10. Τὸ παναιρετικὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» ἀποτιμᾶται θετικά
Πρὶν παρουσιάσουμε ἐνδεικτικὰ ὅσα φρικώδη καὶ προδοτικὰ κείμενα ὑπεγράφησαν στὶς δύο τελευταῖες Γενικὲς Συνελεύσεις τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε (2006) καὶ στὸ Πουσάν (2013), πρέπει νὰ δοῦμε πῶς ἐκτιμᾶ τὸ προσυνοδικὸ κείμενο γενικὰ τὸ ἐν λόγῳ Συμβούλιο καὶ τὴν συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων εἰς αὐτό. Παραλαμβάνει ὅσα θετικὰ ἔλεγε τὸ προηγούμενο κείμενο, τὸ ὁποῖο καὶ τότε (1986) δὲν θέλησε νὰ ἐκφράσει μὲ ἀκρίβεια καὶ σαφήνεια ἀπόλυτη τὴν ἐκκλησιολογική μας αὐτοσυνειδησία, ὅπως τὴν ἐξέφραζαν οἱ μέχρι τοῦ Ν. Δελχὶ (1961) «Δηλώσεις» τῶν Ὀρθοδόξων. Ἀντὶ ὅμως τώρα μετὰ τὴν γενικευμένη ἀντίδραση ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὶς ἀποχωρήσεις τῶν Ἐκκλησιῶν, τοὺς ἐνδοιασμοὺς καὶ τὶς ἐπιφυλάξεις, νὰ εἶναι πιὸ συγκρατη-μένοι οἱ συντάκτες καὶ νὰ λαμβάνουν ὑπ᾽ ὄψιν αὐτὴν τὴν πραγματικότητα, αὐτοὶ περιφρονοῦν αὐτὴν τὴν ὑγιὴ ἐκκλησιολογικὴ αὐτοσυνειδησία, προβάλλουν καὶ ἐπαινοῦν τὴν δράση καὶ τὶς ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου, ἀκόμη καὶ ἀπαράδεκτα κείμενα ποὺ ἑτοίμασε ἡ Ἐπιτροπή «Πίστις καὶ Τάξις», ὅπως τὸ περίφημο ΒΕΜ τῆς Λίμας τοῦ 1982, (Βάπτισμα -Εὐχαριστία - Ἱερωσύνη), ποὺ ὑπέστη σφοδρότατη κριτικὴ ἀπὸ πλευρᾶς Ὀρθοδόξων. Ἔτσι στὴν παράγραφο 16 τοῦ νέου ἑνοποιημένου κειμένου, ἀφοῦ προστίθενται τὰ ὀνόματα καὶ ἄλλων διαχριστιανικῶν ὀργανισμῶν καὶ περιφερειακῶν ὀργάνων, ὅπως ἡ Διάσκεψη τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν (Κ.Ε.Κ) καὶ τὸ Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς (Σ.Ε.Μ.Α), ποὺ δὲν ἐμνημοεύοντο στὸ προηγούμενο κείμενο, γίνεται θετικὴ ἀξιολόγηση ὅλων μὲ τὴ φράση «Ταῦτα μετὰ τοῦ ΠΣΕ πληροῦν σημαντικὴν ἀποστολὴν διὰ τὴν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου», ἐνῶ ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς οὔτε στὴν ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου βοηθοῦν, ὅπως ἔδειξε ἡ ἀποτυχία τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων καὶ ἡ περιφρόνηση βασικῶν δογμάτων καὶ διδασκαλιῶν τῆς Ἐκκλησίας (Ἱερωσύνη γυναικῶν, γάμος ὁμοφυλοφίλων καὶ πλεῖστα ἄλλα) συγχρόνως δὲ διασποῦν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι ὀρθῶς ἀντιδροῦν στὴν διαβρωτικὴ καὶ ἀντορθόδοξη δράση τοῦ Συμβουλίου. Ἔτσι π.χ. στὴν ἴδια παράγραφο, ἐπειδὴ συνειρμικὰ ἔρχεται στὴ σκέψη ἡ ἐξ αἰτίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διαίρεση τῶν Ὀρθοδόξων, γίνεται ἀναφορὰ στὴν ἀποχώρηση ἀπὸ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν Γεωργίας καὶ Βουλγαρίας. Παρατρέχουν ἀφιλάδελφα, χωρὶς νὰ σχολιάζουν αὐτὴν τὴν ἀποχώρηση μὲ τὴν ἀστεία δικαιολογία ὅτι «ἔχουν ἰδίαν γνώμην περὶ τοῦ ἔργου τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», ἐνῶ τὸ ἀληθὲς εἶναι ὅτι ἔχουν ἀρνητικὴ γνώμη, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει καὶ πλῆθος πιστῶν τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν. Καὶ ἐπειδὴ ἔχουν ἀποφασίσει εἰς τὰ τῆς διαδικασίας τῆς Συνόδου, ὅτι οἱ ἀποφάσεις θὰ λαμβάνονται ὁμοφώνως, δὲν ἀντιλαμβάνονται οἱ ἔξυπνοι νόες τοῦ κειμένου ὅτι ἡ μὴ σύμφωνη γνώμη ὄχι μιᾶς, ποὺ καὶ αὐτὸ θὰ ἀρκοῦσε, ἀλλὰ δύο Ἐκκλησιῶν, καὶ μακάρι νὰ ὑπάρξουν καὶ ἄλλες, ἀχρηστεύει, καὶ ἀκυρώνει ὅσα λέγουν στὸ κείμενο ὑπὲρ τοῦ περιέργου ἐκκλησιολογικὰ Συμβουλίου καὶ τῆς ἀνάγκης συμμετοχῆς εἰς αὐτό. Ἀποτελεῖ αὐτονόητη καὶ ἀναμενόμενη συνέπεια γιὰ τὶς δύο αὐτὲς Ἐκκλησίες, ποὺ θὰ διασώσουν τὴν ἐκκλησιολογικὴ αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων καὶ θὰ ἐφελκύσουν εὐγνώμονες εὐχαρι-στίες, ἂν δὲν δεχθοῦν καὶ ἀπορρίψουν τὸ προσυνοδικὸ αὐτὸ κείμενο, ὅπως ἤδη φαίνεται νὰ ἔχει ἀποφασίσει, σύμφωνα μὲ τὶς εἰδήσεις, ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας.
Θυμοῦνται στὴν παράγραφο 18 καὶ μνημονεύουν ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πιστὴ εἰς τὴν ἐκκλησιολογία αὐτῆς εἰς τὴν ταυτότητα τῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς δομῆς καὶ εἰς τὴν διδασκαλίαν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, συμμετέχουσα ἐν τῷ ὀργανισμῷ τοῦ Π.Σ.Ε οὐδόλως ἀποδέχεται τὴν ἰδέαν τῆς «ἰσότητος τῶν ὁμολογιῶν» καὶ οὐδόλως δύναται νὰ δεχθῇ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὥς τινα διομολογιακὴν προσαρμογήν».Εἶναι εὐχάριστο καὶ θετικὸ τὸ ὅτι ἀντιγράφουν ἐδῶ μία θέση ἀπὸ τὴν Δήλωση τῶν Ὀρθοδόξων στὸ Νέο Δελχί (1961). Θὰ ἦταν ὅμως περισσότερο εὐχάριστο καὶ συνεπές, ἂν ἐτόνιζαν καὶ αὐτὸ ποὺ ἐπισημαίνουν ὅλες οἱ Δηλώσεις μέχρι τὸ Νέο Δελχί, ὅτι ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν εἶναι νὰ ἐπιστρέψουν οἱ ἑτερόδοξοι εἰς τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησίαν, καὶ ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς ἐκεῖ παρουσίας τῶν Ὀρθοδόξων, νὰ βοηθήσουν εἰς αὐτὴν τὴν ἐπιστροφήν. Διαφορετικὰ τὸ γεγονὸς τῆς συμμετοχῆς μας σὲ ἕνα Συμβούλιο αἱρετικῶν προσβάλλει τὴν ἐκκλησιολογική μας ταυτότητα, ἐξευτελίζει τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «αὐτὸ τὸ πανάχραντον Θεανθρώπινον σῶμα καὶ ὀργανισμὸν τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ»[27], ὅπως ἐκτιμᾶ ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Δὲν εἶναι λοιπὸν καθόλου «πιστὴ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τὴν ἐκκλησιολογίαν αὐτῆς οὔτε εἰς τὴν διδασκαλίαν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων». Θὰ διενοεῖτο ποτὲ κανεὶς στὴν ἀρχαία ἐκκλησίαν νὰ συμμετέχει σὲ Παγκόσμιο Συμβούλιο αἱρετικῶν, Ἀρειανῶν, Πνευματομάχων, Μονοφυσιτῶν, Εἰκονομάχων καὶ νὰ ὀνομάζει ὅλες αὐτὲς τὶς αἱρέσεις ἐκκλησίες; Αὐτὴ εἶναι ἡ πιστότητα στὴν ἐκκλησιολογία καὶ διδασκαλία τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας; Ὑπῆρξε ποτὲ τέτοιος τερατώδης ὀργανισμός, ποὺ νὰ συνενώνει τὶς πιὸ φρικτὲς αἱρέσεις σὲ ἕνα σῶμα μὲ τὴν Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία; Καὶ ἐπειδὴ μνημονεύουν καὶ τὶς ἑπτὰ Ἅγιες Οἰκουμενικὲς Συνόδους, δὲν γνωρίζουν οἱ προσυνοδικοὶ Πατέρες καὶ ἀδελφοί, ὅτι στὴν συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων ὑπάρχουν ἐννέα (9) Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, προστιθεμένων στὶς ἑπτὰ καὶ τῶν δύο μεταγενεστέρων μεγάλων Συνόδων τῆς ἐπὶ Μ. Φωτίου τὸ 879 μ.Χ. καὶ τῆς ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τὸ 1451; Ἔγινε τόσος θόρυβος πανορθοδόξως γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῶν δύο Συνόδων ὡς οἰκουμενικῶν, ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Πειραιῶς τὶς ἐνέταξε ὡς οἰκουμενικὲς στὸ ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, ἐγράφησαν σχετικὲς ἀκολουθίες καὶ ἁγιογραφήθηκαν εἰκόνες, ἑτοιμάσθηκαν ἐξαιρετικὲς εἰσηγήσεις ἀπὸ λογίους ἱεράρχας μὲ ἀπόφαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος γιὰ νὰ ἀναγνωσθοῦν στὴν σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, καὶ τὸ σημαντικώτερο: ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μεταξὺ τῶν προτάσεών της γιὰ τὰ συνοδικὰ κείμενα, ἀπευθυνομένη πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη διὰ τοῦ Πατριάρχου Σερβίας κ. Εἰρηναίου ζητεῖ νὰ ἀναγνωρίσει ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ὡς Οἰκουμενικὲς τὶς προαναφερθεῖσες Συνόδους. Γιατὶ αὐτὴ ἡ ἐκκωφαντικὴ σιωπὴ καὶ παραθεώρηση τῆς προτάσεως μιᾶς τοπικῆς συνόδου, ἀλλὰ καὶ τὶς διαχρονικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας; Ἡ ἀπάντηση εἶναι γνωστὴ καὶ ἔχει ἐπισημανθῆ ἀπὸ πολλούς· γιὰ νὰ μὴ δυσαρεστηθοῦν οἱ Παπικοί, ἡ «ἀδελφὴ Ἐκκλησία» τῆς Ρώμης, αἱρέσεις τῆς ὁποίας κατεδίκασαν οἱ δύο τελευταῖες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, ἡ ὀγδόη (879) καὶ ἡ ἐνάτη (1351).
Στὴν παράγραφο 19 ἐπαινετικὰ καὶ πάλι ἀναφέρεται τὸ κείμενο στὴ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» καὶ κάνουν τὸ λάθος οἱ συντάκτες νὰ μνημονεύσουν θετικὰ τὴν Δήλωση τοῦ Toronto (1950). Γράφουν: «Ἔχουν (οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες) βαθεῖαν τὴν πεποίθησιν ὅτι αἱ ἐκκλησιολογικαὶ προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Τορόντο (1950), τιτλοφορουμένης «Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καὶ τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν» εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας διὰ τὴν Ὀρθόδοξον συμμετοχὴν εἰς τὸ Συμβούλιον». Ἐκτὸς τοῦ ὅτι καὶ μόνο ὁ τίτλος τῆς «Δηλώσεως» ἐκφράζει ἀπόλυτα τὴν Προτεσταντικὴ ἐκκλησιολογία καὶ ἔπρεπε νὰ μὴ γίνει δεκτός, ἀπὸ τοὺς τότε Ὀρθοδόξους ἐκπροσώπους, διότι εἰσηγεῖται τὴν ἀόρατη μία ἐκκλησία, καὶ τὶς ὁρατὲς ἄλλες ἐκκλησίες ποὺ ἐξ ἴσου ἀποτελοῦν τὴν Μία Ἐκκλησία», ἑπομένως ἀναγνωρίζει τὴν ἴδια ἐκκλησιαστικότητα στὶς ὁρατές «ἐκκλησίες» μέλη τῆς ἀόρατης «ἐκκλησίας», ὑπάρχουν παράγραφοι στὴν «Δήλωση» ἀπαράδεκτες ἀπὸ πλευρᾶς Ὀρθοδόξου. Καὶ ἐπικαλεῖται μὲν ὀρθῶς τὸ προσυνοδικὸ κείμενο τὴν παράγραφο 2 τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto ὅτι σκοπὸς τοῦ ΠΣΕ δὲν εἶναι νὰ διαπραγματεύεται ἑνώσεις, μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν ἀλλὰ νὰ βοηθήσει τὴν προσέγγισή τους, ἀποκρύπτει ὅμως ἄλλες παραγράφους οἱ ὁποῖες ἀναγνωρίζουν τὴν ἐκκλησιαστικότητα τῶν ἄλλων «ἐκκλησιῶν» καὶ ἐξισώνουν τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὶς ἄλλες «ἐκκλησίες». Ἔτσι π.χ. ἀποδέχεται ἡ «Δήλωση», καὶ οἱ ὑπογράψαντες Ὀρθόδοξοι, ὅτι ὑπάρχει ἡ μία ἀόρατη «Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ» καὶ οἱ ἐπὶ γῆς ἐπὶ μέρους ἐκκλησίες, καὶ εἶναι πληρέστερο, περιεκτικώτερο, νὰ ἀνήκει κανεὶς στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὴν συναποτελοῦν ὅλοι, παρὰ ὁ καθένας στὴν δική του Ἐκκλησία. Ἑπομένως ἡ δική μας Ἐκκλησία ἡ Ὀρθόδοξη δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἕνα κομμάτι αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ζητοῦμε νὰ ἔχουμε ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους, ὥστε μέσω αὐτῶν νὰ μετέχουμε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Γράφει ἐπὶ λέξει ἡ Δήλωση τοῦ Τορόντου: «Αἱ Ἐκκλησίαι - μέλη ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ ἀποτελεῖν μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι περιεκτικώτερον (more inclusive) ἢ τὸ ἀποτελεῖν μέλος τῆς ἰδίας αὐτῶν Ἐκκλησίας. Ἐντεῦθεν καὶ ζητοῦν νὰ εἰσέλθουν εἰς ζῶσαν ἐπαφὴν μετὰ τῶν ἐκτὸς τῶν ἰδίων τάξεων, αἵτινες ὁμολογοῦν τὴν Κυριότητα τοῦ Χριστοῦ».Σὲ ἄλλο σημεῖο ἡ Δήλωση ἀναγνωρίζει ἐκκλησιαστικότητα στὶς ἄλλες «ἐκκλησίες», ἡ ὁποία ἁπλῶς εἶναι ἀτελής, ὅτι οἱ αἱρέσεις -ἄκουσον! ἄκουσον!- ἔχουν «στοιχεῖα τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας». Πλήρης ἀνατροπὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας: «Αἱ Ἐκκλησίαι - μέλη τοῦ ΠΣΕ ἀναγνωρίζουν ἐν ἄλλαις Ἐκκλησίαις στοιχεῖα τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας. Θεωροῦν ὅτι ἡ ἀμοιβαία αὕτη ἀνγνώρισις ὑποχρεοῖ αὐτὰς ν᾽ ἄρξωνται σοβαρᾶς συνδιαλέξεως μετ᾽ ἀλλήλων, ἐν τῇ ἐλπίδι ὅτι τὰ στοιχεῖα ταῦτα τῆς ἀληθείας, θὰ ὁδηγήσουν εἰς τὴν ἀναγνώρισιν τῆς ὅλης ἀληθείας καὶ εἰς ἑνότητα βασιζομένην ἐπὶ τῆς ὅλης ἀληθείας». Ἀπὸ τὸ κείμενο αὐτὸ προκύπτει, ἐκτὸς τῆς ἀναγνωρίσεως στοιχείων ἀληθείας στὶς ἄλλες «ἐκκλησίες», ὅτι δεχόμαστε ἀμοιβαίως ὅτι καὶ στὴν δικὴ μας Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει ἡ ὅλη ἀλήθεια, ἀλλ᾽ αὐτὸ θὰ προκύψει ἀπὸ τὴν ἀλληλογνωριμία καὶ τὴν συνδιάλεξη μετ᾽ ἀλλήλων, ἀπὸ τοὺς Θεολογικοὺς δηλαδὴ Διαλόγους. Καὶ τὸ πολὺ χειρότερο· σὲ ἄλλη παράγραφο τῆς «Δηλώσεως» τοῦ Τορόντο δεχθήκαμε ὅτι χωρὶς τὶς ἄλλες «ἐκκλησίες», χωρὶς τὴν πανσπερμία δηλαδὴ τῶν αἱρέσεων, τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει οἰκοδομηθῆ οὔτε ἔχει ἀνακαινισθῆ, ἀλλὰ αὐτὸ γίνεται ὅταν ἔχουμε σχέση μὲ τοὺς ἄλλους: «Αἱ Ἐκκλησίαι - μέλη εἰσέρχονται εἰς πνευματικὰς σχέσεις διὰ τῶν ὁποίων ζητοῦν νὰ μάθουν παρ᾽ ἀλλήλων καὶ νὰ βοηθοῦν ἀλλήλας, ὅπως οἰκοδομηθῇ τὸ Σῶμα Χριστοῦ καὶ ἡ ζωὴ τῶν Ἐκκλησιῶν ἀνακαινισθῆ».
11. Νεοεποχίτικος συγκρητισμὸς ἐπικίνδυνος στὰ κείμενα τοῦ Π.Σ.Ε.
Ἀπὸ τὴν σύντομη αὐτὴ ἀναφορὰ στὴν παράγραφο 19 τοῦ προσυνοδικοῦ κειμένου καὶ στὴν «Δήλωση» τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» στὸ Τορόντο τοῦ Καναδᾶ (1950), προκύπτουν δύο ἐνδιαφέρουσες ἐκτιμήσεις. Ἡ πρώτη, ὅτι τὰ κείμενα τοῦ Π.Σ.Ε εἶναι πράγματι ἀχταρμᾶς, βρίσκεις καὶ παίρνεις ὅ,τι θέλεις, νεοεποχίτικο, πανθρησκειακό, καὶ πανομολογιακὸ χωνευτήρι μὲ διφορούμενες, ἀντιφατικὲς καὶ ἀλληλοαναιρούμενες θέσεις, ὥστε νὰ ἱκανοποιοῦνται ὅλες οἱ πλευρές. Ἔτσι ἀπὸ τὴν διφορούμενη «Δήλωση» τοῦ Τορόντο, οἱ δικοί μας Οἰκουμενιστὲς μνημόνευσαν στὸ προσυνοδικὸ κείμενο αὐτὸ ποὺ θὰ ἀκουγόταν καλὰ στὰ αὐτιὰ τῶν Ὀρθοδόξων, ἀπέκρυψαν ὅμως τὰ ὑπόλοιπα ποὺ μνημονεύσαμε, ποὺ ἀνατρέπουν τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία καὶ ἐγκρίνουν τὴν διευρυμένη Ἐκκλησιολογία τῶν Προτεσταντῶν, ἀναγνωρί-ζοντας στοιχεῖα ἀληθείας καὶ στὶς ἄλλες «ἐκκλησίες», δηλαδὴ στὶς αἱρέσεις. Καὶ τὸ δεύτερο καὶ πιὸ σημαντικό: ᾽Ακόμη καὶ ἂν ἔλειπε ἡ σκοτεινὴ στὴν ἀσάφεια καὶ σύγχυσή της, ἡ πραγματικὰ γριφώδης παράγραφος 20 τοῦ ὑπὸ συζήτηση προσυνοδικοῦ κειμένου, στὴν ὁποία ἀμέσως θὰ ἀναφερθοῦμε, ἀκόμη δηλαδὴ καὶ ἂν ἐν Συνόδῳ ἀποφασιζόταν ἡ ἀφαίρεσή της, δὲν θὰ ἄλλαζε τίποτε, διότι ἡ θετικὴ καὶ μὲ ἐπαίνους ἀναφορὰ σὲ κείμενα τοῦ ΠΣΕ, ὅπως ἡ «Δήλωση» τοῦ Τορόντο συμπεριλαμβάνουσα καὶ τὰ πρόσφατα κείμενα τοῦ Πόρτο Alegre καὶ τοῦ Πουσάν, τὰ ὁποῖα δὲν ἀπορίπτει, σημαίνει ὅτι ὅλο τὸ προσυνοδικὸ κείμενο δέχεται τὴν ἐκκλησιαστικότητα τῶν ἑτεροδόξων καὶ ἀμφισβητεῖ τὴν μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔστω καὶ ἂν ἀντιφατικὰ καὶ παραπλανητικὰ ἀναφέρεται σ᾽ αὐτὴν στὴν πρώτη παράγραφο, μιμούμενο καὶ εἰς αὐτὸ τὰ ἀντιφατικά, ἀσαφῆ καί «περιεκτικά» κείμενα τοῦ ΠΣΕ. Ἑπομένως πρέπει στὸ σύνολό του νὰ ἀπορριφθεῖ.
12. Ἡ σκοτεινὴ καὶ γριφώδης παράγραφος 20. Ἡ ἐκκλησιαστικότητα καὶ τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν
Ἡ πιὸ προβληματικὴ καὶ ἐρεβώδης παράγραφος τοῦ κειμένου, σχεδιασμένα δυσερμήνευτη, εἶναι ἡ φέρουσα τὸν ἀριθμὸ 20. Ἤδη πρὸ τῆς καθυστερημένης δημοσιοποιήσεως τῶν κειμένων, τὰ ὁποῖα ἦσαν ἄγνωστα ἀκόμη καὶ στοὺς ἐπισκόπους, καὶ μόνον σὲ ὀλίγους προνομιούχους γνωστά, πληροφορηθήκαμε ἀπὸ αὐτοὺς ὅτι προστέθηκαν στὸ προσυνοδικὸ κείμενο πρωτοποριακὲς καινοτόμες θέσεις ποὺ ἀναγνωρίζουν τὴν ἐκκλησιαστικό-τητα τῶν ἑτεροδόξων καὶ τὴν ἐγκυρότητα τοῦ βαπτίσματός των. Οἱ προνομιοῦχοι αὐτοὶ γνῶστες τῶν κειμένων σὲ εἰσηγήσεις ποὺ ἔκαναν σὲ συνέδριο ποὺ ὀργάνωσε τὸ Πατριαρχικὸ Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν στὴ Μονὴ Βλατάδων (3-5 Δεκεμβρίου 2015) μὲ θέμα «Πρὸς τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» μᾶς ἀποκάλυψαν αὐτὰ ποὺ θέλουν οἱ Οἰκουμενισταὶ νὰ συναγάγουν ἀπὸ τὴν ἀσαφῆ, ἀκατανόητη καὶ δυσερμήνευτη παράγραφο 20, τὴν ὁποία θὰ ἐπισείουν ὡς νέα πανορθόδοξη ἀπόφαση ἐναντίον ὅσων ἀντιδροῦν στὴν προώθηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ θὰ μᾶς κατηγοροῦν ὅτι δὲν καταλαβαίνουμε τὸ κείμενο. Ὁ μητροπολίτης Μεσσηνίας, λοιπόν, δικαιολογημένα γνώστης τῶν κειμένων, ἀφοῦ ὡς ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος συμμετέχει καὶ στὴν κατασκευή τους κατὰ τὴν τελευταία φάση, καυχώμενος γιὰ τὶς προσθῆκες ἀπὸ τὶς ὁποῖες καὶ ἡ παράγραφος 20 λέγει ὅτι «υἱοθετήθησαν ἐπὶ πλέον καὶ νέαι παράγραφοι λίαν σημαντικαὶ αἱ ὁποῖαι ἐπιβεβαιώνουν πανορθοδόξως θέσεις αἱ ὁποῖαι κατὰ τὸ παρελθὸν εἴτε ἀμφισβητοῦντο εἴτε καὶ παραθεωροῦντο». Θεωρώντας δεδομένη τὴν πανορθόδοξη ἔκφραση μέσῳ κάποιων ἐκπροσώπων, ὁριζομένων ὄχι πάντοτε δεόντως, προϊδεάζει ὅτι ἡ Σύνοδος θὰ υἱοθετήσει θέσεις οἱ ὁποῖες στὸ παρελθὸν ἠμφεσβητοῦντο καὶ παρεθεωροῦντο, θὰ καινοτομήσει δηλαδὴ ἡ Σύνοδος καὶ δὲν θὰ εἶναι συνέχεια τῶν προηγουμένων Συνόδων, Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν. Καὶ ἀναφερόμενος στὴν γριφώδη παράγραφο 20 τοῦ κειμένου γράφει: «Ἐτέθησαν τὰ κανονικὰ κριτήρια (καν. 7ος τῆς Β´ καὶ 95ος τῆς Πενθέκτης) ὡς πρὸς τὴν προοπτικὴν τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν (§20). Διὰ τῆς παρούσης παραγράφου προσδιορίσθησαν πανορθοδόξως τὰ ὅρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν, δὲν ἀμφισβητήθη ἡ ὕπαρξις αὐτῶν καὶ «κατ᾽ οἰκονομίαν» ἀνεγνωρίσθη τὸ συμφώνως πρὸς τὴν κανονικὴν παράδοσιν, ὑποστατὸν καὶ ἔγκυρον τοῦ βαπτίσματος. Οὕτως ἐνισχύεται ἡ ἀρχὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, ὡς ἔκφρασις φιλανθρώπου διαθέσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν, ἐνῶ ἀτονεῖ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀκριβείας». Τὶ νὰ πεῖ κανεὶς καὶ τὶ νὰ πρωτοσχολιάσει; Ἐν πρώτοις ὅτι φιλολογικά, ἐννοιολογικά, κυριολεκτικὰ δὲν προκύπτουν αὐτὰ ἀπὸ τὴν παράγραφο 20, ἡ ὁποία βέβαια γενικῶς ἔχει τὸ κακό της χάλι. Λέγει ἡ παράγραφος: «Αἱ προπτικαὶ τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν προσδιορίζονται πάντοτε ἐπὶ τῇ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως (κανόνες 7 τῆς Β´ καὶ 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῶν συνόδων)». Δὲν γνωρίζουμε ποιός εἶναι ὁ μεγάλος καὶ ἔμπειρος στὴν ἐκκλησιαστικὴ διπλωματία συντάκτης αὐτῆς τῆς παραγράφου, πρέπει ὅμως νὰ γνωρίζουν ὅλοι ὅσοι τὴν ἐμπνεύσθηκαν ὅτι οἱ σκοποὶ των δὲν εὐοδοῦνται· δὲν βγαίνει μὲ τίποτε ἡ ἑρμηνεία τοῦ μητροπολίτου Μεσσηνίας ἀπὸ αὐτὴν οὔτε τοῦ εἰδικοῦ καθηγητοῦ τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης Στ. Τσομπανίδη στὸ Τμῆμα Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τὴν ὁποία στὴ συνέχεια θὰ ἀναφέρουμε. Ἀπὸ τὴν παράγραφο αὐτὴ σὲ σχέση μὲ τοὺς δύο κανόνες ποὺ παραθέτουν, ποὺ οὐσιαστικὰ εἶναι ἕνας διότι ὁ 95ος τῆς Πενθέκτης ἐπανλαμβάνει αὐτολεξεὶ τὸν 7ο τῆς Β´, προκύπτει ὅτι οἱ Θεολογικοὶ Διάλογοι καὶ οἱ προοπτικές τους προσδιορίζονται πράγματι καὶ πρέπει νὰ προσδιορίζονται ἀπὸ τὰ κανονικὰ κριτήρια τῆς διαμορφωμένης ἤδη παραδόσεως μὲ βάση ὄχι μόνο τοὺς δύο αὐτοὺς κανόνες ἀλλὰ ὅλους τοὺς κανόνες ποὺ συμφωνοῦν μεταξύ τους. Μὲ βάση τὰ κριτήρια αὐτὰ ὅλοι οἱ ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας εὑρισκόμενοι αἱρετικοί, ὅταν ἀποφασίσουν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν αἵρεση, καὶ νὰ προστεθοῦν στὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀντιμετωπίζονται μὲ διπλὸ τρόπο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, εἴτε κατ᾽ ἀκρίβειαν, εἴτε κατ᾽ οἰκονομίαν. Ἡἀκρίβεια ἀπαιτεῖ τὴν μὴ ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων τους, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀναβαπτίζονται· ἡ οἰκονομία, ποὺ δὲν καταργεῖ τὴν ἀκρίβεια καὶ ἐφαρμόζεται ὑπὸ συγκεκριμένους ὅρους, τοὺς δέχεται χωρὶς βάπτισμα μόνο μὲ χρίσμα, ἀλλὰ μὲ λίβελλο, καὶ ἀποκήρυξη τῆς αἱρέσεως. Στὴν περίπτωση ποὺ ἐφαρμόζεται ἡ οἰκονομία καὶ δὲν τοὺς ἀναβαπτίζει ἡ Ἐκκλησία δὲν σημαίνει ὅτι ἀναγνωρίζει καθ᾽ ἑαυτὸ τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, ἐφ᾽ ὅσον ἐξακολουθοῦν νὰ παραμένουν στὴν αἵρεση, ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς συνομιλητές μας στοὺς Διαλόγους, Παπικούς, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες. Τὸ ἀναγνωρίζει μόνον, ὅταν ἀποφασίσουν νὰ ἀποκηρύξουν τὴν αἵρεση καὶ νὰ προστεθοῦν στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ πρέπει νὰ ποῦμε στοὺς ἑτεροδόξους μὲ τοὺς ὁποίους συνομιλοῦμε στοὺς Διαλόγους, γιὰ νὰ τοὺς παρακινήσουμε ἀπὸ ἀγάπη νὰ ἔλθουν στὴν Ἐκκλησία· αὐτὰ εἶναι ἀπαράβατα κανονικὰ κριτήρια, καὶ ὄχι νὰ τοὺς ξεγελοῦμε σὰν μικρὰ παιδιὰ λέγοντας πὼς ἀναγνωρίζουμε τὰ μυστήριά τους. Γι᾽ αὐτὸ οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου δὲν τόλμησαν νὰ παραθέσουν ἕναν ἀπὸ τοὺς δύο ἔστω κανόνες, διότι καὶ οἱ δύο κάνουν λόγο γιὰ αἱρέσεις καὶ ὄχι γιά «χριστιανικὲς Ἐκκλησίες καὶ ὁμολογίες», καὶ τὸ σημαντικώτερο, ἀναγνωρίζουν τὸ βάπτισμα κατ᾽ οἰκονομίαν, ὄχι αὐτῶν ποὺ παραμένουν στὴν αἵρεση, ἀλλὰ αὐτῶν ποὺ προστίθενται, ποὺ ἐπιστρέφουν στὴν Ἐκκλησία. Ἂς πείσουν, λοιπὸν τοὺς διαλεγομένους νὰ ἐπιστρέψουν, καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὄντως «διαμορφωμένη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση», γιὰ νὰ ἐφαρμόσει εἴτε τὴν ἀκρίβεια εἴτε τὴν οἰκονομία. Ἀπὸ κανένα κανόνα δὲν προκύπτει ὅτι ὑπάρχουν «λοιπὲς Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες καὶ Ὁμολογίες»,ἀμφισβητοῦν ὅλοι οἱ κανόνες τὴν ὕπαρξη ἄλλων Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν καὶ δὲν ἀναγνωρίζουν τὸ ὑποστατικὸ καὶ ἔγκυρο τοῦ βαπτίσματος, παρὰ μόνον κατ᾽ οἰκονομίαν αὐτῶν ποὺ ἀφήνουν τὴν αἵρεση καὶ ἐπιστρέφουν, «προστίθενται» στὴν Ἐκκλησία. Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ παραθέσει πάμπολλες σύμφωνες γνῶμες ἐγκύρων δογματολόγων καὶ κανονολόγων, καὶ εἶναι ἀπορίας ἄξιον πὼς μὲ τόση προχειρότητα γράφονται ἐπίσημα συνοδικὰ κείμενα. Οἱ κανόνες εἶναι σαφεῖς, παραθέτουμε ὅμως ἀπὸ τοὺς δύο τὸν 95ο τῆς Πενθέκτης ποὺ περιέχει ἐπὶ λέξει καὶ τὸν 7ο τῆς Β´: «Τοὺς προστιθεμένους τῇ ὀρθοδοξίᾳ, καὶ τῇ μερίδι τῶν σωζομένων, ἀπὸ αἱρετικῶν δεχόμεθα κατὰ τὴν ὑποτεταγμένην ἀκολουθίαν τε καὶ συνήθειαν. Ἀρειανοὺς μὲν καὶ Μακεδονιανούς, καὶ Ναυατιανούς, τοὺς λέγοντας ἑαυτοὺς καθαρούς, καὶ Ἀριστερούς καὶ τοὺς Τεσσαρεσκαιδεκατίτας, ἤγουν Τετραδίτας καὶ Ἀπολιναριστὰς δεχόμεθα, διδόντας λιβέλλους, καὶ ἀναθεματίζοντας πᾶσαν αἵρεσιν μὴ φρονοῦσαν, ὡς φρονεῖ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, σφραγιζομένους, ἤτοι χριομένους πρῶτον τῷ ἁγίῳ Μύρῳ τὸ μέτωπον καὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ τᾶς ρῖνας καὶ τὸ στόμα, καὶ τὰ ὧτα· καὶ σφραγίζοντες αὐτοὺς λέγομεν· Σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου. Περὶ δὲ τῶν Παυλιανιστῶν, εἴτα προσφυγόντων τῇ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ, ὅρος ἐκτέθειται, ἀναβαπτίζεσθαι αὐτοὺς ἐξάπαντος. Εὐνομιανοὺς μέντοι τοὺς εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζομέ-νους, καὶ Μοντανιστὰς τοὺς ἐνταῦθα λεγομένους Φρύγας, καὶ Σαβελλιανοὺς τοὺς υἱοπατορίαν δοξάζοντας, καὶ ἕτερά τινα χαλεπὰ ποιοῦντας, καὶ πάσας τὰς ἄλλας αἱρέσεις, ἐπειδὴ πολλαὶ εἰσιν ἐνταῦθα, μάλιστα οἱ ἀπὸ τῆς Γαλατῶν χώρας ἐρχόμενοι, πάντας τοὺς ἀπ᾽ αὐτῶν θέλοντας προστίθεσθαι τῇ ὀρθοδοξίᾳ, ὡς Ἕλληνας δεχόμεθα. Καὶ τὴν πρώτην ἡμέραν, ποιοῦμεν αὐτοὺς Χριστιανούς, τὴν δὲ δευτέραν κατηχουμένους· εἶτα τὴν τρίτη ἐξορκί-ζομεν αὐτοὺς μετὰ τοῦ ἐμφυσᾷν τρίτον εἰς τὸ πρόσωπον καὶ εἰς τὰ ὦτα, καὶ οὕτω κατηχοῦμεν αὐτούς, καὶ ποιοῦμεν χρονίζειν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ ἀκροᾶ-σθαι τῶν Γραφῶν, καὶ τότε αὐτοὺς βαπτίζομεν. Καὶ τοὺς Μανιχαίους δέ, καὶ τοὺς Οὐαλεντινιανούς, καὶ Μαρκιονιστὰς καὶ τοὺς ἐκ τῶν ὁμοίων αἱρέσεων, χρὴ ποιεῖν λιβέλλους, καὶ ἀναθεματίζειν τὴν αἵρεσιν αὐτῶν τοὺς Νεστορια-νούς, καὶ Νεστόριον, καὶ Εὐτυχέα, καὶ Διόσκορον, καὶ Σεβῆρον, καὶ τοὺς λοιποὺς ἐξάρχους τῶν τοιούτων αἱρέσεων, καὶ τοὺς φρονοῦντας τὰ αὐτῶν καὶ πάσας τὰς προαναφερομένας αἱρέσεις, καὶ οὕτω μεταλαμβάνειν τῆς ἁγίας Κοινωνίας»[28].
Νὰ προσέξουν μάλιστα οἱ παρερμηνεύοντες τοὺς κανόνες καὶ ἀπειλοῦντες, ἀκόμη καὶ στὸ συνοδικὸ κείμενο, αὐτοὺς ποὺ κάνουν ἄριστα καὶ ἀντιδροῦν στὶς ἐκκλησιολογικὲς καινοτομίες τους, ὅτι θὰ εὑρεθοῦν οἱ ἴδιοι κάτω ἀπὸ τὰ ἐπιτίμια τῶν κανόνων γιὰ τὶς παρεκτροπὲς ποὺ πράττουν στὸ συγκεκριμένο θέμα. Γιατὶ λέγει ὁ ΜΣΤ´ Κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων: «Ἐπίσκοπον ἢ Πρεσβύτερον αἱρετικῶν δεξαμένους Βάπτισμα ἢ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν· τίς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ, ἢ τὶς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;». Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἑρμηνεύοντας πατερικὰ ὀρθόδοξα, καὶ ὄχι οἰκουμενιστικά, αὐτὸν τὸν κανόνα ἐνισχύει ὅσα προηγουμένως ἐλέχθησαν γιὰ τὴν φροντίδα καὶ μέριμνα νὰ ἐπιστρέψουν οἱ αἱρετικοί: «Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἀποστρέφωνται τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τὰς τῶν αἱρετικῶν τελετάς. Μᾶλλον δὲ αὐτοὶ, οἱ αἱρετικοὶ δηλ., πρέπει νὰ ἐλέγχωνται καὶ νὰ νουθετῶνται ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους καὶ Πρεσβυτέρους, μήπως ἤθελαν καταλάβουν καὶ ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὴν πλάνην των»[29]. Τὰ ἴδια ἀκριβῶς λέγει καὶ ἑπόμενως ΜΖ Ἀποστολικὸς Κανών. Ἂς κάνουν τὸν κόπο οἱ εὔκολοι παρερμηνευτὲς τῶν Ἱερῶν Κανόνων νὰ διαβάσουν τὰ ἐκτενῆ σχόλια τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου εἰς αὐτοὺς τοὺς δὺο Ἀποστολικοὺς Κανόνες καὶ θὰ καταλαβουν ποιὰ εἶναι τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν αἱρέσεων, ἂν οἱ κανόνες ἀναγνωρίζουν ἐκκλησιαστικότητα στοὺς αἱρετικοὺς καὶ τὸ ἔγκυρο καὶ ὑποστατὸ τοῦ βαπτίσματος, καὶ ἂν «ἀτονεῖ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀκριβείας καὶ ἐνισχύεται ἡ ἀρχὴ τῆς οἰκονομίας». Ἀληθινὰ δὲν καταλαβαίνουν οὔτε τὶ λένε οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου οὔτε περὶ τίνων διαβεβαιοῦνται[30]. Τέτοια ἐπιποπλαιότητα γιὰ τόσο σοβαρὰ καὶ διαχρονικῶς λελυμένα θέματα εἶναι ἀδικαιολόγητη.
Τὰ ἴδια ἰσχύουν καὶ γιὰ ὅσα στὸ πατριαρχικὸ Συνέδριο τῆς Βλατάδων (3-5 Δεκεμβρίου 2015) εἶπε καὶ ὁ μνημονευθεὶς καθηγητὴς Στ. Τσομπανίδης. Ἐντοπίζει ὀρθὰ ὅτι «ἐκτιμῶνται θετικὰ τὰ θεολογικὰ κείμενα τῆς Ἐπιτροπῆς "Πίστη καὶ Τάξη" καὶ θεωροῦνται ὅτι ἀποτελοῦν ἀξιόλογο βῆμα στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση γιὰ τὴν προσέγγιση τῶν Ἐκκλησιῶν (§21)». Δὲν διστάζει μάλιστα νὰ ἐπαινέσει καὶ τὴν ἀπόφαση, τὴν φρικτὴ καὶ ἀπαράδεκτη, τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε καὶ νὰ ἰσχυρισθεῖ, φανερώνοντας τὶς προθέσεις τῶν συντακτῶν τοῦ προσυνοδικοῦ κειμένου, ὅτι στὴν Ε´ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη«ἐκφράζεται ἡ εὐαρέσκεια τῶν Ὀρθοδόξων γι᾽ αὐτὴν τὴν ἐξέλιξη». Δηλαδή, ἂν ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος δεχθεῖ τὸ προσυνοδικὸ κείμενο, δέχεται καὶ τὰ φρικτὰ καὶ ἀνατρεπτικὰ τῆς Ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας κείμενα τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε (2006) καὶ τοῦ Πουσάν (2013). Ἐπαναλαμβάνοντας δὲ καὶ ὅσα ὁ μητροπολίτης Μεσσηνίας εἶπε γιὰ τὸ «ὑποστατό» καὶ «ἔγκυρο» τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν, βάσει τῶν κανόνων 7 τῆς Β´ καὶ 95 τῆς Πενθέκτης, μὲ τὸ ἀνέρειστο καὶ κατὰ φαντασίαν σκεπτικὸ ὅτι σήμερα «ἀτονεῖ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀκριβείας καὶ ἐφαρμόζεται ἡ ἀρχὴ τῆς οἰκονομίας» μᾶς δείχνει καὶ τὸν ἐφευρέτη αὐτῆς τῆς καινοτομίας, τὸν καθηγητὴ Βλ. Φειδᾶ. Ποιοί ὅμως εἶναι αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἐρήμην τῆς πατερικῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ τῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας ἀνατρέπουν τὴν κανονικὴ τάξη καὶ τὴν σαφῆ ἐκκλησιολογία τῆς Ἐκκλησίας;
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου