Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

Δογματικός προβληματισμός και Μεγάλη Σύνοδος


Σύντομο σχόλιο επί πτυχών της «οντολογίας του προσώπου» στη νεώτερη δογματική Θεολογία

(Προδημοσίευση άνευ υποσημειώσεων από το βιβλίο μου: «Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός εκσυγχρονισμός», που πρόκειται να κυκλοφορήσει μέχρι τον Σεπτέμβριο)

Γεώργιος Δ. Παναγόπουλος



Ακολουθεί ένα δογματικό και ιστορικοφιλοσοφικό σχόλιο σχετικά με τον όρο «πρόσωπο» και τη χρήση του στην ορθόδοξη τριαδολογική (και ανθρωπολογική) διδασκαλία. Επειδή σε κείμενο που προτείνεται προς έγκριση στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο -η οποία συν Θεώ πρόκειται να συγκληθεί σε λίγες ημέρες- εμπεριέχονται φράσεις που θα μπορούσαν να αναγνωστούν υπό περσοναλιστικό πρίσμα, καταθέτω ταπεινά ένα σχόλιο ως ελάχιστη συμβολή στο σχετικό διάλογο.

Ο προβληματισμός προεκτείνει σκέψεις που εκτέθηκαν σε παλαιότερο κείμενο μου με τίτλο "Σύγχρονα θεολογικά ρεύματα". Στο βιβλίο μου, που πρώτα ο Θεός πρόκειται να δημοσιευθεί προσεχώς, συνθεωρώ ενδελεχέστερα τα συναφή προβλήματα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ιστορικοδογματικής και φιλοσοφικής προσέγγισης επί μέρους τάσεων της νεώτερης ελληνικής θεολογίας. Η έκδοσή του αποσκοπεί, inter alia, να εγγραφεί στη διαδικασία «πρόσληψης» (receptio) της Συνόδου, η οποία τελεσιουργείται εν Πνεύματι εντός και διά του εκκλησιαστικού σώματος του αείποτε φυλάσσοντος ακαινοτόμητη την "ἅπαξ παραδοθεῖσα τοῖς ἁγίοις πίστην" και κυρούντος την αυθεντία των συνοδικών αποφάσεων.

Σε ό, τι ακολουθεί -προς αποφυγή παρεξηγήσεων- ασφαλώς και δεν διατεινόμαστε ότι η εφαρμογή πτυχών του περσοναλιστικού στοχασμού στην Αγία Τριάδα από σύγχρονους ορθόδοξους θεολόγους ταυτίζεται κατά πάντα με τα αφετηριακά πρότυπά του στη φιλοσοφία ή ότι αποτελεί δούρειο ίππο εισαγωγής στα καθ’ ημάς ετερόδοξων δοξασιών. Η ομοιότητα εντούτοις με συγκεκριμένα φιλοσοφικά σχήματα είναι διακριτή και όταν ακόμα οι νεότεροι διαφοροποιούνται από τους παλαιότερους. Ας γίνω σαφέστερος:

Η εμμονή θεολόγων, που από κάποιους αποκαλούνται «μεταπατερικοί», στο "απόλυτο οντολογικό περιεχόμενο του προσώπου", δηλ. στη βασική θέση ότι τοπρόσωπο- υπόσταση υπάρχει ως αγαπητική σχέση και κοινωνία και συγκροτείται ως σχέση-κοινωνία, είναι ιδέα σύστοιχη -αν και όχι ταυτόσημη- με την ιδεαλιστική σύλληψη του απολύτου Πνεύματος ως εγγενώς αυτό-συγκροτούμενου μέσω της θέσεως της προς αυτό ετερότητας. Η μετά του ετέρου κοινωνία (την οποία, ταυτίζοντας αντιπατερικώς δύο μη ταυτόσημους στην ορθόδοξη τριαδολογία όρους, αποκαλούν και «σχέση») ανακηρύσσεται  σε οντολογικό κέντρο του προσώπου. Το μυστήριο του προσώπου εγκλείεται στο νάρθηκα μιας διαλεκτικής εξαντικειμενίκευσης. Εξαντλείται δηλαδή στην έννοια ενός υποκειμένου που συγκροτείται διαλεκτικώς χάρη στην αυτο-γνωσία του που επιτυγχάνεται δια του «ετέρου». Βέβαια, ενίοτε, συμπεριλαμβάνεται στον οντο-θεολογικό αυτό στοχασμό και το Άγιον Πνεύμα ως τρίτο πρόσωπο που υποτίθεται ότι είναι «αναγκαίο» για να μην αποκοπούν από την… πραγματικότητα ο Πατήρ και ο Υιός βυθιζόμενοι στη μεταξύ τους αγάπη! Η υποψία όμως ότι στη γωνία παραμονεύει ο πειρασμός της φιλοσοφικής διαλεκτικής (ή ακόμη και της αχαλίνωτης σπέκουλας) δεν διασκεδάζεται.

Γκ. Β. Φρ. Χέγκελ
Θυμίζω ότι για τον Χέγκελ (1770-1831) η συγκρότηση του αυτοσυνείδητου υποκειμένου συνεπάγεται τη συγκρότηση ενός άλλου ομοίως αυτοσυνείδητου υποκειμένου διακριτού από το πρώτο και ωστόσο ταυτόσημο με αυτό.  Ο πρύτανης του Γερμανικού ιδεαλισμού μεταφέρει την διαλεκτική σπέκουλα στην «τριαδολογία» του. Αντιλαμβάνεται έτσι την τριαδικότητα του Θεού ως «παράγωγο» της έννοιας του Πνεύματος και της Αγάπης. Και τούτο επειδή, όπως λέει, έγκειται σε αυτή την ίδια την έννοια του απόλυτου Πνεύματος το ότι αυτόσυνιστά ενότητα στην ετερότητα, ενώ στην έννοια της αγάπης εμπεριέχεται η σχέση της ενότητας στην ετερότητα. Κατά συνέπεια και η έννοια του Θεού ως «προσώπου» συλλαμβάνεται από τον Χέγκελ στην βάση αυτή: «Η αλήθεια της προσωπικότητας είναι ακριβώς το ότι κατακτά τον εαυτό της μέσω της καταβύθισης… στο Έτερο».  Με άλλα λόγια, η σύλληψη του θείου προσώπου ως πληρούμενου προαιωνίως σε μια προσωπική κοινωνία είναι ιδεαλιστική και όχι ορθόδοξη.

Παραδειγματικό στιλιζάρισμα γνώρισε η θέση αυτή στο έργο ενός φιλοσόφου πουεπεχείρησε να συζεύξει την καντιανή μεταφυσική των ηθών και την εγελιανή φιλοσοφία του δικαίου, του Χάινριχ Μόριτς Χαλιμπαίους (Heinrich MoritzChalibäus). Στο έργο του «Θεωρητική ηθική» αρθρώνει μια θεωρία της ελευθερίας ως διδασκαλία για το πρόσωπο. Στο πλαίσιο αυτό το «πρόσωπο» δεν είναι τίποτε άλλο από «υποστασιοποιημένη ελευθερία». Επιπλέον περιγράφει τα τρία στάδια που, κατ’ αυτόν, διέρχεται η η εξέλιξη της ανθρώπινης ελευθερίας. Το πρώτο είναι «η άμεση προσωπικότητα», το οποίο ορίζεται ως η κατάσταση στην οποία ο άνθρωπος έχει μεν εξέλθει από τους κόλπους της φύσεως, εξακολουθεί εντούτοις να συμφύεται μαζί της. Το δεύτερο στάδιο συνιστά η δικαϊκή προσωπικοτητα, η οποία βασίζεται στη συνείδηση του Εγώ ως μιας υποκειμενικότητας που γνωρίζει να αυτό-διακρίνεται από το αντικειμενικό (ο Χαλιμαπαίους το αποκαλεί «Egoität»). Το τρίτο στάδιο είναι η τέλεια ελευθερία ως προσωπικότητα (οι όροι είναι συνώνυμοι στον Χαλιμπαίους) που ταυτίζεται με την αγάπη. Γιατί η αγάπη αποτελεί εκείνη τη μορφή ελευθερίας που δεν περιορίζεται από την ελευθερία των άλλων προσώπων, αλλά πολύ περισσότερο αισθάνεται πλουτισμένη από αυτήν. Εδώ, όπως λέει ο Τέο Κόμπους, η υποκειμενικότητα (πρόσωπο) πληρώνεται στην αγάπη ως μια επιθυμία διαφορετικής υποκειμενικότητας, δηλ. στην αγάπη ως διϋποκειμενικότητα.

Κατά τις ιδεαλιστικές εισηγήσεις λοιπόν η αγάπη προηγείται του προσώπου ως παράγων μεταφυσικής του συγκρότησης. Επομένως, από την ιδεαλιστική σύλληψη του προσώπου οφείλουμε ασφαλώς να αντιδιαστείλουμε την εκκλησιαστική διδασκαλία. Για την ορθόδοξη εκκλησιαστική Παράδοση η άπειρη και απερινόητη πραγματικότητα των θείων προσώπων καθ’ εαυτά είναι μυστήριο και όχι σχέση ή κοινωνία. Ούτε βέβαια αποτελούν παράγωγο μιας πρότερης μεταφυσικής οντότητας («αγάπης», «ελευθερίας», «θέλησης» κ.τ.ό.). Τα θεία και άπειρα πρόσωπα της Τριάδος δεν κοινωνούν ως πρόσωπα, αλλά μόνον κατά την ουσία, την δύναμη, τη δόξα, την βασιλεία, την χάρη, τον αρίφνητο και ανεξάντλητο πλούτο της άκτιστης θείας ζωής. Όταν η ορθόδοξη εμπειρική δογματική διδάσκει ότι ο Πατήρ αϊδίως γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Πνεύμα, δεν υπονοεί ότι κοινωνεί στις δύο άλλες υποστάσεις την υπόστασή Του, αλλά μόνον την ουσία και το πλήρωμα της θεότητός Του. Ο Πατήρ είναι προ χρόνων και αιώνων αίτιος της υποστάσεως (του τρόπου υπάρξεως) του Υιού γεννητώς και του Πνεύματος μη μονογενώς (ή αρρήτως ή εκπορευτώς). Τούτο δηλώνει υποστατική ετερότητα, τις σχέσεις της πατρότητας, της υιότητας και της προβλήσεως (προβολεύς -πρόβλημα). Οι "σχέσεις" αυτές δηλώνουν θεοπρεπή υποστατική διάκριση και όχι, ασφαλώς, υποστατική κοινωνία! 

Προς αποφυγή παρερμηνειών υπενθυμίζω ότι και οι «ενώσεις» και οι «διακρίσεις» στην ορθόδοξη θεολογία εκλαμβάνονται «θεοπρεπώς», δηλ. «ακτίστως», διατυπώνονται όμως με τη βοήθεια όρων (πολλές φορές και φιλοσοφικών) προς δόξαν Θεού και οικοδομή του σώματος της Εκκλησίας: Τούτο σημαίνει ότι όλες οι διακρίσεις που εισάγει η ορθόδοξη θεολογία έχουν ως πηγή τους την πείρα του εν Χριστώ δοξασμού και στόχο τους τον «καταρτισμόν τῶν ἁγίων ἕως οἱ πάντες καταντήσωσι εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. 4, 13).  

Ντ. Στανιλοάε
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ στην περίπτωση ενός μεγάλου σύγχρονου ορθοδόξου θεολόγου, η τριαδολογική διδασκαλία του οποίου έχει εμποτίσει τη θεολογική παιδεία μιας ολόκληρης γενιάς σύγχρονων Ρουμάνων, και όχι μόνον, θεολόγων, είναι δε εξόχως πιθανόν ότι κεντρικές εισηγήσεις του σε σχέση με το «πρόσωπο» θα προκαλέσουν συζητήσεις στη διαδικασία πρόσληψης της Μεγάλης Συνόδου σε περίπτωση που η ορολογία των κειμένων που τελικώς θα υιοθετηθούν θα αφήσουν ανοικτό το ενδεχόμενο μιας «περσοναλιστικής» ανάγνωσής τους. Αναφέρομαι, όπως ίσως έγινε αντιληπτό, στον σημαντικότατο Ντουμίτρου Στανιλοάε. 

Τολμώ, λοιπόν, εν παρόδω, να ισχυριστώ ότι εκδοχή της ως άνω περσοναλιστικής θέσης δείχνει να συνιστά η άποψη που προτάσσει (οντολογικώς) στην αΐδια θεολογική Τριάδα την άκτιστη αγάπη έναντι των θείων προσώπων. Η άποψη αυτή μοιάζει να έχει εμφιλοχωρήσει σε ένα σημαντικό ορθόδοξο θεολογικό πόνημα όπως ηΔογματική του π. Ντ. Στανιλοάε.   Όμως φρονώ ότι ο Ρουμάνος θεολόγος δεν δύναται, κατ’ ορθή κρίση, να συγκαταλεγεί μεταξύ των περσοναλιστών. Και τούτο γιατί γνωρίζει καλά ότι η έννοια της θείας προσωπικότητας υπερβαίνει την αντίθεση μεταξύ «υποκειμενικότητας» και «αντικειμενικότητας»· γι’ αυτό και δεν «διαβάζει» τις αΐδιες σχέσεις μεταξύ Πατρός, Υιού και αγίου Πνεύματος με όρους οντολογικής ή προσωπικής ελευθερίας· επιπλέον, απουσιάζει πλήρως από τη σκέψη του το περσοναλιστικό «πᾶ στῶ», η προτεραιότητα, δηλαδή, του προσώπου-ελευθερίας έναντι της «γεγονικότητας» της φύσεως. Σταχυολογώ τις ακόλουθες προτάσεις από την αγγλική έκδοση: «The person does not bring the character of subject (as though this character were something new) to divine nature. For the person is nothing other than the mode of real subsistence that belongs to a nature. But neither does mean that exists an impersonal being. Being does not exist really except in a hypostasis… The Trinity of the divine persons belongs to the divine essence and yet the three persons are not cofused with the unity of the essence»· και «He is (sc. God) an objective subjectivity, or a subjective subjectivity. He transcends the distinction between subjectivity and objectivity».  

Είναι όμως, σε κάθε περίπτωση, αλήθεια ότι η προσέγγιση της «περσοναλιστικής» τριαδολογίας του Στανιλοάε, κυρίως δε της χρησιμοποιούμενης ορολογίας και του τρόπου εννοιοδότησής της, χρήζει νηφάλιας μελέτης και συζήτησης, η οποία αυτονοήτως εκφεύγει των ορίων της παρούσας ανάπτυξης.


Πέραν όμως της περιπτώσεως Στανιλοάε, ο κατά κόρον προβαλλόμενος από άλλους ορθοδόξους θεολόγους ισχυρισμός ότι ο Θεός ως προσωπική ύπαρξη είναι ελεύθερος από του προκαθορισμούς της ίδιας της ουσίας-φύσης Του ανάγεται, πιθανώς μέσω του Νικολάι Μπερντιάεφ, στον μεταφυσικό ιδεαλισμό του Σέλινκ (1775-1854) με το τόσο έντονο αποτύπωμα του μυστικισμού ενός Γιάκομπ Μπαίμε. Κατά τον Γερμανό φιλόσοφο, ο Θεός συνιστά την «ύψιστη προσωπικότητα» ως ενότητα φύσης και ύπαρξης, πραγματικής και ιδεατής αρχής. Σε αυτή την ζώσα προσωπικότητα προσγράφεται ελευθερία· με άλλη διατύπωση: Η προσωπική θεία ύπαρξη πρέπει να κατανοηθεί ως λογική θέληση, η οποία αντιδιαστέλλεται από την άλογη και ασύνειδη θέληση της θείας «φύσης», της πρωταρχικής σκοτεινής αβύσσου (Urgrund), που ο Σέλινκ ακολουθώντας τον Μπαίμε αποκαλεί Ungrund. Όμως αυτή ακριβώς η θέληση του θείου «προσώπου» είναι η θέληση της αγάπης και ως τέτοια είναι αυτό-δοτική και αυτο-κοινωνούμενη. Μάλιστα για τον Σέλινκ, εφόσον η πραγματικότητα συνιστά αυτοφανέρωση του Θεού, αυτή η διπλόη άλογου και ορθολογικού, αρχέγονου χάους και αγάπης, φύσης και ύπαρξης, η οποία ενυπάρχει δυνάμει στο Θεό, βρίσκεται επίσης στη βάση κάθε δημιουργήματος (αν και όχι με τον ίδιο τρόπο) και αποτελεί την αιτία του κακού.  

Απαιτείται εδώ ιδιαίτερη προσοχή: Η κατά κόρον προβαλλόμενη (υπό ποικίλες παραλλαγές και διατυπώσεις) θέση σύμφωνα με την οποία το "πρόσωπο" είναι αρχή και φορέας ελευθερίας, αντιπαρατίθεται δε προς τη "φύση", η οποία ταυτίζεται με την αναγκαιότητα (ή στην χειρότερη περίπτωση με την αμαρτωλότητα) παραχαράσσει την ορθόδοξη πατερική διδασκαλία· ανάγεται -αν και κάποτε εν αγνοία των εισηγητών της- στη φιλοσοφία του υπαρξισμού και εν τέλει στον Γερμανικό ιδεαλισμό, απώτερη καταγωγική μήτρα τόσο των καθ' ημάς "μεταπατερικών" όσο και των προδρόμών τους στον ορθόδοξο χώρο, των Ρώσων θεολογούντων φιλοσόφων (Χομιακόφ, Βλ. Σολοβιόφ, Σ. Μπουλγκάκοφ, Ν. Μπερντιάεφ κ.ά.). Στην ορθόδοξη εκκλησιαστική τριαδολογία, καθώς και στην ανθρωπολογία, είναι παντελώς ξένη η διπολική αντίθεση προσώπου-φύσης· ούτε, βέβαια, προκρίνεται το πρόσωπο ως οντολογικώς πρότερο της φύσης.
Ν. Μπερντιάεφ

Ας το επαναλάβουμε: Ασφαλώς και δεν ισχυριζόμαστε εδώ ότι μεταφέρθηκαν στα καθ’ ημάς ατόφιες οι ιδεαλιστικές θέσεις περί προσώπου ή η θεοσοφιστική σπέκουλα του Σέλινκ, όπως αδρομερώς συνέβη στην περίπτωση του Βλ. Σολοβιόφ ή, κυρίως, του Ν. Μπερντιάεφ.  Προφανής πρόθεσή μας είναι να διαυγασθεί η καταγωγική μήτρα της ταύτισης προσώπου και ελευθερίας, ενός εν τέλει στοχαστικού αξιώματος οντο-θεολόγησης που μπορεί να εντυπωσιάζει (λόγω της μοντερνιστικής πατίνας με την οποία παρουσιάζεται), αλλά οπωσδήποτε κείται εκτός των ορίων της εμπειρικής θεολογίας της Εκκλησίας μας.       


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου