Ο Φώτης Παπαγεωργίου μελετώντας την Ύστερη Αρχαιότητα (Ασπάσιος: 2ος αιών μ.Χ.) σχολιάζει τη διαχρονική μας επικαιρότητά.
Ἡ ἀφορμή.
Ἀφορμή γιά τό πρακάτω κείμενο ἀποτέλεσε μιά παράδοξη εἰκόνα πού μᾶς προσέφερε ἡ ἐπικαιρότητα. Παρατηρεῖ κάποιος: α) ἕλληνες πολιτικοί ψηφίζουν νομοσχέδια, τά ὁποῖα καταγγέλουν ὡς ἀντισυνταγματικά λίγες μέρες μετά, ἤ ἄλλοι, γιά λόγους ἀντιπολιτευτικῆς τακτικῆς, δέν ψηφίζουν νόμους ἤ σχέδια νόμων μέ τά ὁποῖα συμφωνοῦσαν μῆνες πρίν· β) δημόσιοι ὑπάλληλοι μέ πλαστά πτυχία δέν ἀποπέμπονται ἀπό τήν ὑπηρεσία τους, οὔτε δικάζονται, ἀλλά δίνουν ἐξετάσεις γιά νά πιστοποιήσουν τίς γνώσεις τους στό ἀντικείμενο πού δέν ἔχουν σπουδάσει. Ταυτόχρονα, τά μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης καί τά μέσα μαζικῆς δικτυώσεως μέ ἐνθουσιασμό (καί δικαίως) ἀναπαράγουν τήν εἴδηση σχετικά μέ τήν ἀνακάλυψη τοῦ τάφου τοῦ θεμελιωτῆ τῆς λογικῆς, τοῦ Ἀριστοτέλη. Σύγχρονη ἑλληνική πολιτική πραγματικότητα καί Ἀριστοτέλης λοιπόν ἤ ἀνορθολογισμός καί λογική.
Τό πρόβλημα καί ἡ ἔντασή του
Ἄραγε, ἔχουμε ἀναρωτηθεῖ ἄν ἀποφασίζουμε πολιτικά ἐπί τῆ βάσει τῆς προαίρεσης ἤ τῆς ἐπιθυμίας; Τό ἐρώτημα αὐτό ἔχει ἀξία πρωτευόντως γιατί ἀποκαλύπτει τή σχέση πού ἔχει ὁ καθ΄ ἕνας ἀπό μᾶς μέ τόν ἑαυτό του, πῶς δηλαδή ἔχει ἐπιλέξει νά συντονίζεται μέ τήν πραγματικότητα: ἀπορρητικά ἤ φοβικά. Ἡ ἐν λόγω ἐπιλογή εἴτε εἶναι συνειδητή καί σχετίζεται μέ τη γενικότερη στάση ζωῆς τοῦ καθενός, ἤ ἀποτελεῖ ἀσυνείδητη λειτουργία, ἡ ὁποία ἐπηρεάζει καί διαμορφώνει τόν τρόπο ζωῆς του. Σέ κάθε περίπτωση εἶναι σημαντικό νά μᾶς θέτουμε τό παραπάνω ἐρώτημα, ὅταν ἀσκοῦμε τό ἐκλογικό μας δικαίωμα γιά παράδειγμα. Ἄν ἡ ἀπάντηση στοχεύει τό ἀτομικό συμφέρον, ἡ ἐσωτερική κίνηση πού προκαλεῖ τήν ἀπόφαση τῆς συγκεκριμένης πολιτικῆς ἐπιλογῆς εἶναι ἄλλη ἀπό ἐκείνη πού παράγει ἀποφάσεις-σκέψεις μέ καθολικότερο ὁρίζοντα. Μέ τή φράση «ἐσωτερικές κινήσεις» δηλώνονται ἡ ἐπιθυμία καί ἡπροαίρεση. Θά προβληματιστοῦμε ἐπί τοῦ τρόπου λήψης τῶν πολιτικῶν ἀποφάσεων, ἔχοντας στό πίσω μέρος τῆς σκέψης μας τήν ἀριστοτελική φιλοσοφία. Γιατί ὅμως Ἀριστοτέλης; Γιατί τά βασικά χαρακτηριστικά τῆς σκέψης τοῦ Σταγειρίτη εἶναι δύο: ἡ λογική καί ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας inrebus(μέσα στά πράγματα).
Ἐάν θέλουμε νά αὐτοπροσδιοριζόμαστε ὡς πολιτικά ὄντα, δέν θά πρέπει νά ὑποτιμᾶμε τό ἐρώτημα περί τοῦ ἐσωτερικοῦ ἐλατηρίου τῶν πολιτικῶν ἐπιλογῶν μας καί νά μή βιαστοῦμε νά τό κρίνουμε ὡς ἄκαιρο καί ἄκυρο. Πῶς θά μποροῦσε ἄλλωστε, ἀφοῦ ὁ λόγος γίνεται γιά ἕναν πολιτικό πολιτισμό (πολίτες καί πολιτικοί) πού κάθε τόσο προσφεύγει στίς κάλπες ὄχι ἀπό δημοκρατική εὐαισθησία ἀλλά ἀπό ἐνοχή. Οἱ πολιτικοί νιώθουν ἔνοχοι γιά τούς ἀναληθεῖς λόγους καί γιά τήν ἀσυνέπεια τῶν πράξεών τους καί οἱ πολίτες γιατί ἐπιλέγουν τούς πολιτικούς ἐκπροσώπους τους βάσει μόνο τῶν δικαιωμάτων καί ὄχι τῶν ὑποχρεώσεών τους. Τό πῶς ψηφίζουμε, ἄν καί ὅταν μᾶς ἀπασχολεῖ, ἀποτελεῖ πρόβλημα διαχρονικό, διότι δέν ἔχουμε διδαχθεῖ νά τό προσεγγίζουμε μέ ἐσωτερικούς ὅρους. Εἶναι τό τίμημα μιᾶς πολιτικῆς «παιδείας» πού τήν ἀπασχολοῦν μόνο τά αὐτονομημένα ἀποτελέσματα, ἀνεξάρτητα ἀπό τίς αἰτίες πρόκλησής τους καί ἀπό τόν τρόπο παραγωγῆς τους. Ἡ κατανόηση τοῦ τρόπου λειτουργίας τοῦ ἐσωτερικοῦ μηχανισμοῦ τῶν πολιτικῶν ἐπιλογῶν πρέπει νά τύχει συστηματικῆς ἐπεξεργασίας ἀπό τόν πολίτη καί νά μήν ἀποτελεῖ τυχαία ἤ ἰδιοτελῆ ἐπιλογή. Ὁ λογικός ἀναστοχασμός ὀφείλει νά ἐλέγξει τίς ἀγκυλώσεις τῶν ἰδεολογιῶν καί νά ἀνατρέψει τήν ψυχοκτόνο βολεψή μας στό δεδομένο. Ὁ κάθ΄ ἕνας ἀπό μᾶς ἔχει κοινωνικό καί πολιτικό χρέος νά δημιουργήσει στόν μικρόκοσμό του τίς προϋποθέσεις τῆς ἀλλαγῆς.
Ἔχουμε ταλανιστεῖ ἀρκετά ὡς ἔθνος μέ τό νά σκεφτόμαστε καί νά λειτουργοῦμε ὅπως τά παιδιά, μέσα ἀπό τό πρίσμα τῆς αὐτονομημένης ἐπιθυμίας [1]. Εἶναι τό τίμημα μιᾶς πολιτικῆς συμπεριφορᾶς πού ἔχει ἐξοβελίσει τή λογική ἀνάλυση καί σύνθεση ἀπό τήν καθημερινότητα. Οἱ ἀντίστοιχες συμπεριφορές στούς ἐνήλικες (πολίτες καί πολιτικούς) δέν δηλώνουν οὔτε ρομαντισμό οὔτε εὐαισθησία ἀλλά τό βάθος τοῦ αὐτοτραυματισμοῦ μας. Οἱ ἐνήλικες μέ πνευματικό παλιμπαιδισμό χαρακτηρίζονται ἀπό σημαντική ἔλλειψη ἐσωτερικῆς ἑνότητας, γεγονός πού συντείνει στή διαμόφωση ὑποανάπτυκτων ψυχισμῶν καί τή δημιουργία σχέσεων μέ ἔντονα χαρακτηριστικά ἀνωριμότητας. Ὁ ἑαυτός μέ αὐτό τόν τρόπο καθίσταται ἄναλκις, χωρίς δηλαδή δύναμη καί ἰσχύ, ἀφοῦ ἀνάγει τόν ἑτεροκαθορισμό σέ τρόπο ζωῆς. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἐσωτερική ἀστάθεια ἀποτελεῖ συνθήκη, ἡ ὁποία δυσκολεύει τόν πολίτη νά κατανοήσει τόν ἑαυτό του καί νά ἀναλάβει τίς εὐθύνες του ἀπέναντι στόν συνάνθρωπο. Ἤ πρέπει λοιπόν ὁ πολίτης νά ἀνακαλύψει τόν μηχανισμό πού «δένει» κεντρομόλα τό ἐγώ του, ὥστε νά δημιουργηθοῦν συνθῆκες ἐσωτερικῆς σταθερότητας καί ἰσορροπίας ἤ θά ἀδιαφορεῖ γιά αὐτό, σφάλμα θανατηφόρο γιά τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς του καί κατά συνέπεια τῆς πόλης του, τοῦ κράτους του. Ἡ κατανόηση τῆς ἐπιθυμίας καί τῆς προαίρεσης ὡς ἐσωτερικῶν μηχανισμῶν πολιτικῆς ἐπιλογῆς διευρύνει τό πεδίο προβληματισμοῦ τῆς πολιτικῆς πράξης, ἐπειδή μᾶς προκαλεῖ νά σκεφτοῦμε μέ ἄλλους ὅρους.
Τό φυγόκεντρο τῆς ἐπιθυμίας
Στήν ἀδιαφορία τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς, στήν ἔλλειψη ἀναστοχασμοῦ, ἡ αὐτονόμηση τῆς ἐπιθυμίας κυριαρχεῖ στό ἐσωτερικό πεδίο τοῦ ἀνθρώπου. Τί εἶναι ἡ ἐπιθυμία καί τί δηλώνει; Ἡ ἐπιθυμία εἶναι ἕνα ἀπό τά εἴδη τῆς ὄρεξης [2] καί δηλώνει τό σκοπό τῆς ὄρεξης, τήν ἡδονή [3]. Ἀπό ποῦ ἀντλεῖ τή δύναμή της; Ἀπό τήν αὐτόματη καί ἀπότομη, ἄρα ἐνστικτώδη, κίνηση πού προκαλεῖ ἡ ἔλλειψη, ἡ ἔνδεια [4]. Τί εἶναι ἡ ἡδονή; Ἐσωτερική, ἐνστικτώδης συνθήκη πού ἐπιδιώκει ἀσύνειδα κάθε ἔμβιο ὄν γιά νά ξεπεράσει τή λύπη τῆς ἔλλειψης [5]. Πιό περιγραφικά, ἡ ἐπιθυμία ὡς καθαρή, ἄμετρη καί ἀνεξάντλητη φυσική ἐνέργεια [6], δηλώνει τάση-κίνηση πρός κάτι ἔξω ἀπό μᾶς, ἀδιαφορώντας οὐσιαστικά γιά ἐμᾶς. Ἡ ἀδιαφορία ἔγκειται στό ὅτι δέν μεσολαβεῖ διανοητικός καί γνωσιακός ἔλεγχος κατά τήν ἐκδήλωσή της, ἄρα ἀποτελεῖ τυφλή ὁρμή, καί στό ὅτι ἀρχή της δέν ἀποτελεῖ ἡ συνείδησή μας. Φανταστεῖτε κάποιον πού διψᾶ καί μπροστά του ἔχει ἕνα ποτῆρι μολυσμένο νερό. Ἡ ἔλλειψη, ἡ τυφλή ὁρμή, τόν καλεῖ νά πιεῖ, ἀλλά ἕνας ἄλλος ἐσωτερικός μηχανισμός, ἀξιολογώντας τά δεδομένα, ἀνακόπτει τή δράση πού ἀστόχαστα προκαλεῖ ἡ ἐπιθυμία [7]. Τό πάθος τῆς ἐπιθυμίας δέν κρίνεται θετικά ἤ ἀρνητικά, ἀφοῦ ἀποτελεῖ καταστατική δύναμη τῆς ψυχῆς, κρίνεται ὅμως ἡ στάση, ἡ ἕξις πού ἀναπτύσσει ἡ ψυχή ἀπέναντί του [8]. Μέ τόν τρόπο αὐτό μποροῦμε νά καταλάβουμε τό πρόβλημα πού δημιουργεῖται, ὅταν ἡ ἐπιθυμία αὐτονομηθεῖ καί γίνει ἦθος καί τρόπος πολιτικῆς ζωῆς. Πιό συγκεκριμένα, ὁ πολίτης πού ἄγεται καί φέρεται ἀπό τήν αὐτονομημένη ἐπιθυμία θά ἐπιλέξει πολιτικά ὅ,τι προωθεῖ τό στενά ἀτομικό του συμφέρον, ἀδιαφορώντας γιά τήν προκληθεῖσα πληγή στό σῶμα τῆς κοινωνίας καί στόν ἑαυτό του.
Τό στενό καί ἄλογο ἀτομικό συμφέρον πού ὑπαγορεύει ἡ «λογική» τῆς ἐπιθυμίας ἐξασθενεῖ ἤ ἀκόμα καί ἀκυρώνει τήν ἐσωτερική ματιά τοῦ πολίτη, τή συνείδηση τῆς ὕπαρξής του, κατά τήν πολιτική πράξη καί διαστρεβλώνει τήν ἐπαφή μέ τήν ἐξωτερική πολιτική καί κοινωνική πραγματικότητα, ἡ ὁποία κατανοεῖται ὡς μοῖρα. Μοιραῖο ἀντιλαμβανόμαστε ὅ,τι δέν ἀναφέρεται στήν ἀπορρητική μας δύναμη, ὁτιδήποτε μᾶς στερεῖ ἤ μᾶς ὑφαρπάζει τήν ἐξουσία τῆς αὐτοπραγίας, μέ ἀποτέλεσμα νά μᾶς θεωροῦμε ἕρμαιό του. Στήν κατανόηση τῆς πραγματικότητας ὡς μοίρας λοιπόν, ἐρείδεται τόσο ἡ πολιτική ἀποχή καί ἀδιαφορία ὅσο καί ἡ πεποίθηση τῆς ἀδυναμίας ἀλλαγῆς τῶν πραγμάτων. Σέ μιά τέτοια καταστατικά διασπαστική ἐσωτερικά συνθήκη ἡ ματιά τοῦ πολίτη καθηλώνεται στήν ἐξωτερική πραγματικότητα καί ἡ χρονική ἀντίληψή του βαλτώνει στή στιγμή. Εἶναι τό ἀναπόφευκτο ἀποτέλεσμα μιᾶς ἀλλόκοτης μετατόπισης, ἐνῶ ὁ δομικός μηχανισμός τῆς ἔλλογης ἐπιθυμίας στοχεύει ἕναν σκοπό (=βούληση) [9], ἄρα ἔχει χρόνο μέλλοντα, στήν κατανόηση τῆς πολιτικῆς πραγματικότητας ὡς μοίρας, ἡ ἐπιθυμία ἀποκόπτεται ἀπό τή λογική, σταματώντας νά ἀποτελεῖ πιά βούληση [10], καί μετατρέπεται ταυτόχρονα σέ μέσο καί σκοπό μέ χρονικό προσδιορισμό ἀποκλειστικά τό παρόν [11]. Σέ μιά πολιτική ψυχοσύνθεση πού χρονίζεται μονοδιάστατα στό παρόν της (τό ἤδη) καί μέ κύριο χαρακτηριστικό της τήν ἀπόλυτα αὐτονομημένη ἐπιθυμία, μοναδική στόχευση ἀποτελεῖ τό ἡδύ, «ἡ ἐπιθυμία διά τό ἤδη», ἤγουν «νά περνᾶμε καλά». Μέ βάση αὐτή τή λογική, τό ἀντικείμενο τῆς ἐπιθυμίας (σκοπός) π.χ. ἡ ἔξοδος ἀπό μιά δύσκολη οἰκονομικά κατάσταση, ἐπιτυγχάνεται διά τῆς ἐπιθυμίας πάλι, μέ τό νά ἐπιθυμοῦμε ἁπλά τήν ἔξοδο. Ταύτιση σκοποῦ καί μέσου. Ἡ ταύτιση σκοποῦ καί μέσου δημιουργεῖ μιά ἀκίνητη πραγματικότητα λόγω τῆς δομικῆς ἀνικανότητας τῆς αὐτονομημένης ἐπιθυμίας ν΄ ἀποφασίζει «διό τό βουλευτικόν οὐκ ἔχει ἡ ὄρεξις» [12].
Ὁ παραπάνω συλλογισμός, ἄν ἰσχύει, γεννᾶ δύο ἀποτελέσματα: α) ἐξαντλεῖ τίς προθέσεις τοῦ πολίτη στόν ἑαυτό τους μετατρέποντάς τες σέ φαντασιώσεις, ἀφοῦ αὐτό πού πραγματικά ὑπάρχει εἶναι μόνο τό ἀντικείμενο τῆς ἐπιθυμίας, μιά ἐπιθυμητή ἀλλά μή πραγματική κατάσταση, καί β) παράγεται ἕνας (πολιτικός καί κοινωνικός) λόγος χωρίς ἀναφορά σέ γεγονότα. Τό τελευταῖο ἔχει ἰδιαίτερη ἀξία, γιατί ὁ Ἀριστοτέλης στό καταστατικό φιλοσοφικό ἔργο τῆς λογικῆς Κατηγορίαι ἔχει ἐπισημάνει: «ἔστι δὲ ὁ μὲν ἀληθὴς λόγος οὐδαμῶς αἴτιος τοῦ εἶναι τὸ πρᾶγμα, τὸ μέντοι πρᾶγμα φαίνεται πως αἴτιον τοῦ εἶναι ἀληθῆ τὸν λόγον, τῶ γάρ εἶναι τὸ πρᾶγμα ἢ μὴ ἀληθής ὁ λόγος ἢ ψευδὴς λέγεται» [13]. Δηλαδή, τά λόγια, οἱ περιγραφές καί οἱ ὑποσχέσεις ἕπονται τῆς πραγματικότητας, τήν ὑπομνηματίζουν θά λέγαμε, διαφορετικά ἀποτελοῦν κενά ῥήματα ἤτοι ψέματα. Μέ ἁπλούστερα λόγια, ὅταν ἡ πολιτική ἐπιλογή ἐπηρεάζεται ἀπό τίς αὐτονομημένες ἐπιθυμίες μας, ἐπιδιώκουμε μόνο τό εὐχάριστο καί ἀδιαφοροῦμε γιά τή δημιουργία προοπτικῆς καί κατάλληλων συνθηκῶν προόδου [14]. Μέ αὐτή τήν ἀντίληψη δέν δημιουργοῦνται προϋποθέσεις λογικῶν πράξεων παρά μόνο ἀπερίσκεπτες καί σπασμωδικές κινήσεις μέ ἀβέβαια ἀποτελέσματα, γεγονός πού προκαλεῖ τεράστια φορτία ἀνασφάλειας καί ἀφόρητη τοξικότητα στίς πολιτικές καί κοινωνικές σχέσεις. Καί ἡ ἀτομική εὐθύνη; Στό πλαίσιο αὐτό ὁ πολίτης ἀναισθητοποιεῖται ἠθικά, πολιτικά καί κοινωνικά, ἀδιαφορώντας γιά τό κοινό καλό συμπεριλαμβανομένου τοῦ δικοῦ του.
Ἡ ἐσωτερικότητα τῆς προαίρεσης
Ἡ ἀτομική εὐθύνη προϋποθέτει προαίρεση, γιατί ἡ προαίρεση ἀναφέρεται σέ πράγματα πού βρίσκονται στή δύναμή μας, στά «ἐφ΄ ἡμῖν» [15]. Τί σημαίνει ὅμως προαίρεση; Μέ τήν προαίρεση δηλώνεται ὁ ἐσωτερικός συγχρονισμός τῆς λογικῆς μέ τήν ἐπιθυμία κατά τήν ἐπιλογή [16]. Εἰρήσθω ἐν παρόδω ὅτι ἡ δύναμη καί ἡ ἀξία τῆς λογικῆς εἶναι ἀντικειμενική καί ἀδιαμφισβήτητη, ἀφοῦ πρόκειται γιά τούς δομικούς κανόνες τοῦ τρόπου λειτουργίας τοῦ ἀνθρώπου [17]. Ἡ ἀντικειμενικότητα τῆς λογικῆς λειτουργίας τῶν κανόνων τοῦ ἡγεμονικοῦ εἶναι τόσο ἰσχυρή καί βεβαία, ὥστε ὁ πράττων ἀναγόμενος σ΄ αὐτήν ν΄ ἀνακαλύπτει τόν ἑαυτό του ὡς τήν ὄντως αἰτία τῆς πραγματικότητας. Στήν ἀναγωγή αὐτή κατά τόν Ἀριστοτέλη σταματᾶ ἡ ἀναζήτηση ὡς πρός τό πῶς πρέπει νά ἐνεργήσει κάποιος [18], «παύεται τῆς σκέψεως συνεξορμώσης τῷ λογισμῷ καὶ τῆς ὀρέξεως» θά σχολιάσει εὔστοχα ὁ Ἀσπάσιος [19]. Τό ζήτημα εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας γιατί μᾶς καθιστᾶ ὑπόλογους ἀπέναντι στόν ἑαυτό μας καί τήν κοινωνία, πρόκειται μέ ἄλλα λόγια γιά θέμα ταυτότητας «τῷ γὰρ προαιρεῖσθαι τἀγαθὰ ἢ τὰ κακὰ ποιοί τινές ἐσμέν» [20].
Ἡ προ-αἵρεση λοιπόν ἀποτελεῖ ἀναστοχαστική λειτουργία, διότι δηλώνει μιά ἐσωτερική ἐπιλογή πρίν γίνει τελική ἀπόφαση καί πράξη. Εἶναι τό πρῶτο αἴτιο τῆς πράξης [21], ἡπρωτοφάνειά της μέσα μας ἤ ἡ ἐσωτερική διαγραμματική ἀνάπτυξη τῆς πραγματικότητας πού θά κατασκευάσουμε. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ἀρχή τῶν πράξεών μας εἴμαστε ἐμεῖς, ἡ κινητική ἀρχή τῆς πραγματικότητας βρίσκεται μέσα μας [22]. Ὑφίσταται λοιπόν μία ἐσωτερική κινητικότητα δηλωτική ἀπό τήν πρόθεση «πρό» καί ἕνα τελικό ἀποτέλεσμα, τά ὁποῖα μᾶς κρατοῦν σέ στενή καί κριτική ἐπαφή μέ τήν πραγματικότητα. Ἀπό τή στιγμή πού ἀναστοχαστικά ἐπιλέγουμε, ὁρίζουμε τό πρακτέο. Ἄρα, ἡ προαίρεση δέν ἀποτελεῖ ἁπλῶς μιά θεωρητική λειτουργία ἀλλά σχετίζεται ἄμεσα μέ τήν ἴδια τήν πραγματικότητα, καθώς τήν διαμορφώνει μέσω τῆς πράξης. Ἡ κριτική ἐπαφή μέ τήν πραγματικότητα ἀποτελεῖ προϋπόθεση σημαντική γιά τίς πολιτικές ἐπιλογές, γιατί δηλώνει ἐσωτερική ἑτοιμότητα, λογική ἐγρήγορση καί ρεαλισμό. Δέν τίθεται πλέον θέμα πολιτικῆς μοῖρας [23] σέ αὐτή τήν προοπτική, ἀλλά ἔλλογης ἐπιλογῆς μέ στόχο ἔμπρακτο, σέ πλαίσιο κοινωνικό καί μέ χαρακτηριστικά κατεξοχήν ποιοτικά. Ἡ ποιότητα ἔγκειται στήν πολιτική πράξη πού παράγεται ἀπό τή συμβολή τῆς λογικῆς στήν ἀναστοχαστική διαδικασία, πράξη ὑπεύθυνη, ρεαλιστική καί φυσικά λογική. Μέ ἄλλα λόγια ἡ προαίρεση γίνεται παράγων ἀνθρωποπλαστικός, στοχεύοντας στή λογική παρακολούθηση καί συγκατάθεση τῆς ἐπιθυμίας καί ὁδηγώντας τό πολιτικό ὑποκείμενο σέ πράξεις ἐν γνώσει.
Ἡ ἀναμορφωτική δύναμη τῆς προαίρεσης καί τῆς παραχθείσας δράσης ἀποδεικνύεται καί ἀπό τή συναφῆ της ἑτεροαναφορικότητα. Τό λογικό ἔρεισμα τῆς λογικῆς πράξης, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ ἀτομική ὑπόθεση τοῦ πράττοντος, καταλήγει ὡς ἔγνοια στόν συνάνθρωπο καί ἐξασφαλίζει συνοχή στό σύνολο. Ὅταν τίς πράξεις προκαλεῖ ἡ ἔλλογη διαχείρηση τῆς ἐπιθυμίας, ὁ χῶρος τῆς πολιτικῆς εὐθύνης ἔχει ἤδη διαμορφωθεῖ. Τήν ἔγνοια καί τήν εὐθύνη γιά τόν συνάνθρωπο διασφαλίζει ἡ συνειδητοποίηση ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι γεννητής τῶν πράξεών του, ὅπως ὁ πατέρας τῶν παιδιῶν του [24]. Θεωροῦμε ὅτι ἀποτελεῖ κομβικό σημεῖο γιά τήν κατανόηση τῶν εὐθυνῶν τῶν πολιτῶν κατά τίς πολιτικές τους ἐπιλογές νά ἐμφοροῦνται ἀπό μιά τέτοια σκέψη, ὅτι εἶναι οἱ πράξεις τους καί οἱ ἐπιλογές τους. Ἀπό τή στιγμή πού ὁ πολίτης θά ταυτιστεῖ πολιτικά μέ τό πράττειν καί μέ δεδομένο ὅτι τό τελευταῖο ἀνήκει στά ἐφ΄ ἡμῖν, διασαφηνίζεται ὅτι τόσο ἡ πολιτική πραγματικότητα ὅσο καί ἡ ἐπίδρασή της στή ζωή τῶν ἄλλων ἀποτελεῖ προϊόν τοῦ ἴδιου τοῦ πολίτη. Ἄρα ὁ κάθε ἕνας, ὡς συνδιαμορφωτής καί συναίτιος, εἶναι ὑπεύθυνος γιά τή μορφή καί τίς ἀρχές πού θά διέπουν τήν πολιτική καί κοινωνική πραγματικότητα πού τόν περιβάλλει. Ἄν ὅμως δεχτοῦμε ὅτι μέ τίς πολιτικές μας ἐπιλογές συμβάλλουμε στή διαμόρφωση τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητας, θά ἐπιδιώκουμε τή δίκαιη συμβολή ἀπό ὅλους «δεῖ διδόναι τὰς εὐθύνας» [25], ὥστε ὅλοι νά ἀναλαμβάνουν τό μερίδιο εὐθύνης πού τούς ἀναλογεῖ. Ἡ δίκαιη πράξη, τό «ἀλλότριον ἀγαθόν», στοχεύει τόν συνάνθρωπο, «πρός ἕτερον ἐστίν∙ ἄλλῳ γὰρ τὰ συμφέροντα πράττει» [26], γεγονός πού ἀποδεικνύει τήν παραγόμενη ὑπό τήν κατά προαίρεση σκέψη ἑτεροαναφορικότητα. Τό γεγονός ὅτι μία πολιτική ἐπιλογή κρίνεται δίκαιη ἤ ὄχι ἐξαρτᾶται ἀπό τό ἄν ἀποσκοπεῖ ἤ ὄχι στό κοινό συμφέρον. Ἡ δίκαιη ἐκδοχή μιᾶς πράξης ὅμως μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ μόνο ἄν «ἐκ τοῦ βουλεύσασθαι γὰρ κρίναντες ὀρεγόμεθα κατὰ τὴν βούλευσιν»[27]. Τό τελευταῖο δηλώνει ὅτι ἡ δίκαιη πράξη θά πρέπει νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δίκαιης σκέψης, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ γιά τόν Ἀριστοτέλη ἐξίσου πράξη, μία πράξη πρός τόν ἑαυτό μας καί «οὐκ…πρός ἑτέρους» [28]. Ἡ αὐτοαναφορικότητα τῆς προαίρεσης γεννᾶ τήν ἑτεροαναφορικότητα τῆς δίκαιης πράξης. Συνοψίζουμε λέγοντας: ἡ ἑτεροαναφορικότητα προϋποθέτει δικαιοσύνη, ἡ δικαιοσύνη ὑπεύθυνες πράξεις, οἱ πράξεις προαίρεση καί ἡ προαίρεση βούληση, ἔλλογη ἐπιθυμία.
Τό διά ταῦτα
Σέ κάθε περίπτωση ἡ προαίρεση εἶναι καιρός νά πρωτοστατήσει κατά τήν διαδικασία τῶν πολιτικῶν ἐπιλογῶν μας. Ἡ ἀναβάθμιση τῆς προαίρεσης κατά τίς πολιτικές ἀποφάσεις μας καί ἡ ἀποδοκιμασία τοῦ τυφλοῦ μηχανισμοῦ τῆς αὐτονομημένης ἐπιθυμίας, διά τῆς κατανόησής του, θά δοκιμάσει τό παλιό πολιτικό ἦθος καί ἔθος τῶν ἐπιλογῶν μας καί θά προκαλέσει ἐσωτερικές ἐκρήξεις ἀπό τίς ὁποῖες θά προκύψει τό καινούριο. Εἶναι ζήτημα ὑψηλῆς εὐθύνης καί πολιτισμοῦ νά δροῦμε πολιτικά μέ προαίρεση· νά ἀποφασίζουμε δηλαδή γιά τό καλό τοῦ τόπου μας λογικά, παρατηρῶντας τήν ἐσωτερική ζωή μας μέ ἄξονα σταθερό πάντα τήν πραγματικότητα. Εἴθε ἡ προαίρεση νά δοκιμάζει συνεχῶς τό ἦθος καί τό ἔθος, ὥστε ὁ ἀναστοχαστικός μηχανισμός της νά ἐλέγχει ὅ,τι δεδομένο μᾶς παραδίδεται. Μέ τόν τρόπο αὐτό, τό ἦθος καί τό ἔθος, στήν ἐποχή μας, θά ἀποκτήσουν λειτουργία συνεχοῦς αἱμοδότησης τῆς κοινωνίας, ἀφοῦ θά μετασχηματίζονται ἀπό στατικές συνθῆκες σέ πυρῆνες νοήματος.
(Ἀσπάσιος, Σχόλια εἰς τά Ἠθικά τοῦ Ἀριστοτέλους)
.. ὁ δέ κατά προαίρεσιν πράξας
μεγίστην βάσανον δέδωκε τοῦ ἤθους …
Σημειώσεις
[1] Ἀριστοτέλης, Ἠθικά Νικομάχεια 1119b5.
[2] Ἀριστοτέλης,Περί ψυχῆς 414b3-4.
[3] Ἀριστοτέλης, Ρητορική 1370a17-18.
[4] Ἀριστοτέλης, Ἠθικά Νικομάχεια 1118b15.
[5] Ἀριστοτέλης, Ἠθικά Νικομάχεια 1173b5-9, Ρητορική 1369b33-35.
[6] Ἀριστοτέλης, Πολιτικά 1267b5.
[7] Ἀριστοτέλης,Περί ψυχῆς433a9-10.
[8] Ἀριστοτέλης, Ἠθικά Νικομάχεια 1105b25.
[9] Ἀριστοτέλης, Ἠθικά Νικομάχεια1111b29-32.
[10] Ἀριστοτέλης,Περί ψυχῆς433a25-29.
[11] Ἀριστοτέλης,Ἠθικά Νικομάχεια 1154a32-33.
[12] Ἀριστοτέλης,Περί ψυχῆς 434a13.
[13] Ἀριστοτέλης, Κατηγορίαι 14b18-21.
[14] Ἀριστοτέλης,Περί ψυχῆς433b8-11.
[15] Ἀριστοτέλης, Ἠθικά Νικομάχεια 1111b35.
[16] Ἀριστοτέλης, Ἠθικά Νικομάχεια 1113a14-16καί 1139a20-26:«βουλευτική ὄρεξις».
[17] Ὀλυμπιόδωρος, Εἰς τά προλεγόμενα τῆς λογικῆς, σ.2, 8-14.
[18] Ἀριστοτέλης, Ἠθικά Νικομάχεια 1113a6-9.
[19] Ἀσπάσιος, Σχόλια εἰς τά Ἠθικά τοῦ Ἀριστοτέλους, σ. 74, 28-34.
[20] Ἀριστοτέλης, Ἠθικά Νικομάχεια 1112a2-3.
[21] Ἀριστοτέλης, Ἠθικά Νικομάχεια 1139a31.
[22] Ἀριστοτέλης, Ἠθικά Νικομάχεια1112b32, 35-36.
[23] Ἀσπάσιος, Σχόλια εἰς τά Ἠθικά τοῦ Ἀριστοτέλους, σ.74, 11-17.
[24] Ἀριστοτέλης, Ἠθικά Νικομάχεια1113b21.
[25] Ἀριστοτέλης,Πολιτικά 1282a 2.
[26] Ἀριστοτέλης, Ἠθικά Νικομάχεια1130a3-5.
[27] Ἀριστοτέλης, Ἠθικά Νικομάχεια1113a13-14, Πολιτικά 1284a1-3.
[28] Ἀριστοτέλης,Πολιτικά1325b 16-21.
/steliosramfosgr.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου