Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (37)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

π. Χρίστος Μαλάης

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά


ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» 
στο θεολογικό έργο του αγ. Γρηγορίου Παλαμά


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε
Αναίρεση του δόγματος της αναλογίας του όντος (Γ)

2.5.3.4 Η αναλογία ως συμφωνία ανάμεσα στον έσω ανθρώπο και στην «ὑπερκειμένη ἑνιαία ζωῆ»
«Μετὰ δὴ τὴν τῶν κατὰ φύσιν τε καὶ ὑπέρ φύσιν δώρων ἐξίσωσιν, διὰ πλειόντων ἐπιτίθεται τῇ περὶ προσευχῆς ἀποστολικῇ ἐντολῇ, λέγων ἀδύνατον εἶναι τὸ ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι, εἰ μὴ ὡς αὐτός ἐξηγεῖται παραδεξαίμεθα˙ ἐξηγεῖται δὲ προσεύχεσθαι ἐνταῦθα λέγειν τὸν ἀπόστολον οὐ τὸ ἐνεργεῖν τὴν προσευχήν, ἀλλὰ τὸ τὴν ἕξιν ἔχειν αὐτῆς»1. Ο Βαρλαάμ υποστηρίζει ότι η αδιάλειπτη προσευχή δεν έχει να κάνει με την ενέργεια της προσευχής, αλλά με τη συνήθεια της2. Συνήθεια προσευχής είναι το να νομίζει κανείς ότι δε μπορεί να κάνει και να φέρει εις πέρας τίποτε, αν δεν το θέλει ο Θεός3. Εκείνος, λοιπόν, που έχει αυτή τη συνήθεια, προσεύχεται ακατάπαυστα. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, απαντάει ότι τη «συνήθεια» αυτή την έχει ακόμα κι ο διάβολος4! Θεωρεί αντιθέτως, ότι η προσευχή είναι αδιάκοπη παράκληση, όχι για να πείσουμε το Θεό, γιατί αυτός είναι αυτοπαράκλητος, ούτε για να τον προσελκύσουμε, διότι βρίσκεται παντού, αλλά για να ανεβάσουμε και να στρέψουμε τον εαυτό μας προς εκείνον5. Η προσευχή δεν είναι μέθοδος αναγωγής προς το Θεό, αλλά στροφή του νου και όλων των δυνάμεων της ψυχής προς τον Κύριο6. «Τὶ οὖν ἄτοπον ποιοῦμεν, εἰ τὸν πρὸς τὴν ἑνοειδῆ συνέλιξιν τοῦ νοῦ κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν ἐπειγόμενον, ἀφέμενον τῆς κατὰ τὰ πολυειδῆ μαθήματα μελέτης, ὑπερβῆναι ἀξιοῦμεν τὰς ἐν τούτοις μεριστὰς καὶ μεταβατικὰς νοήσεις καὶ τοὺς αἰσθητοὺς λόγους καὶ τὰς ἐξ αἰσθήσεως ἐχούσας γνώσεις τὴν ἀρχήν; Πῶς δ᾿ ἄν ὁ ἔσω ἄνθρωπος κατασταίη μοναχὸς κατὰ λόγον τῆς ὑπερκειμένης ἑνιαίας ζωῆς, εἰ μὴ τὸν ἐπίκτητον κόσμον ὑπεραναβαίη καὶ πάσας τὰς ἀνθρωπικὰς μαθήσεις καὶ ἑνιαίως καὶ μοναχῶς πρὸς Θεὸν ἀνατείνει συντόμως ἑαυτόν»7. Ο εσωτερικός μας άνθρωπος με την προσευχή υπερβαίνει τον «επίκτητο κόσμο» και όλες τις ανθρώπινες μαθήσεις, ανυψώνει τον εαυτό του με όλη του τη δύναμη προς το Θεό, «κατὰ λόγον τῆς ὑπερκείμενης ἑνιαίας ζωής», ανάλογα δηλαδή με την ενιαία ζωή που υπέρκειται των πάντων. Η αναλογία αποτελεί συμφωνία ανάμεσα στη ζωή του έσω ανθρώπου και στη ζωή που υπέρκειται των πάντων, διαμέσου της προσευχής που αφήνει πίσω όλο τον επίκτητο κόσμο και ανυψώνει διαρκώς τον εαυτό του προς το Θεό κατά τρόπο ενιαίο και μοναδικό. Οίκος προσευχής είναι η ίδια η φύση του νου γυμνή και άθικτη από κάθε είδους «περινοίας» και ανθρώπινα τεχνάσματα8. Με τις θείες εντολές καθαρίζεται η ψυχή από τα πάθη, αλλά η απόθεση κάθε υπεροχικής ή αναλογικής γνώσης επιτυγχάνεται διαμέσου της καθαρής προσευχής9. Η καθαρή προσευχή, σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο, είναι υπεύθυνη για την κάθαρση της ψυχής, όχι μόνο από όλα τα σκοτάδια και τις αμαρτίες της, αλλά ακόμη και από κάθε είδους γνώση η οποία επιτυγχάνεται καθ’ υπεροχή ή κατά αναλογία. Το πραγματικά τελειοποιητικό και σωτήριο για εμάς, είδος της αλήθειας, είναι η διδασκαλία του Αγίου Πνεύματος, η οποία φέρνει μέσα μας το Χριστό και οδηγεί στην εμφάνιση και παραμονή αυτού του ίδιου του Πατέρα10. Δεν μας χρειάζεται η παρουσία κανενός είδους αναλογίας προς τη φύση ή την ύπαρξη του ακτίστου, για να μετέχουμε στην αλήθεια του Θεού11. Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος είναι αρκετή για να φέρει μέσα μας την αλήθεια του Κυρίου. Η αλήθεια αυτή δεν είναι γνώση αλλά αγνωσία, η οποία έρχεται μέσα στη ψυχή διαμέσου αποκαλύψεως12.

2.5.3.5 Η αντίληψη του θείου φωτός ανάλογα στο νου και στην αίσθηση
Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, εξηγεί τι συμβαίνει στις δυνάμεις της ψυχής, της διανοίας και του σώματος του εκθεουμένου, εξαιτίας της παρουσίας της θεοποιού χάριτος μέσα σ’ αυτόν, με τρόπο που αναιρεί εμμέσως όλες τις κακοδοξίες που συνεπάγεται το δόγμα της αναλογίας του όντος, σχετικά με τη θέωση του ανθρώπου και την ένωσή του με το Θεό. Το Πνεύμα με τη θέωση χαρίζει στον άνθρωπο την κατάπαυση όλων των φυσικών ενεργειών σχετικά με το σώμα και το νου, ώστε ο Θεός να φαίνεται τόσο διά της ψυχής όσο και διά του σώματος13. «Τοῦ αὐτοῦ ἄρα φωτὸς καὶ ὁ νοῦς καὶ ἡ αἴσθησις ἀντιλήψεται, ἑκάτερον μέντοι ἀναλόγως ἑαυτῷ, ἀλλ’ ὑπὲρ αἴσθησιν καὶ νοῦν»14. Τόσο ο νους όσο η αίσθηση θα αντιληφθούν το ίδιο φως, το καθένα ανάλογα προς τον εαυτό του, αλλά πάνω από την αίσθηση και το νου. Η αντίληψη του θείου φωτός δεν καταργεί την ανθρώπινη φύση, αλλά τη μετασκευάζει έτσι ώστε να μετέχει σ’ αυτό ποικιλοτρόπως, ανάλογα προς τη διάκριση των μερών της15. Η αναλογία κατ’ αυτό τον τρόπο, δηλώνει τη διαφορά στην αντίληψη του θείου φωτός από το νου και από την αίσθηση, ύστερα από την κατάπαυση όλων των φυσικών ενεργειών τους. Παρομοίως, η αναλογία δηλώνει και τη διαφορά στη φανέρωση του θείου φωτός από το νου και από την αίσθηση16. Ο νους και το σώμα αντιλαμβάνονται και φανερώνουν το θείο φως, ανάλογα προς την ιδιαιτερότητα αλλά και την καθαρότητά τους. Γι’ αυτό, εκείνος που αξιώνεται της νοητής φωτοδοσίας του Θεού με απαθή και άυλο νου γνωρίζει ότι το θείο βρίσκεται πάνω από τη θεωρία και τη μύηση αυτή. Γνωρίζει το πάνω από την όραση μέσω της οράσεως αυτής, πάσχοντας κατά κάποιο τρόπο την αφαίρεση, αλλά μη σκεπτόμενος αυτήν17. «Ὡς οὖν τοῦ καταφατικῶς θεολογεῖν τὸ τὰ θεῖα πάσχειν καὶ ὁρᾶν ἕτερον καὶ ὑπέρτερόν ἐστιν, οὕτω τοῦ κατὰ ἀφαίρεσιν θεολογεῖν τὸ κάν τῇ πνευματικῇ ὁράσει διὰ τὸ τοῦ ὁρωμένου ὑπερβάλλον πάσχειν τὴν ἀφαίρεσιν ἕτερον καί ὑπέρτερόν ἐστιν»18. Δεν είναι δυνατό να δει κανείς αυτό το φως, παρά μόνο εάν αυτό βλέπεται μέσα στο φως19. Η θέα του θείου φωτός είναι αποτέλεσμα της υπερφυσικής, πνευματικής και πάνω από το νου ένωσης του ανθρώπου με το Θεό20.
«Εἰ δὲ ἐν φωτὶ πατρικῷ τῷ Πνεύματι φῶς ὁρῶμεν τὸν Υἰόν, ἔστιν ἄρ᾿ ἡμῖν ἕνωσίς τις ἄμεσος πρὸς τὸν Θεὸ καὶ μετάδοσις φωτὸς ἐκεῖθεν, μὴ διὰ μέσων μετεχομένη τῶν ἀγγέλων»21. Υπάρχει, μας διδάσκει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, κάποια ένωση με το Θεό η οποία μεταδίδει σε εμάς το θείο φως, χωρίς τη μεσολάβηση κάποιου μέσου, ή ακόμη κάποιου αγγέλου. Η ένωση με το Θεό δεν τελείται έμμεσα, αναλογικά ή ιεραρχικά, αλλά είναι άμεση και αυτοφανής, και δεν μεταβιβάζεται μέσω των πρώτων προς τα δεύτερα κατά τρόπο μεσολαβητικό22. Διότι ο Κύριος των κυρίων δεν υπόκειται στους νόμους της κτίσεως23. Εκείνος που κένωσε τον εαυτό του για χάρη μας24, έκαμε καινούρια τα πάντα25. Η αρχή της νέας κτίσεως του Θεού, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, είναι εντελώς καινούρια26. «Μειζόνων δέ κατά τοῦτο τῶν ἐλαττόνων τελουμένων διά τῆς χάριτος, πάλιν ἡ τῆς εὐκοσμίας τάξις ἀσφαλῶς ἅμα συντηρεῖται καί θαυμασίως»27. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή τη νέα αρχή, οι κατώτεροι γίνονται με τη χάρη του Θεού ανώτεροι, καθώς η τάξη της ευκοσμίας διατηρείται με ασφάλεια κατά τρόπο θαυμαστό28.

2.5.3.6 Η αναλογία ως μέτρο κάθε μυστικής θεωρίας που προέρχεται από το Θεό
«Μυστικαὶ δ᾿ ὁράσεις διαφόρων γίνονται πραγμάτων, ὄντων, μελλόντων, αἰσθητῶν, νοητῶν, προσύλων, ἀΰλων, προβεβηκότων, ὑποβεβηκότων, καὶ ἄλλοτε ἄλλως, καὶ διαφόρως τούτων ἕκαστον ἀποκαλύπτονται τῇ δυνάμει τῶν ὁρώντων ἀναλόγως καὶ τοῖς οἰκονομουμένοις καταλλήλως πράγμασι»29. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας, λέει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, ότι υπάρχουν διαφόρων πραγμάτων μυστικές οράσεις: όντων, μελλόντων, αισθητών, νοητών, υλικών, αΰλων, ανωτέρων, κατωτέρων. Το καθένα από αυτά αποκαλύπτεται κάθε φορά με άλλο τρόπο, ανάλογα προς τη δύναμη εκείνων που τα βλέπουν και κατά τρόπο κατάλληλο προς τα πράγματα που οικονομούνται έτσι. Οι μυστικές οράσεις του Θεού περιλάμπουν τους πιστούς για διαφορετικές αιτίες και δυνάμεις, περιβάλλοντας το θείο φως με μορφές, με τύπους και με σύμβολα30. Ο τρόπος με τον οποίο περιλάμπουν τους πιστούς εξαρτάται αφενός από τη δύναμη (την καθαρότητα και την πνευματική τους ωριμότητα), αφετέρου από το σκοπό και την αιτία για την οποία παρουσιάζονται. Ωστόσο, όλα αυτά θα καταργηθούν κατά το μέλλοντα αιώνα, αφού τότε η θεία φύση θα αντικαταστήσει για μας τα πάντα31. Το είδος, ο τρόπος και το μέτρο κάθε μυστικής θεωρίας, η οποία προέρχεται από το Θεό, είναι ανάλογο αφενός προς τα μέτρα της δυνάμεως και της πνευματικής ωριμότητας του αποδέκτη της, αφετέρου προς την αιτία και το σκοπό τον οποίο υπηρετεί. Η φύση της ενέργειας, ωστόσο, και της χάριτος που παρέχεται, παραμένει εντελώς άλλης τάξεως, χωρίς να έχει καμιά ομοιότητα ή αναλογία με την κτιστή φύση προς την οποία μεταδίδεται. Η δύναμη της θείας θεωρίας δεν εξαρτάται από την παρουσία κάποιας αναλογίας ανάμεσα στη φύση του κτιστού και στη φύση του ακτίστου, γι’ αυτό «νοερᾶ τινι δυνάμει χωρητὸν εἶναι ἤ κτητὸν ἀδύνατον, ὡς καὶ ταύτην ὑπεραῖρον»32. Εκείνος που έχει γίνει πνεύμα, υποστηρίζει ο Γρηγόριος Παλαμάς, βλέπει με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος το όμοιο ως όμοιος33. Τα φυσικά γνωρίσματα της κτιστής φύσεως μεταβάλλονται από την άκτιστη δόξα, καθιστώντας τον άνθρωπο «υιό αναστάσεως» και «υιό του Θεού», ο οποίος μπορεί να δει το πρόσωπο του Θεού Πατέρα34.

2.5.3.7 Η αναλογία ως δεκτικότητα προς τη θεία παρουσία, σύμφωνα με την αξία και τον τρόπο εκείνων που την ζητούν
Η χάρη της θεώσεως σύμφωνα με τους πατέρες, λέει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, βρίσκεται πάνω από την αρετή, τη φύση και τη γνώση35. Η αρετή και η μίμηση του Θεού, καθιστά κατάλληλο τον κάτοχό της προς θεία ένωση, ενώ η χάρη είναι εκείνη η οποία τελεσιουργεί αυτή την απόρρητη ένωση36. Ο άνθρωπος γίνεται ένα με το Θεό μέσω της «ενυπόστατης υιοθεσίας»37 η οποία συμβαίνει με τη χάρη και τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος38. Ο Κύριος τότε έρχεται και «ἐνδημεῖ» στους ανθρώπους με διάφορους τρόπους, «κατὰ τὴν ἀξίαν καὶ τον τρόπον τῶν ζητούντων αὐτόν», ανάλογα δηλαδή με τη αξία και τον τρόπο με τον οποίον τον ζητούν39. «Ἑτέρως μὲν γὰρ τῷ πρακτικῷ, ἑτέρως δὲ τῷ θεωρητικῷ καὶ τῷ ἐποπτικῷ ἄλλως, καὶ ἄλλως μὲν ᾗ ἀνθρώποις σπουδαίοις, ἑτέρως δὲ θεοῖς ἤδη γεγονόσιν»40. Ο τρόπος δηλαδή, με τον οποίο έρχεται σε κάθε άνθρωπο για να κατοικήσει ο Κύριος, είναι ανάλογος:
(α) με τη πνευματική ιδιαιτερότητα ή «ετερότητα» του κάθε ανθρώπου, η οποία γίνεται φανερή από τον τρόπο με τον οποίο ζητά το Θεό.
(β) με τα μέτρα της αρετής και της τελειότητας στην οποία αυτός έχει φτάσει.
Ο Θεός συνεχίζει να παραμένει ο ίδιος, παρά το γεγονός ότι μετέχεται από τους ανθρώπους κατά διαφορετικό τρόπο. Η αναλογία αφορά στον τρόπο με το οποίο γίνεται μεθεκτός ο Θεός από τους ανθρώπους και όχι στην ίδια τη φύση του Θεού ή του ανθρώπου. Ο Θεός βρίσκεται τόσο πολύ πιο πάνω από κάθε ομοιότητα και αναλογία με τα κτιστά, λέει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, ώστε να λέγεται ότι είναι πάνω ακόμη κι από την ίδια την αρχή της θεότητας, κατά τον άγιο Διονύσιο41. Αν θεωρήσουμε ως αρχή της θεώσεως την κατά πρόσωπο ενυπόστατη έλλαμψη της θείας ενώσεως, τότε η υπεράρχια ουσία του Θεού θα είναι πέρα από την θεαρχία αυτή42. Αν και η θέωση είναι σχέση, όχι βέβαια κατά φύση αλλά υπέρ φύση, ωστόσο η ουσία του Θεού παραμένει άσχετη και πέρα από κάθε σχέση43. Αν και η θέωση είναι σχέση, ωστόσο, δεν έχει καμία ομοιότητα ή αναλογία με τις κτιστές σχέσεις. Η θεία ένωση είναι σχέση η οποία υπερβαίνει κάθε κτιστή φύση.
Η πλάνη του Βαρλαάμ, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, είναι ότι θεωρεί τη θεία ένωση σαν μία «κράση τελεστικὴ πρὸς εὐφυΐα»44. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς θεωρεί ότι «οὐ θέωσις ἤ ἕξις αὕτη˙ ἥτις γὰρ ποτ᾿ ἄν εἴη τελειωτικὴ τῆς λογικῆς φύσεως ἕξις, εἴτε γνῶσις, εἴτε κρᾶσις, εἴτε εὐφυΐα σώματός τε καὶ ψυχῆς, θύραθεν ἤ οἴκοθεν προσγινομένη, λογικοὺς ἀκριβῶς οἷς ἄν ἐπιγένοιτο τελέσειεν, ἀλλ᾿ οὐχὶ καὶ θεούς»45. Διότι εκείνοι που απέκτησαν πραγματικά τη θέωση, σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο46, καθίστανται εξαιτίας της άκτιστοι, άναρχοι και απερίγραπτοι, αν και βέβαια ως προς τη φύση τους προήλθαν από το μηδέν47. Ο Βαρλαάμ βρίσκεται έτσι σε πολύ μεγάλη πλάνη, όταν ισχυρίζεται ότι η θέωση είναι κτιστή, φυσική και υπόκειται στο χρόνο, υποβιβάζοντας έτσι το Θεό στην τάξη των κτισμάτων48. «Ἡ μέν γάρ θέωσις κατά τούς πατέρας οὐσιώδης ἐστίν ἐνέργεια Θεοῦ˙ ἧς δέ οὐσίας αἱ οὐσιώδεις ἐνέργειαι κτισταί, κτιστή καί αὕτη ἐξ ἀνάγκης…οὐ γάρ ἐρυθριᾷ πάσας τὰς ἐμφύτους τοῦ Θεοῦ δυνάμεις τε καὶ ἐνεργείας κτιστάς ἀποφαινόμενος, καίτοι ναὸν Θεοῦ ζῶντος τῶν ἁγίων ἕκαστον εἶναι πεπιστεύκαμεν διὰ τὴν ἐνοικοῦσαν χάριν. Πῶς οὖν ναὸς Θεοῦ τὸ τοῦ κτίσματος οἰκητήριον; Πῶς δὲ τούτων ἕκαστος ἄκτιστος διὰ τὴν χάριν, εἰ κτιστή;»49. Η θεία ένωση, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, είναι υπερώνυμη και παραμένει ανέκφραστη ακόμη κι όταν γίνεται λόγος γι’ αυτήν50. «Ἡ φύσει τοιγαροῦν θεότης, ἡ ἀρχή τῆς θεώσεως, ἐξ ἧς ὡς αἰτίας ἀμεθέκτου τὸ θεοῦσθαι τοῖς θεομένοις ἐστιν, αὕτη τοίνυν ἡ πάντων ἐπέκεινα θεαρχικωτάτη μακαριότης ἀόρατός ἐστι καθ᾿ ἑαυτήν αἰσθήσει τε καὶ νῷ, ἀσωμάτῳ τε καὶ σώματι συνδεδεμένῳ˙ κἄν ἐκστῇ ἑαυτοῦ τι τούτων ἐπὶ τὸ κρεῖττον θεωθέν˙ μόνῳ γὰρ τῷ καθ᾿ ὑπόστασιν ἡνωμένῳ νῷ καὶ σώματι εἶναί τε καὶ γενέσθαι θεατὴ πιστεύεται, εἰ καὶ μὴ κατὰ τὴν οἰκείαν φύσιν ἑαυτῶν» 51. Όταν καλούμε τη θεότητα ως αρχή και αιτία της θείας ενώσεως, προσθέτουμε ότι είναι αμέθεκτη αιτία, για να δηλώσουμε την απουσία κάθε αναλογίας, σχέσης ή εξάρτησης με τις κτιστές έννοιες της αρχής ή της αιτίας52. Η θεία ένωση γίνεται θεατή μόνο από τον καθ’ υπόσταση ενωμένο νου και το σώμα, αν και όχι ως προς τη φύση τους, «τήν ἴσην ἐνέργειαν τῇ θεούσῃ οὐσίᾳ προσελάβοντο, πᾶσαν αὐτήν ἐνελλιπῶς χωρήσαντα καί δι᾿ ἑαυτῶν ἐκφήναντα»53. Η θέωση, σαν άλλος ήλιος, όταν ανατείλει μία φορά μέσα στον άνθρωπο δεν κρύβεται πλέον στη δύση, «ἀλλὰ πάντα τῇ φωτιστικῇ ἑαυτοῦ δυνάμει περιπτυξάμενος, διηνεκὲς καὶ ἀδιάδοχον τοῖς ἀξίοις τὸ φῶς ἐμποιεῖ καὶ αὐτοὺς τοὺς μετέχοντας τοῦ φωτός ἐκείνου ἄλλους ἡλίους ἀπεργαζόμενος»54.

2.5.3.8 Συμπεράσματα
Για τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά είναι ολοφάνερο ότι ο βαθμός λαμπρότητας του προσώπου των δικαίων είναι ανάλογος προς το μέτρο των καλών τους πράξεων και όχι προς την καθαρότητα του αέρα που τους περιβάλλει. Αυτό σημαίνει ότι ο βαθμός θέασης του θείου φωτός από τους αγίους είναι ανάλογος προς το μέτρο των αρετών και της καρδιακής καθαρότητας και όχι προς το μέτρο της καθαρότητας του αέρα της αισθητής ατμόσφαιρας. Το σώμα, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, γίνεται κι αυτό θεός μαζί με την ψυχή, ανάλογα με το βαθμό στον οποίο μετέχει στη θεοποιό δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Η αναλογία της μετοχής του σώματος στην θεοποιό χάρη του Θεού εξαρτάται: α) από την παύση των φυσικών ενεργειών του σώματος, β) από την ησυχία όλων των κατά νου και κατά αίσθηση ενεργειών της ψυχής, με την οποία είναι συνδεδεμένο το σώμα.
Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, τόσο η κατά την αιτία όσο και η κατά αναλογία θεολογική οδός αποτελούν φυσικές ενέργειες του νου, οι οποίες αδυνατούν να οδηγήσουν στην υπερφυσική ένωση με το Θεό. Αλλά ούτε και η αποφατική οδός μπορεί να οδηγήσει στην υπεράρρητο θεία ένωση. Γι’ αυτό πρέπει να αποβληθεί από το νου κάθε αναλογία όπως και κάθε άλλη νοερή ενέργεια, με σκοπό να προετοιμαστεί η καρδιά του πιστού να υποδεχτεί μέσα της το Θεό. Ο χωρισμός του νου και των αισθήσεων από κάθε αναλογία ανάμεσα στο Θεό και στα κτίσματα, υποστηρίζει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, είναι πράξη την οποία μπορεί να πετύχει με αρκετή προσπάθεια κάθε πιστός, δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Η ένωση με το Θεό, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, δεν τελείται έμμεσα, αναλογικά ή ιεραρχικά, αλλά είναι άμεση και αυτοφανής. Η αντίληψη του θείου φωτός δεν καταργεί την ανθρώπινη φύση, αλλά τη μετασκευάζει έτσι ώστε να μετέχει σ’ αυτό ποικιλοτρόπως, ανάλογα προς τη διάκριση των μερών της. Η αναλογία κατ’ αυτό τον τρόπο, δηλώνει τη διαφορά στην αντίληψη του θείου φωτός από το νου και από την αίσθηση, ύστερα από την κατάπαυση όλων των φυσικών ενεργειών τους. Παρομοίως, η αναλογία δηλώνει και τη διαφορά στη φανέρωση του θείου φωτός από το νου και από την αίσθηση. Ο νους και το σώμα αντιλαμβάνονται και φανερώνουν το θείο φως, ανάλογα προς την ιδιαιτερότητα αλλά και την καθαρότητά τους
Το είδος, ο τρόπος και το μέτρο κάθε μυστικής θεωρίας η οποία προέρχεται από το Θεό, είναι ανάλογο αφενός προς τα μέτρα της δυνάμεως και της πνευματικής ωριμότητας του αποδέκτη της, αφετέρου προς την αιτία και το σκοπό τον οποίο υπηρετεί. Η φύση της ενέργειας, ωστόσο, και της χάριτος που παρέχεται, παραμένει εντελώς άλλης τάξεως, χωρίς να έχει καμιά ομοιότητα ή αναλογία με τη κτιστή φύση προς την οποία μεταδίδεται. Ο τρόπος με τον οποίο έρχεται σε κάθε άνθρωπο για να κατοικήσει ο Κύριος, είναι ανάλογος: (α) με τη πνευματική ιδιαιτερότητα ή «ετερότητα» του κάθε ανθρώπου, η οποία γίνεται φανερή από τον τρόπο με τον οποίο ζητά το Θεό, (β) με τα μέτρα της αρετής και της τελειότητας στην οποία αυτός έχει φτάσει.
Χρησιμοποιώντας την αναλογία ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς επιχειρεί να περιγράψει τη συμφωνία ανάμεσα στη ζωή του έσω ανθρώπου και στη ζωή που υπέρκειται των πάντων, η οποία επιτυγχάνεται διαμέσου της προσευχής που αφήνει πίσω όλο τον επίκτητο κόσμο και ανυψώνεται διαρκώς προς το Θεό κατά τρόπο ενιαίο και μοναδικό. Η καθαρή προσευχή, σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, είναι υπεύθυνη για την κάθαρση της ψυχής όχι μόνο από όλα τα σκοτάδια και τις αμαρτίες της, αλλά ακόμη και από κάθε είδους γνώση η οποία επιτυγχάνεται καθ’ υπεροχή ή κατά αναλογία. Το πραγματικά τελειοποιητικό και σωτήριο για εμάς, είδος της αλήθειας, είναι η διδασκαλία του Αγίου Πνεύματος, η οποία φέρνει μέσα μας το Χριστό και οδηγεί στην εμφάνιση και παραμονή αυτού του ίδιου του Πατέρα. Δεν μας χρειάζεται η παρουσία κανενός είδους αναλογίας προς τη φύση ή την ύπαρξη του ακτίστου, για να μετέχουμε σ’ αυτή την αλήθεια του Θεού. Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος είναι αρκετή για να φέρει μέσα μας την αλήθεια του Κυρίου. Η αλήθεια αυτή δεν είναι γνώση αλλά αγνωσία, η οποία έρχεται μέσα στη ψυχή διαμέσου αποκαλύψεως.
ΤΕΛΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Ε
(Συνεχίζεται)
Σημειώσεις

1. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,1,30, ό.π., σελ. 491.
2. Αυστηροί τηρητές της «αδιάλειπτης προσευχής» μεταξύ των αιρετικών ήταν οι ΜΑΣΣΑΛΙΑΝΟΙ ή ΕΥΧΙΤΕΣ. Αυτοί περιφρονούσαν τις τελετές και τα μυστήρια της Εκκλησίας και ισχυρίζονταν ότι ακολουθούν πιστά την εντολή του απ. Παύλου, «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι». Υποστήριζαν ότι η προσευχή αποτελεί το μόνο μέσο σωτηρίας και απαλλαγής του ανθρώπου από το πνεύμα του πονηρού. Πρβλ. D. OBELENSKY, The Bogomils, A study in Balkan neo-manichaeism, Cambridge University Press, Cambridge 1948, σελ. 49. Ο ΒΑΡΛΑΑΜ, προσδίδοντας παθητικό και νοησιαρχικό χαρακτήρα στην «αδιάλειπτη προσευχή», θεωρούσε ότι αυτή αποτελεί μία «ἕξιν», δηλαδή μία συνήθεια την οποία προκαλεί η συνείδηση ότι ο άνθρωπος τίποτα δε μπορεί να πράξει εάν δεν το θέλει ο Θεός. Βασική προϋπόθεση της θεωρίας αυτής αποτελούσε το γεγονός ότι ο ΒΑΡΛΑΑΜ, ακολουθώντας μία δυαρχική ανθρωπολογία και δεχόμενος ότι το σώμα αποτελεί ευτελές σκεύος της ψυχής, οδηγούνταν στην παραδοχή ότι η «απάθεια» που οδηγεί στην καθαρή προσευχή, αποτελεί μία τέλεια νέκρωση του παθητικού της ψυχής, έτσι ώστε να μη συμμετέχει το σώμα καθόλου στην προσευχή. Ο ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, αντιθέτως, ακολουθώντας μία συνθετική χριστιανική ανθρωπολογία, δεχόταν την απάθεια ως μετάθεση του παθητικού εκ του κόσμου προς το Θεό, υποστηρίζοντας ότι ο άνθρωπος μετέχει στην προσευχή ως ενιαία ψυχοσωματική οντότητα. Πρβλ. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗ, Παλαμικά, ό.π., σελ. 231. Η ησυχαστική «απάθεια» δεν είναι όπως για τους στωικούς, η εξασθένηση των βασικών παθών, υποστηρίζει ο π. Π. DESEILLE, Φιλοκαλία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1997, σελ. 184, αλλά η μεταμόρφωσή τους από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
3. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,1,30, ό.π., σελ. 491, «ἕξις δὲ ἐστι», φησί, «προσευχῆς τὸ μηδὲν δύνασθαι πράττειν οἴεσθαι καὶ εἰς πέρας ἄγειν, μὴ βουλομένου Θεοῦ˙ ὁ τοίνυν», φησί, «ταύτην τὴν ἕξιν ἔχων ἀδιαλείπτως προσεύχεται».
4. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,1,31, ό.π., σελ. 492, «Τῆς δὲ ἀδιαλείπτου ταύτης προσευχῆς τε καὶ ἕξεως, ἥν ἄρτι διενοήθη πρῶτος ὁ φιλόσοφος οὗτος, οὐδὲ ὁ διάβολος φαίνεται ἀμοιρῶν καίτοι μηδέποτε προσευχόμενος»
5. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,1,30, ό.π., σελ. 491, «Δεόμεθα δὲ τῆς ἀδιαλείπτου ταύτης δεήσεως οὐχ ὥστε πεῖσαι Θεόν, αὐτοπαράκλητος γάρ, οὐδ᾿ ὡς ἐφελκυσόμενοι τοῦτον πανταχοῦ γάρ, ἀλλ᾿ ὡς τῇ πρὸς αὐτὸν ἐπικλήσει ἡμᾶς αὐτοὺς ἀνάγοντες πρὸς ἐκεῖνον καὶ ἐπιστρέφοντες». Σύμφωνα με τον άγνωστο συγγραφέα της σύντομης ερμηνείας στην προσευχή του Ιησού, «Τὸ Κύριε Ιησοῦ Χριστέ, ὁ θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν, οὐχ ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχεν ἀσυλλογίστως καὶ ἀνεξετάστως παρεδόθη ἡμῖν καθ’ ἑκάστην ὥραν λέγεσθαι. Εἰ γὰρ βραχὺς πέφυκεν οὗτος ὁ στίχος, τῶν δογμάτων ἄμοιρος οὐδαμῶς πέλει, ἀλλὰ μετὰ σκέψεως καὶ μελέτης πολλῆς τῆ συνεργία τοῦ ἁγίου πνεύματος συνετέθη παρὰ τῶν ἁγίων πατέρων εἰς ἀναίρεσιν πασῶν τῶν αἰρέσεων καὶ ἐκπλήρωσιν τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου. Ἑκάστη γὰρ λέξις δογμάτων καὶ ἐνταλμάτων κυριακῶν καὶ θεοσεβείας πεπληρωμένη ἐστίν». Βλ. R. E. SINKEWICZ, An Early Byzantine Commentary on the Jesus Prayer, MS 49 (1987), σελ. 215.
6. Ο Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Παλαμικά, ό.π., σελ. 226-227, θεωρεί ότι η προσευχή ως ανθρώπινη ενέργεια ανήκει στην κατηγορία των αρετών και δεν είναι ικανή να προκαλέσει την ένωση με το Θεό και τη θέωση του ανθρώπου. Πρόκειται, ωστόσο, περί «θεοποιού αρετής», επειδή αποτελεί προπαρασκευαστικό μέσο της θεώσεως. Η προσευχή, υποστηρίζει, δε συνιστά μαγική μέθοδο εξαναγκασμού του Θεού, αλλά αποτελεί πνευματικό τρόπο ανυψώσεως του ανθρώπου προς το Θεό. Με την προσευχή ο άνθρωπος δίνει σωστό προσανατολισμό στο νου του. Απορρίπτωντας κάθε υλική και εμπαθή επιθυμία ανυψώνεται στη σφαίρα της χάριτος του Θεού. Ενώ με την αμαρτία λησμονεί ο άνθρωπος το Θεό και απομακρύνεται από αυτόν, με την προσευχή τον θυμάται και τον προσεγγίζει. Κατά τον επ. K. WARE, Praying with the body: the hesychast method and non-Christian parallels, ό.π., σελ. 29-32, η νοερά προσευχή, παρά το γεγονός ότι παρουσιάζει κάποιες τεχνικές ομοιότητες με την ινδική γιόγκα ή με το ισλαμικό dhikr, διαφέρει κατ’ ουσίαν απ’ αυτές γιατί δεν αποτελεί απλά μία μέθοδο συγκέντρωσης η οποία στηρίζεται στις ανθρώπινες δυνάμεις, αλλά ένα μέσο κάθαρσης από τα πάθη διαμέσου της παρουσίας της θείας χάριτος. Αυτό που είναι κοινό, ωστόσο, ανάμεσα στον ησυχασμό, τη γιόγκα και το σουφισμό είναι η αναγνώριση του δυναμικού ρόλου που επιτελεί το σώμα στην επίτευξη του επιθυμητού τους στόχου.
7. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,1,35, ό.π., σελ. 496.
8. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,1,31, ό.π., σελ. 496, «αὐτὴν χρὴ γυμνὴν τὴν τοῦ νοῦ φύσιν οἶκον εἶναι προσευχῆς, περινοίας παντίαις καὶ ἀνθρωπίναις μεθόδοις ἀνεπιχείρητον;»
9. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,1,38, ό.π., σελ. 500, «τῇ καθαρᾷ προσευχῇ πᾶσαν ὑπεροχικῶς γνῶσιν ἀποτίθεσθαι».
10. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,1,44, σελ. 505, «Τὸ μὲν οὖν τελεστικόν ἡμῖν ὄντως καὶ σωτήριον, τοῦτο τὸ εἶδος τῆς ἀληθείας ἐστίν, ὡς ἐκ τῶν θεουργῶν ἐντολῶν διδασκόμεθα˙ τὸ δ᾿ ἐπὶ τούτῳ βραβεῖον ἤ βραβείου ἀρραβῶνα Παῦλος μὲν ἁρπαγὴν καὶ ἄνοδον ὠνόμασεν ὑπερουράνιον, ὁ δὲ Χριστὸς ἔλευσιν καὶ μονὴν καὶ ἐμφάνειαν ἑαυτόῦ καὶ τοῦ Πατρός»
11. Πρβλ. Ν. ΝΗΣΙΩΤΗ, Ὀρθοδοξία, Παράδοση καὶ Ἀνακαίνιση, εκδ. Αναλόγιο Ευθύνης, Αθήνα 2001, σελ. 17.
12. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,1,44, ό.π., σελ. 505, «τοῦτο ἔλευσις πρὸς ἡμᾶς ἐκείνου καὶ μονή, ἡ πρὸς αὐτὸν ἡμῶν δι᾿ ἀποκαλύψεως ἄνοδος…ὡς μὴ γνῶσιν ἀλλ᾿ ὑπεροχικῶς ἀγνωσίαν ὑπάρχον»
13. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,25, ό.π., σελ. 560, «πασῶν» γάρ, φησί, «τότε τῶν κατὰ σῶμα καὶ νοῦν φυσικῶν ἐνεργειῶν τὴν ἀπόπαυσιν ἡμῖν χαριεῖσθαι τὸ Πνεῦμα διὰ τῆς θεώσεως, ὥστε τὸν Θεὸν διὰ τε τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος φαίνεσθαι». Βλ. ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΥ, Κεφάλαια θεολογικά 88, PG 90, 1168a.
14. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,25, ό.π., σελ. 560.
15. Ο J. A. GUTTAT, The encounter of Religions: A dialogue between the West and the Orient, with an Essay on the Prayer of Jesus, Tournai, New York 1960, σελ. 92-93, υποστηρίζει ότι μεταξύ του φυσικού μας οργανισμού και των εσωτερικών δραστηριοτήτων μας, κυριαρχεί μία σχέση «αναλογικής μετοχής» (analogy-participation). Ανάμεσα στις φυσικές, τις ψυχικές και τις πνευματικές λειτουργίες κυριαρχούν όχι μόνο «τυχαίες, ανορθολογικές» επαφές, αλλά αναλογικές σχέσεις, οργανικές διασυνδέσεις, ακριβείς αντιστοιχίσεις, δραστικές αναλογίες (με τη σημασία που έχει στα έργα Διονυσίου Αρεοπαγίτη, της αποτελεσματικής μετοχής του κατώτερου στο ανώτερο), μία αμοιβαία κοινωνία η οποία είναι θεμελιωμένη από τη θεία οικονομία στον άνθρωπο. Η ησυχαστική μέθοδος προσευχής, κατά τη γνώμη του, σκοπεύει στη μετατροπή αυτής της αναλογικής σύνδεσης και «εσωτερικής συνέχειας» από μία απλή δυνατότητα σε μία ενεργητική πραγματικότητα.
16. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,25, ό.π., σελ. 560, «ὥστε τὸν Θεὸν διὰ τε τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος φαίνεσθαι».
17. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,26, ό.π., σελ. 561, «τῆς νοητῆς τοῦ Θεοῦ φωτοδοσίας ἐν ἀπαθεῖ καὶ ἀΰλῳ τῷ νῷ μετέχουσιν, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ τὰς θεωρίας ταύτας καὶ τὰς κατ᾿ αὐτὰς μυήσεις ἴσασι τὸ θεῖον· καὶ οὕτω τὴν ὑπὲρ νοῦν ταύτην κρεῖττον ἤ καθ᾿ ἡμᾶς ἔχουσιν ἐπιβολήν, οὐκ ἀπὸ τοῦ μὴ ὁρᾶν, ὡς οἱ ἐξ ἀφαιρέσεως θεολογοῦντες, ἀλλ᾿ αὐτῇ τῇ ὁράσει τὸ ὑπὲρ ὅρασιν εἰδότες, πάσχοντες οἷον τὴν ἀφαίρεσιν, ἀλλ᾿ οὐ διανοούμενοι».
18. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,26, ό.π., σελ. 561
19. Ψαλμ. 35, 10.
20. Κατά τον Β. ΛΟΣΚΥ, Ἡ Θέα τοῦ Θεοῦ, ό.π., σελ. 212, η θεολογία του αγ. Γρηγορίου Παλαμά, έρχεται να επιστέψει μία πολύ μακράν παράδοση αγώνων για την υπέρβαση τοῦ πλατωνικού δυαλισμού μεταξύ αισθητού και νοητού, αισθήσεως και νου, ύλης και πνεύματος. Ακριβώς επειδή ο Θεός υπέρκειται των κτιστών, επειδή είναι απολύτως απρόσιτος ως προς την ουσία του, επειδή δεν υπάρχει κανενός είδους συγγένεια μεταξύ θείου και νοερού, στην οποία ανήκουν τα πνεύματα των αγγέλων και των ανθρώπων, ο Θεός φανερώνεται σε ολόκληρο τον άνθρωπο. Επειδή η διαχωριστική γραμμή διέρχεται μεταξύ κτιστού και ακτίστου και όχι μεταξύ αισθητού κόσμου και του κόσμου των ιδεών, η φύση του οποίου θεωρείται συγγενική με τη φύση του Θεού, η ολοκληρωτική έξοδος από τα κτιστά είναι η μόνη οδός προς απόκτηση της αληθινής γνώσης του Θεού. «Ἡ ἔξοδος αὐτὴ δὲν εἶναι πλέον μιὰ πλατωνικὴ φυγή, μιὰ πνευματοποίησις τοῦ ἀνθρώπου, μεταβαλλομένου εἰς νοῦν, ὡς εἰς τὸν Ὠριγένη καὶ τὸν Εὐάγριον. Πολὺ περισσότερον αυτὸ δὲν εἶναι οὔτε ὁ αισθητὸς μυστικισμὸς τῶν μεσσαλιανῶν, οὔτε μετατροπὴ τοῦ αἰσθητοῦ εἰς νοητόν, οὔτε ὑλοποίησις τοῦ πνευματικοῦ, ἀλλὰ μέθεξις ὁλόκλητου τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὸ ἄκτιστον, μέθεξις ἡ ὁποία προϋποθέτει ἕνωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου μὲ τὸν «ὑπὲρ πᾶσαν κατάληψιν» καὶ «ὑπὲρ πάντα νοῦν» Θεόν, μὲ τὴν ὑπέρβαση τῶν ὁρίων τῆς κτιστῆς φύσεως».
21. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,27, ό.π., σελ. 562.
22. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,29, ό.π., σελ. 564, «μὴ μόνον ἐν ἀγγέλοις, ἀλλὰ καὶ ἐν ἡμῖν, οὐχ ὅπως ἐμμέσως καὶ δι’ ἑτέρων, ἀλλὰ ἄμεσοι καὶ αὐτοφανεῖς θεοπτίαι τελοῦνται, οὐ διὰ τῶν πρώτων διαπορθμευτικῶς ἐπὶ τὰ δεύτερα ἰοῦσαι».
23. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,29, ό.π., σελ. 564, «ὁ Κύριος τῶν κυρίων νόμοις οὐχ ὑπόκειται κτίσεως».
24. Φιλιπ. 2, 7.
25. Αποκ. 21, 5, και Β΄ Κορ. 5, 17.
26. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,29, ό.π., σελ. 564, «Ἔδει δ᾿ ἄρα καινὴν εἶναι τὴν τῆς καινῆς κτίσεως ἀρχήν. Ὁ γὰρ μέχρις ἡμῶν ὑπὲρ ἡμῶν κενώσας ἑαυτὸν τὰ πάντα ἐποίησε καινά».
27. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,29, ό.π., σελ. 564.
28. Σχετικά με την «τάξη τῆς εὐκοσμίας», ο Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β΄, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 182-183, σημειώνει ότι «σύμφωνα μέ τούς προαιώνιους «δημιουργικούς λόγους» τῆς θείας βούλησης, ὅλη ἡ κτιστή πραγματικότητα εἶναι εἰκόνα τῆς τρισυπόστατης μονάδας, ἀλλά ἡ μετοχή τῶν διαφόρων τάξεων καί περιοχῶν στίς θεῖες ἐνέργειες ποικίλει κατά τή δεκτικότητά τους. Ἡ διαβάθμιση καί ἡ διάρθρωση αὐτοῦ τοῦ συμπαντικοῦ σώματος στήν κατά φύση λειτουργία του δέν ἀπειλεῖται ἀπό καμιά ἀνταγωνιστική καί κυριαρχική δύναμη. Ἔτσι καί ἡ «ἄλογη, ἀναίσθητη καί ἀνόητη» περιοχή, μετέχοντας καταρχήν στήν οὐσιοποιό θεία ἐνέργεια κι ἀποτελώντας ἕνα μέλος τοῦ συμπαντικοῦ σώματος, ἀνήκει στήν ἴδια οἰκογένεια. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἁγιάζονται καί τά ἄψυχα στοιχεῖα τῆς φύσης, μιά καί ὑπηρετοῦν τά ἀνώτερα λογικά ὄντα. Ἔτσι τελικά, στήν κατά φύση πάντως λειτουργία αὐτοῦ τοῦ σώματος, ἡ διαβάθμιση καί ἡ ἱεράρχηση τῶν ὄντων εἶναι κατεξοχήν χαρισματική. Οἱ ἀνώτερες τάξεις δέν κρατοῦν τό φωτισμό καί τόν ἁγιασμό γιά τόν ἑαυτό τους, ἀλλά τόν μεταβιβάζουν στίς κατώτερες. Ἐδῶ οἱ τάξεις δέν εἶναι διακρίσεις προνομίακές, ἀλλά μονάχα χαρισματικές».
29. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3, 30, ό.π., σελ. 565.
30. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ θείων ὀνομάτων, 1, 8, PG 3, 597 a.
31. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,30, ό.π., σελ. 566, «ἀντὶ πάντων τόθ᾿ ἡμῖν ἡ θεία γενήσεται φύσις» Πρβλ. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 104Β.
32. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,32, ό.π., σελ. 566.
33. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,31, ό.π., σελ. 566, «τῶ ὃμοιω τὸ ὃμοιον θεάσεται».
34. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,31,ό.π., σελ. 566, «τῶν φυσικῶν γνωρισμάτων τῆ ὑπερβολῆ τῆς δόξης νικηθέντων…υἱοὶ Θεοῦ ἐσόμεθα τῆς ἀναστάσεως ὑιοὶ ὄντες…διὰ παντὸς βλέπουσι τὸ πρόσωπον τοῦ Πατρὸς ἡμῶν ἐν οὐρανῶ».
35. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,27, ό.π., σελ. 639, «Ὑπέρ φύσιν τοίνυν καὶ ἀρετὴν καὶ γνῶσιν ἡ τῆς θεώσεως χάρις»
36. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,27, ό.π., σελ. 639, «ἀρετὴ μὲν γὰρ πᾶσα καὶ ἡ ἐφ᾿ ἡμῖν τοῦ Θεοῦ μίμησις πρὸς τὴν θείαν ἕνωσιν ἐπιτήδειον ποιεῖται τὸν κεκτημένον, ἡ δὲ χάρις αὐτὴν τελετουργεῖ τὴν ἀπόρρητον ἕνωσιν».
37. Πρβλ. J. LISON, l’Esprit repandu, Les editions du Cerf, Paris 1994, σελ. 212-214.
38. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,27, ό.π., σελ. 639, «ἐν αὐτῶ εἶναι καταξιώσαντα διὰ τῆς ἐνυποστάτου κατὰ δωρεὰν καὶ χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος υἱοθεσίας».
39. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,28, ό.π., σελ. 640, «διαφόρως ἐνδημῶν ἐστι τοῖς ἀνθρώποις ὁ Κύριος, κατὰ τὴν ἀξίαν καὶ τὸν τρόπον τῶν ζητούντων αὐτόν»
40. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,28, ό.π., σελ. 640.
41. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ οὐρανίου ἱεραρχίας 3,3, PG 3, 165 a.
42. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,29, ό.π., σελ. 641, «εἰ μὴ κατὰ τὴν ὑπερούσιον οὐσίαν νομίσεις ὁρᾶσθαι τὸν Θεόν, ἀλλὰ κατὰ τὴν θεοποιὸν δωρεὰν τε καὶ ἐνέργειαν αὐτοῦ, τὴν χάριν τῆς υἱοθεσίας, τὴν ἀγένητον θέωσιν, τὴν κατ᾿ εἶδος ἐνυπόστατον ἔλλαμψιν, εἰ τοῦτο νοήσεις θεότητος ἀρχήν, τό θεοποιόν δῶρον, τό μετεχόμενον καὶ ὁρώμενον ὑπερφυῶς, ὑπὲρ τὴν ἀρχὴν ταύτην ἐστὶν ἡ ὑπεράρχιος οὐσία τοῦ Θεοῦ».
43. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,29, ό.π., σελ. 641, «ἐκείνη γὰρ σχέσις, εἰ καὶ μὴ φυσική, καὶ ἄσχετος, οὐχ ὡς ὑπερφυὴς μόνον, ἀλλὰ καὶ ὡς σχέσις».
44. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,30, ό.π., σελ. 642, «εἴπερ ἡ θέωσις ἕξις ἐστὶ τελειωτικὴ τῆς λογικῆς φύσεως». Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και ο Θωμάς Ακινάτης θεωρούσε πως επειδή η φυσική δύναμη του κτιστού νου δεν είναι αρκετή για να οδηγήσει τον άνθρωπο στη θέα της ουσίας του Θεού, πρέπει να χορηγηθεί σ’ αυτόν από τη θεία χάρη αύξηση της γνωστικής του δυνάμεως. Η θέωση γι’ αυτόν είναι λοιπον ζήτημα αύξησης των γνωστικών δυνατοτήτων του ανθρώπου. Την αύξηση αυτή, της γνωστικής δυνάμεως του κτιστού νου, ο Ακινάτης, την ονομάζει «έλλαμψη του νου». Βλ. Ακινάτη, Summa Theologica I, 12, 5, ό.π., σελ. 179.
45. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,30, ό.π., σελ. 642.
46. Πρβλ. Ν. Μ. ΚΑΡΑΖΑΦΕΙΡΗ, Ἡ Περί Προσώπου Διδασκαλία Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 293-296.
47. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,31, ό.π., σελ. 643, «ἀλλὰ καὶ ἀπερίγραπτον καὶ ὑπέρχρονον, ὡς καὶ τοὺς αὐτῆς εὐμοιρηκότας δι᾿ αὐτὴν ἀκτίστους, ἀνάρχους καὶ ἀπεριγράπτους τελέσαι, καίτοι διὰ τὴν οἰκείαν φύσιν ἐξ οὐκ ὄντων γεγονότας». Βλ. ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΥ, Περὶ ἀποριῶν, PG 91, 1137.
48. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,31, ό.π., σελ. 643, «Οὗτος δέ, «ἅ μή ἑώρακεν ἐμβατεύων», κτιστὴν καὶ φυσικὴν καὶ ὑπὸ χρόνον ἰσχυρίζεται τὴν θέωσιν εἶναι, σαφῶς παρ᾿ ἑαυτοῦ δημιουργῶν αὐτήν, ἀφ᾿ ἧς καὶ τὸν Θεὸν δῆλός ἐστιν εἰς κτίσμα κατασπῶν».
49. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,31, ό.π., σελ. 643.
50. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,32, ό.π., σελ. 644, «ἡ γὰρ θέωσις ὑπερώνυμος…καὶ λεγομένη γὰρ ἄρρητος ἐκείνη μένει, μόνοις ἐνώνυμος, κατὰ τοὺς πατέρας φάναι, τοῖς εὐμοιρηκόσιν αὐτῆς». Πρβλ. ΧΡ.ΤΕΡΕΖΗ, Ἡ θέση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ό.π., σελ. 256.
51. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,33, ό.π., σελ. 645.
52. Κατά τον Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗ, Παλαμικά, ό.π., σελ. 251-253, «μεταξὺ μεθέξεως καὶ γνώσεως τοῦ Θεοῦ ὑφίσταται σταθερὰ ἀναλογία. Ο Θεὸς παρουσιάζεται κατ’ ἀντινομίαν ὄχι μόνον ὡς μεθεκτὸς καὶ ἀμέθεκτος, ἀλλὰ καὶ ὡς γνωστὸς καὶ ἄγνωστος. Ἄγνωστος παραμένει οὗτος κατὰ τὴν οὐσίαν του, γνωστὸς δὲ κατὰ τὰς φυσικάς του ἐνεργείας...Ἡ ἄμεσος καὶ προσωπικὴ γνῶσις τοῦ Θεοῦ ἀποκτᾶται διὰ τῆς μυστικῆς μετ’ αὐτοῦ κοινωνίας. Δεχόμενος ὁ ἄνθρωπος τὴν ἐπίσκεψιν τῆς θεοποιοῦ χάριτος καὶ ἑνούμενος δι’ αὐτῆς μετὰ τοῦ Θεοῦ ἀποκτᾶ τὴν ἀληθῆ θεογνωσίαν. Ὅσον περισσότερον δέχεται ὁ ἄνθρωπος τὴν θεοποιὸν ἀλλοίωσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τόσον τελειωτέραν καὶ πληρεστέραν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ ἀποκτᾶ. Βεβαίως ἡ γνῶσις αὕτη παραμένει πάντοτε γνῶσις τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τῆς θείας οὐσίας. Ἐφ’ ὅσον ὅμως αἱ θεῖαι ἐνέργειαι εἶναι ἄκτιστοι καὶ ἀποτελοῦν τὴν φυσικὴν ἔκφρασιν τῆς θείας οὐσίας, ἠ δι’ αὐτῶν ἀποκτωμένη θεογνωσία δὲν εἶναι συμβολική, ἀλλά πραγματική...Οὕτως ἡ ἀληθὴς θεογνωσία δὲν παρουσιάζεται ὡς ἐπίτευγμα τῆς νοητικῆς ἱκανότητος τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλ’ ὡς δῶρον τῆς κατὰ Χριστὸν καὶ ἐν Ἁγίω Πνεύματι ζωῆς».
53. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,33, ό.π., σελ. 645.

54. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,34, ό.π., σελ. 646.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου