Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ (9)-επανάληψη

Hans Urs Von Balthasar
Είμαστε καλά ή τά παίξαμε εντελώς; 
Η μείωση σε μυστήριο (la reductio in mysterium) γίνεται και στις δύο τοποθετήσεις. Γίνεται φανερή και με τον πιο καθαρό τρόπο [πειστικό και αυτονόητο, λογικό. Αυτό σημαίνει σήμερα, με την θεληματική επιβίωση του ΕΓΩ, η κάθαρση] με την αμηχανία που υπάρχει αναφορικά με μία κάποια πειστική αναπαράσταση τής προόδου του Αγίου πνεύματος. Στο Ελληνικό μοντέλλο αυτό φανερώνεται με αυξανόμενο τρόπο, όσο πιο πολύ, το διά του Υιού, λιγοστεύει συνεχώς, από την ενεργητική συμμετοχή με την οποία ξεκίνησε και γίνεται καθαρή παθητικότης [ένας δίαυλος]. Καθότι στο τέλος –για να αποσιωπήσουμε όλες τις άλλες απόψεις οι οποίες δεν συγκλίνουν με την αποκάλυψη τής Κ.Δ.– παρουσιάζεται μια εικόνα του θεού η οποία εσωτερικά δεν έχει πλέον καμμία «μορφή» (Gestalt)[ Πού νά ήξερε ότι καί αυτό είναι αλήθεια, όπως ακριβώς απεκαλύφθη στόν Αγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο]. Πόσο τιμά όμως αυτό έναν θεό πατέρα, από τον οποίο απορρέουν δύο διαφορετικές υποστάσεις[το ομοούσιο έχει ήδη καταργηθεί]: από το ένα μέρος ένας Υιός και από το άλλο ένα πνεύμα, χωρίς δικό του όνομα, των οποίων η αμοιβαία σχέση δεν μπορεί να φανερωθεί με την σημασία τής ενυποστάτου τριαδικότητος, παρά μόνον με την βοήθεια οικονομικών καταστάσεων;  [η ύπαρξη των υποστάσεων δεν είναι ταυτόχρονη και δεύτερον σαν ενυπόστατος η Τριάδα είναι υποχρεωμένη να δημιουργήσει, καταλήγοντας ξανά στην αιωνιότητα της κτίσεως, του κόσμου, και στην κατάργηση της εκ του μηδενός δημιουργίας. Γι’ αυτό αφού σώθηκε ο ολόκληρος άνθρωπος, ο οποίος διέθετε ήδη αθάνατο ψυχή, δηλαδή σώθηκε και το σώμα του, μπορεί να καθαρθεί και να συμμετέχει στην θεότητα.Καί  τώρα ο σαν-θεός άνθρωπος, καλείται να σώσει τον ήδη αιώνιο κόσμο, προσδίδοντάς του και την αθανασία]. Μέχρι ποίου σημείου ένα τέτοιο ενυπόστατο σχήμα αξίζει ακόμη την λέξη «αγάπη», την οποία αποδίδει στον τριαδικό θεό η Κ.Δ.;[ Εσωσαν τήν αγάπη τελικά]

Η Αχίλλειος πτέρνα του Δυτικού μοντέλλου όμως θα μπορούσε να βρίσκεται στην αδιανόητη έννοια πως από «δύο», τον πατέρα και τον Υιό, «που εκπορεύουν το πνεύμα μ’ έναν άρρητο τρόπο», «αυτό προοδεύει μ’ έναν θαυμαστό τρόπο»(Άνσελμος), και πως, όπως είχε ήδη πει ο Αυγουστίνος, ο «πατήρ και ο Υιός είναι η Αρχή του πνεύματος, δεν είναι δύο αρχές» αλλά σχετικά με το Άγιο πνεύμα είναι μία Αρχή, «relative ad spiritum sanctum unum principium»(Περί Τριάδος V 14, 15), κάτι που διατηρήθηκε μέσω παπικών εντολών και συνόδων, ώσπου, ο Ακινάτης, να λάβει θέση στο πρόβλημα, αναρωτώμενος μήπως αυτό το γεγονός, στο οποίο δεν υπάρχει καμμία σχετική αντίθεση των προσώπων, είναι η κοινή Φύση [των δύο] και όχι τα δύο πρόσωπα που πραγματοποιούν το πνεύμα. Δεν υφίσταται λέει καμμία αντίρρηση ενάντια στο γεγονός πως δύο υπο-τιθέμενα έχουν μια κοινή ιδιότητα, καθόσον διαθέτουν μια ταυτόσημη φύση. Εάν κυττάξουμε αντίστροφα στα υπο-τιθέμενα της εκπορεύσεως, τότε το Άγιο πνεύμα προοδεύει από τον Πατέρα και από τον Υιό καθόσον είναι περισσότερο η αγάπη των δύο, καί «προοδεύει δηλ. από αυτούς σαν αγάπη που ενώνει τους δύο» (S. Th. I 36 4 ad. 1). [Γιατί να ενώνει τα όμοια; Τί χρειάζονται την ένωση τα ταυτόσημα; Εδώ είδε καλύτερα το κενό ο Χέγκελ και είπε πως το πνεύμα ενώνει τα αντίθετα, τα έτερα, και τα συνθέτει. Δεν ξέρουν τι λένε οι άνθρωποι.].

Εδώ σ΄αυτό το σημείο ο Φώτιος είχε εκφράσει τις αμφιβολίες του, παρότι τυπικές, για να πούμε την αλήθεια. Σ’ αυτή την περίπτωση, λέει, εάν δεχθούμε πως ο Υιός συνεκπορεύει το πνεύμα, τότε θα είχε θέση στην υπόσταση του πατρός, θα ήταν μέρος της υποστάσεώς του, ή επίσης, εάν ο πατήρ εκπορεύει το πνεύμα βάσει της ουσίας του, όχι μόνον ο Υιός θα λάμβανε μέρος στην πρόοδο του πνεύματος, αλλά και αυτό το ίδιο το πνεύμα θα είχε συμμετοχή στην ανάδυση του δικού του τρόπου υπάρξεως (Περί του Αγίου Πνεύματος Μυσταγωγία, 16-17, P.G. 102).

[Δεν καταλαβαίνει ο Γερμανός πως το επιχείρημα του Μ. Φωτίου στηρίζεται στο γεγονός πως οι υποστάσεις είναι ακοινώνητες. Δεν ανήκουν στα κοινά της Αγίας Τριάδος].

Αυτές οι τυπικές αντιρρήσεις δεν μπορούν να αποδυναμώσουν παρά μόνο με την αναφορά μας σε δύο αλήθειες: πρώτα απ’ όλα λόγω της δυσκολίας και της αδυναμίας να εφαρμόσουμε την έννοια του «προσώπου» με μονοσήμαντο τρόπο στις θείες υποστάσεις, ακόμη δε περισσότερο που μ’ αυτόν τον τρόπο δυσκολευόμαστε και στην εννοιολόγηση της υπάρξεως στην κτίση του τριαδικού μυστηρίου και δεύτερον λόγω του ονόματος «αγάπη» που δόθηκε από τον Ιωάννη στον θεό (1 Ιωαν. 4, 8-16), το οποίο προϋποθέτει μια πολλαπλότητα, εάν όχι αριθμητική [εννοεί την ουσία του θεού με τον όρο αγάπη, κάτι που δεν δέχεται η ορθοδοξία], οπωσδήποτε όμως υπερβατική, εάν η καθαρή αυτοαγάπη πρέπει να ξεπεραστεί σε έλεος (caritas), στην αγάπη προς τον πλησίον. [Την σημερινή ετερότητα του Ζηζιούλα. Η αγάπη είναι ιδιότης του Θεού, του Πατρός, δεν αφορά την Ουσία ούτε την Υπόσταση του Πατρός καθαυτή]. Αυτή η αγάπη εξάλλου είναι η πιο υψηλή τελειότης την οποία δημιούργησε ο θεός, η μόνη που του ταιριάζει στον ύψιστο βαθμό. [Συνεχίζουν να ταυτίζουν οικονομία και θεολογία].  
Αντιθέτως το δυτικό δόγμα από τον Αυγουστίνο και έπειτα στριφογυρίζει διαρκώς γύρω από αυτή την κεντρική ιδέα. Εξάλλου ότι το πνεύμα περιέχεται και είναι ταυτοχρόνως φρούτο της αιωνίου αγάπης είναι μια ιδέα με την οποία είναι γεμάτη η Κ.Δ. [Ταυτίζοντας πλέον το Πνεύμα του Κυρίου, τό Πνεύμα Αγιον, με το Άγιο Πνεύμα].

Η επαγωγή, από την ενότητα του Υιού και του Πνεύματος στην Οικονομία, και μάλιστα κάτω από την οπτική γωνία της αγάπης, υποχρεώνει τον Καρλ Μπαρτ να συνθέσει την αποφασιστική του απόδειξη για την ανάγκη αγκυροβολήσεως (ας πούμε) αυτής της ενότητος (και μ’ αυτόν τον τρόπο του Φιλιόκβε) στην ενυπάρχουσα Τριάδα [ταυτίζοντας οικονομία και θεολογία, ενώ κατηγορούν τους Έλληνες ότι προβάλλουν τα της οικονομίας στην θεολογία. Αποδεικνύοντας τον Γερμανικό Ιδεαλισμό της ταυτότητος σαν πηγή της θεολογίας τους], παρά την υποψία που γεννήθηκε εναντίον του, ότι ο τρόπος που εκφράζεται, (τουλάχιστον στο KD I/1), πλησιάζει πολύ τον τροπισμό (μονταλισμό). Οδηγώντας τον W. Kasper να μιλήσει για τις υποστάσεις σαν υφιστάμενους τρόπους.
Η καθολική θεολογία κινείται από πάντοτε στους δρόμους της αγάπης. Γι’ αυτό και η αγάπη ή η ιδέα τής αγάπης πιο σωστά, με την χριστιανική της σημασία είναι με τον πιο βαθύ τρόπο ένας προσδιορισμός για την ολοκλήρωση κάθε προσωπικού όντος, διότι ο θεός, το υπερπρόσωπο και το καταγωγικό πρόσωπο, είναι αγάπη. Γι’ αυτόν τον λόγο το Φιλιόκβε ξεκαθαρίζει πως η γέννηση του Υιού σαν Λόγου του Πατρός (στον οποίο αντιστοιχεί η απάντηση) οδηγεί σε μία αφομοίωση και κοινωνία ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό, που ολοκληρώνεται στην αμοιβαία αγάπη. Γι’ αυτό και το Άγιο πνεύμα από πάντοτε χαρακτηρίστηκε σαν ο δεσμός της αγάπης ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό. [Δεν υπάρχει λοιπόν η υπόσταση του Αγίου πνεύματος ούτε σαν σχέση, όπως την φαντάστηκε ο Αυγουστίνος. Είναι ένας δεσμός. Ο ΔΕΣΜΟΣ. Που αναλόγως δεσμεύει και τους ανθρώπους με όρκους αιωνίου αγάπης. Όπως τυπώνονται στην καθολική τελετή του γάμου. Σήμερα πρέπει να προσαρμόσουν αυτόν τον δεσμό στην χημική σχέση που ενώνει τους ανθρώπους με τα δεσμά της ανάγκης. Ισχυρίζονται οι Λατίνοι πως η θεολογία τους είναι πιστή στην αποκάλυψη. Η ερμηνεία όμως της αποκαλύψεως δεν γίνεται αναλόγως της ανθρώπινης βιοτής; Ούτε ο Υιός όμως υπάρχει. Διότι αφομοιώνεται από την αγάπη του Πατρός. ΕΓΩ ΚΑΙ ΕΣΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑ. Η Αγία Τριάδα ερμηνεύεται στο κρίσιμο σημείο της, με τον Μυστικισμό του Άσματος Ασμάτων. Όπως τον δίδαξε ο Ωριγένης. Με καταστροφικές συνέπειες, που μόνον σήμερα αρχίζουμε να βλέπουμε, διότι ο δεσμός και η σχέση επικράτησαν της Φύσεως και επιβλήθηκαν με τον Νόμο στην ανθρωπότητα και οι παρά φύσιν σχέσεις σαν νόμιμες].

Σε αυτόν τον δρόμο κάθε θεία υπόσταση διαθέτει το δικό της άλυτο Μυστήριο. Ο πατήρ ο οποίος μπορεί να είναι ολοκληρωτικώς αυτοπροσφορά (ΣΧΕΣΗ) και παρ’ όλα αυτά είναι ένας που δίνεται. Ο Υιός ο οποίος σαν Λόγος που απαντά (ανταποκρίνεται) με την αφοσίωσή του στον πατέρα [σαν τον πρεσβύτερο λοιπόν ο Υιός, ο οποίος φεύγει, ενσαρκώνεται και απαιτεί από τον πατέρα να τον δοξάσει, διότι θυσιάστηκε στην υπακοή. Εγώ τέλειωσα λέει πατέρα, σου απέδειξα την αφοσίωσή μου, τώρα δόξασέ με. Μιλάμε για τον δεύτερο Υιό της παραβολής του ασώτου. Από αυτόν τον Υιό αντλείται και η σύγχρονη ανθρωπολογία. Όπως ομολόγησε και ο Ράμφος: με τους λογισμούς σκεπτόμαστε και με τις φαντασιώσεις θεολογούμε. Ο Χριστός έγινε άνθρωπος σαν εμάς. Κατέστησε αθάνατη την αμαρτία και επιτέλους ο Αδάμ, σαν νέος αδάμ, έφαγε και τον δεύτερο καρπό, στο κέντρο του παραδείσου, που του έλειπε από την συλλογή. Ας έχουμε Ειρήνη λοιπόν με τον πατέρα μας τον Σατανά. Ολοκληρώσαμε το σχέδιο του], μπορεί να συμμετάσχει στην δύναμή του η οποία δημιούργησε τον κόσμο, στην δύναμη καταγωγής με έναν τέτοιο τρόπο ώστε αυτός μαζί μ’ αυτή την δύναμη μπορεί να είναι όχι μόνον  η αγάπη, αλλά μπορεί και να παράγει αυτόν τον τρόπο. [Έτσι λοιπόν ο τύπος ενθρονίζεται. Η ευγένεια θεωρείται πολιτισμός και αγάπη. Παίρνει την θέση της αλήθειας. Η υποκρισία. Η σύγχρονη τριάδα: η σχέση, ο δεσμός της αγάπης, ο τρόπος! Τραγουδήσαμε τον τρόπο που αγαπάμε. Σήμερα ο τύπος ολοκληρώνεται. Μας αρέσει ο τρόπος που ψευδόμαστε].
Το πνεύμα, το οποίο μπορεί να είναι τόσο υπέρτατη, θεία, κύρια ελευθερία, όπως και ψύχραιμο και ανιδιοτελές, είναι εκεί, για τον Πατέρα και τον Υιό [room service]. Όλα αυτά τα μυστήρια είναι στον Ιησού Χριστό και δεν είναι ορατά αλλά δοσμένα με την μίμηση. Αυτός είναι ένας αληθινός «αποφατισμός» και μια τέτοια θεολογία είναι επίσης, όπως είναι σωστό, δοξολογία!
[Φοβούμαστε πως αυτή η αγάπη μεταξύ του Πατρός και του Υιού θα χρησιμοποιηθεί αργά ή γρήγορα για να στηρίξει θεολογικά και να συμπεριλάβει στην θέωση και την αφύσικη σχέση που επιβάλλεται σιγά-σιγά δια νόμου. Ολοκληρώνοντας το όραμα του Εωσφόρου, κάνοντας δηλαδή τον άνδρα γυναίκα και την γυναίκα άνδρα].

ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου