εξαιτίας της αδυναμίας μας να εκφράσουμε με άλλο τρόπο τα άρρητα μυστήρια6. Όσοι εναντιώνονται στην ορθόδοξη αυτή διδασκαλία θεωρούν ότι τα φώτα που βλέπουν οι άγιοι είναι συμβολικά φαινόμενα και αινίγματα κάποιων αΰλων και νοητών πραγμάτων, τα οποία δείχνονται κατ’ οικονομία και φανταστικά, ανάλογα προς τις περιστάσεις που συμβαίνουν7. Αν ισχύει αυτό, υποστηρίζει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, θα πρέπει να δεχτούμε ότι η λαμπρότητα και η δόξα του Θεού τη μία υπάρχει και την άλλη δεν υπάρχει, ότι γίνεται και μετά απογίνεται, ότι φαίνεται και ύστερα από λίγο εξαφανίζεται8. Αυτό μάλιστα συμβαίνει όχι επειδή κρύβεται από τους αναξίους, αλλά επειδή προχωρά στην ανυπαρξία, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα φάσματα και αινίγματα9. Για να αποδείξει πόσο εσφαλμένη είναι αυτή η θεώρηση, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς επικαλείται τον άγιο Μάξιμο, ο οποίος «ἀναλογικῶς τε καὶ ἀναγωγικῶς θεολογίας σύμβολον, τὸ ἐν τῇ Μεταμορφώσει τοῦ Κυρίου φῶς προσηγόρευσε»10. Σύμφωνα με τον άγ. Μάξιμο το θείο φως το οποίο είδαν οι απόστολοι με σωματικές αισθήσεις, αποτελεί σύμβολο της ακαταλήπτου κρυφιότητας του Θεού11. Από το γεγονός ότι τα ιμάτια του Κυρίου έγιναν λευκά όπως το φως, αφενός διδάσκονταν για το μέγεθος της μεγαλειότητας του Θεού κατ’ αναλογίαν προς τους θείους λόγους που υπάρχουν μέσα στα κτίσματα, αφετέρου μυσταγωγούνταν στα άρρητα μυστήρια τα οποία υπάρχουν μέσα στους λόγους της Αγίας Γραφής12. Συμπεραίνουμε συνεπώς, ότι η αναλογική και αναγωγική λειτουργία του θεολογικού συμβόλου: α) διδάσκει ποιο είναι το μέγεθος της μεγαλειότητας του Θεού κατ’ αναλογίαν προς τους θείους λόγους που υπάρχουν μέσα στα κτίσματα, β) μυσταγωγεί στα άρρητα μυστήρια τα οποία υπάρχουν μέσα στους λόγους της Αγίας Γραφής. Το θείο φως ως θεολογικό σύμβολο δεν αποτελεί ένα συμβολικό φαινόμενο, ούτε ένα αίνιγμα κάποιου άυλου ή νοητού πράγματος, το οποίο δείχνεται κατ’ οικονομία και φανταστικά ανάλογα προς τις περιστάσεις που συμβαίνει, αλλά μία πραγματική φανέρωση της ακαταλήπτου κρυφιότητας του Θεού, διότι λειτουργεί αναλογικά και αναγωγικά. Η χρήση της αναλογίας στην περίπτωση του θεολογικού συμβόλου δεν περιορίζεται στη συμβολική απεικόνιση του νοήματος, αλλά φανερώνει ποιο είναι το μέγεθος της μεγαλειότητας του Θεού κατ’ αναλογίαν προς τους θείους λόγους που υπάρχουν μέσα στα κτίσματα13. Η λειτουργία της αναλογίας στο θεολογικό συμβολισμό, αποτελεί το μέτρο με βάση το οποίο καθίστανται φανεροί οι λόγοι των όντων, μέσα από την όραση του θείου φωτός από τους αξίους14. Λειτουργώντας αναλογικά και αναγωγικά το θείο φως αποτελεί θεολογικό σύμβολο της ακαταλήπτου κρυφιότητας του Θεού, γι’ αυτό και δεν είναι κάτι που τη μία υπάρχει και την άλλη δεν υπάρχει, κάτι που φαίνεται για λίγο και ύστερα εξαφανίζεται, προχωρώντας στην ανυπαρξία, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα φάσματα και αινίγματα. Η αναλογική και η αναγωγική λειτουργία του θεολογικού συμβόλου οδηγεί στη διάκριση ανάμεσα στο πραγματικό και στο φανταστικό, αποτελεί τεκμήριο για την εμπειρία της αλήθειας του συμβολιζομένου και μαρτυρεί το γεγονός ότι το θείο φως αποτελεί πραγματική ενέργεια της ακαταλήπτου κρυφιότητας του Θεού.

2.5.2.7 Η αναλογία ως ιδιότητα του θεολογικού συμβόλου, η οποία επιτελεί τρεις διαφορετικές λειτουργίες:

α) διαχωρίζει απόλυτα ανάμεσα στην φύση του αισθητού συμβόλου και τους πνευματικώς συμβολιζόμενου (ομωνυμία),
β) ανάγει εικονιστικά και παραπεμπτικά από το αισθητό σύμβολο προς το συμβολιζόμενο (εικονισμός),
γ) διαφυλάσσει την ουσιαστική και πραγματική υπόσταση τόσο του αισθητού συμβόλου όσο και του πνευματικώς συμβολιζόμενου (διπλή αλήθεια)

Όπως έχουμε δει, το θείο φως θεωρείται σύμβολο της ακαταλήπτου κρυφιότητας του Θεού, επειδή λειτουργεί αναλογικά και αναγωγικά15. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς εξηγεί, ωστόσο, ότι «συμβόλων γὰρ ὁμωνύμως καὶ τῶν ὑφεστώτων πάντων γινομένων τε καὶ λεγομένων ἐν ταῖς κατ’ ἀναλογίαν καὶ ἀναγωγὴν θεολογίαις»16. Θεωρεί δηλαδή ότι στην αναλογική και αναγωγική θεολογία γίνονται και λέγονται σύμβολα των υπαρκτών ονόματα που είναι ομώνυμα μεταξύ τους. Ως τέτοιο σύμβολο χρησιμοποίησε και ο άγ. Μάξιμος τη λέξη «φως», σημαίνοντας με το ίδιο όνομα δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα ως προς τη φύση τους17. Η αναλογική και αναγωγική θεολογία, άρα, προϋποθέτει την ομωνυμία. Για να θεωρηθεί ως θεολογικό ένα σύμβολο, με βάση την αναγωγή και την αναλογία, πρέπει οπωσδήποτε να στηρίζεται στην ομωνυμία, δηλαδή στην απόλυτη διάκριση ανάμεσα στη φύση του συμβόλου και στη φύση του συμβολιζομένου. Η αναλογική και αναγωγική θεολογία έτσι, δε στηρίζεται σε οποιαδήποτε φυσική ομοιότητα, σχέση ή τροπή ανάμεσα στα θεία και στα κτιστά, αλλά στην καθαρή διάκριση ανάμεσά τους. Για να αποδείξει την θεολογική ορθότητα αυτής της άποψης, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς υποστηρίζει ότι και ο επώνυμος της θεολογίας Γρηγόριος ονόμασε θεωρία το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού, καθιστώντας το αναγωγικά και αναλογικά σύμβολο της δόξας κατά τη θεωρία του, χωρίς εκείνο να είναι γι’ αυτό το λόγο φαντασία και σύμβολο ανύπαρκτο18. Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο το Θεολόγο, «θεωρία γὰρ ἦν τὸ φυτὸν͵ ὡς ἡ ἐμὲ θεωρία͵ ἧς μόνοις ἐπιβαίνειν ἀσφαλὲς τοῖς τὴν ἕξιν τελεωτέροις͵ οὐ καλὸν δὲ τοῖς ἁπλουστέροις ἔτι͵ καὶ τὴν ἔφεσιν λιχνοτέροις͵ ὥσπερ οὐδὲ τροφὴ τελεία λυσιτελὴς τοῖς ἁπαλοῖς ἔτι καὶ δεομένοις γάλακτος»19. Το δέντρο της γνώσεως αποτελεί σύμβολο της πνευματικής θεωρίας μόνο σε όσους έχουν φτάσει στην τελειότητα. Δεν είναι μία φαντασία ούτε ένα σύμβολο ανύπαρκτο, διότι εκφράζει μία πραγματική κατάσταση, την οποία μπορούν να βιώσουν μόνο όσοι έχουν φτάσει στην πνευματική τελειότητα και αυτή δεν είναι άλλη από τη θεωρία της θείας δόξας. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς θεωρεί ότι η ονομασία του δέντρου οφείλεται στην αναλογική και αναγωγική λειτουργία του θεολογικού συμβόλου, η οποία βασίζεται στην ομωνυμία, δηλαδή στην εντελώς διαφορετική σημασία που έχει το δέντρο ως προς την αισθητή του φύση και ως προς την πνευματική κατάσταση την οποία συμβολίζει. Με τον ίδιο τρόπο, υποστηρίζει, ο άγ. Μάξιμος ονομάζει το Μωυσή σύμβολο της κρίσεως, τον Ηλία σύμβολο της προνοίας, τον Πέτρο σύμβολο της πίστεως, τον Ιάκωβο σύμβολο της ελπίδας και τον Ιωάννη σύμβολο της αγάπης20. Η κοινή ονομασία ανάμεσα στο αισθητό και στο πνευματικό, ονομάζεται αναλογική, διότι ενώ εκφράζει δύο εντελώς διαφορετικές καταστάσεις μεταξύ τους (ομωνυμία), ωστόσο είναι και οι δύο πραγματικές, υπαρκτές δηλαδή και όχι ανύπαρκτες21. Ονομάζεται επίσης αναγωγική, επειδή παραπέμπει αλληγορικά και εικονιστικά από το αισθητό σύμβολο σ’ αυτό που συμβολίζεται με τρόπο πνευματικό. Η αναλογική και αναγωγική ιδιότητα του θεολογικού συμβόλου, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, επιτελεί, λοιπόν, τρεις διαφορετικές λειτουργίες: α) διαχωρίζει απόλυτα ανάμεσα στη φύση του αισθητού συμβόλου και του πνευματικώς συμβολιζόμενου (ομωνυμία), β) ανάγει εικονιστικά και παραπεμπτικά από το αισθητό σύμβολο προς το συμβολιζόμενο (εικονισμός), γ) διαφυλάσσει την ουσιαστική και πραγματική υπόσταση τόσο του αισθητού συμβόλου όσο και του πνευματικώς συμβολιζομένου (διπλή αλήθεια).

2.5.2.8 Η αναλογία ως συμβολική ανύψωση στην απλή και ενιαία αλήθεια των νοητών θεαμάτων, με βάση την αισθητική δύναμη και τη νοερή αντίληψη που αντιστοιχεί στην ανθρώπινη φύση κατά τον παρόντα αιώνα
Το θείο φως δεν είναι μόνο πάνω από την φυσική αίσθηση αλλά «καὶ ὑπὲρ τὰ ὄντα πάντα καὶ ὡς ὑπερφυὴς ἡ θεωρία αὕτη»22. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, προσπαθεί να εξηγήσει για ποιο λόγο ονομάζουμε «φως» τη θεωρία της δόξας του Θεού. Ανατρέχει τότε στον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, ο οποίος υποστηρίζει ότι τώρα βλέπουμε το θείο φως με την φυσική αίσθηση διαμέσου των όντων και των μεριστών συμβόλων· τότε όμως, αφού βρεθούμε πάνω από όλα αυτά, θα το βλέπουμε άμεσα, χωρίς κανένα ενδιάμεσο παραπέτασμα23. «Τὸ δὲ ‘‘νῦν’’ εἶπε τὴν δυνατὴν καὶ ἀνάλογον τῆ καθ’ ἡμᾶς φύσει θεωρίαν δεικνύς»24. Ο χρονικός προσδιορισμός «τώρα», σημειώνει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, αναφέρεται από τον Διονύσιο, δείχνοντας τη δυνατή και ανάλογη προς τη φύση μας θεωρία25. Σύμφωνα με το Διονύσιο Αρεοπαγίτη, «νῦν δέ, ὡς ἡμῖν ἐφικτόν, οἰκείοις μὲν εἰς τὰ θεῖα συμβόλοις χρώμεθα κἀκ τούτων αὖθις ἐπὶ τὴν ἁπλῆν καὶ ἡνωμένην τῶν νοητῶν θεαμάτων ἀλήθειαν ἀναλόγως ἀνατεινόμεθα»26. Η χρήση των συμβόλων ανυψώνει τον άνθρωπο στην απλή και ενιαία αλήθεια των νοητών θεαμάτων, ανάλογα με την αισθητική δύναμη της ανθρώπινης φύσης στον παρόντα αιώνα27.
Ο απ. Παύλος, ο οποίος κατάφερε να ανέβει από τούτην εδώ τη ζωή πάνω από την αίσθηση και το νου, είδε τα αόρατα και άκουσε τα ανήκουστα28, γι’ αυτό και έλεγε: «γνωρίζω», γιατί άκουσα και είδα29. Αυτό αποδεικνύει, υποστηρίζει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, ότι η καινούρια αίσθηση με την οποία ακούν και βλέπουν το Θεό όσοι είναι άξιοι είναι πάνω από την αίσθηση και το νου30. Ακολουθώντας την ίδια ερμηνευτική με το Διονύσιο Αρεοπαγίτη, υπογραμμίζει ότι η αίσθηση και η νόηση είναι δύο φυσικές λειτουργίες, οι οποίες αντιστοιχούν στον παρόντα αιώνα, γι’ αυτό και η αναλογική χρήση των αισθητών συμβόλων περιορίζεται στην ανύψωση του ανθρώπου στην απλή και ενιαία αλήθεια των νοητών θεαμάτων31. Η νέα αίσθηση με την οποία ο άνθρωπος γνωρίζει το Θεό είναι πέρα από κάθε αναλογία και συμβολισμό, διότι εκείνος που ενεργεί τότε δεν είναι ούτε η αισθητηριακή αντίληψη ούτε η νόηση που αντιστοιχεί στη φύση μας, αλλά ο ίδιος ο Θεός32. Έτσι και ο απ. Παύλος, αφού ανέβηκε πάνω από κάθε αναλογία και συμβολισμό που αντιστοιχεί στην ανθρώπινη φύση κατά τον παρόντα αιώνα, έφτασε στο «υπέρ-φύση», εξαιτίας της ένωσής του με το Θεό, «διὰ τοῦ ἀοράτου ἑώρα τὰ ἀόρατα, μήτε τοῦ ὑπὲρ αἴσθησιν ἐκστάντα καὶ ὁρατὰ τούτῳ γεγονότα»33. Η χρήση της αναλογίας για τη συμβολική ανύψωση στην απλή και ενιαία αλήθεια των νοητών θεαμάτων,βασίζεται στην αισθητική δύναμη και στη νοερή αντίληψη που διαθέτει η ανθρώπινη φύση κατά τον παρόντα αιώνα. Η λειτουργία της τελειώνει όταν ο άνθρωπος υπερβαίνει τη φύση και ενώνεται με το Θεό. Η χρήση της αναλογίας δεν προϋποθέτει άρα οποιαδήποτε σχέση φυσικής ομοιότητας ανάμεσα στη θεία και στην ανθρώπινη φύση, αλλά δηλώνει την ανάγκη μετασχηματισμού της ανθρώπινης φύσης στην αρχική της απλότητα και καθαρότητα, ούτως ώστε να αξιωθεί να μετάσχει στη δόξα του Θεού. Όταν ο άνθρωπος αξιωθεί να φτάσει στο «υπέρ-φύση», εξαιτίας της ένωσής του με το Θεό, τότε θα παύσει να ενεργεί κάθε φυσική ανθρώπινη λειτουργία, μία από τις οποίες είναι και η αναλογία, αφού στη θέση τους θα ενεργεί στο εξής ο ίδιος ο Θεός.

2.5.2.9 Συμπεράσματα
Το θείο φως αποτελώντας φυσικό σύμβολο της θείας χάριτος είναι ομώνυμο σύμφωνα με το λόγο της αναλογίας, δηλαδή δεν παρουσιάζει καμία φυσική ομοιότητα η υπαρκτική αναλογία προς το αισθητό φως, διότι είναι άκτιστο και θεϊκό. Το μη φυσικό σύμβολο, αντίθετα, σχηματίζεται ανάλογα με τις ανάγκες εκείνων που το χρησιμοποιούν. Πρόκειται συνεπώς για σύμβολο που λαμβάνει το είναι του από άλλη φύση η οποία υφίσταται αυτοτελώς, γι’ αυτό και είναι τελείως αδύνατο να συνυπάρχει με το σημαινόμενο.
Με βάση το παράδειγμα και την αναλογία, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς αποδεικνύει ότι και στα θεία κάποια πράγματα γίνονται γνωστά μετέχοντας του φυσικού συμβόλου, ενώ κάποια άλλα συνεχίζουν να παραμένουν άγνωστα ακόμα και στις ουράνιες δυνάμεις.
Σύμφωνα με την αναλογία του ηλίου αποδεικνύει επίσης ότι οι φυσικοί οφθαλμοί είναι αδύνατο να γνωρίσουν το θείο φως· ότι ενώ τα θεία γίνονται γνωστά μόνο όταν μετέχουμε σ’ αυτά, ωστόσο, τι ακριβώς είναι αυτά τα ίδια ως προς τη σύστασή τους, κανείς δε γνωρίζει· ότι ακόμα κι όταν ονομάζουμε φυσικό σύμβολο της δόξας του Θεού το θείο φως, η φύση της δόξας αυτής παραμένει απρόσιτη στον άνθρωπο
Η αναλογική και η αναγωγική λειτουργία του θεολογικού συμβόλου οδηγεί στη διάκριση ανάμεσα στο πραγματικό και στο φανταστικό, αποτελεί τεκμήριο για την εμπειρία της αλήθειας του συμβολιζομένου και μαρτυρεί το γεγονός ότι το θείο φως αποτελεί πραγματική ενέργεια της ακαταλήπτου κρυφιότητας του Θεού. Επιπλέον, η λειτουργία της αναλογίας στο θεολογικό συμβολισμό, αποτελεί το μέτρο με βάση το οποίο καθίστανται φανεροί οι λόγοι των όντων, μέσα από την όραση του θείου φωτός από τους αξίους.
Η αναλογική και αναγωγική ιδιότητα του θεολογικού συμβόλου, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, επιτελεί τρεις διαφορετικές λειτουργίες: α) διαχωρίζει απόλυτα ανάμεσα στη φύση του αισθητού συμβόλου και του πνευματικώς συμβολιζόμενου (ομωνυμία), β) ανάγει εικονιστικά και παραπεμπτικά από το αισθητό σύμβολο προς το συμβολιζόμενο (εικονισμός), γ) διαφυλάσσει την ουσιαστική και πραγματική υπόσταση τόσο του αισθητού συμβόλου όσο και του πνευματικώς συμβολιζομένου (διπλή αλήθεια).
Η χρήση του θεολογικού συμβόλου, ανυψώνει τον άνθρωπο στην απλή και ενιαία αλήθεια των νοητών θεαμάτων, ανάλογα με την αισθητική δύναμη της ανθρώπινης φύσης στον παρόντα αιώνα. Η νέα αίσθηση, ωστόσο, με την οποία ο άνθρωπος γνωρίζει το Θεό, είναι πέρα από κάθε αναλογία και συμβολισμό, διότι εκείνος που ενεργεί τότε δεν είναι ούτε η αισθητηριακή αντίληψη ούτε η νόηση που αντιστοιχεί στη φύση μας, αλλά ο ίδιος ο Θεός. Ο αναλογικός χαρακτήρας του θεολογικού συμβόλου δεν προϋποθέτει άρα οποιαδήποτε σχέση φυσικής ομοιότητας ανάμεσα στη θεία και στην ανθρώπινη φύση, αλλά δηλώνει την ανάγκη μετασχηματισμού της ανθρώπινης φύσης από τη θεία χάρη, ούτως ώστε να αξιωθεί να μετάσχει στη δόξα του Θεού.
(Συνεχίζεται)
Σημειώσεις
1. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,21, ό.π., σελ. 634, «Εἰ γοῦν ἐπὶ τούτων οὕτω, πῶς ἄν τις φαίη γνωστὴν γίνεσθαι τὴν ἐν ἀποκρύφοις ὑπερανιδρυμένην θεότητα, γνωσθέντος τοῦ φυσικοῦ συμβόλου ταύτης;».
2. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,21, ό.π., σελ. 634.
3. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,21, ό.π., σελ. 634, «τὰ θεῖα μόναις ταῖς μετοχαῖς ἐπιγινώσκεται, αὐτὰ δὲ κατὰ τὴν ἑαυτῶν ἵδρυσίν τε καὶ ἀρχήν οἷά ποτὲ ἐστιν οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ τῶν ἐν τοῖς ὑπερκοσμίοις ἀνωτάτω νόων, οὔκουν ὅσα γε ἡμᾶς εἰδέναι».
4. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,22, ό.π., σελ. 634.
5. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,22, ό.π., σελ. 634.
6. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,19, ό.π., σελ. 556.
7. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,20, ό.π., σελ. 556, «συμβολικὰ εἶναι φάσματα πάντα τὰ παρὰ Θεοῦ δειχθέντα τοῖς ἁγίοις φῶτα, καὶ ἀύλων δή τινῶν καὶ νοητῶν αἰνίγματα πραγμάτων, καὶ οἰκονομικῶς καὶ φανταστικῶς, δεικνύμενα πρὸς τὰς συμβαινούσας περιστάσεις».
8. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,21, ό.π., σελ. 557, «νῦν μέν ἔσται νῦν δ᾿ οὐκ ἔσται, γινομένη τε καί ἀπογινομένη, φαινομένη τε καί ἀφανιζομένη».
9. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,21, ό.π., σελ. 557, «οὐκ ἀπό τῶν ἀναξίων κρυπτομένη, ἀλλ᾿ εἰς τό μή ὄν χωροῦσα, οἶα τά φάσματα καί τά τοιαῦτα σύμβολα καί αἰνίγματα».
10. ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΥ, Περὶ ἀποριῶν, PG 91, 1125, 1160-1168.
11. Περὶ ἀποριῶν PG 91, 1160, «τῆς ἀφανοῦς κρυφιότητος τὸ φανὲν αὐτοῖς πρὸς τὴν αἴσθησιν φῶς σύμβολον εἶναι μανθάνοντες».
12. Περὶ ἀποριῶν PG 91, 1160, «ἐν τοῖς κτίσμασιν ἀναλόγως τοῖς καθ’ οὔς γεγένηνται λόγοις μεγαλουργίαν καὶ τὴν ἐν τοῖς ρήμασι τῆς ἁγίας Γραφῆς κατὰ τὸ νοούμενον μυσταγωγίαν ἐν ταὐτῶ καὶ ἄμα θεοπρεπῶς ἐδιδάσκοντο»
13. Όπως σημειώνει ο καθηγητής Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Α΄, εκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 29, «ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἐντοπίζοντας ἐπίμονα τή σχετικότητα ὅλης τῆς κτιστῆς πραγματικότητας ξέρει νά τή βλέπει τυπολογικά, συμβολικά καί ἀλληγορικά, γιατί οἱ ρίζες τῆς ζωντανῆς της ὕπαρξης, τῆς αὔξησης καί τῆς τελείωσης βρίσκονται μόνο στόν ἄκτιστο Θεό. Γι’ αὐτό καί τό σύμβολο ἔχει ἕνα πραγματικό ἀντίκρισμα, τό ὁποῖο ἀναφέρεται σ’ ὅλη τήν κτίση. Δεν ὑπάρχει ἀφηρημένο σύμβολο στήν ὀρθόδοξη ζωή καί σκέψη».
14. Κατά τη συμβολική ερμηνεία της σκηνής της Μεταμορφώσεως, σύμφωνα με τον B. HEIDGERKEN, το σώμα του Χριστού αποτελεί τόσο το «σκοπό» όσο και το «μέσο» της πνευματικής αναγωγής. Ως «μέσο» της αναγωγής το σώμα του Χριστού είναι η αναλογία ανάμεσα στη κτίση και στον Κτίστη, με βάση την οποία μπορούν να κατανοηθούν ορθά οι λόγοι των όντων σε σχέση με το Λόγο του Θεού. Χωρίς τη γνώση του σώματος του Χριστού, συμπεραίνει, κανείς δεν είναι δυνατό να γνωρίσει ορθά ούτε τα πράγματα αυτού του κόσμου, ούτε εκείνα που αφορούν στο Θεό. Bλ. B. HEIDGERKEN, Maximus the Confessor and the Analogy of Being, PThR, 15:1 (2009), σελ. 58.
15. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,21, ό.π., σελ. 557, «ἀναλογικῶς τε καὶ ἀναγωγικῶς θεολογίας σύμβολον, τὸ ἐν τῆ Μεταμορφώσει τοῦ Κυρίου φῶς προσηγόρευσε», βλ. Μαξίμου, Περὶ ἀποριῶν, PG 91, 1125, 1160-1168.
16. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,22, ό.π., σελ. 557.
17. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,22, ό.π., σελ. 557, «τοιοῦτο σύμβολον καὶ αὐτὸς ἐκεῖ τουτὶ προσεῖπε».
18. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,22, ό.π., σελ. 557, «σύμβολον αὐτῆς κατά τήν ἑαυτοῦ θεωρίαν ἀναγωγικῶς ποιησάμενος, ἀλλ᾿ οὐ διά τοῦτο φάσμα καί ἀνυπόστατον σύμβολον ἐκεῖνο ἦν».
19. Γρηγόριου του Θεολόγου, Λόγοι, 46, 12, PG 36, 324 B.
20. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,22, ό.π., σελ. 557.
21. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,22, ό.π., σελ. 557, «συμβόλων γὰρ ὁμωνύμως καὶ τῶν ὑφεστώτων πάντων γινομένων τε καὶ λεγομένων ἐν ταῖς κατ’ ἀναλογίαν καὶ ἀναγωγὴν θεολογίαις».
22. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,23, ό.π., σελ. 559. Ο Μ. ELIADE, Τὸ Ἐσωτερικὸ Φῶς, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2003, σελ. 85-86, αντιθέτως, θεωρεί ότι δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην εμπειρία του Θαβωρίου Φωτός από τους ησυχαστές και στην εμπειρία του εσωτερικού φωτός στις διάφορες θρησκευτικές-μυστικιστικές παραδόσεις.
23. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,24, ό.π., σελ. 559, «Νῦν μέν γάρ αἰσθήσει καί διά τῶν ὄντων καί τῶν μεριστῶν συμβόλων, τότε δε ὑπέρ ταῦτα γεγονότες, τό ἀΐδιον φῶς ἀμέσως, μηδενός μεσιτεύοντος παραπετάσματος, ὀψόμεθα». Βλ. Α’ Κορ. 13,12.
24. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,24, ό.π., σελ. 559.
25. Σύμφωνα με τον Κ. ΓΑΡΙΤΣΗ, Ὁρασις Ἀοράτου, Ἡ διδασκαλία τοῦ Ὡραίου στὸν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη, εκδ. Θεσβίτης, Θήρα 2002, σελ. 100-101, ο ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ αναφέρεται στα στατικά και στα δυναμικά σύμβολα. Τα πρώτα, κατά τη γνώμη του, είναι συγκεκριμένα πράγματα, ενώ τα δεύτερα συνίστανται σε ιδιαίτερες λειτουργικές πράξεις όπως η επίθεση των χειρών και η υπόκλιση. Στον Ιησού Χριστό υπάρχει ο ύψιστος συμβολισμός, στατικός και δυναμικός. Βλ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗ, επιστολή 4, 1072c.
26. Περὶ θείων ὀνομάτων, 1, 4, PG 3, 592 c.
27. Ο κόσμος, σύμφωνα με το ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗ, ως ομοίωμα της αγαθοποιητικής αρχής του, έχει το χαρακτήρα συμβόλου: μπορεί μέσω του κάλλους του να κηρύσσει αισθητώς τον αιωνίως κρυμμένο. Βλ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗ, Περὶ ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, 121d, 140c-141c. Όσο περισσότερο ένα όν πλασμένο από το Θεό ανταποκρίνεται στην αναλογία του, τόσο μεγαλύτερη είναι και η δραστικότητά του ως συμβόλου. Βλ. E. STEIN, Ways to know God. The “Symbolic Theology” of Dionysius the Areopagite and its factual presuppositions, The Thomist 19 (1946), σελ. 416. Εντούτοις, ο κόσμος παραμένει πάντοτε μόνο σύμβολο, δηλαδή ανεπαρκής τελικά απόφανση περί Θεού. Ο εικονισμός του Θεού αποτελεί εν τέλει μία συγκατάβαση προς την ανθρώπινη αδυναμία: όσο πιο αισθητός τόσο πιο κρυμμένος. Βλ. Hans Urs von BALTHASAR, Herrlichkeit. Eine theologische Aesthetic, τ. 2, Facher der Stile, Einsiedeln 1961, σελ. 172.
28. ΒΚορ. 12,4.
29. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,24, ό.π., σελ. 559.
30. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,24, ό.π., σελ. 559, «ἡ αἴσθησις αὕτη ὑπὲρ αἴσθησιν καὶ νοῦνἐστιν».
31. Η κατανόηση του συμβόλου από το ΔΙΟΝΥΣΙΟ, υποστηρίζει ο Κ. ΓΑΡΙΤΣΗΣ, «μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς συμβολικὸς ρεαλισμός. Μεταξὺ σημείου καὶ σημαινομένου κυριαρχεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν γνωστικὴ σχέση, μιὰ σχέση παρουσίας…Συμβολικὸς ρεαλισμὸς σημαίνει διαλεκτικὴ ἔνταση μεταξὺ τῆς παρουσίας καὶ τῆς στερητικῆς ἀπομακρύνσεως. Ἐδῶ, ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀναζητοῦντος ἀνθρώπου ἀντιμετωπίζει μία πρόκληση: δὲν καταπατείται ἀπὸ τὴν πνευματικὴ πραγματικότητα, ἀλλὰ προκαλεῖται νὰ διαπεράσει τὸ σύμβολο πρὸς τὴν μεριὰ τῆς ἀλήθειας ποὺ αὺτὸ ἀγγέλει. Στὸ σύμβολο συναντώνται ἡ κρυπτότητα καὶ ἡ ἀποκάλυψη, ἡ ἀπόφαση καὶ ἡ κατάφαση, ὁ κίνδυνος τῆς ἐσπευσμένης ταυτίσεως τοῦ ἀντιληπτοῦ μὲ τὸ θεῖο καὶ ὁ περιορισμένος χαρακτήρας τοῦ ὄντος ὡς πρὸς τὸ θεῖο. Τὰ πράγματα πού ἔχουν πραγματοποιηθεῖ καὶ διαπερασθεῖ ἀπὸ τὸ Καλὸν ἔχουν ἐνεργὸ χαρακτήρα συμβόλου, ἰδίως γιὰ τὸν ἄνθρωπο τὸν σφραγισμένο ἀπὸ τὴν φυσικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν πίστη». Βλ. Κ. ΓΑΡΙΤΣΗ, Ὁρασις Ἀοράτου, Ἡ διδασκαλία τοῦ Ὡραίου στὸν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη, ό.π., σελ. 101.
32. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,24, ό.π., σελ. 559, «ἡνίκα γὰρ ἑκάτερον τούτων ἐνεργεῖ καὶ ὅτι ἐνεργεῖ, αἰσθάνεταί τε καὶ νοεῖ· διὰ τοῦτο προσέθηκεν ὅτι «ὁ Θεὸς οἶδεν», ἐπεὶ ὁ Θεὸς ἦν ὁ τότε ἐνεργῶν».
33. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,24, ό.π., σελ. 559.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου