Τρίτη 2 Αυγούστου 2016

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (48)

Συνέχεια από Τετάρτη, 13 Ιουλίου 2016
                                     PAUL   FRIEDLȀNDER
                                                       ΠΛΑΤΩΝ

                                                     ΔΕΥΤΕΡΟΣ  ΤΟΜΟΣ
                                              ΤΑ  ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ  ΚΕΙΜΕΝΑ
                                                        Πρώτη περίοδος
  
                                                   3.  Θ Ρ Α Σ Υ Μ Α Χ Ο Σ
                                                     ( ΠΟΛΙΤΕΙΑ, ΒΙΒΛΙΟ Ι )

        Απ’ τις πέντε «αρετές», που συνενώνονται σε ένα σύστημα (System) στον «Πρωταγόρα», δεν θα μπορούσε να γίνη η περιεκτική όλων Σοφία (Sophia) ή Γνώση αντικείμενο ενός διαλόγου με τον απορητικό (aporetisch) τρόπο τής πρώιμης πλατωνικής εποχής. Αφιερώνεται δε σε μιαν αρκετά μεταγενέστερη βαθμίδα ο «Θεαίτητος» στο ερώτημα: Τί είναι (άραγες…) η Επιστήμη (Episteme); Απ’ τις άλλες τέσσερις αρετές συζητά ο «Λάχης» την ανδρεία, ο «Χαρμίδης» τη σωφροσύνη (Sophrosyne), ο «Ευθύφρων» την ευσέβεια κι ο «Θρασύμαχος» τη δικαιοσύνη. Γιατί αποτελεί σχεδόν σίγουρο συμπέρασμα της ανάλυσης (Analyse) μορφής και περιεχομένου, καθώς και της ‘γλωσσικής στατιστικής’, ότι ήταν αρχικά ένας ιδιαίτερος διάλογος το πρώτο βιβλίο τής «Πολιτείας», γραμμένος εξολοκλήρου ή σε μέρη ως τέτοιος ή σχεδιασμένος – και θα ήταν το ελαχιστότατο αυτό – με ακρίβεια και σε μεγάλον βαθμό προετοιμασμένος στο πνεύμα τού συγγραφέα του, ώστε ν’αποτελέση ένα αναπόσπαστο μέλος εκείνης τής πρώιμης ομάδας απορητικών και ‘οριστικών’ (που ορίζουν…) διαλόγων.
       Υπάρχει ίσως και μια εξωτερική απόδειξη για το ότι αποτελούσε κατ’ αρχάς έναν αυτόνομο διάλογο το βιβλίο Ι τής «Πολιτείας»: ο ‘παράξενος’ μικρός διάλογος «Κλειτοφών». Ο Κλειτοφών είναι μια δευτερεύουσα μορφή στο πρώτο βιβλίο τής «Πολιτείας»: τον συναντά εντελώς στην αρχή (328 Β) μαζί με τον Λυσία και άλλους στο σπίτι τού Πολέμαρχου ο Σωκράτης, ενώ παίρνει αργότερα (340 ΑΒ) και μια φορά μέρος στη συζήτηση. Στον διάλογο που φέρει όμως το όνομά του, βρίσκεται μόνος απέναντι στον Σωκράτη. Ο Κλειτοφών λοιπόν ‘τοποθετήθηκε’ – έτσι άκουσε να λέγεται ο Σωκράτης – υπέρ τού Θρασύμαχου και ενάντια στον Σωκράτη στον διάλογο με τον Λυσία. Προϋποθέτει άρα το πρώτο βιβλίο τής «Πολιτείας» ο μικρός αυτός διάλογος, και μάλιστα μέχρι και τις λεπτομέρειες της συζήτησης. ‘Αποκλείοντας’ όμως ταυτόχρονα τα υπόλοιπα βιβλία τής «Πολιτείας». Γιατί γι’ αυτό ακριβώς ‘τοποθετείται’ ενάντια στον Σωκράτη ο Κλειτοφών, επειδή δηλ. δεν είναι παρά «προτρεπτικός» (protreptisch), και δεν έχει τίποτα το θετικό να διδάξη παραπέρα ο Σωκράτης.
       H ‘σκηνοθεσία’ τού «Θρασύμαχου» δεν καθορίζει και το σύνολο της «Πολιτείας», επειδή ξεκινά συν τοις άλλοις σε προχωρημένη ώρα τής μέρας ο διάλογος. Αν είχε ήδη σχεδιαστή το σύνολο, θα ξεκινούσε βέβαια νωρίς το πρωί η συζήτηση, όπως στους «Νόμους». Στον ποιητικό κατ’ αρχάς ‘χώρο’ ανήκει το ότι παίζεται έξω απ’ την πόλη, ‘κάτω’ στον Πειραιά – σ’αυτό «το αρχαιότατο κοινωνικό ‘χωνευτήρι’ τού ελληνικού κόσμου» (Toynbee) – η σκηνή, στα ‘πλαίσια’ μιας γιορτής τής θρακικής θεάς Κόττυδος ή Μπέντιδος. Αποτελεί άραγες η γιορτή αυτή τών ‘ασθενικά’ μόνον εξελληνισθέντων βαρβάρων τη σωστή συνοδεία για τον αγώνα ακριβώς με τον Θρασύμαχο; «Ωραία μού φάνηκε η πομπή τών εντοπίων, καθόλου λιγότερο όμως και των Θρακών», αφηγείται ο Σωκράτης (327 Α). Πρόκειται για ένα ζωντανό απλώς ‘σκηνικό’, ή μήπως λέγεται ταυτόχρονα και σιγανά εδώ, ότι δεν χρειάζεται να είναι καν Αθηναίος κανείς γι’ αυτό, κάτι που χρειάζεται όμως για το έργο τού Σωκράτη, το οποίο και υπηρετεί γνήσια – σύμφωνα με την «Απολογία» - τον θεό; Ο Σωκράτης θεάται και παίρνει και μέρος στις λατρευτικές πράξεις. Το πόσο λίγο όμως τον ενδιαφέρει ή τον αφορά η γιορτή το δείχνει η διένεξη για την παραμονή του, όταν συναντά την ομάδα γύρω απ’ τον Πολέμαρχο. Πόσο ευχάριστα αφήνεται γενικώς να προσκαλεσθή, και πόσο αντιστέκεται εδώ! Ένα επιχείρημα αλλάζει ωστόσο όλη τη διάθεσή του: «Θα συναντηθούμε με πολλούς νέους ανθρώπους στη γιορτή το απόγευμα και θα συζητήσουμε» (328 Α). Αυτό είναι και το πιο σημαντικό για κείνον. Κι αν λησμονηθή κατόπιν μέσα στο τεράστιο οικοδόμημα της «Πολιτείας», διαφυλάσσεται καλώς μέχρι το τέλος τού πρώτου βιβλίου στη μνήμη μας. Εκεί όπου και ξαναγυρίζει για μιαν ακόμα και μοναδική φορά η σκέψη για τη γιορτή τής θεάς, με τη χαρακτηριστική μάλιστα και εντέλει έκφραση: «Ας πάμε λοιπόν τώρα στη νυχτερινή γιορτή!». Παραμένοντας ωστόσο αυτό που είναι και ο βασικός σωκρατικός προσανατολισμός: ο παιδαγωγικός διάλογος. Γιατί είναι μεν αναγκαία η ‘ανταγωνιστική’ συζήτηση, χωρίς να είναι όμως και το πιο σημαντικό. Κάτι που το βρήκαμε ‘χαμηλόφωνα’ να υποδηλώνεται στον «Πρωταγόρα», ενώ συναντάμε να αντιπαρατίθενται συνεχώς οι δυό αυτές μορφές διαλόγου στον «Ευθύδημο».
     Παρατηρούμε τούς ανθρώπους τού διαλόγου, συνυπολογίζοντας πάντοτε και την αβεβαιότητα, μήπως δεν τα διαβάζουμε όλα έτσι όπως ήταν αρχικά. Ο Πολέμαρχος ακολουθεί τον Σωκράτη στον δρόμο, ο οποίος όμως Σωκράτης θέλει να γυρίση στην πόλη. Είναι ελάχιστη η τάση του για παραμονή. Τα δυό όμως αδέλφια Γλαύκων και Αδείμαντος – αδελφοί τού Πλάτωνα - , που συνοδεύουν ο μεν Γλαύκων τον Σωκράτη ο δε Αδείμαντος τον Πολέμαρχο, επιτυγχάνουν να προσεγγίσουν μεταξύ τους τις ‘απόψεις’. «Ας σταθούμε», λέει ο ένας, και «Δεν γνωρίζετε ότι πρόκειται για λαμπαδηφορία;» ο άλλος (327 Β, 328 Α). Μαζί με τον Πολέμαρχο είναι και ο Νικήρατος, που μας υπενθυμίζει τον «Λάχη», όπου και αρνείται να διδάξη αυτόν τον γυιό τού Νικία ο Σωκράτης (200 D). Μπορεί λοιπόν να μας βοηθήση να δικαιολογήσουμε την αποστροφή τού Σωκράτη η δική του παρουσία.
        Ο Πολέμαρχος – ο πλούσιος μεγαλέμπορος, εγκατεστημένος εδώ και χρόνια ως μέτοικος (Metoeke), χωρίς να διαθέτη άρα πλήρως τα αθηναϊκά πολιτικά δικαιώματα, στον Πειραιά – εκπροσωπεί έναν ολόκληρο κύκλο, που θα τον γνωρίσουμε σύντομα στο σπίτι του. Ο Λυσίας, που θα τον δούμε αργότερα σαφέστερα μέσα απ’ τα μάτια τού Πλάτωνα στον «Φαίδρο», είναι ο ρήτορας, ο ‘τεχνίτης’, ο γνώστης, που μπορεί να σημαίνη μάλιστα κι ακόμα περισσότερα. Θα βρούμε στον «Γοργία» ως αντίπαλο του Σωκράτη κατ’ αρχάς τον ρήτορα Γοργία, και κατόπιν τον Καλλικλή, τον συνήγορο της εξουσίας, που βγάζει και τα τελικά συμπεράσματα απ’ τη ρητορική (Rhetorik) τού Γοργία. Μπορεί να προβάλλεται λοιπόν συγκαλυμμένα αυτή ήδη η διαβάθμιση εδώ, όπου αντιστοιχεί ο σοφιστής Θρασύμαχος στον Καλλικλή. Βρίσκεται έτσι με τους οπαδούς του (και δεν μπορούμε να μην το σκεφτούμε αυτό, καθώς αναφέρονται αμέσως μετά απ’ αυτόν τα ονόματά τους) Χαρμαντίδη και Κλειτοφώνα στο σπίτι (τού Πολέμαρχου…) ο περίβλεπτος ‘μουσαφίρης’ απ’ το ‘εξωτερικό’. Ενώ υπάρχει εκεί και κάποιος ακόμα, απέχοντας εξίσου απ’ τη μέση γραμμή εκείνων τών ανδρών προς τη μια πλευρά, όσο και ο Θρασύμαχος προς την άλλη: ο γέρο-Κέφαλος. Υπάρχει δε στη διαβάθμιση απ’ αυτόν στον Πολέμαρχο, κι απ’ τον Πολέμαρχο στον Θρασύμαχο μια αυξανόμενη δυνατότητα για συζήτηση. Με αντίστροφη ωστόσο τη σειρά ως προς την προσέγγισή τους στον Σωκράτη. Βρίσκουμε κι εδώ λοιπόν τρεις βαθμίδες διαλόγου, όπως π.χ. στον «Λάχη», που αντί να είναι όμως βαθμίδες προσέγγισης όπως εκεί, είναι βαθμίδες μιας αυξανόμενης απόστασης εδώ. Γι’ αυτό και η αποστροφή ευθύς εξαρχής, να αποδεχτή αυτήν την πρόσκληση ο Σωκράτης.
       Ο Κέφαλος είναι ο συνομιλητής τού Σωκράτη στον πρώτο διάλογο. Χαρούμενος για την ηλικία του, ένας άνδρας που εκπληρώνει σωστά τις υποχρεώσεις του απέναντι σε θεούς και ανθρώπους. Ένας μετρημένος ‘πολλαπλασιαστής’ τής περιουσίας του, ανάμεσα στον παππού του, που ήταν χρηματιστής, και τον πατέρα του, που τα χρήματα έφευγαν ‘μέσα απ’ τα δάχτυλά του’. Αντίστοιχα μετρημένη είναι και η εξάρτησή του απ’ το χρήμα. Έχει όμως κληρονομήσει το «φιλάργυρο» πνεύμα τού οίκου του, το οποίο και θα γίνη κατόπιν αισθητό και επικίνδυνο συζητώντας με τον Πολέμαρχο.
     Ο Κέφαλος αντιστοιχεί στη γενική δομή τού έργου, στον Λυσίμαχο του διαλόγου «Λάχης». Είναι και οι δυό ‘αξιοσέβαστοι’ άνθρωποι, χωρίς (όμως…) τη δυνατότητα για έναν ερευνητικό διάλογο. Και αποχωρούν και οι δυό, εκεί που ξεκινά η πραγματικά εννοιολογική συζήτηση. Καλοσωρίζουν δε και οι δυό με εντελώς παρόμοια λόγια τον Σωκράτη (328 CD, Λάχης 181 C). Υπάρχει όμως και μια σαφής διαφορά εδώ. Ενώ έχη μέχρι τώρα μια ‘σκοτεινή’ και μόνον ιδέα για το ποιος είναι ο Σωκράτης ο Λυσίμαχος, λέει ο Κέφαλος: «Αν δεν ήμουν τόσο μεγάλος στα χρόνια, θα ερχόμουν σε σένα». Πρόκειται ασφαλώς για μιαν ‘ευγένεια’. Υπάρχει όμως και μια γνώση για τον Σωκράτη σ’ αυτήν. Κι αν αντιστοιχή πράγματι στον Λυσίμαχο μέσα στη δομή τού διαλόγου ο Κέφαλος, πλησιάζει ωστόσο στην ‘πνευματική’ τάξη ήδη τον Λάχη, που βρίσκεται σε μια ψηλότερη βαθμίδα κατανοήσεως. Γιατί όπως εκπροσωπεί τη φυσική, ‘προκαταρκτική’ μορφή τής ανδρείας ο Λάχης, το ίδιο εκπροσωπεί για τη δικαιοσύνη και την εντιμότητα ο Κέφαλος. Μπορούμε δε να διακρίνουμε κι απ’ τη διαφορά στο ‘σχεδιάγραμμα’ των διαλόγων αυτήν την ιδιαίτερη, παρ’ όλη τη ‘συγγένεια’, διάκριση. Καθώς μάς παρουσιάζει εδώ μιαν κατερχόμενη απ’ την εγγύτητα στον Σωκράτη γραμμή ο Πλάτων, πρέπει να υπάρχη και μεγαλύτερη θετική αξία στην πρώτη βαθμίδα απ’ ό,τι στον «Λάχη», όπου ανέρχεται η ‘γραμμή’. Θα αναφερθή στη «δικαιοσύνη και την εντιμότητα» ο διάλογος. Και θα παρουσιασθή (κατ’ αρχάς…) στεφανωμένος ως θύμα ο Κέφαλος (328 C), με το να του χρησιμεύη, καθώς λέει, η ευπορία του στο να μπορή να εκπληρώνη το χρέος του απέναντι σε θεούς και ανθρώπους (331 Β). Θεωρείται δε και η «θεοσέβεια», ως εκπλήρωση των αναλαμβανομένων υπηρεσιών στους θεούς, ένα είδος «εντιμότητας» στον «Πρωταγόρα» και σαφέστερα στον «Ευθύδημο», ότι «επιτελεί δηλ. κανείς τα προσήκοντα (τις υποχρεώσεις του…)». Αποδεικνύεται έτσι να αντιπροσωπεύη μιαν εξαιρετικά αξιοπρόσεχτη δικαιοσύνη (Dikaiosyne) ο Κέφαλος, χωρίς να εκφέρη όμως αυτήν τη λέξη, με την οποίαν και ‘ανυψώνει’ κατ’ αρχάς ο Σωκράτης (331 C) στο επίπεδο μιας εννοιολογικής συνείδησης τα λόγια τού γέροντα.
      ‘Ιχνογραφούνται’ ήδη σ’ αυτό το επίπεδο ανθρώπινες βασικές αντιθέσεις, που θα επιστρέψουν ριζοσπαστικώτερα και πιο επικίνδυνα στη βαθμίδα τής γνώσης. Πιο αδύναμα δε στον ίδιον ήδη τον Κέφαλο: Οι σωματικές ‘χαρές’ συστέλλονται, και αυξάνει η χαρά και η απόλαυση για τους λόγους, τις ομιλίες. Και με μιαν ακριβέστατη μάλιστα αναμεταξύ τους σχέση (τοσούτον αύξονται – όσον απομαραίνονται). Πρόκειται δε, όταν λέμε «λόγοι», για συζητήσεις κάθε είδους εδώ. Υπάρχει όμως μια βασική ‘σχέση’, που ανανεώνεται  στη βαθμίδα όπου και αποκτούν ένα φιλοσοφικό νόημα οι λόγοι. Αποτελεί μάλιστα, όπως λέει στην «Έβδομη Επιστολή» (340 Β κ.ε., πρβλ. 331 D) ο Πλάτων, την πρώτη δοκιμή για τη γνησιότητα του φιλοσοφικού ‘πόθου’, το αν μπορή να επιτελέση (να ‘αντέξη’…) την απαραίτητη γι’ αυτό καθημερινή ‘εγκατάλειψη’ και ‘παραίτηση’ (απ’ τα ‘σωματικά’…) ο περί ού ο λόγος άνθρωπος. Το διδάσκει δε βαθύτερα αυτό ο «Φαίδων», το πώς πρέπει να συγκρατείται δηλ. απ’ τις ηδονές η ψυχή τού φιλοσόφου, ώστε να μη ‘θολώση’, να μη στενοχωρηθή και ταραχθή η ίδια υλικά και σωματικά, σ’ αυτό που αποτελεί το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό και την ιδιαιτερότητά της (83 Β κ.ε.). Ενώ περιγράφεται ακόμα μια φορά και ισχυρότερα αυτή η αντίθεση, που φανερώθηκε χρονικά τρόπον τινά στον ίδιον τον Κέφαλο, ‘παράπλευρα’ - και στην ίδια μάλιστα ‘βαθμίδα’ τής απλής ύπαρξης – ανάμεσα στον Κέφαλο και τους συνομηλίκους του που τον συντροφεύουν. Καθώς είναι γι’ αυτούς το δυσάρεστο των γηρατειών η παύση τής ηδονής. Ενώ έχη για τον ίδιον, που αναφέρεται μάλιστα και στον Σοφοκλή ως ‘ένορκο βοηθό’ του, θετική αξία η παύση τής απόλαυσης, και ονομάζεται «υψηλή ειρήνη και ελευθερία» (πολλή ειρήνη καί ελευθερία) η κατάσταση εκείνη, που αποκαλείται «νηνεμία» (γαλήνη – 84 Α) στη βαθμίδα τού φιλοσόφου στον «Φαίδωνα».
     Βοηθά λοιπόν τώρα να ανυψωθή στην επόμενη βαθμίδα η συζήτηση ο Σωκράτης, εμφανιζόμενος ως ‘συνήγορος’ του πλήθους και αντιπαραθέτοντας τη μεγάλη περιουσία απέναντι στον ‘εσωτερικό τρόπο’ (τον ‘χαρακτήρα’ που επικαλείται ο Κέφαλος…), παρακινημένος απ’ τον πλουτοκρατικό (plutokratisch) ‘αέρα’ αυτού τού σπιτιού. Και οδηγεί τον Κέφαλο, όχι στο να αποποιηθή ασφαλώς με μιαν άκαμπτη άρνηση – που δεν υπήρξε και ποτέ βέβαια γνώμη τού Πλάτωνα – τον πλούτο, αυτό δηλ. που και μόνον εκτιμούν εκείνοι οι πρακτικοί ηδονιστές (Hedoniker), αλλά στο να του δώση τη σωστή του θέση, ως μέσο για να επιτευχθή «αυτό που είναι δίκαιο» - όπως ισχύει και η «χορηγία» ως μια ‘απαίτηση’ για την επίτευξη της αρετής (Arete) στον Αριστοτέλη. Και εμφανίζεται έτσι για πρώτη φορά, ‘τικτόμενη’ απ’ τον Σωκράτη, η κεντρική έννοια του διαλόγου. Όπου θεωρείται βέβαια μόνον απ’ την άποψη της μετά θάνατον τιμωρίας, εξαιρετικά εκλαϊκευμένα, εντελώς δηλ. μέσα από πρακτικές λεπτομέρειες, το δίκαιο και το άδικο.
     Παρατίθενται λοιπόν ήδη εδώ, σε μιαν προηγούμενη βαθμίδα, οι ‘αγώνες’ με τους οποίους θα ‘εκπληρωθή’ αργότερα, με τον πλούσιο δηλ. και χαλαρώτερον ηθικά Πολέμαρχο και με τον Θρασύμαχο, τον ‘κήρυκα’ της πιο άγριας βούλησης για δύναμη, ο διάλογος. Και θεωρείται ήδη αυτό που είναι σημαντικό σ’ αυτήν τη βαθμίδα: ότι εξαρτάται, πέρα κι απ’ τις συμπτώσεις τής νεότητας και του γήρατος, απ’ την εσωτερική φύση (τρόπος) τού ανθρώπου το όλο θέμα. Ενώ αναφαίνεται, πέρα απ’ τη φτώχεια και τον πλούτο, από ‘μακριά’ η δικαιοσύνη, με την οποία και σχετίζεται όπως ένα μέσο προς τον σκοπό ο πλούτος. Αναφαίνεται δηλ. η περιοχή τών αιωνίων ουσιών και αξιών.
       Αν ήταν δομημένος όπως ο «Λάχης», με μιαν ανοδική δηλ. προσέγγιση προς το αληθινά σωκρατικο-πλατωνικό (στοιχείο…) ο «Θρασύμαχος», θα είχαν ακολουθηθή και οι υποδηλούμενες εδώ ‘όψεις’ και ‘απόψεις’. Κινείται όμως προς μιαν αυξανόμενη απομάκρυνση (εκ μέρους τών συνομιλητών τού Σωκράτη…) αυτός ο διάλογος.
     Με τον διάλογο μεταξύ Σωκράτη και Πολέμαρχου μεταφερόμαστε, ως δεύτερη βαθμίδα τού διαλόγου, στην εννοιολογική συζήτηση του ερωτήματος: «Τί είναι δικαιοσύνη;» Στον «Λάχη» υπάρχει ένας εννοιολογικός προσδιορισμός που ‘παραλαμβάνεται’ αυθαίρετα απ’ την άμεση εμπειρία, και ‘κινείται’ (αναπτύσσεται…) με την προσθήκη διαφόρων ‘θέσεων’. Παρόμοια συμβαίνει κι εδώ: «Δικαιοσύνη είναι να λες την αλήθεια, και να επιστρέφη κανείς αυτό που έχει λάβει» (αληθή τε λέγειν καί ά άν λάβη τις αποδιδόναι). Παραλαμβάνει έτσι την ‘κληρονομιά» τού (πατέρα του…) Κέφαλου ο Πολέμαρχος. Και δεν ‘ξεφυτρώνει’ μάταια αυτό το αστείο, το οποίο και αποκτά, με το που περιγελάται και επαναλαμβάνεται, μιαν ακόμα βαρύτητα μέσα απ’ τον πλουτοκρατικό κύκλο σκέψης (330 Β 6). Γιατί αυτό είναι το επίπεδο, στο οποίο και κινείται κατ’ αρχάς η συζήτηση, κι αυτή είναι η εχθρική αντίθετη δύναμη, απ’ την οποία και πρέπει να αποσπάση με αγώνα (‘παλεύοντας’…) την έννοια του δικαίου ο Σωκράτης.
     Το ιδιαίτερο της δομής είναι λοιπόν αυτό: Οι δυό βαθμίδες, που ξεχώρισαν με την αλλαγή τών διαλεγομένων προσώπων αναμεταξύ τους, διαπερνούν, αν προσέξουμε την κίνηση των συλλογισμών, η μια την άλλη. Γιατί πριν να εγκαταλειφθή εντελώς η πρώτη βαθμίδα, ‘αναδύεται’ ήδη ο πρώτος εννοιολογικός προσδιορισμός, με το να διατυπώνη ως ‘έννοια’, αυτό που εννοούσε κι ο Κέφαλος, ο Σωκράτης. Για να την αμφισβητήση όμως αμέσως ο ίδιος, λέγοντας πως «θα μπορούσε να το κάνη κανείς άλλοτε με δίκαιο κι άλλοτε με άδικο τρόπο αυτό», εννοώντας πως θα έπρεπε να είναι λοιπόν ένα ‘αρχιμήδειο σημείο’ έξω απ’ όλ’ αυτά το δίκαιο. Το ‘αστείο’ είναι δε τώρα εδώ το εξής: ότι οικειοποιείται αυτό που έχει ήδη αποφασιστικά ‘κριθή’ απ’ τον Σωκράτη, και παρ’ όλην αυτήν την κριτική ο Πολέμαρχος – ένα δομικό ‘στοιχείο’, το οποίο και βασίζεται με τη σειρά του στη συνολικά απομακρυνόμενη απ’ τον Σωκράτη κίνηση του όλου διαλόγου. Ενώ ζητά και τη βοήθεια του ποιητή Σιμωνίδη ο Πολέμαρχος, ο οποίος Σιμωνίδης παρίσταται πλέον να εκπροσωπή, σ’ ένα ειρωνικά κρυφό ‘παιχνίδι’, τη ‘λαοφιλή’ εκείνη πάντοτε άποψη, για την οποίαν ‘ευθύνεται’ όμως στην πραγματικότητα ο Πολέμαρχος. Μας διδάσκει (ωστόσο…) – και με αφορμή  ένα ποίημα ακριβώς τού Σιμωνίδη -, πόσο λίγο μάς προάγει στην αλήθεια το να ‘γυροφέρνουμε’ στα λόγια ενός ποιητή ο «Πρωταγόρας» (338 Ε κ.ε.). Ενώ ήταν διαφορετικά προηγουμένως στον «Θρασύμαχο», όταν έβρισκε στον Πίνδαρο ποιητικο-μυθική έκφραση για την εμπειρία τού γήρατος στην ‘εσχατιά’ τής ύπαρξης ο ευσεβής Κέφαλος.
      Το κατέστησε σαφές ο Σωκράτης: δεν έχει να κάνη εδώ με την επιστροφή τών ‘κατατεθειμένων’ή τών ‘παραληφθέντων’, αλλά με τον τρόπο που αυτό συμβαίνει. Και συγκατατίθεται πράγματι να αναρωτηθή για ένα Πώς και ο συνομιλητής του. Είναι όμως ‘χειρότερη’ (πιο ‘οργισμένη’…) αντί για καλύτερη η απάντηση: «μ’ έναν τρόπο (λοιπόν…), που ωφελεί τούς φίλους και βλάπτει τούς εχθρούς». Πρόκειται για κείνην τη ‘λαϊκή’ ηθική, που εκφράζει κι ο Σόλων: «να είσαι γλυκύς με τους φίλους, πικρός με τους εχθρούς» -, εκείνο το φρόνημα που ‘ξεπεράσθηκε’ με τον νόμο τής αγάπης στην επί του όρους ομιλία. ‘Αναδύεται’ ωστόσο εδώ το αντικείμενου του πιο σφοδρού διαλεκτικού αγώνα για τον Σωκράτη.


        ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου