Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Για να αποφύγουμε «θυσίες» κυριαρχικών μας δικαιωμάτων…

Οι κυρίαρχες αντιλήψεις στην Ελλάδα επιχειρούν να επιβάλουν περίπου ως αναπόφευκτη την απόλυτη ταύτιση της χώρας μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες ώστε να καλυφθεί το κενό που αναμένεται να προκαλέσει στη δυτική αρχιτεκτονική ασφαλείας το τέλος της κεμαλικής Τουρκίας. Έτσι, η καθιέρωση της Ελλάδας ως προέκτασης της Δύσης στην περιοχή υποτίθεται ότι θα εξασφαλίσει τα ζωτικά συμφέροντα της χώρας μας. Όμως η άποψη αυτή τίθεται εν αμφιβόλω, μιας και λαμβάνει ως δεδομένα κάποια πράγματα τα οποία δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι ισχύουν.

Του Δρ. Κωνσταντίνου Γρίβα 

[σ.σ. Στο προηγούμενο άρθρο στα «Επίκαιρα» είχαμε αναφερθεί στη δημιουργία μιας απρόβλεπτης Τουρκίας και στην ανάγκη διαμόρφωσης μιας αναθεωρημένης γεωστρατηγικής από ελληνικής πλευράς για τη διαχείριση αυτού του νέου γεωπολιτικού μεγέθους που γεννιέται δίπλα μας.]

Καταρχάς, προϋποθέτει μια ολοκληρωτική ρήξη των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, η οποία δεν θα συμβεί κατ’ ανάγκην. Πράγματι, ενώ είναι περίπου αναπόφευκτη η περαιτέρω «ψύχρανση» των σχέσεων Ουάσινγκτον – Άγκυρας, η αποξένωση αυτή πολύ δύσκολα θα φτάσει στο ακρότατο όριό της. Αντιθέτως, το πιο πιθανό είναι ότι οι ΗΠΑ θα υιοθετήσουν μια κατευναστική πολιτική έναντι της γείτονος έτσι ώστε να αποφύγουν αυτή η επιδείνωση των σχέσεών τους με την Τουρκία να οδηγηθεί σε πλήρη ρήξη και σε συνεπακόλουθη ώθηση της Άγκυρας προς την αγκαλιά της Μόσχας.

Η κατευναστική αυτή πολιτική ενδέχεται να περιλαμβάνει και κάποιο «άδειασμα» της «δεδομένης» Ελλάδας έναντι της απρόβλεπτης Τουρκίας, ώστε η τελευταία να μην οδηγηθεί προς εχθρικές έναντι της Δύσης πολιτικές.

Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν εξαιρετικά αφελές να πιστεύαμε ότι οι ΗΠΑ θα καλοδέχονταν μια εχθρική γι’ αυτές Τουρκία. Αντιθέτως, θα κάνουν ό,τι μπορούν για να αποφύγουν ένα παρόμοιο ενδεχόμενο και η προσπάθεια αυτή δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι δεν περιλαμβάνει και κάποιες «θυσίες» ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.

Επιπροσθέτως, όπως έχουμε υποστηρίξει σε πολλά προηγούμενα άρθρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι αυτές που (νομίζαμε ότι) ήταν πριν από κάποια χρόνια. Δεν είναι ο αναντίρρητος ηγεμόνας του διεθνούς συστήματος, αλλά μια χώρα με κρίση ταυτότητας και συνεπακόλουθα και με αδυναμία διαμόρφωσης συγκροτημένης γεωστρατηγικής. Για να το πούμε απλά, δεν ξέρουμε τι θέλουν και τι μπορούν να κάνουν οι Αμερικανοί έναντι της Τουρκίας, κατά συνέπεια δεν μπορούμε να ταυτιστούμε άκριτα μαζί τους.

Τεράστιο σφάλμα να «χαρίσουμε» τη Ρωσία

Συν τοις άλλοις, η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να μονοπωλείται από την αντιμετώπιση της Τουρκίας. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι η βέλτιστη μέθοδος διαχείρισης της νέας Τουρκίας θα ήταν η άνευ όρων ταύτιση με τις ΗΠΑ – κάτι που ουδόλως ισχύει -, αυτό δεν μπορεί να σημαίνει ότι πρέπει να θυσιαστούν οι σχέσεις της Ελλάδας με άλλες κρίσιμες χώρες του διεθνούς συστήματος, με προεξάρχουσα τη Ρωσία, γιατί κάτι τέτοιο δεν αποκλείεται να έχει μακρόπνοες, πολύ αρνητικές συνέπειες στα ζωτικά ελληνικά γεωπολιτικά συμφέροντα.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι αυτή η αντίληψη των «απόλυτων ταυτίσεων» αγνοεί ολοκληρωτικά τη μεικτή φύση των σχέσεων ανάμεσα στους δρώντες ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος, όπως αυτό που βρίσκεται υπό διαμόρφωση σήμερα. Στα συστήματα αυτά οι σχέσεις των δρώντων έχουν ταυτοχρόνως τόσο ανταγωνιστικά όσο και συνεργατικά στοιχεία.

Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση η Ελλάδα, αντί να ταυτιστεί ολοκληρωτικά με τις ΗΠΑ και να περιμένει από αυτές να αντιμετωπίσουν την τουρκική πρόκληση για λογαριασμό της, θα ήταν σοφότερο να διεκδικήσει μια πιο αυτόνομη και ενεργό πολιτική, διαμορφώνοντας μια αρχιτεκτονική συμμαχιών γύρω από την Τουρκία που θα την αποδυνάμωνε.

Θα πρέπει, με άλλα λόγια, να καταστεί πιο δυναμικός και αυτόνομος «παίκτης» απ’ ό,τι είναι σήμερα και όχι να ολισθήσει στην απατηλή ασφάλεια της άβουλης προέκτασης της Ουάσινγκτον, όπως προσπαθούν να μας πείσουν οι «ρεαλιστές» οπαδοί της ευρωατλαντικής κατεύθυνσης της χώρας μας.

Για παράδειγμα, αν θεωρήσουμε ότι ο μεγάλος φόβος των ΗΠΑ υπό τις νέες συνθήκες είναι η επικίνδυνη ενίσχυση των ρωσοτουρκικών σχέσεων, τότε εξ αντικειμένου η ενίσχυση των ελληνορωσικών σχέσεων θα λειτουργούσε αποτρεπτικά έναντι αυτού του ενδεχομένου. Με άλλα λόγια, ένας ελληνορωσικός άξονας θα λειτουργούσε, υπό προϋποθέσεις, ανταγωνιστικά έναντι ενός ρωσοτουρκικού άξονα και κατά συνέπεια θα προωθούσε τα ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα. Αντιθέτως, μια παθητική και αντιρωσική Αθήνα ενδέχεται να ήταν βάρος και όχι πολύτιμος σύμμαχος για την Ουάσινγκτον.

Πολυδιάστατη πολιτική ως πλέγμα ανάσχεσης

Η βέλτιστη στρατηγική, λοιπόν, έναντι της νέας Τουρκίας δεν είναι η άνευ όρων ταύτιση με τον αμερικανικό παράγοντα, αλλά μια δυναμική, πολυδιάστατη πολιτική, που θα δίνει έμφαση στην ενίσχυση των σχέσεων με τις κομβικές χώρες στην περιφέρεια της Τουρκίας και στη διαμόρφωση ενός πλέγματος ανάσχεσης του τουρκικού ηγεμονισμού. Κατά την άποψη του γράφοντος, οι σημαντικότερες από τις χώρες αυτές είναι η Ρωσία, το Ιράν και η Αίγυπτος.

Ακόμη όμως και η ανάπτυξη ενός νέου πλαισίου στρατηγικών σχέσεων με την Ουάσινγκτον θα πρέπει να βασίζεται σε μια παρόμοια λογική: μιας δυναμικής σχέσης, που θα εδράζεται στην ανεξάρτητη πολιτική μιας χώρας που διεκδικεί έναν αυτόνομο και σημαντικό ρόλο στο διεθνές σύστημα και όχι μιας χώρας-υπηρέτη που θα περιμένει να της ανατεθεί κάποιο «ρολάκι» από κάποιον ισχυρό διεθνή παράγοντα.

Εν κατακλείδι, θα πρέπει κάποτε να έρθει το τέλος της «παιδικής ηλικίας» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και να ξεκινήσει η διαμόρφωση μιας γνήσιας πολυπαραγοντικής και πολυδιάστατης μακρόπνοης στρατηγικής, βασισμένης στη ρεαλιστική ανάγνωση των τεκταινομένων στο διεθνές σύστημα. Τόσο στο άμεσο γεωπολιτικό μας περιβάλλον όσο και γενικότερα.

* Ο δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας διδάσκει το μάθημα της Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και Γεωγραφία της Ασφάλειας και των Αφοπλισμών στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Περιοδικό «Επίκαιρα», αρ. τεύχους 351, σελ. 52-52
Defence-Point

/kostasxan.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου