Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (47)

Συνέχεια από Τετάρτη, 29 Ιουνίου 2016
                                     PAUL   FRIEDLȀNDER
                                                       ΠΛΑΤΩΝ

                                                     ΔΕΥΤΕΡΟΣ  ΤΟΜΟΣ
                                              ΤΑ  ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ  ΚΕΙΜΕΝΑ
                                                        Πρώτη περίοδος
                                                            2.  Λ Α Χ Η Σ   (συνέχεια)
     
   Θα αναζητήσουμε ‘ανδρείως και καρτερικώς’ την ανδρεία, λέει ο Σωκράτης (194 Α), και ανεβαίνει μ’ αυτό το αστείο, που ‘παίζει’ ωστόσο με την «ηθικήν» (ethisch) έννοια της γνώσης όπως επίσης και με τον γνωσιακό χαρακτήρα τής ανδρείας, στην τρίτη βαθμίδα , όπου και θα αντιληφθούμε αυτόν τον γνωσιακό χαρακτήρα. Χαρακτηρίζεται δε αυτή η αναβάθμιση απ’ την είσοδο του Νικία στη συζήτηση. Πιστεύω πως γνωρίζω τί είναι ανδρεία, δεν μπορώ όμως να το συλλάβω και να το εκφράσω σαν έννοια, λέει ο Λάχης (194 Β). Και φανερώνεται έτσι η ανεπαρκής πνευματική διείσδυση του ανθρώπου που έχει μόνον πρακτική πείρα. ‘Υποχωρεί’ λοιπόν και παρίσταται πλέον για να εξαναγκάζη να ‘λογοδοτή’, με τις αντιρρήσεις τής «υγιούς ανθρώπινης λογικής», η ‘ανώτερη’ άποψη.
       Τον τρίτον ορισμό, πως «ανδρεία είναι η γνώση εκείνων που πρέπει να φοβόμαστε και να μη φοβόμαστε» (τών δεινών καί θαρραλέων επιστήμη), τον θέτει ο Νικίας – ως σωκρατικός μάλιστα, όπως νομίζει· γιατί έχει πεισθή απ’ τον Σωκράτη, ότι ταυτίζονται «Καλό» και «Γνώση». Και βρίσκεται πράγματι πολύ κοντά στον Σωκράτη αυτή η διαπίστωση: Έχοντας δώσει την κυρίαρχη θέση σε κείνο που ήταν μέχρι τώρα συνοδευτικό, ‘πλάθοντας’ γλωσσικά απ’ το επίθετο (φρόνιμος) το ουσιαστικό (επιστήμη). Ενώ ανταποκρίνεται ακριβώς και στον ορισμό, ο οποίος δίδεται τελικά και στον «Πρωταγόρα» (σοφία τών δεινών καί μή δεινών – 360 D). ‘Τελειοποιείται’ ή ‘ολοκληρώνεται’ λοιπόν εδώ αυτός ο ορισμός, μη επιτυγχάνοντας προφανώς τον σκοπό του. Πρόκειται πράγματι για «γνώση»· αλλά σε τί αναφέρεται αυτή η γνώση, αυτό εννοείται πολύ εξωτερικά.
        ‘Υπονομεύει’ μάταια αυτήν τη θέση (These) ο Λάχης. Η οποία δεν μπορεί να αντικρουσθή ή να τροποποιηθή από τα «κάτω», αλλά μόνον από τα «πάνω». Αντιλήφθηκε βέβαια, ότι δεν είναι όλα εντάξει, ο Λάχης, στον οποίον υποδεικνύει ωστόσο λέγοντας πως «κάτι φαίνεται να υπάρχη σ’ αυτά που μας λέει ο Λάχης» ο Σωκράτης, ότι δεν έπρεπε να απορρίψη τόσο χονδροειδώς, όπως το έκανε, τον Νικία (195 C). Το γεγονός είναι πως ξεκινά απ’ το λανθασμένο τέλος την αντίρρησή του ο Λάχης. Που τον ‘εξοργίζει’ η έννοια ακριβώς τής «γνώσης», αυτό που είναι δηλ. το πιο ‘σωκρατικό’ σ’ αυτόν τον ορισμό. Και ψάχνει παραδείγματα γιατρών, αγροτών και χειρονακτών, οι οποίοι και «γνωρίζουν τί πρέπει να φοβούνται και να μη φοβούνται» στην περιοχή τής ‘τέχνης’ τους, χωρίς να είναι ταυτόχρονα και ανδρείοι. Είναι δε ‘απολαυστικό’ το πώς χρησιμοποιεί εδώ τα εντελώς παρόμοια παραδείγματα ο Λάχης ενάντια στον Νικία, με τα οποία και ‘κατατρόπωσε’ τον ίδιον προηγουμένως ο Σωκράτης. Η μόνη διαφορά: ότι δεν το βάζει κάτω ο Νικίας. Ο οποίος και αναγνωρίζη μια γνώση πάνω απ’ τη γνώση τού ειδικού ή ειδήμονα (π.χ. του ιατρού): μια γνώση, που δεν γνωρίζει (βέβαια…), όπως η γνώση τού ιατρού, τί πρέπει να φοβάται (κανείς…) στη μεμονωμένη περίπτωση· αλλά μιαν ανώτερη γνώση, που (δια)κρίνει αν είναι για να τη φοβόμαστε, ή αν είναι «καλύτερη» (άμεινον – 195 CDE) – μια λέξη που τίθεται σχεδόν απαρατήρητα για το αντίθετο του ‘φόβου’ – η υγεία ή η ασθένεια, η ζωή ή ο θάνατος. Εμφανίζεται λοιπόν από ‘μακριά’ η «βασιλική τέχνη» τού «Ευθύδημου» και του «Πολιτικού», το «Αγαθό» στο προσκήνιο. Και ‘ιχνογραφείται’ ταυτόχρονα η ‘διάλυση’ της ανδρείας ως μιας ιδιαίτερης αρετής, και η άνοδος στη «γνώση τού βέλτιστου», με το οποίο και θα τελειώση ο διάλογος. Καταλαβαίνουμε, ότι δεν βλέπει και δεν μπορεί να δη τόσο καθαρά ο Λάχης. Ο οποίος και αναρωτιέται μόνον με απορία, ποιος μπορεί να είναι τότε αυτός που γνωρίζει, αν δεν είναι πλέον ο ιατρός και ο γεωργός. Τον δε Νικία τον σκεπάζει εδώ το ‘σκοτάδι’, και δεν μπορούμε να διακρίνουμε, αν βλέπη αρκετά καθαρά αυτό που εννοεί – και που βρίσκεται κοντά στην έννοια του «σοφού» - ώστε και να το εκφράση, ή αν απλώς το υποψιάζεται ασαφώς. Όταν όμως λέη ο Λάχης, πως δεν μπορεί παρά να είναι ένας ‘μάντις’ αυτός που γνωρίζει, και ‘πετά’ λίγο ειρωνικά, για να χαρακτηρίση και το παράλογο (του πράγματος…) στο τέλος, ότι πρέπει να εννοή μάλλον έναν θεό ο Νικίας (ει μή ει θεόν τινα λέγεις αυτόν είναι – 196 Α), ‘αρπάζει’ απροϋπόθετα και ακούσια το σωστό αυτός ο τελευταίος λέγοντας, πως είναι (πράγματι…) στον θεό κατ’ αρχάς τέλεια εκείνη η γνώση, προς την οποία και ξεκινά να ανυψούται τώρα εδώ η συγκεκριμένη «αρετή».
      Αποκρούσθηκε λοιπόν η επίθεση ‘από τα κάτω’ τού Λάχη, έστω κι αν άρχισε να ‘εξανεμίζεται’ απαρατήρητα ο ουσιαστικός προσδιορισμός μέσα σ’ αυτήν την αψιμαχία. Και έρχεται τώρα η αμφισβήτηση ‘από τα επάνω’. Η οποία και θα ‘διαλύση’ τον ορισμό τού Νικία, θέτοντας ωστόσο ένα καινούργιο, όπως και σε κάθε εκ των άνω ‘διάλυση’, θεμέλιο. Ξεκινά βέβαια κατ’ αρχάς ο Σωκράτης, που θέλει να οδηγήση πέρα απ’ τον ‘εαυτό’ του, όχι αμφισβητώντας τον αλλά φωτίζοντάς τον, τον προσδιορισμό τού Νικία. Οδηγεί λοιπόν εύκολα τον Νικία στο να διακρίνη μεταξύ τόλμης και ανδρείας, μεταξύ φυσικής δηλ. κλίσεως και ψυχικής μορφής – στη διάκριση δηλ. που γίνεται, χωρίς και να μπορή να αποδειχθή εκεί, στον «Πρωταγόρα» (350 Β) - , σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να είναι ανδρείο ούτε ένα ζώο, όπως ο χοίρος τού Κρομμύωνα (που σκοτώνει ο Θησέας…), ούτε ένα παιδί, και περιορίζεται σε «πολύ λίγους» η ανδρεία. Βοηθάει δε εδώ με τις αστείες παρατηρήσεις του, στο να διαφωτιστή «από τα κάτω» το ερώτημα ο Λάχης: Θα ήταν λοιπόν «σοφός» ο χοίρος, αν ήταν σωστός ο ορισμός σας της ανδρείας, λέει «προς τα επάνω» ο στρατηγός. Ο οποίος και λέει ο ίδιος, ότι βρίσκεται τώρα στην πλευρά τών «πολλών» (τά θηρία ά πάντες ομολογούμεν ανδρεία είναι – 197 Α), ενώ τού το επιβεβαιώνει και ο Νικίας λέγοντας (σύ καί οι πολλοί – 197 Β): δεν γνωρίζετε καμμιά διαφορά ανάμεσα στον «ανδρείο» και τον «θρασύ». Κι αν αποκρούη μιαν τέτοια διάκριση, λόγω τής αποστροφής κι εδώ τών «πολλών» (δεν τη δέχονται οι «πολλοί»…), ως σοφιστική σχολαστικότητα ο Λάχης, δεν έχει όμως καθόλου δίκαιο. Γιατί είδαμε ήδη, πόσο καλά θα μπορούσε να χρησιμοποιήση (κι ο ίδιος…) αυτήν την αποσαφήνιση. Η λεπτή όμως ειρωνία, με την οποία και χειρίζεται εδώ όπως και παντού τη διακριτική (διαχωριστική…) τέχνη τού Πρόδικου και του Δάμωνα ο Πλάτων (197 D, 200 A), παραπέμπει μόνο στην κατάχρηση που υφίσταται αυτή η χρήσιμη στη σωστή της θέση ‘διαδικασία’, εκεί όπου δεν είναι πλέον χρήσιμη (δεν εξυπηρετεί…), αλλά καθίσταται μόνο, με μια γελοία οίηση, η κυρίαρχη μορφή σκέψης.
      Mέχρι τώρα βοηθούσε στο να γίνουν σαφέστερα τα πράγματα ο Σωκράτης. Τώρα όμως ξεκινά το τελευταίο βήμα, η πραγματική αντίθετη κίνηση απ’ τη μεριά τής ‘ανώτερης’ ‘αποψης (197 Ε). ‘Τυπικά’ συμβαίνει δε αυτό ξεκινώντας – διαφορετικά απ’ ό,τι έκανε προηγουμένως ο Λάχης – απ’ το ‘αδύναμο’ μέρος τού ορισμού. Πρέπει να αναφέρεται (λοιπόν…) σε κάτι που προκαλεί φόβο (δεινόν) ή στο αντίθετό του η γνώση. Προεκτείνεται δε στο μέλλον ο φόβος, όντας η αναμονή, όπως προσδιορίζεται και στον «Πρωταγόρα» (358 D), ενός μελλοντικού κακού (προσδοκία μέλλοντος κακού – 198 Β). Τι σημασία όμως μπορεί να έχη ο διαχωρισμός σε παρελθόν, παρόν ή μέλλον εκεί όπου πρόκειται για επιστήμη (Episteme); Γιατί αποδεικνύεται ελεύθερη από κάθε σχέση προς μιαν ορισμένη χρονική ‘βαθμίδα’ η γνήσια γνώση. Υποδηλώνεται λοιπόν ήδη η κατεύθυνση της γνώσης προς το Όν (αυτό που είναι και όντως υπάρχει…).
      Και ‘λύνεται’ έτσι πλήρως ‘μέσα στα χέρια’ τού Σωκράτη εκείνη η ‘τάση’ τού ορισμού, που στρεφόταν ήδη στην αμφισβήτηση του Λάχη προς κάτι το πολύ γενικά «καλύτερο». Καθίσταται γνώση κάθε καλού και κακού (πάντων αγαθών καί κακών επιστήμη – 199 C) η ανδρεία. Και γίνεται έτσι αμέσως σαφές, ότι όποιος βρίσκεται τόσο μακριά, διαθέτει και όλες τις άλλες αρετές, κι ότι δεν έχουμε προσδιορίσει, όπως το θέλαμε αρχικά και τώρα άλλη μια φορά (190 C, 198 A), ένα ιδιαίτερο μέρος τής σύνολης αρετής, αλλ’ αυτήν την ίδια την αρετή.
       ‘Αναλύθηκε’ άρα σχηματικά, τυπικά σ’ αυτήν τη γενική μορφή, και «ανασκευάσθηκε» τυπικά ο ορισμός τού Νικία. Δεν έχει όμως αυτήν μόνο την καθαρά τυπική σημασία η «εκ των άνω» ανασκευή, αλλά παραπέμπει και σε μιαν προβληματική (Problematik), που βρίσκεται στην ουσία τού πράγματος. Παρατηρήσαμε στην αρχή το πώς ξεκίνησε απ’ τη διαπαιδαγώγηση ο διάλογος και πώς ήταν όλα προσανατολισμένα στο ερώτημα για την αρετή (Arete). Και πώς μετατέθηκε μ’ ένα ‘τέχνασμα’ του Σωκράτη σ’ ένα επιμέρους πρόβλημα αυτό το καθολικό πρόβλημα. Δεν πρόσεξε όμως κανένας απ’ τους συνομιλητές να πη: σε τί μάς χρησιμεύει για την αγωγή τών παιδιών η γνώση αυτού τού επιμέρους περιεχομένου αντί για το Όλον; Και αποδεικνύεται τώρα, ότι δεν μπορεί να αντιληφθή κανείς παντελώς το επιμέρους, το οποίο και συγχέεται μέσα στο Όλον. Μήπως αυτό οφείλεται στο ότι τέθηκε λάθος το ερώτημα; Και μήπως ισχύει, ότι δεν μπορεί ούτε να κατέχη ούτε να γνωρίζη κανείς χωρίς τις άλλες αρετές, και χωρίς γενικά την αρετή, την ανδρεία;
       Tέθηκε στον «Πρωταγόρα» το ερώτημα, αν αποτελούν μιαν ενότητα οι αρετές, τί είδους είναι αυτή η ενότητα, κι αν ανήκη και η ανδρεία σ’ αυτήν την ενότητα.  Όλα τείνουν στο να αποδειχθή η ενότητα, έστω κι αν δεν είναι σκόπιμα καθαρά τα μέσα προς αυτόν τον σκοπό. ‘Αναγείρεται’ στην «Πολιτεία» το οικοδόμημα των τεσσάρων αρετών στην κάθε μοναδική ψυχή, και επεκτείνεται ομόκεντρα στη δομή τής Πόλης (Polis). Ακολουθώντας μια συνέχεια απ’ τον «Πρωταγόρα» στην «Πολιτεία», γίνεται σαφές ότι ενυπάρχει παντού το γνήσια πλατωνικό κεντρικό θέμα τού «Ενός στα Πολλά», κι ότι στοχεύει συνολικά ο «Πρωταγόρας», βαθύτερα αλλά μ’ ένα επιμέρους περιεχόμενο ο «Λάχης» σε κείνη τη ‘λύση’, την οποία και δίνει κατά έναν ορισμένον τρόπο η «Πολιτεία». Και υπάρχει μια διαφορά στη διαδικασία, όχι όμως και στην ουσία, όταν ‘εκβιάζεται’ με ηθελημένα μη καθαρά μέσα ένα προσωρινό αποτέλεσμα στον «Πρωταγόρα», ενώ ‘κατευθύνει’ με καθαρώτερα μέσα το πρόβλημα στην απορία (Aporie) ο «Λάχης».
       Ένα μικρό τελικό μέρος συμπληρώνει το καλλιτέχνημα. Μια μικρή αψιμαχία ανάμεσα στους δυό στρατηγούς δείχνει άλλη μια φορά τη διαφορετική ‘βαθμίδα’ τους, και μάλιστα καθαρά βαθμίδα γνώσης. ‘Χλευάζει’ ο Λάχης, ότι δεν βρήκε ούτε ο Νικίας κάτι. Γνωρίζει όμως ή διαισθάνεται ο Νικίας, ότι υπάρχει παρ’ όλ’ αυτά ένα κέρδος στο αρνητικό τέλος, που παραπέμπει σε μια μελλοντική αναζήτηση (200 Β). Βλέπει το σύνολο σαν ένα παιχνίδι ξιφομαχίας ο Λάχης, ενώ αντιλαμβάνεται την έννοια της σωκρατικής ‘απορητικής’ (Aporetik) ο Νικίας   (( Σημ. τ. μετ.: «Έχω μιαν απορία, κύριε», λέγαμε στο σχολείο όταν ένα ενδιαφέρον μάθημα έφτανε σ’ ένα δύσβατο για μας σημείο… Α-πορία: δεν μπορώ να προχωρήσω, δεν έχω ή δεν βλέπω οδό και δρόμο, πόρο, στενό πέρασμα… Κάτι που προϋποθέτει ότι έχουμε ήδη ξεκινήσει (φυσικά…) και προχωρήσει σε μιαν έντιμη και ανιδιοτελή και ‘χαρούμενη’ τελικά έρευνα περί τής αληθείας ενός πράγματος… )) . Γνωρίζει όμως τότε και ο Λάχης, τί συμβαίνει με τον Σωκράτη. Και παραπέμπει σ’ αυτόν τούς ‘πατεράδες’ που ψάχνουν για συμβουλή, καθώς ‘συμφιλιώνονται’ τελικά όλοι μπροστά στη δύναμη που διαμορφώνει ανθρώπους τού φιλοσόφου. Αναδύεται βέβαια ακόμα κάτι απ’ την αμφιβολία εντελώς στο τέλος, με την οποία και ‘θεωρούν’ όλοι σχεδόν τη σωκρατική διαπαιδαγώγηση. Αμφιβάλλει δηλ. ο Νικίας, αν θα είναι πρόθυμος για κάτι τέτοιο ο Σωκράτης. Αφού παρέπεμπε τον ίδιον σε άλλους πάντοτε παιδαγωγούς (200 D). Γνωρίζουμε δε ήδη τον Δάμωνα σαν έναν απ’ αυτούς (180 C), και σκεφτόμαστε τώρα, ότι παρουσιάστηκε επανειλημμένα ως ο εκπρόσωπος της σοφιστικής ‘διαιρετικής’ στον διάλογο ο Δάμων. Φαίνεται να υποδηλώνεται μια κλίμακα λοιπόν διαπαιδαγώγησης, στην οποία και σηματοδοτεί την ύψιστη, και όχι προσιτή σε όλους βαθμίδα ο Σωκράτης. Ο οποίος και αναφέρεται όμως στην άγνοιά του, καθιστώντας ‘επείγον’ το ερώτημα, πώς θα μπορούσε να είναι δάσκαλος αυτός που αγνοεί, ή ακόμα και το ερώτημα – εφ΄ όσον όλα στοχεύουν και ‘υπηρετούν’ τρόπον τινά τον Σωκράτη - , μήπως θά ’πρεπε να ‘αγνοή’ με μιαν οιανδήποτε ίσως έννοια κανείς, να είναι με μιαν οιανδήποτε έννοια Σωκράτης, για να μπορή να παιδαγωγή!   (( Σημ. τ. μετ.: Η ‘άγνοια’ εξασφαλίζει ίσως και την είσοδο παιδαγωγού και παιδαγωγούμενου στο ‘άγνωστο’, όπου και μόνον υπάρχει και υφίσταται αληθινή γνώση… Με μόνο εφόδιο τον έρωτα της ψυχής, το «φύσει τού ειδέναι ορέγεται ο άνθρωπος»… )) . Τα τελευταία ωστόσο λόγια τού Σωκράτη: «αν θέλη ο θεός», θέτει τα πάντα στα χέρια τής ύψιστης δύναμης, στην οποίαν και τελειούται – όπως και υποδηλώθηκε μια φορά, έστω και από ‘μακριά’ στον διάλογο (196 Α) – η αναγκαστικά ατελής στη ‘σφαίρα’ τών ανθρώπων γνώση και αρετή.
       ‘Σκοντάψαμε’ επανειλημμένα κρίνοντας τον «Λάχη» σε μια φαινομενική δυσαναλογία ανάμεσα στην εννοιολογική αναζήτηση και την «ενδυμασία» που την περιέβαλε, η οποία και ‘απαιτούσε’ έναν υπερβολικά μεγάλο, συγκριτικά με την ‘αναζήτηση’, χώρο. Η ‘κρίση’ όμως αυτή δείχνει, το πόσο λίγο μπορούν (γνωρίζουν…) κάποιοι να αντιληφθούν την ζωντανή πληρότητα ενός πλατωνικού διαλόγου. Γιατί δεν είναι βέβαια σωστό, να δούμε μόνον ως μιαν αναζήτηση για την έννοια της ανδρείας τον «Λάχη», και ως έναν ορισμό το αποτέλεσμα, τον οποίον και νομίζει κανείς πως μπορεί εύκολα να συμπεράνη απ’ τις αφορμές εκείνης τής αναζήτησης. Απέναντι σ’ αυτό μπορεί να χαρακτηρισθή η γενική έννοια του μέρους τού κόσμου, το οποίο και διαμορφώνεται εδώ, με τη λέξη πολύ περισσότερο διαπαιδαγώγηση, μόνο που πρέπει και πάλι τότε να προφυλαχθούμε απ’ το να υποτιμήσουμε την εννοιολογική προσπάθεια. Το παιδαγωγικό έργο τού Σωκράτη ξεκινά με το να έλκη προς αυτόν, εκείνο που μπορεί να συμμετάσχη στην ύπαρξή του. Η τυπική δε μέθοδος της παιδαγωγίας του είναι η καθοδήγηση προς την απορία (Aporie), και ο τρόπος να καταστήση παντοδαπώς ορατά την κατεύθυνση και τον σκοπό μέσα απ’ την απορία. Ενώ η ουσία τής παιδαγωγίας του συνίσταται τελικά στο να διαμορφωθή σε «αρετή» η φυσική προδιάθεση και κλίση, και σε ανδρεία το (απλό…) θάρρος. Κάτι που επιτυγχάνεται τόσο λίγο ωστόσο στον περιορισμένο χώρο ενός διαλόγου, όσο και φτάνει (ποτέ…) σ’ ένα τέλος η εννοιολογική συζήτηση. Η ‘απαγωγή’ είναι κι εδώ το νόημα του πλατωνικού διαλόγου   (( απάγω κάποιον ή κάποιους προς κάπου… )) . Μπορεί να γίνη λοιπόν σαφές απ’ αυτές τις επισημάνσεις, ότι πρέπει να τα δούμε και τα δυό: την εννοιολογική αναζήτηση για την ανδρεία ως ένα μέρος εκείνης τής γενικής παιδαγωγικής κίνησης, κι αυτό που λέγεται στην αρχή και στο τέλος για το πρόβλημα ‘παιδαγωγία’, ως το «υπαρξιακό» πλαίσιο της διαλεκτικής (dialektisch) συζήτησης για την ανδρεία. Και μόνο έτσι θα είμαστε σε κάποιον βαθμό έστω δίκαιοι απέναντι σ’ ένα ολοζώντανο σύνολο.


          ( τέλος κεφαλαίου – συνεχίζεται με το κεφάλαιο 3. Θρασύμαχος – Πολιτεία, βιβλίο Ι )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου