Μυσταγωγία (στην δημοτική)
Εισαγωγὴ - Σχόλια: πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Στανιλοάε,
Μετάφραση: Ἰγνάτιος Σακαλὴς.
ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1997.
Περιεχόμενα
Προοίμιο
Πῶς γίνεται ὁ σοφὸς σοφώτερος, ὅταν λάβη κάποια ἀφορμή, καὶ πῶς ὁ δίκαιος προκόβει στὴ γνώση, ὅταν μάθη, ὅπως ἀναφέρει ἡ θεία Παροιμία, σὺ ὁ ἴδιος, πιὸ σεβαστέ μου ἀπ' ὅλους, μοῦ ἔδειξες ὁλοκάθαρα μέσα στὴν ἴδια μου τὴν ἐμπειρία. Μοῦ ἔμαθες ἔμπρακτα ὅσα μὲ σοφία ὑποδηλώνει ὁ θεῖος λόγος. Μὲ ἄκουσες νὰ ἐκθέτω κάποτε, ὅπως μποροῦσα, ἐπιτροχάδην, μιὰ ἐπιτομὴ τῶν θαυμαστῶν μυστικῶν θεωριῶν ἑνὸς ἄλλου μεγάλου γέροντα, μὲ ἀληθινὴ σοφία στὰ θεῖα, σχετικὰ μὲ τὴν ἁγία Ἐκκλησία καὶ τὴν ἁγία σύναξη, ποὺ πραγματοποιεῖται σ' αὐτή. Καὶ περισσότερο ἀπὸ ὅσο ὁ δάσκαλος ἀπὸ τὸ μαθητή, μοῦ ἐζητοῦσες ἀμέσως μὲ ἐπιμονὴ νὰ σοῦ κάνω γραφτὴ ὅλων αὐτῶν τὴν ἔκθεση. Ἤθελες νὰ ἔχης τὸ γραφτὸ σὰν ἀντιφάρμακο τῆς λήθης καὶ τῆς μνήμης ἐνισχυτικό, ἐπειδή, ἔλεγες, βρίσκει στὸ χρόνο αὐτὴ τὸ φυσικό της δαμαστή. Ἀνεπαίσθητα, ἔλεγες, μὲ τὴν παρέμβαση τῆς λήθης, μπορεῖ αὐτὸς ν' ἀφαιρέση τοὺς τύπους καὶ τὶς εἰκόνες ὅποιου μέσα μας βρίσκεται καλοῦ. Γι' αὐτὸ ἔχει ἀνάγκη ἡ μνήμη ὁπωσδήποτε ἀπὸ ἕνα μέσο νὰ τὴν ἀνανεώνη, τὸ μέσο ἐκεῖνο πού, φυλάγοντας παντοτινὰ ἀκμαία τὴ δύναμη τοῦ λόγου, ἔχει ἀπὸ τὴ φύση του τὴν ἰδιότητα νὰ συντηρῆ τὴ μνήμη ἀνεπηρέαστη κι ἀπαραμείωτη. Πόσο τώρα εἶναι σοφώτερο, ἀπὸ τὴν ἁπλῆ ἀκρόαση, νὰ ἐπιζητῆς καὶ τὴ μόνιμη ἐξασφάλιση ὅσων ἄκουσες, τὸ ξέρει βέβαια κάθε ἄνθρωπος, ποὺ λίγο μόνο νοιάζεται γιὰ τὴ λογικὴ εὐγένειά του καὶ δὲν εἶναι ὁλότελα ξένος ἀπὸ τὴν οἰκειότητα μὲ τὸ λόγο.
Κι ἐγὼ δίσταζα στὴν ἀρχή, θέλοντας ν' ἀποφύγω —θὰ σᾶς πῶ τὴν ἀλήθεια— τὸ ζήτημα τοῦ λόγου. Ὄχι πὼς δὲν ἤθελα, ἀγαπημένοι μου, νὰ σᾶς προσφέρω μὲ κάθε τρόπο κατὰ τὴ δύναμή μου ὅ,τι ποθούσατε. Μοῦ ἔλειπε ἡ χάρη, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ τοῦτο τοὺς ἂξιους• κι ἀκόμα δὲν εἶχα τὴν ἐμπειρία τῆς τέχνης ποὺ ἀπαιτεῖται καὶ τῆς τριβῆς μὲ τὸ λόγο. Εἶχα ζήσει στὴν ἀφάνειά μου κι ἤμουν ὁλότελα ἀμύητος στὴν τέχνη τῶν λόγων, ποὺ ὅλη τους ἡ χάρη βρίσκεται στὴν ἀπαγγελία τους μόνο κι εἶναι μεγάλη χαρὰ τῶν πολλῶν νὰ προσδιορίζουν τὴν ἀκουστικὴ ἡδονή τους κι ἄς μὴν ὑπάρχη πολλὲς φορὲς στὸ βάθος τίποτα ποὺ ν' ἀξίζη. Φοβόμουν ἀκόμα —γιὰ νὰ πῶ τὸ πιὸ σπουδαῖο καὶ τὸ πιὸ ἀληθινὸ— μήπως μὲ τὴ μηδαμινότητα τοῦ λόγου μου προσβάλω τὸν ὑψηλὸ καὶ λόγο καὶ στοχασμὸ τοῦ μακαριστοῦ ἐκείνου γέροντα. Ὑποχώρησα ὅμως ἀργότερα στὴν ὁρμὴ τῆς ἀγάπης, ποὺ εἶναι ἀπ' ὅλα πιὸ δυνατή, καὶ δέχθηκα θεληματικὰ τὴν ἐντολή της. Προτίμησα νὰ μὲ περιγελάσουν οἱ δύσκολοι ἐξαιτίας τῆς ὑπακοῆς μου γιὰ τὸ θράσος καὶ τὴν ἀπαιδευσία μου, παρὰ νὰ νομίσετε σεῖς ὅτι, μὲ τὴν ἀναβολή μου, δὲ θέλω νὰ σᾶς βοηθήσω μὲ ὅλη τὴν προθυμία μου σὲ κάθε καλό. Τὴ φροντίδα γιὰ τὸ πῶς θὰ μιλήσω τὴν ἄφησα στὸ Θεό, ποὺ εἶναι ὁ μοναδικὸς ποὺ θαυματουργεῖ καὶ ποὺ βάζει στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου τὴ γνώση καὶ δυναμώνει τὴ γλῶσσα τῶν μουγγῶν, βρίσκει διέξοδο στὰ ἀδιέξοδα, σηκώνει τὸν πεσμένο ἀπὸ τὸ πέσιμό του καὶ τὸ φτωχὸ τὸν ὀρθώνει ἀπὸ τὴν κόπρο του, ἐννοῶ τὸ σαρκικὸ φρόνημα καὶ τὸ δύσοσμο βοῦρκο τῶν παθῶν. Ἀπ' αὐτὸ σηκώνει ὅποιον ἒχει ταπεινὴ ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του κι εἶναι φτωχὸς ἀπὸ κακία καὶ ἄπορος ἀπὸ διάθεση πρὸς αὐτήν. Ἤ, ἀντίθετα, ρίχνει αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀκόμα πλεγμένος στὸ νόμο τῆς σάρκας καὶ στὰ πάθη καὶ γι' αὐτὸ εἶναι φτωχὸς κι ἄπορος τῆς χάρης, ποὺ φέρνει ἡ ἀρετὴ κι ἡ γνώση.(1)
Ὁ πανάγιος κι ἀληθινὰ θεοφάντωρ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης στὴν πραγματεία του γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ Ἱεραρχία ἔχει συλλάβει κι ἐξηγήσει ἀντάξια στὴ μεγαλωσύνη τοῦ νοῦ του τὰ σύμβολα ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὴν τελετὴ τῆς ἁγίας σύναξης. Γι' αὐτὸ πρέπει νὰ ἔχωμε ὑπ' ὄψη ὅτι ὁ λόγος μας δὲν ἐκθέτει τὰ ἴδια πράγματα, οὔτε προχωρεῖ ἀπὸ τοὺς ἲδιους δρόμους. Ἀποτελεῖ τόλμημα καὶ θράσος καὶ πλησιάζει τὴν ἀνοησία νὰ θελήση κανένας νὰ δοκιμασθῆ στὰ ἴδια μ' ἐκεῖνον, ἐνῷ δὲν μπορεῖ νὰ εἰσχωρήση σ' αὐτὰ καὶ νὰ τὰ κατανοήση. Κι ἀκόμα νὰ προβάλη σὰν δικά του ἐπιτεύγματα, ὅσα μυστήρια φανερώθηκαν θεϊκὰ σ' ἐκεῖνον μονάχα μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος. Θὰ ἐκτεθοῦν ἐδῶ ὅσα, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι τὰ ἔχει ἐκεῖνος φιλάνθρωπα περιλάβει στὴν ἔκθεσή του, ἔχουν οἱ ἄλλοι ἀπὸ θέληση τοῦ Θεοῦ παραλείψει νὰ ἐκθέσουν καὶ νὰ γυμνάσουν ἔτσι κατὰ τὴν ἐπιθυμία τους τὴν ἴδια τους διάθεση γιὰ τὰ θεῖα• κι ἐκεῖνα, μὲ τὰ ὁποῖα γίνεται γνωστὴ σ' ἐμᾶς, σύμμετρα νοημένη, ἡ ὁλόφεγγη ἀκτινοβολία τῶν τελουμένων καί, πιασμένους στὸ δίχτυ τοῦ πόθου της, μᾶς κρατάει κοντά της. Τοῦτο γιὰ νὰ μὴ μείνουν ὁλότελ' ἀργοὶ οἱ μεταγενέστεροι καθ' ὅλη τὴ χρονικὴ διάρκεια τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἐπειδὴ δὲ θὰ ἔχουν τὸ λόγο ποὺ μισθώνει στὴν καλλιέργεια τῆς θείας ἐκείνης ἀμπέλου, στὴν πνευματικὴ ἐργασία μέσα στὴν πνευματικὴ ἄμπελο, καὶ ἐπιστρέφει τὸ πνευματικὸ δηνάριο τῆς θεϊκῆς κι ἀληθινὰ βασιλικῆς εἰκόνας, συλημένο στὴν αὐγὴ τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸν πονηρὸ μὲ ἀπάτη κατὰ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς.
Δὲν ὑπόσχομαι ἀκόμα ὅτὶ θὰ ἐκθέσω μὲ τὴ σειρά, ὅλὰ ὅσα εἶδε στὴ μυστικὴ θεωρία του ὁ μακάριος γέροντας,(2) οὔτε τοὺς ἴδιους τοὺς λόγους του, ὅπως τοὺς ἐννοεῖ ὁ ἴδιος κι ὅπως τοὺς διατύπωσε. Ἐκεῖνος ἦταν φιλόσοφος καὶ δάσκαλος ὅλης τῆς σοφίας, ποὺ ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀρετὴ καὶ τὴ μακρόχρονη καὶ συστηματική του ἀπασχόληση καὶ τριβὴ μὲ τὰ θεῖα, ἀπελευθέρωσε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ὕλης κι ἀπὸ τὶς φαντασίες, ποὺ αὐτὴ προξενεῖ. Ἦταν τὸ πνεῦμα του δίκαια λουσμένο στὶς θεϊκὲς λάμψεις καὶ γι' αὐτὸ μποροῦσε ν’ ἀντικρύζη κατάματα ὅσα δὲ βλέπουν οἱ πολλοὶ κι ὁ λόγος του ἦταν ἀκριβέστατος ἐξηγητὴς τῶν στοχασμῶν του. Σὰν τὸν καθρέφτη, ποὺ δὲν τὸν σκοτεινιάζει ἡ κηλίδα κανενὸς πάθους κι ἔχει τὴ δύναμη νὰ κρατήση καὶ ν' ἀποκαλύψη γνήσια ὅσα οἱ ἄλλοι μήτε νὰ στοχαστοῦνε δὲν μποροῦν. Κι ἔτσι μποροῦσαν οἱ ἀκροατὲς νὰ βλέπουν ὅλο τὸ νοῦ πάνω στὸ ὄχημα τοῦ λόγου• νὰ παρουσιάζωνται ὅλα ὅσα νοήθηκαν ὁλοκάθαρα μὲ ὅλο τὸ νόημά τους καὶ νὰ τὰ δέχονται μεταφερμένα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ λόγου. Θὰ σᾶς ἐκθέσω ὅσα διασώζει ἡ μνήμη μου κι ὅσο μπορεῖ ἡ σκέψη μου νὰ παρακολουθήση θαμπὰ κι ἀκόμα πιὸ θαμπὰ ὁ λόγος μου νὰ διατυπώση. Θὰ μιλήσω ὅμως μ' εὐλάβεια, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ ρίχνει φῶς στὰ σκοτεινά. Καὶ δὲν πρέπει, θαρρῶ, νὰ νομίζετε, σεῖς ποὺ γνωρίζετε νὰ κρίνετε ὀρθά, ὅτι κατ' ἄλλο τρόπο καὶ σκέφτομαι κι ἔχω τὴ δυνατότητα νὰ μιλῶ ἀπὸ ὅ,τι μπορῶ πραγματικὰ νὰ σκέφτωμαι καὶ νὰ λέγω κι ἀπ' ὅ,τι δίνει ἡ θεία χάρη
σύμφωνα μὲ τὴ δύναμη, ποὺ κατὰ πρόνοια μοῦ ἀναλογεῖ, ἀκόμα κι ἂν ἐκεῖνος, πού μοῦ παράδωσε τὰ μυστικὰ αὐτὰ κι ἔγινε δάσκαλός μου, φτάνη σὲ ὕψος ἀφάνταστο. Τὸ νὰ ζητῆς ἴσο ἀποτέλεσμα ἀπὸ κείνους, ποὺ δὲν εἶναι ἴσοι στὴν ἀρετὴ καὶ τὴ γνώση, δὲν ἀπέχει, νομίζω, ἀπὸ τὴν προσπάθεια μερικῶν νὰ δείξουν, ὅτι ἡ σελήνη φωτίζει ἴδια μὲ τὸν ἥλιο κι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ποὺ βιάζουν, ὅσα δὲν εἶναι ἴδια σὲ ὅλα, νὰ συμφωνήσουν σὲ ὅλα μεταξύ τους. Πρᾶγμα ἀδύνατο κι ἀκατόρθωτο.
Ἂς προηγῆται ὁ Θεὸς σὲ ὅσα λέμε καὶ σκεφτόμαστε, ὁ μοναδικὸς νοῦς ὅσων νοοῦν καὶ ὅσων νοοῦνται,(3) ὁ λόγος ὅσων λέγουν καὶ ὅσων λέγονται,(4) ἡ ζωὴ ὅσων ζοῦνε κι ὅσων ζωοποιοῦνται,(5) ποὺ εἶναι καὶ γίνεται τὰ πάντα γιὰ τὰ πάντα,(6) γι' αὐτὰ τὰ ἴδια ποὺ εἶναι καὶ γίνονται καὶ ποὺ γιὰ τὸν ἑαυτό του μὲ κανένα τρόπο δὲν εἶναι καὶ δὲ γίνεται τίποτα ἀπ' ὅσα ἀναφέρονται σὲ κάποιο ἀπ' αὐτά, ποὺ εἶναι καὶ γίνονται, ἀφοῦ δὲν εἶναι καθόλου κατὰ τὴ φύση τῆς ἴδιας τάξης μὲ κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα.(7) Γιὰ τοῦτο δέχεται πιὸ πολὺ ν' ἀποδίδεται σ' ἐκεῖνον, σὰν συγγενικώτερο πρὸς τὴ φύση του, τὸ μὴ εἶναι, ἐπειδὴ ὑπερβαίνει τὸ εἶναι.(8)
Γιατί —ἂν εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ μᾶς νὰ γνωρίσωμε τὴ διαφορὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν δημιουργημάτων— εἶναι ἀνάγκη ν' ἀποτελῆ θέση γιὰ τὸν πέρ' ἀπὸ τὰ ὄντα ὅ,τι εἶναι ἀφαίρεση γιὰ τὰ ὄντα• κι ἀντίθετα, ὅ,τι ἀποτελεῖ θέση γιὰ τὰ ὄντα, νὰ εἶναι ἀφαίρεση γιὰ τὸν πέρ' ἀπ' αὐτά•(9)καὶ νὰ θεωροῦνται ὅτι εἶναι ἰσχυροὶ γι' αὐτὸν οἱ δυὸ χαρακτηρισμοί• καὶ πάλι, ὅτι κανένας ἀπὸ τοὺς δύο δὲν εἶναι ἰσχυρὸς γι' αὐτὸν —τὸ εἶναι καὶ τὸ μὴ εἶναι, θέλω νὰ πῶ.(10) Εἶναι ἰσχυροὶ κι οἱ δύο, ἐπειδὴ ὁ καταφατικὸς βεβαιώνει ὅτι ὁ Θεὸς ὑπάρχει κατὰ τὸ λόγο ποὺ εἶναι δημιουργὸς τῶν πάντων. Κι ὁ ἀποφατικὸς ἀποφάσκει, κατὰ τὸ λόγο τῆς ὑπερβατικότητας τοῦ εἶναι τοῦ Θεοῦ πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα.(11) Καὶ πάλι ὅμως, δὲν εἶναι, κανένας ἰσχυρὸς γι' αὐτόν, γιατί κανένας δὲν παριστάνει ἐκεῖνον, ποὺ ζητοῦμε τί εἶναι σύμφωνα μὲ τὴν οὐσία καὶ τὴ φύση του.(12) Γιατί εἶναι φυσικὸ κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα καὶ λεγόμενα κι ἀπὸ τὰ μὴ ὄντα καὶ μὴ λεγόμενα νὰ μὴν εἶναι παραπλήσιο μ' ἐκεῖνο, μὲ τὸ ὁποῖο—εἴτε ὡς ὂν εἴτε ὡς μὴ ὂν— δὲν ἔχει κατὰ τὴ φύση στὸ σύνολό του αἰτιακὸ σύνδεσμο.(13) Γιατὶ εἶναι ἁπλῆ κι ἄγνωστη κι ἀπρόσιτη σ' ὅλους ἡ ὕπαρξή του(14) καὶ ἀνερμήνευτη ὁλότελα καὶ πέρα ἀπὸ κάθε κατάφαση κι ἀπόφαση.(15) Αὐτὰ γιὰ τὸ σημεῖο τοῦτο. Ἀλλὰ ἂς προχωρήσουμε στὸ προκείμενο θέμα τοῦ λόγου μας.
Ὑποσημειώσεις
1. Ὁ ἅγιος Μάξιμος θεωρεῖ ὅτι γιὰ τὴν κατανόηση καὶ ἔκθεση τῶν ὑψηλῶν ἐννοιῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Λειτουργίας εἶναι ἀναγκαία ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ὑψωθῆ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος καὶ τὸ βόρβορο τῶν παθῶν. Καὶ δὲν ἔχει μόνο ἡ κατάσταση ἁμαρτίας ἀνάγκη ἀπὸ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ ἡ κατάσταση ἡ ἐλεύθερη ἀπὸ ἁμαρτία. Ἡ κατανόηση τῶν θείων μυστηρίων δὲν ἐξαρτᾶται μόνο ἀπὸ μιὰ θεωρητικὴ στάση, ἀλλὰ πρώτιστοι ἀπὸ τὴν ἠθικὴ καθαρότητα καὶ τὴ βοήθεια τῆς χάριτος. Ὁ διαποτισμένος ἀπὸ τὸ σαρκικὸ φρόνημα συγκεντρώνει ὁρατὲς πραγματικότητες, τὰ πάθη (Πρὸς Θαλάσσιον 49, P.G. 90, 453 C). Ἡ σωματικὴ ἐπιθυμία τὸν σπρώχνει νὰ προσκολληθῆ μὲ τρόπο ὑπερβολικὸ στὴ σαρκικὴ ἐπιφάνεια τῶν προσώπων καὶ τῶν πραγμάτων καὶ νὰ τοὺς δώση μιὰν ἀποκλειστικὴ σχεδὸν ἀξία. Γιατί αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ δῆ πέρα ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν αὐτή.
2. Ὁ συγγραφέας ἀναγγέλλει ὅτὶ δὲ θὰ ἐξηγήση ὅλες τὶς ἀλήθειες ποὺ ἐκφράζει ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης στὸ ἔργο του «Περὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας» πάνω στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴ Λειτουργία, γιατί δὲν μπορεῖ νὰ φτάση ὣς τὸ ὕψος τῆς διάνοιας ἐκείνου. Θὰ ἀναλύση μόνο τὶς ἰδέες ποὺ μποροῦν νὰ κατανοηθοῦν καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἐπίσης, πρὸς πνευματική τους ἄσκηση. Ἡ διάνοια τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη μπόρεσε νὰ τὶς περιλάβη ὅλες, γιατί ἦταν ἕνας καθρέφτης, ποὺ δὲν ἐμποδιζόταν ἀπὸ καμμιὰ κηλίδα πάθους. Ἐνῶ αὐτός, ὁ συγγραφέας τοῦ ἔργου αὐτοῦ, δὲν ἔχει αὐτὴ τὴν καθαρότητα, γιὰ νὰ μπορέση νὰ τὶς κατανοήση καὶ νὰ τὶς μεταδώση στοὺς ἀναγνῶστες. Φαίνεται ἐδῶ ἡ σεμνότητα καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη τοῦ ἁγίου Μαξίμου.
3. Ἡ πρόταση δὲν πρέπει νὰ γίνη ἀντιληπτὴ μὲ νόημα πανθεϊστικό, ποὺ ταυτίζει μὲ τὸ Θεὸ τὰ ὑποκείμενα ποὺ διανοοῦνται καὶ ὁμιλοῦν καὶ ὅλο τὸ περιεχόμενο τῆς κατανόησης καὶ τῆς διατυπωμένης μετάδοσης. Αὐτὸ προκύπτει ἀπὸ τὴ διάκριση ποὺ ἀκολουθεῖ: Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ νοῦς ἐκείνων ποὺ νοοῦν καὶ τὸ νόημα ἐκείνων ποὺ ἔχουν νοηθῆ, μὲ τὴν ἰδιότητά του τῆς αἰτίας τῆς νόησης ὅλων τῶν ὑποκειμένων καὶ τοῦ περιεχομένου ὅλων τῶν νοήσεων. Εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν ὑποκειμένων ποὺ νοοῦν κι ὅλων τῶν περιεχομένων ποὺ γίνονται νοητὰ σὰν ἀντικείμενα. Εἶναι ἡ αἰτία, ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ ἐδημιούργησε, ἀλλὰ ἐπειδὴ καὶ ὁ ἴδιος εἶναι ὑποκείμενο ποὺ νοεῖ καὶ νόημα ποὺ νοεῖται, νόηση ὑπέρτατη καὶ δημιουργική.Εἶναι τὸ ὑποκείμενο, μὲ τὸ ὁποῖο καὶ κατὰ τὸ ὁποῖο ἔχουν δημιουργηθῆ ὅλα τὰ ὑποκείμενα, καὶ τὸ νόημα ποὺ περιέχει ὅλα τὰ νοήματα, ὅσα ἔλαβαν ὕπαρξη μὲ τὴ δημιουργία.
4. Μὲ τὶς λέξεις αὐτὲς ἐκφράζεται ἡ σύνθεση ἀνάμεσα στὴν ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐνεργητικότητά του μέσα στὴ δημιουργία. Ὁ Θεὸς εἶναι πέρα ἀπὸ τὴ διάκριση ἀνάμεσα στὸ ὑποκείμενο ποὺ ὁμιλεῖ καὶ στὸ ἐκφρασμένο περιεχόμενο, πραγματοποιώντας καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο. Ἔχει ὅμως δημιουργήσει, προκαλεῖ καὶ διατηρεῖ στὴν ὕπαρξη τὴ λειτουργία τοῦ λόγου τοῦ ὑποκειμένου καὶ τὸ περιεχόμενο, στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται τὸ ὑποκείμενο ποὺ ὁμιλεῖ. Δημιουργεῖ, ὑποκινεῖ καὶ διατηρεῖ μέσα στὴν λειτουργία τοῦ ὁμιλεῖν τὸ ὑποκείμενο ποὺ ὁμιλεῖ, καθ' ὅσον Αὐτὸς ἀπευθύνεται σ' αὐτό. Ὁ ἄνθρωπος ὁμιλεῖ, ἐπειδὴ πρέπει ν' ἀπάντηση στὸ Θεό. Ὁ Θεὸς εἶναι ποὺ ὁμιλεῖ πρῶτος καὶ κάθε λόγος προκαλεῖ τὴν ἀπάντηση σὰν δεύτερο λόγο. Σὲ κάθε λόγο, ποὺ ἀπευθύνεται ἀπὸ κάποιον σὲ ἄλλον, περιέχεται ὁ λόγος ἐκείνου σὰν ἀπάντηση, καὶ σὲ κάθε λόγο —ἀπάντηση περιέχεται ὁ λόγος— πρόσκληση, δηλαδὴ ὁ πρῶτος λόγος. Ὁ ἄνθρωπος ὁμιλεῖ, ἐπειδὴ ὀφείλει ν' ἀπαντήση στὸ Θεό, ἐπειδὴ ἔχει δημιουργηθῆ καί διατηρηθῆ ἀπὸ τὸ συνεχῆ λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι μία πρόσκληση.Ἔχοντας μέσα του τὸ λόγο σὰν συνεχῆ ἀπάντηση, ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐπίσης μέσα του τὸ Λόγο σὰν πρόσκληση, τὸ Λόγο ποὺ τὸν προκαλεῖ νὰ ὁμιλῆ ἀπαντῶντας.
5. Τὸ δημιουργημένο ὑποκείμενο δὲ νοεῖ καὶ δὲν ὁμιλεῖ μόνο, καὶ ἡ πραγματικότητα δὲ νοεῖται καὶ δὲ λέγεται μόνο, ἀλλὰ τὸ ὑποκείμενο ἐπὶ πλέον ζῆ• ζῆ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κόσμο. Ἤ, καθ' ὅσον ζῆ τὸν κόσμο, ζῆ τὸν ἑαυτό του. Νοεῖ καὶ ὁμιλεῖ, στὸ μέτρο ποὺ ζῆ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν πραγματικότητα. Ἂν ἡ νόηση καὶ ἡ πράξη τοῦ ὁμιλεῖν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, τὰ νοούμενα καὶ ἐκφραζόμενα περιεχόμενα ἀπὸ τὸ ἄλλο, ἐγγράφωνται μέσα στὴ δημιουργία ἐπάνω σὲ δύο ἐπίπεδα,τὸ ἀγγελικὸ καὶ τὸ ἀνθρώπινο, καί, ἄν μπορῶ νὰ πῶ ὅτι πράγματι ἡ νόηση καὶ τὰ νοούμενα νοήματα ἐπάνω στὰ δύο αὐτὰ ἐπίπεδα εἶναι ἴδια, ἡ ζωὴ ἐγγράφεται μέσα στὴ δημιουργημένη τάξη σὲ περισσότερα ἐπίπεδα οὐσιῶν• στὸ ἀγγελικὸ ἐπίπεδο, στὸ ἐπίπεδο τῶν ψυχοφυσικῶν ὄντων, στὸ ἐπίπεδο τῶν ζώων καὶ τῶν φυτῶν. Καὶ ἡ ζωὴ στὸ καθαρὰ βιολογικὸ καὶ φυτικὸ ἐπίπεδο οὔτε νοεῖ οὔτε αὐτονοεῖται. Μὲ δεδομένο ὅμως ὅτι τὸ βιολογικὸ γίνεται νοητὸ καὶ μετέχει στὴ νόηση στὸ ἐπίπεδο τοῦ ἀνθρώπου, μπορεῖ κανεὶς νὰ πῆ ὅτι μὲ τὸ βιολογικὸ ὄν ἄνθρωπος γίνεται νοητὴ καὶ μετέχει στὴ νόηση ὁλόκληρη ἡ κατηγορία τοῦ βιολογικοῦ.
6. Ὅ,τι εἶναι καὶ γίνεται σὲ ὅλα καὶ μὲ ὅλα ἔχει τὴν αἰτία του, τὸ ὑπόδειγμα καὶ τὸ στήριγμἀ του μέσα στὸ Θεό. Καὶ ὁ Θεὸς κατεβαίνει στὴν κατάσταση ἐκείνου ποὺ ὑπάρχει καὶ γίνεται, γιὰ νὰ κάνη δυνατὴ τὴν ὕπαρξη καὶ τὸ γίνεσθαι ὅλων.
7. Ὁ Θεός, ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ τὴν ὕπαρξη καὶ τὸ γίνεσθαι, γίνεται αἰτία τῆς ὕπαρξης καὶ τοῦ γίνεσθαι γι'αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν καὶ γίνονται καὶ ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του. Γιὰ τὸν ἑαυτό του τὸν ἴδιο δὲν εἶναι οὔτε ὑπάρχων, οὔτε γινόμενος. Ἐὰν ἦταν ἔτσι γιὰ τὸν ἑαυτό του, θὰ βρισκόταν ἐξ αἰτίας τῆς φύσης του αὐτῆς στὸ ἐπίπεδο τῶν κτισμάτων. Μ' αὐτό, ὁ ἅγιος Μάξιμος περνᾶ ἀπὸ τὴν ἰδέα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ μέσα σὲ ὅλα, στὴν ἰδέα τῆς ἀνέκφραστης (ἀποφατικῆς) ὑπερβατικότητας τοῦ Θεοῦ.
8. Γι' αὐτό, εἶναι καταλληλότερη γιὰ τὸ Θεὸ ἡ ἔκφραση «δὲν ὑπάρχει», ἐπειδὴ εἶναι πέρα ἀπὸ τὴν ὕπαρξη. Ὁ ἅγιος Μάξιμος βεβαιώνει ἐδῶ, μὲ σαφήνεια, τὸν ὑπερβατικὸ χαρακτῆρα τοῦ Θεοῦ, υἱοθετῶντας, τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐκφράζεται ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης. Ἀφοῦ συγκέντρωσε στὶς παραπάνω γραμμὲς τὴν καταφατικὴ σκέψη τοῦ Διονυσίου, ποὺ τὴν ἔχει ἀναπτύξει στὸ «Περὶ Θείων Ὀνομάτων», στὶς λέξεις αὐτὲς καὶ σ' ἐκεῖνες ποὺ ἀκολουθοῦν συγκεντρώνει τὴν ἀποφατικὴ σκέψη του.
9. Ἐξηγῶντας γιὰ ποιὸ λόγο ἡ ἔκφραση «μὴ εἶναι» εἶναι καταλληλότερη γιὰ τὸ Θεό, ὁ ἅγιος Μάξιμος δηλώνει ὅτι γενικὰ ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ στὰ δημιουργήματα βρίσκεται στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ βεβαίωση ἐκείνου ποὺ εἶναι πέρ' ἀπὸ τὴν ὕπαρξη σημαίνει τὴν ἄρνηση ἐκείνων ποὺ ὑπάρχουν καὶ ἡ βεβαίωση ἐκείνων ποὺ ὑπάρχουν σημαίνει τὴν ἄρνηση ἐκείνου ποὺ εἶναι πέρ' ἀπὸ τὴν ὕπαρξη.
10. Οἱ παραπάνω γραμμὲς ἔδιναν τὴν ἐντύπωση ὅτι αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν καὶ ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ τὴν ὕπαρξη ἀλληλοαποκλείονται μὲ ριζικὸ τρόπο. Τώρα ὁ ἅγιος Μάξιμος παραλλάσσει τὴ σκέψη του• ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ γίνη νοητὸς οὔτε ὡς ὑπάρχων κυριολεκτικὰ οὔτε ὡς μὴ ὑπάρχων κυριολεκτικά. Τόσο ἡ ὕπαρξη, ὅσο καὶ ἡ ἀνυπαρξία του, μποροῦν νὰ νοηθοῦν κυριολεκτικά, μποροῦν ὅμως καὶ νὰ μὴ νοηθοῦν. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἁπλᾶ μὴ ὑπάρχων. Ἡ ἀνυπαρξία του δὲν μπορεῖ νὰ νοηθῆ ἔτσι, ὅπως θὰ νοοῦσε κανένας τὴν ἀνυπαρξία τῶν κτισμάτων. Οὔτε ὅμως καὶ ἡ ὕπαρξή του μπορεῖ νὰ νοηθῆ ὅπως ἡ ὕπαρξη τῶν κτισμάτων. Ὑπάρχει ἕνας ἀλληλοαποκλεισμος ἀνάμεσα στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὑπάρχει ὁ Θεὸς καὶ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὑπάρχουν τὰ κτίσματα, ὄχι ὅμως κι ἀνάμεσα στὸ γεγονὸς ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεὸς καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι ὑπάρχει ὁ κόσμος. Ὁ ἅγιος Μάξιμος, ὅπως ἐπίσης κι ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ὀνομάζοντας τὰ κτίσματα «τὰ ὄντα», δείχνει μ’ αὐτὸ ὅτι ὁ χαρακτηρισμὸς «ὁ ὤν» δὲν εἶναι ὁ πιὸ κατάλληλος γιὰ τὸ Θεό. Ἀπ' τὸ ἄλλο μέρος, ὀνομάζοντας τὸ Θεὸ «ἐκεῖνος ποὺ ὑπάρχει ἀληθινά», (ὁ ὄντως ὤν), δείχνει ὅτι δὲν μπορεῖ κανεὶς ν' ἀρνηθῆ στὸ Θεὸ τὴν ὕπαρξη. Ἡ μὴ-ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ σὲ σχέση μὲ τὶς ὑπάρξεις, «τὰ ὄντα», σημαίνει περισσότερο τὴν «ὄντως οὖσαν ὕπαρξιν» ἢ τὴν ὑπέρ-ὕπαρξη, μιὰ ὕπαρξη καθ' ἑαυτὴ καὶ ἀνεξάντλητη. Ὁ Θεὸς ἐκπροσωπεῖ τὸ μυστήριο τῆς κατ' ἐξοχὴν ὕπαρξης, ἐκείνης ποὺ ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ τὴ βιώσωμε οὔτε νὰ τὴν ἀντιληφθοῦμε, μιᾶς ὕπαρξης πού, στὸ μέτρο ποὺ διαφοροποιεῖται ἐξαιτίας τοῦ ἀβυσσαλέου χαρακτῆρα της ἀπὸ τὴ δική μας ὕπαρξη, διαφοροποιεῖται συνάμα ἀπὸ αὐτὴ μὲ τρόπο ποιοτικὸ καὶ μπορεῖ ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ νὰ ὀνομαστῆ «μή-ὕπαρξη».
11. Ὁ ἅγιος Μάξιμος καθορίζει, πρῶτα - πρῶτα, τὴν ἰδιαίτερη ἔννοια ποὺ ἔχει ἡ ὕπαρξη καὶ ἡ μή-ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, σχετίζοντάς τον μὲ τὰ κτίσματα. Ὁ Θεὸς εἶναι «ὑπάρχων» μὲ ἰδιαίτερη ἔννοια, ἀφοῦ εἶναι ἡ αἰτία τῆς ὕπαρξης τῶν κτισμάτων καὶ εἶναι«μὴ ὑπάρχων», καθόσον πρέπει νὰ ἀρνηθοῦμε ὅτι εἶναι ἡ αἰτὶα τῶν κτισμάτων, γιατί, ἐξ ἄλλου, ξεπερνᾶ τὴν ἰδιότητα αὐτή. Ἀπὸ τὸ ἰδιαίτερο νόημα ποὺ ἔχει ἡ ὕπαρξη καὶ ἡ μή-ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ δὲν προκύπτει ἀντίθεση ἀνάμεσα στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ μή-ὕπαρξή του ἢ ἀποδυνάμωση καθεμιᾶς ἀπ' αὐτές, παρὰ ἕνα ξεπέρασμα τῆς ἔννοιας, ποὺ ἔχει ἡ ὕπαρξη τῶν κτισμάτων, δίχως χωρισμὸ ἀπ' αὐτήν. Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει χωρὶς περιστροφὴ ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης: «δέον... μὴ οἴεσθαι τὰς ἀποφάσεις ἀντικειμένας εἶναι ταῖς καταφάσεσιν (Περὶ Μυστικῆς Θεολογίας P.G. 3, 1000).
12. Περνῶντας στὸν προσδιορισμὸ τοῦ μὴ ἰδιαίτερου νοήματος ποὺ ἔχει ἡ ὕπαρξη καὶ ἡ μὴ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ὁ ἅγιος Μάξιμος δείχνει ἀκόμα πιὸ ἀνάγλυφα τὴν ὑπερβατικότητα ποὺ χαρακτηρίζει τὴ θεία ὕπαρξη. Μήτε ἡ ἔννοια «ὕπαρξη» μήτε ἡ ἔννοια «μὴ ὕπαρξη» εἶναι σὲ κυριολεκτικὸ νόημα κατάλληλη γιὰ τὸ Θεό, γιατί καμμιὰ ἀπ' αὐτὲς δέ μᾶς παρουσιάζει τὴν πραγματικότητα τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ σύμφωνα μὲ τὴν οὐσία καὶ τὴ φύση του. Ὁ Θεὸς ξεπερνᾶ ὄχι μονάχα τὶς βεβαιωτικὲς (καταφατικές) ἀλλ' ἀκόμα καὶ τὶς ἀρνητικὲς (ἀποφατικές) κατηγορίες μας, παρόλο ποὺ αὐτὸ δὲ σημαίνει ἀποδυνάμωση τῆς ἀποφατικότητας σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὸ Θεό.
13. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἔχει δείξει παραπάνω τὸν ὑπερβατικό, ἀποφατικὸ χαρακτῆρα τοῦ Θεοῦ, σὲ γενικὲς γραμμὲς σύμφωνα μὲ τὸ Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη, ἀλλὰ μ' ἕνα προσωπικὸ τρόπο. Προσωπικὴν αἰτιολόγηση τῆς ἀποφατικῆς αὐτῆς ὑπερβατικότητας δίνει καὶ στὸ σημεῖο ποὺ ὑπομνηματίζομε τώρα, μὲ τὴν ἰδέα ὅτὶ δὲν μποροῦμε ν'ἀποδώσωμε στὸ Θεὸ κανένα χαρακτηριστικὸ φυσικῆς αἰτίας, ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ὕπαρξη τῶν κτισμάτων. Οὔτε ἡ ὕπαρξη, οὔτε ἡ μὴ ὕπαρξη τῶν κτισμάτων συνδέεται μὲ τὸ Θεὸ μὲ κάποιο φυσικὸ τρόπο. Δὲν αἰτιολογεῖ μὲ τρόπο φυσικὸ ἢ ἀναγκαῖο οὔτε τὴν ὕπαρξη, οὔτε τὴ μὴ ὕπαρξη τῶν κτισμάτων. Γενικά, ἡ ὕπαρξη ἢ ἡ μὴ ὕπαρξη δὲν ἔχει τὴ σημασία μιᾶς φυσικῆς ἢ ἀναγκαίας αἰτίας ἐπάνω σ'αὐτόν. Γι' αὐτό, δὲν μποροῦμε νὰ καθορίσωμε τὸ Θεό, ξεκινῶντας ἀπὸ μία αἰτία ἢ ἕνα ὁποιοδήποτε ἀποτέλεσμα. Ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ δημιουργήση ἀποτελέσματα μὲ τρόπο ἐλεύθερο, ἀλλὰ ἡ οὐσία καὶ ἡ ὕπαρξή του εἶναι ἀπεριόριστα διαφοροποιημένες ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα αὐτά. Δὲν μποροῦμε νὰ ἐντάξωμε τὸ Θεὸ σὲ κάποιο σύστημα κατὰ τὸν τύπο τῶν πανθεϊστικῶν φιλοσοφικῶν συστημάτων. Αὐτὸ τὸ νόημα τῆς ὑπερβατικότητας τοῦ Θεοῦ ὑπονοεῖ τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία Του.
14. Ἀπὸ ὅσα ἐλέχθηκαν προκύπτει μὲ φυσικὸ τρόπο ὁ χαρακτῆρας ὁ «ἀκατανόητος» καὶ «ἀνεξήγητος» ποὺ ἔχει ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἔτσι «ἀπρόσιτος» στὸ δημιούργημα, παραιτημένο στὶς δυνατότητές του. Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Μάξιμος θέτει μπροστὰ ἀπ' αὐτὲς τὶς ἀπόψεις γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄποψη τῆς «ἁπλότητας». Μέσα στὸ Θεὸ ὅλες οἱ ἀπόψεις τῆς πραγματικότητας ἑνώνονται. Ἡ ἁπλότητά του εἶναι ἡ πηγὴ τῶν διαφοροποιήσεων τῆς δημιουργίας. Ξεπερνᾶ ὅλες τὶς γνωστικὲς κατηγορίες μας, βεβαιωτικὲς καὶ ἀρνητικές. Εὐθὺς μόλις πᾶμε νὰ τοῦ δώσωμε ἕνα ἢ περισσότερα ὀνόματα, φανερώνεται ἡ ἀνεπάρκεια ὅλων τῶν ὀνομάτων. Γιατί ὁ Θεὸς εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε διαφοροποιημένη συνύπαρξη ἰδιοτήτων καὶ πέρα ἀπὸ κάθε ἀριθμὸ ἰδιοτήτων.
15. Σ' αὐτὲς τὶς λέξεις ὁ ἅγιος Μάξιμος συνοψίζει κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη (Περὶ Μυστικῆς Θεολογίας P. G. 3, 1033) τὴ διδασκαλία γιὰ τὴν ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ,ποὺ ἔχει ἐκτεθῆ στὴν τελευταία παράγραφο τῆς εἰσαγωγῆς τῆς «Μυσταγωγίας».
Πηγή:myriobiblos και paterikiorthodoxia
Αρχαίο κείμενο
Εισαγωγὴ - Σχόλια: πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Στανιλοάε,
Μετάφραση: Ἰγνάτιος Σακαλὴς.
ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1997.
Περιεχόμενα
- Προοίμιο
- A'. Πῶς καὶ μὲ ποιὸ τρόπο ἡ ἅγια Ἐκκλησία εἶναι εἰκόνα καὶ τύπος τοῦ Θεοῦ
- Β'. Γύρω ἀπὸ τὸ πῶς καὶ μὲ ποιὸ τρόπο ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ εἶναι εἰκόνα τοῦ κόσμου τοῦ συγκροτημένου ἀπὸ ὁρατὲς κι ἀόρατες ὀντότητες
- Γ'. Ὅτι ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ εἶναι εἰκόνα καὶ μόνον τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου
- Δ'. Πῶς καὶ μὲ ποιὸ τρόπο γίνεται ἡ συμβολικὴ ἀπεικόνιση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ εἰκονισμὸς τῆς Ἐκκλησίας σὰν ἀνθρώπου ἀπ' αὐτὸν
- Ε'. Πῶς καὶ μὲ ποιὸ τρόπο πάλι ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ εἶναι εἰκόνα καὶ τύπος τῆς ψυχῆς καθ' ἑαυτὴ
- Στ'. Πῶς καὶ μὲ ποιὸ τρόπο λέγεται ἄνθρωπος καὶ ἡ ἁγία Γραφὴ
- Ζ'. Πῶς ὁ κόσμος λέγεται ἄνθρωπος καὶ πῶς ὁ ἄνθρωπος κόσμος
- Η'. Τί συμβολίζει ἡ πρώτη εἴσοδος τῆς ἁγίας σύναξης καὶ τί ὅσα τελοῦνται ἐπειτ' ἀπ' αὐτὴ
- Θ'. Τί φανερώνει καὶ ἡ εἴσοδος τοῦ λαοῦ μέσα στὴν ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ
- Ι'. Τί συμβολίζουν τὰ θεῖα ἀναγνώσματα
- ΙΑ'. Τί συμβολίζουν τὰ θεῖα ψάλματα
- ΙΒ'. Ποιὰ σημασία ἔχουν οἱ ἀναφωνήσεις πρὸς τὴν εἰρήνη
- ΙΓ'. Τίνος καθενὸς χωριστὰ εἶναι σύμβολο ἡ ἀνάγνωση τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου καὶ οἱ μυστικὲς εὐχὲς ἔπειτ' ἀπ' αὐτὴ
- ΙΔ'. Τίνος σύμβολο εἶναι καὶ στὴ γενικὴ σημασία της ἡ θεία ἀνάγνωση τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου
- ΙΕ'. Τίνος σύμβολο εἶναι τὸ κλείσιμο τῶν θυρῶν τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας, ποὺ γίνεται μετὰ τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο
- ΙΣτ'. Τί σημαίνει ἡ εἴσοδος τῶν Ἁγίων Μυστηρίων
- ΙΖ'. Τίνος σύμβολο εἶναι ὁ θεῖος ἀσπασμὸς
- ΙΗ'. Τί σημαίνει τὸ θεῖο σύμβολο τῆς πίστεως
- ΙΘ'. Τί σημαίνει ἡ δοξολογία τοῦ Θεοΰ μὲ τὸν Τρισάγιο ὕμνο
- Κ'. Τίνος σύμβολο εἶναι ἡ ἁγία Προσευχὴ τοῦ «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς»
- ΚΑ'. Τί σημαίνει τὸ τέλος τῶν ὕμνων τῆς μυστικῆς λατρείας «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος» καὶ τὰ λοιπὰ
- ΚΒ'. Πῶς καὶ μὲ ποιὸ τρόπο καὶ ἡ ψυχὴ καθ’ ἑαυτὴ θεωρεῖται μὲ ὅσα εἰπώθηκαν ὅτι θεοποιεῖ καὶ τελειοποιεῖ τὸν καθένα χωριστὰ
- ΚΓ'. Ἡ πρώτη εἴσοδος τῆς ἁγίας σύναξης εἶναι σύμβολο τῶν ψυχικῶν ἀρετῶν
- ΚΔ'. Ποιὰ μυστήρια ἐνεργεῖ κι ἀποτελειώνει μὲ ὅσα τελοῦνται κατὰ τὴν ἁγία σύναξη ἀνάμεσα στοὺς πιστούς, ποὺ μὲ πίστη συναθροίζονται, ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ παραμένει
- Ἀνακεφαλαίωση
Προοίμιο
Πῶς γίνεται ὁ σοφὸς σοφώτερος, ὅταν λάβη κάποια ἀφορμή, καὶ πῶς ὁ δίκαιος προκόβει στὴ γνώση, ὅταν μάθη, ὅπως ἀναφέρει ἡ θεία Παροιμία, σὺ ὁ ἴδιος, πιὸ σεβαστέ μου ἀπ' ὅλους, μοῦ ἔδειξες ὁλοκάθαρα μέσα στὴν ἴδια μου τὴν ἐμπειρία. Μοῦ ἔμαθες ἔμπρακτα ὅσα μὲ σοφία ὑποδηλώνει ὁ θεῖος λόγος. Μὲ ἄκουσες νὰ ἐκθέτω κάποτε, ὅπως μποροῦσα, ἐπιτροχάδην, μιὰ ἐπιτομὴ τῶν θαυμαστῶν μυστικῶν θεωριῶν ἑνὸς ἄλλου μεγάλου γέροντα, μὲ ἀληθινὴ σοφία στὰ θεῖα, σχετικὰ μὲ τὴν ἁγία Ἐκκλησία καὶ τὴν ἁγία σύναξη, ποὺ πραγματοποιεῖται σ' αὐτή. Καὶ περισσότερο ἀπὸ ὅσο ὁ δάσκαλος ἀπὸ τὸ μαθητή, μοῦ ἐζητοῦσες ἀμέσως μὲ ἐπιμονὴ νὰ σοῦ κάνω γραφτὴ ὅλων αὐτῶν τὴν ἔκθεση. Ἤθελες νὰ ἔχης τὸ γραφτὸ σὰν ἀντιφάρμακο τῆς λήθης καὶ τῆς μνήμης ἐνισχυτικό, ἐπειδή, ἔλεγες, βρίσκει στὸ χρόνο αὐτὴ τὸ φυσικό της δαμαστή. Ἀνεπαίσθητα, ἔλεγες, μὲ τὴν παρέμβαση τῆς λήθης, μπορεῖ αὐτὸς ν' ἀφαιρέση τοὺς τύπους καὶ τὶς εἰκόνες ὅποιου μέσα μας βρίσκεται καλοῦ. Γι' αὐτὸ ἔχει ἀνάγκη ἡ μνήμη ὁπωσδήποτε ἀπὸ ἕνα μέσο νὰ τὴν ἀνανεώνη, τὸ μέσο ἐκεῖνο πού, φυλάγοντας παντοτινὰ ἀκμαία τὴ δύναμη τοῦ λόγου, ἔχει ἀπὸ τὴ φύση του τὴν ἰδιότητα νὰ συντηρῆ τὴ μνήμη ἀνεπηρέαστη κι ἀπαραμείωτη. Πόσο τώρα εἶναι σοφώτερο, ἀπὸ τὴν ἁπλῆ ἀκρόαση, νὰ ἐπιζητῆς καὶ τὴ μόνιμη ἐξασφάλιση ὅσων ἄκουσες, τὸ ξέρει βέβαια κάθε ἄνθρωπος, ποὺ λίγο μόνο νοιάζεται γιὰ τὴ λογικὴ εὐγένειά του καὶ δὲν εἶναι ὁλότελα ξένος ἀπὸ τὴν οἰκειότητα μὲ τὸ λόγο.
Κι ἐγὼ δίσταζα στὴν ἀρχή, θέλοντας ν' ἀποφύγω —θὰ σᾶς πῶ τὴν ἀλήθεια— τὸ ζήτημα τοῦ λόγου. Ὄχι πὼς δὲν ἤθελα, ἀγαπημένοι μου, νὰ σᾶς προσφέρω μὲ κάθε τρόπο κατὰ τὴ δύναμή μου ὅ,τι ποθούσατε. Μοῦ ἔλειπε ἡ χάρη, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ τοῦτο τοὺς ἂξιους• κι ἀκόμα δὲν εἶχα τὴν ἐμπειρία τῆς τέχνης ποὺ ἀπαιτεῖται καὶ τῆς τριβῆς μὲ τὸ λόγο. Εἶχα ζήσει στὴν ἀφάνειά μου κι ἤμουν ὁλότελα ἀμύητος στὴν τέχνη τῶν λόγων, ποὺ ὅλη τους ἡ χάρη βρίσκεται στὴν ἀπαγγελία τους μόνο κι εἶναι μεγάλη χαρὰ τῶν πολλῶν νὰ προσδιορίζουν τὴν ἀκουστικὴ ἡδονή τους κι ἄς μὴν ὑπάρχη πολλὲς φορὲς στὸ βάθος τίποτα ποὺ ν' ἀξίζη. Φοβόμουν ἀκόμα —γιὰ νὰ πῶ τὸ πιὸ σπουδαῖο καὶ τὸ πιὸ ἀληθινὸ— μήπως μὲ τὴ μηδαμινότητα τοῦ λόγου μου προσβάλω τὸν ὑψηλὸ καὶ λόγο καὶ στοχασμὸ τοῦ μακαριστοῦ ἐκείνου γέροντα. Ὑποχώρησα ὅμως ἀργότερα στὴν ὁρμὴ τῆς ἀγάπης, ποὺ εἶναι ἀπ' ὅλα πιὸ δυνατή, καὶ δέχθηκα θεληματικὰ τὴν ἐντολή της. Προτίμησα νὰ μὲ περιγελάσουν οἱ δύσκολοι ἐξαιτίας τῆς ὑπακοῆς μου γιὰ τὸ θράσος καὶ τὴν ἀπαιδευσία μου, παρὰ νὰ νομίσετε σεῖς ὅτι, μὲ τὴν ἀναβολή μου, δὲ θέλω νὰ σᾶς βοηθήσω μὲ ὅλη τὴν προθυμία μου σὲ κάθε καλό. Τὴ φροντίδα γιὰ τὸ πῶς θὰ μιλήσω τὴν ἄφησα στὸ Θεό, ποὺ εἶναι ὁ μοναδικὸς ποὺ θαυματουργεῖ καὶ ποὺ βάζει στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου τὴ γνώση καὶ δυναμώνει τὴ γλῶσσα τῶν μουγγῶν, βρίσκει διέξοδο στὰ ἀδιέξοδα, σηκώνει τὸν πεσμένο ἀπὸ τὸ πέσιμό του καὶ τὸ φτωχὸ τὸν ὀρθώνει ἀπὸ τὴν κόπρο του, ἐννοῶ τὸ σαρκικὸ φρόνημα καὶ τὸ δύσοσμο βοῦρκο τῶν παθῶν. Ἀπ' αὐτὸ σηκώνει ὅποιον ἒχει ταπεινὴ ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του κι εἶναι φτωχὸς ἀπὸ κακία καὶ ἄπορος ἀπὸ διάθεση πρὸς αὐτήν. Ἤ, ἀντίθετα, ρίχνει αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀκόμα πλεγμένος στὸ νόμο τῆς σάρκας καὶ στὰ πάθη καὶ γι' αὐτὸ εἶναι φτωχὸς κι ἄπορος τῆς χάρης, ποὺ φέρνει ἡ ἀρετὴ κι ἡ γνώση.(1)
Ὁ πανάγιος κι ἀληθινὰ θεοφάντωρ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης στὴν πραγματεία του γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ Ἱεραρχία ἔχει συλλάβει κι ἐξηγήσει ἀντάξια στὴ μεγαλωσύνη τοῦ νοῦ του τὰ σύμβολα ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὴν τελετὴ τῆς ἁγίας σύναξης. Γι' αὐτὸ πρέπει νὰ ἔχωμε ὑπ' ὄψη ὅτι ὁ λόγος μας δὲν ἐκθέτει τὰ ἴδια πράγματα, οὔτε προχωρεῖ ἀπὸ τοὺς ἲδιους δρόμους. Ἀποτελεῖ τόλμημα καὶ θράσος καὶ πλησιάζει τὴν ἀνοησία νὰ θελήση κανένας νὰ δοκιμασθῆ στὰ ἴδια μ' ἐκεῖνον, ἐνῷ δὲν μπορεῖ νὰ εἰσχωρήση σ' αὐτὰ καὶ νὰ τὰ κατανοήση. Κι ἀκόμα νὰ προβάλη σὰν δικά του ἐπιτεύγματα, ὅσα μυστήρια φανερώθηκαν θεϊκὰ σ' ἐκεῖνον μονάχα μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος. Θὰ ἐκτεθοῦν ἐδῶ ὅσα, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι τὰ ἔχει ἐκεῖνος φιλάνθρωπα περιλάβει στὴν ἔκθεσή του, ἔχουν οἱ ἄλλοι ἀπὸ θέληση τοῦ Θεοῦ παραλείψει νὰ ἐκθέσουν καὶ νὰ γυμνάσουν ἔτσι κατὰ τὴν ἐπιθυμία τους τὴν ἴδια τους διάθεση γιὰ τὰ θεῖα• κι ἐκεῖνα, μὲ τὰ ὁποῖα γίνεται γνωστὴ σ' ἐμᾶς, σύμμετρα νοημένη, ἡ ὁλόφεγγη ἀκτινοβολία τῶν τελουμένων καί, πιασμένους στὸ δίχτυ τοῦ πόθου της, μᾶς κρατάει κοντά της. Τοῦτο γιὰ νὰ μὴ μείνουν ὁλότελ' ἀργοὶ οἱ μεταγενέστεροι καθ' ὅλη τὴ χρονικὴ διάρκεια τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἐπειδὴ δὲ θὰ ἔχουν τὸ λόγο ποὺ μισθώνει στὴν καλλιέργεια τῆς θείας ἐκείνης ἀμπέλου, στὴν πνευματικὴ ἐργασία μέσα στὴν πνευματικὴ ἄμπελο, καὶ ἐπιστρέφει τὸ πνευματικὸ δηνάριο τῆς θεϊκῆς κι ἀληθινὰ βασιλικῆς εἰκόνας, συλημένο στὴν αὐγὴ τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸν πονηρὸ μὲ ἀπάτη κατὰ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς.
Δὲν ὑπόσχομαι ἀκόμα ὅτὶ θὰ ἐκθέσω μὲ τὴ σειρά, ὅλὰ ὅσα εἶδε στὴ μυστικὴ θεωρία του ὁ μακάριος γέροντας,(2) οὔτε τοὺς ἴδιους τοὺς λόγους του, ὅπως τοὺς ἐννοεῖ ὁ ἴδιος κι ὅπως τοὺς διατύπωσε. Ἐκεῖνος ἦταν φιλόσοφος καὶ δάσκαλος ὅλης τῆς σοφίας, ποὺ ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀρετὴ καὶ τὴ μακρόχρονη καὶ συστηματική του ἀπασχόληση καὶ τριβὴ μὲ τὰ θεῖα, ἀπελευθέρωσε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ὕλης κι ἀπὸ τὶς φαντασίες, ποὺ αὐτὴ προξενεῖ. Ἦταν τὸ πνεῦμα του δίκαια λουσμένο στὶς θεϊκὲς λάμψεις καὶ γι' αὐτὸ μποροῦσε ν’ ἀντικρύζη κατάματα ὅσα δὲ βλέπουν οἱ πολλοὶ κι ὁ λόγος του ἦταν ἀκριβέστατος ἐξηγητὴς τῶν στοχασμῶν του. Σὰν τὸν καθρέφτη, ποὺ δὲν τὸν σκοτεινιάζει ἡ κηλίδα κανενὸς πάθους κι ἔχει τὴ δύναμη νὰ κρατήση καὶ ν' ἀποκαλύψη γνήσια ὅσα οἱ ἄλλοι μήτε νὰ στοχαστοῦνε δὲν μποροῦν. Κι ἔτσι μποροῦσαν οἱ ἀκροατὲς νὰ βλέπουν ὅλο τὸ νοῦ πάνω στὸ ὄχημα τοῦ λόγου• νὰ παρουσιάζωνται ὅλα ὅσα νοήθηκαν ὁλοκάθαρα μὲ ὅλο τὸ νόημά τους καὶ νὰ τὰ δέχονται μεταφερμένα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ λόγου. Θὰ σᾶς ἐκθέσω ὅσα διασώζει ἡ μνήμη μου κι ὅσο μπορεῖ ἡ σκέψη μου νὰ παρακολουθήση θαμπὰ κι ἀκόμα πιὸ θαμπὰ ὁ λόγος μου νὰ διατυπώση. Θὰ μιλήσω ὅμως μ' εὐλάβεια, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ ρίχνει φῶς στὰ σκοτεινά. Καὶ δὲν πρέπει, θαρρῶ, νὰ νομίζετε, σεῖς ποὺ γνωρίζετε νὰ κρίνετε ὀρθά, ὅτι κατ' ἄλλο τρόπο καὶ σκέφτομαι κι ἔχω τὴ δυνατότητα νὰ μιλῶ ἀπὸ ὅ,τι μπορῶ πραγματικὰ νὰ σκέφτωμαι καὶ νὰ λέγω κι ἀπ' ὅ,τι δίνει ἡ θεία χάρη
σύμφωνα μὲ τὴ δύναμη, ποὺ κατὰ πρόνοια μοῦ ἀναλογεῖ, ἀκόμα κι ἂν ἐκεῖνος, πού μοῦ παράδωσε τὰ μυστικὰ αὐτὰ κι ἔγινε δάσκαλός μου, φτάνη σὲ ὕψος ἀφάνταστο. Τὸ νὰ ζητῆς ἴσο ἀποτέλεσμα ἀπὸ κείνους, ποὺ δὲν εἶναι ἴσοι στὴν ἀρετὴ καὶ τὴ γνώση, δὲν ἀπέχει, νομίζω, ἀπὸ τὴν προσπάθεια μερικῶν νὰ δείξουν, ὅτι ἡ σελήνη φωτίζει ἴδια μὲ τὸν ἥλιο κι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ποὺ βιάζουν, ὅσα δὲν εἶναι ἴδια σὲ ὅλα, νὰ συμφωνήσουν σὲ ὅλα μεταξύ τους. Πρᾶγμα ἀδύνατο κι ἀκατόρθωτο.
Ἂς προηγῆται ὁ Θεὸς σὲ ὅσα λέμε καὶ σκεφτόμαστε, ὁ μοναδικὸς νοῦς ὅσων νοοῦν καὶ ὅσων νοοῦνται,(3) ὁ λόγος ὅσων λέγουν καὶ ὅσων λέγονται,(4) ἡ ζωὴ ὅσων ζοῦνε κι ὅσων ζωοποιοῦνται,(5) ποὺ εἶναι καὶ γίνεται τὰ πάντα γιὰ τὰ πάντα,(6) γι' αὐτὰ τὰ ἴδια ποὺ εἶναι καὶ γίνονται καὶ ποὺ γιὰ τὸν ἑαυτό του μὲ κανένα τρόπο δὲν εἶναι καὶ δὲ γίνεται τίποτα ἀπ' ὅσα ἀναφέρονται σὲ κάποιο ἀπ' αὐτά, ποὺ εἶναι καὶ γίνονται, ἀφοῦ δὲν εἶναι καθόλου κατὰ τὴ φύση τῆς ἴδιας τάξης μὲ κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα.(7) Γιὰ τοῦτο δέχεται πιὸ πολὺ ν' ἀποδίδεται σ' ἐκεῖνον, σὰν συγγενικώτερο πρὸς τὴ φύση του, τὸ μὴ εἶναι, ἐπειδὴ ὑπερβαίνει τὸ εἶναι.(8)
Γιατί —ἂν εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ μᾶς νὰ γνωρίσωμε τὴ διαφορὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν δημιουργημάτων— εἶναι ἀνάγκη ν' ἀποτελῆ θέση γιὰ τὸν πέρ' ἀπὸ τὰ ὄντα ὅ,τι εἶναι ἀφαίρεση γιὰ τὰ ὄντα• κι ἀντίθετα, ὅ,τι ἀποτελεῖ θέση γιὰ τὰ ὄντα, νὰ εἶναι ἀφαίρεση γιὰ τὸν πέρ' ἀπ' αὐτά•(9)καὶ νὰ θεωροῦνται ὅτι εἶναι ἰσχυροὶ γι' αὐτὸν οἱ δυὸ χαρακτηρισμοί• καὶ πάλι, ὅτι κανένας ἀπὸ τοὺς δύο δὲν εἶναι ἰσχυρὸς γι' αὐτὸν —τὸ εἶναι καὶ τὸ μὴ εἶναι, θέλω νὰ πῶ.(10) Εἶναι ἰσχυροὶ κι οἱ δύο, ἐπειδὴ ὁ καταφατικὸς βεβαιώνει ὅτι ὁ Θεὸς ὑπάρχει κατὰ τὸ λόγο ποὺ εἶναι δημιουργὸς τῶν πάντων. Κι ὁ ἀποφατικὸς ἀποφάσκει, κατὰ τὸ λόγο τῆς ὑπερβατικότητας τοῦ εἶναι τοῦ Θεοῦ πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα.(11) Καὶ πάλι ὅμως, δὲν εἶναι, κανένας ἰσχυρὸς γι' αὐτόν, γιατί κανένας δὲν παριστάνει ἐκεῖνον, ποὺ ζητοῦμε τί εἶναι σύμφωνα μὲ τὴν οὐσία καὶ τὴ φύση του.(12) Γιατί εἶναι φυσικὸ κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα καὶ λεγόμενα κι ἀπὸ τὰ μὴ ὄντα καὶ μὴ λεγόμενα νὰ μὴν εἶναι παραπλήσιο μ' ἐκεῖνο, μὲ τὸ ὁποῖο—εἴτε ὡς ὂν εἴτε ὡς μὴ ὂν— δὲν ἔχει κατὰ τὴ φύση στὸ σύνολό του αἰτιακὸ σύνδεσμο.(13) Γιατὶ εἶναι ἁπλῆ κι ἄγνωστη κι ἀπρόσιτη σ' ὅλους ἡ ὕπαρξή του(14) καὶ ἀνερμήνευτη ὁλότελα καὶ πέρα ἀπὸ κάθε κατάφαση κι ἀπόφαση.(15) Αὐτὰ γιὰ τὸ σημεῖο τοῦτο. Ἀλλὰ ἂς προχωρήσουμε στὸ προκείμενο θέμα τοῦ λόγου μας.
Ὑποσημειώσεις
1. Ὁ ἅγιος Μάξιμος θεωρεῖ ὅτι γιὰ τὴν κατανόηση καὶ ἔκθεση τῶν ὑψηλῶν ἐννοιῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Λειτουργίας εἶναι ἀναγκαία ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ὑψωθῆ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος καὶ τὸ βόρβορο τῶν παθῶν. Καὶ δὲν ἔχει μόνο ἡ κατάσταση ἁμαρτίας ἀνάγκη ἀπὸ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ ἡ κατάσταση ἡ ἐλεύθερη ἀπὸ ἁμαρτία. Ἡ κατανόηση τῶν θείων μυστηρίων δὲν ἐξαρτᾶται μόνο ἀπὸ μιὰ θεωρητικὴ στάση, ἀλλὰ πρώτιστοι ἀπὸ τὴν ἠθικὴ καθαρότητα καὶ τὴ βοήθεια τῆς χάριτος. Ὁ διαποτισμένος ἀπὸ τὸ σαρκικὸ φρόνημα συγκεντρώνει ὁρατὲς πραγματικότητες, τὰ πάθη (Πρὸς Θαλάσσιον 49, P.G. 90, 453 C). Ἡ σωματικὴ ἐπιθυμία τὸν σπρώχνει νὰ προσκολληθῆ μὲ τρόπο ὑπερβολικὸ στὴ σαρκικὴ ἐπιφάνεια τῶν προσώπων καὶ τῶν πραγμάτων καὶ νὰ τοὺς δώση μιὰν ἀποκλειστικὴ σχεδὸν ἀξία. Γιατί αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ δῆ πέρα ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν αὐτή.
2. Ὁ συγγραφέας ἀναγγέλλει ὅτὶ δὲ θὰ ἐξηγήση ὅλες τὶς ἀλήθειες ποὺ ἐκφράζει ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης στὸ ἔργο του «Περὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας» πάνω στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴ Λειτουργία, γιατί δὲν μπορεῖ νὰ φτάση ὣς τὸ ὕψος τῆς διάνοιας ἐκείνου. Θὰ ἀναλύση μόνο τὶς ἰδέες ποὺ μποροῦν νὰ κατανοηθοῦν καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἐπίσης, πρὸς πνευματική τους ἄσκηση. Ἡ διάνοια τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη μπόρεσε νὰ τὶς περιλάβη ὅλες, γιατί ἦταν ἕνας καθρέφτης, ποὺ δὲν ἐμποδιζόταν ἀπὸ καμμιὰ κηλίδα πάθους. Ἐνῶ αὐτός, ὁ συγγραφέας τοῦ ἔργου αὐτοῦ, δὲν ἔχει αὐτὴ τὴν καθαρότητα, γιὰ νὰ μπορέση νὰ τὶς κατανοήση καὶ νὰ τὶς μεταδώση στοὺς ἀναγνῶστες. Φαίνεται ἐδῶ ἡ σεμνότητα καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη τοῦ ἁγίου Μαξίμου.
3. Ἡ πρόταση δὲν πρέπει νὰ γίνη ἀντιληπτὴ μὲ νόημα πανθεϊστικό, ποὺ ταυτίζει μὲ τὸ Θεὸ τὰ ὑποκείμενα ποὺ διανοοῦνται καὶ ὁμιλοῦν καὶ ὅλο τὸ περιεχόμενο τῆς κατανόησης καὶ τῆς διατυπωμένης μετάδοσης. Αὐτὸ προκύπτει ἀπὸ τὴ διάκριση ποὺ ἀκολουθεῖ: Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ νοῦς ἐκείνων ποὺ νοοῦν καὶ τὸ νόημα ἐκείνων ποὺ ἔχουν νοηθῆ, μὲ τὴν ἰδιότητά του τῆς αἰτίας τῆς νόησης ὅλων τῶν ὑποκειμένων καὶ τοῦ περιεχομένου ὅλων τῶν νοήσεων. Εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν ὑποκειμένων ποὺ νοοῦν κι ὅλων τῶν περιεχομένων ποὺ γίνονται νοητὰ σὰν ἀντικείμενα. Εἶναι ἡ αἰτία, ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ ἐδημιούργησε, ἀλλὰ ἐπειδὴ καὶ ὁ ἴδιος εἶναι ὑποκείμενο ποὺ νοεῖ καὶ νόημα ποὺ νοεῖται, νόηση ὑπέρτατη καὶ δημιουργική.Εἶναι τὸ ὑποκείμενο, μὲ τὸ ὁποῖο καὶ κατὰ τὸ ὁποῖο ἔχουν δημιουργηθῆ ὅλα τὰ ὑποκείμενα, καὶ τὸ νόημα ποὺ περιέχει ὅλα τὰ νοήματα, ὅσα ἔλαβαν ὕπαρξη μὲ τὴ δημιουργία.
4. Μὲ τὶς λέξεις αὐτὲς ἐκφράζεται ἡ σύνθεση ἀνάμεσα στὴν ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐνεργητικότητά του μέσα στὴ δημιουργία. Ὁ Θεὸς εἶναι πέρα ἀπὸ τὴ διάκριση ἀνάμεσα στὸ ὑποκείμενο ποὺ ὁμιλεῖ καὶ στὸ ἐκφρασμένο περιεχόμενο, πραγματοποιώντας καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο. Ἔχει ὅμως δημιουργήσει, προκαλεῖ καὶ διατηρεῖ στὴν ὕπαρξη τὴ λειτουργία τοῦ λόγου τοῦ ὑποκειμένου καὶ τὸ περιεχόμενο, στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται τὸ ὑποκείμενο ποὺ ὁμιλεῖ. Δημιουργεῖ, ὑποκινεῖ καὶ διατηρεῖ μέσα στὴν λειτουργία τοῦ ὁμιλεῖν τὸ ὑποκείμενο ποὺ ὁμιλεῖ, καθ' ὅσον Αὐτὸς ἀπευθύνεται σ' αὐτό. Ὁ ἄνθρωπος ὁμιλεῖ, ἐπειδὴ πρέπει ν' ἀπάντηση στὸ Θεό. Ὁ Θεὸς εἶναι ποὺ ὁμιλεῖ πρῶτος καὶ κάθε λόγος προκαλεῖ τὴν ἀπάντηση σὰν δεύτερο λόγο. Σὲ κάθε λόγο, ποὺ ἀπευθύνεται ἀπὸ κάποιον σὲ ἄλλον, περιέχεται ὁ λόγος ἐκείνου σὰν ἀπάντηση, καὶ σὲ κάθε λόγο —ἀπάντηση περιέχεται ὁ λόγος— πρόσκληση, δηλαδὴ ὁ πρῶτος λόγος. Ὁ ἄνθρωπος ὁμιλεῖ, ἐπειδὴ ὀφείλει ν' ἀπαντήση στὸ Θεό, ἐπειδὴ ἔχει δημιουργηθῆ καί διατηρηθῆ ἀπὸ τὸ συνεχῆ λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι μία πρόσκληση.Ἔχοντας μέσα του τὸ λόγο σὰν συνεχῆ ἀπάντηση, ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐπίσης μέσα του τὸ Λόγο σὰν πρόσκληση, τὸ Λόγο ποὺ τὸν προκαλεῖ νὰ ὁμιλῆ ἀπαντῶντας.
5. Τὸ δημιουργημένο ὑποκείμενο δὲ νοεῖ καὶ δὲν ὁμιλεῖ μόνο, καὶ ἡ πραγματικότητα δὲ νοεῖται καὶ δὲ λέγεται μόνο, ἀλλὰ τὸ ὑποκείμενο ἐπὶ πλέον ζῆ• ζῆ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κόσμο. Ἤ, καθ' ὅσον ζῆ τὸν κόσμο, ζῆ τὸν ἑαυτό του. Νοεῖ καὶ ὁμιλεῖ, στὸ μέτρο ποὺ ζῆ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν πραγματικότητα. Ἂν ἡ νόηση καὶ ἡ πράξη τοῦ ὁμιλεῖν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, τὰ νοούμενα καὶ ἐκφραζόμενα περιεχόμενα ἀπὸ τὸ ἄλλο, ἐγγράφωνται μέσα στὴ δημιουργία ἐπάνω σὲ δύο ἐπίπεδα,τὸ ἀγγελικὸ καὶ τὸ ἀνθρώπινο, καί, ἄν μπορῶ νὰ πῶ ὅτι πράγματι ἡ νόηση καὶ τὰ νοούμενα νοήματα ἐπάνω στὰ δύο αὐτὰ ἐπίπεδα εἶναι ἴδια, ἡ ζωὴ ἐγγράφεται μέσα στὴ δημιουργημένη τάξη σὲ περισσότερα ἐπίπεδα οὐσιῶν• στὸ ἀγγελικὸ ἐπίπεδο, στὸ ἐπίπεδο τῶν ψυχοφυσικῶν ὄντων, στὸ ἐπίπεδο τῶν ζώων καὶ τῶν φυτῶν. Καὶ ἡ ζωὴ στὸ καθαρὰ βιολογικὸ καὶ φυτικὸ ἐπίπεδο οὔτε νοεῖ οὔτε αὐτονοεῖται. Μὲ δεδομένο ὅμως ὅτι τὸ βιολογικὸ γίνεται νοητὸ καὶ μετέχει στὴ νόηση στὸ ἐπίπεδο τοῦ ἀνθρώπου, μπορεῖ κανεὶς νὰ πῆ ὅτι μὲ τὸ βιολογικὸ ὄν ἄνθρωπος γίνεται νοητὴ καὶ μετέχει στὴ νόηση ὁλόκληρη ἡ κατηγορία τοῦ βιολογικοῦ.
6. Ὅ,τι εἶναι καὶ γίνεται σὲ ὅλα καὶ μὲ ὅλα ἔχει τὴν αἰτία του, τὸ ὑπόδειγμα καὶ τὸ στήριγμἀ του μέσα στὸ Θεό. Καὶ ὁ Θεὸς κατεβαίνει στὴν κατάσταση ἐκείνου ποὺ ὑπάρχει καὶ γίνεται, γιὰ νὰ κάνη δυνατὴ τὴν ὕπαρξη καὶ τὸ γίνεσθαι ὅλων.
7. Ὁ Θεός, ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ τὴν ὕπαρξη καὶ τὸ γίνεσθαι, γίνεται αἰτία τῆς ὕπαρξης καὶ τοῦ γίνεσθαι γι'αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν καὶ γίνονται καὶ ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του. Γιὰ τὸν ἑαυτό του τὸν ἴδιο δὲν εἶναι οὔτε ὑπάρχων, οὔτε γινόμενος. Ἐὰν ἦταν ἔτσι γιὰ τὸν ἑαυτό του, θὰ βρισκόταν ἐξ αἰτίας τῆς φύσης του αὐτῆς στὸ ἐπίπεδο τῶν κτισμάτων. Μ' αὐτό, ὁ ἅγιος Μάξιμος περνᾶ ἀπὸ τὴν ἰδέα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ μέσα σὲ ὅλα, στὴν ἰδέα τῆς ἀνέκφραστης (ἀποφατικῆς) ὑπερβατικότητας τοῦ Θεοῦ.
8. Γι' αὐτό, εἶναι καταλληλότερη γιὰ τὸ Θεὸ ἡ ἔκφραση «δὲν ὑπάρχει», ἐπειδὴ εἶναι πέρα ἀπὸ τὴν ὕπαρξη. Ὁ ἅγιος Μάξιμος βεβαιώνει ἐδῶ, μὲ σαφήνεια, τὸν ὑπερβατικὸ χαρακτῆρα τοῦ Θεοῦ, υἱοθετῶντας, τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐκφράζεται ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης. Ἀφοῦ συγκέντρωσε στὶς παραπάνω γραμμὲς τὴν καταφατικὴ σκέψη τοῦ Διονυσίου, ποὺ τὴν ἔχει ἀναπτύξει στὸ «Περὶ Θείων Ὀνομάτων», στὶς λέξεις αὐτὲς καὶ σ' ἐκεῖνες ποὺ ἀκολουθοῦν συγκεντρώνει τὴν ἀποφατικὴ σκέψη του.
9. Ἐξηγῶντας γιὰ ποιὸ λόγο ἡ ἔκφραση «μὴ εἶναι» εἶναι καταλληλότερη γιὰ τὸ Θεό, ὁ ἅγιος Μάξιμος δηλώνει ὅτι γενικὰ ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ στὰ δημιουργήματα βρίσκεται στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ βεβαίωση ἐκείνου ποὺ εἶναι πέρ' ἀπὸ τὴν ὕπαρξη σημαίνει τὴν ἄρνηση ἐκείνων ποὺ ὑπάρχουν καὶ ἡ βεβαίωση ἐκείνων ποὺ ὑπάρχουν σημαίνει τὴν ἄρνηση ἐκείνου ποὺ εἶναι πέρ' ἀπὸ τὴν ὕπαρξη.
10. Οἱ παραπάνω γραμμὲς ἔδιναν τὴν ἐντύπωση ὅτι αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν καὶ ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ τὴν ὕπαρξη ἀλληλοαποκλείονται μὲ ριζικὸ τρόπο. Τώρα ὁ ἅγιος Μάξιμος παραλλάσσει τὴ σκέψη του• ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ γίνη νοητὸς οὔτε ὡς ὑπάρχων κυριολεκτικὰ οὔτε ὡς μὴ ὑπάρχων κυριολεκτικά. Τόσο ἡ ὕπαρξη, ὅσο καὶ ἡ ἀνυπαρξία του, μποροῦν νὰ νοηθοῦν κυριολεκτικά, μποροῦν ὅμως καὶ νὰ μὴ νοηθοῦν. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἁπλᾶ μὴ ὑπάρχων. Ἡ ἀνυπαρξία του δὲν μπορεῖ νὰ νοηθῆ ἔτσι, ὅπως θὰ νοοῦσε κανένας τὴν ἀνυπαρξία τῶν κτισμάτων. Οὔτε ὅμως καὶ ἡ ὕπαρξή του μπορεῖ νὰ νοηθῆ ὅπως ἡ ὕπαρξη τῶν κτισμάτων. Ὑπάρχει ἕνας ἀλληλοαποκλεισμος ἀνάμεσα στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὑπάρχει ὁ Θεὸς καὶ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὑπάρχουν τὰ κτίσματα, ὄχι ὅμως κι ἀνάμεσα στὸ γεγονὸς ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεὸς καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι ὑπάρχει ὁ κόσμος. Ὁ ἅγιος Μάξιμος, ὅπως ἐπίσης κι ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ὀνομάζοντας τὰ κτίσματα «τὰ ὄντα», δείχνει μ’ αὐτὸ ὅτι ὁ χαρακτηρισμὸς «ὁ ὤν» δὲν εἶναι ὁ πιὸ κατάλληλος γιὰ τὸ Θεό. Ἀπ' τὸ ἄλλο μέρος, ὀνομάζοντας τὸ Θεὸ «ἐκεῖνος ποὺ ὑπάρχει ἀληθινά», (ὁ ὄντως ὤν), δείχνει ὅτι δὲν μπορεῖ κανεὶς ν' ἀρνηθῆ στὸ Θεὸ τὴν ὕπαρξη. Ἡ μὴ-ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ σὲ σχέση μὲ τὶς ὑπάρξεις, «τὰ ὄντα», σημαίνει περισσότερο τὴν «ὄντως οὖσαν ὕπαρξιν» ἢ τὴν ὑπέρ-ὕπαρξη, μιὰ ὕπαρξη καθ' ἑαυτὴ καὶ ἀνεξάντλητη. Ὁ Θεὸς ἐκπροσωπεῖ τὸ μυστήριο τῆς κατ' ἐξοχὴν ὕπαρξης, ἐκείνης ποὺ ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ τὴ βιώσωμε οὔτε νὰ τὴν ἀντιληφθοῦμε, μιᾶς ὕπαρξης πού, στὸ μέτρο ποὺ διαφοροποιεῖται ἐξαιτίας τοῦ ἀβυσσαλέου χαρακτῆρα της ἀπὸ τὴ δική μας ὕπαρξη, διαφοροποιεῖται συνάμα ἀπὸ αὐτὴ μὲ τρόπο ποιοτικὸ καὶ μπορεῖ ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ νὰ ὀνομαστῆ «μή-ὕπαρξη».
11. Ὁ ἅγιος Μάξιμος καθορίζει, πρῶτα - πρῶτα, τὴν ἰδιαίτερη ἔννοια ποὺ ἔχει ἡ ὕπαρξη καὶ ἡ μή-ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, σχετίζοντάς τον μὲ τὰ κτίσματα. Ὁ Θεὸς εἶναι «ὑπάρχων» μὲ ἰδιαίτερη ἔννοια, ἀφοῦ εἶναι ἡ αἰτία τῆς ὕπαρξης τῶν κτισμάτων καὶ εἶναι«μὴ ὑπάρχων», καθόσον πρέπει νὰ ἀρνηθοῦμε ὅτι εἶναι ἡ αἰτὶα τῶν κτισμάτων, γιατί, ἐξ ἄλλου, ξεπερνᾶ τὴν ἰδιότητα αὐτή. Ἀπὸ τὸ ἰδιαίτερο νόημα ποὺ ἔχει ἡ ὕπαρξη καὶ ἡ μή-ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ δὲν προκύπτει ἀντίθεση ἀνάμεσα στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ μή-ὕπαρξή του ἢ ἀποδυνάμωση καθεμιᾶς ἀπ' αὐτές, παρὰ ἕνα ξεπέρασμα τῆς ἔννοιας, ποὺ ἔχει ἡ ὕπαρξη τῶν κτισμάτων, δίχως χωρισμὸ ἀπ' αὐτήν. Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει χωρὶς περιστροφὴ ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης: «δέον... μὴ οἴεσθαι τὰς ἀποφάσεις ἀντικειμένας εἶναι ταῖς καταφάσεσιν (Περὶ Μυστικῆς Θεολογίας P.G. 3, 1000).
12. Περνῶντας στὸν προσδιορισμὸ τοῦ μὴ ἰδιαίτερου νοήματος ποὺ ἔχει ἡ ὕπαρξη καὶ ἡ μὴ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ὁ ἅγιος Μάξιμος δείχνει ἀκόμα πιὸ ἀνάγλυφα τὴν ὑπερβατικότητα ποὺ χαρακτηρίζει τὴ θεία ὕπαρξη. Μήτε ἡ ἔννοια «ὕπαρξη» μήτε ἡ ἔννοια «μὴ ὕπαρξη» εἶναι σὲ κυριολεκτικὸ νόημα κατάλληλη γιὰ τὸ Θεό, γιατί καμμιὰ ἀπ' αὐτὲς δέ μᾶς παρουσιάζει τὴν πραγματικότητα τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ σύμφωνα μὲ τὴν οὐσία καὶ τὴ φύση του. Ὁ Θεὸς ξεπερνᾶ ὄχι μονάχα τὶς βεβαιωτικὲς (καταφατικές) ἀλλ' ἀκόμα καὶ τὶς ἀρνητικὲς (ἀποφατικές) κατηγορίες μας, παρόλο ποὺ αὐτὸ δὲ σημαίνει ἀποδυνάμωση τῆς ἀποφατικότητας σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὸ Θεό.
13. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἔχει δείξει παραπάνω τὸν ὑπερβατικό, ἀποφατικὸ χαρακτῆρα τοῦ Θεοῦ, σὲ γενικὲς γραμμὲς σύμφωνα μὲ τὸ Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη, ἀλλὰ μ' ἕνα προσωπικὸ τρόπο. Προσωπικὴν αἰτιολόγηση τῆς ἀποφατικῆς αὐτῆς ὑπερβατικότητας δίνει καὶ στὸ σημεῖο ποὺ ὑπομνηματίζομε τώρα, μὲ τὴν ἰδέα ὅτὶ δὲν μποροῦμε ν'ἀποδώσωμε στὸ Θεὸ κανένα χαρακτηριστικὸ φυσικῆς αἰτίας, ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ὕπαρξη τῶν κτισμάτων. Οὔτε ἡ ὕπαρξη, οὔτε ἡ μὴ ὕπαρξη τῶν κτισμάτων συνδέεται μὲ τὸ Θεὸ μὲ κάποιο φυσικὸ τρόπο. Δὲν αἰτιολογεῖ μὲ τρόπο φυσικὸ ἢ ἀναγκαῖο οὔτε τὴν ὕπαρξη, οὔτε τὴ μὴ ὕπαρξη τῶν κτισμάτων. Γενικά, ἡ ὕπαρξη ἢ ἡ μὴ ὕπαρξη δὲν ἔχει τὴ σημασία μιᾶς φυσικῆς ἢ ἀναγκαίας αἰτίας ἐπάνω σ'αὐτόν. Γι' αὐτό, δὲν μποροῦμε νὰ καθορίσωμε τὸ Θεό, ξεκινῶντας ἀπὸ μία αἰτία ἢ ἕνα ὁποιοδήποτε ἀποτέλεσμα. Ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ δημιουργήση ἀποτελέσματα μὲ τρόπο ἐλεύθερο, ἀλλὰ ἡ οὐσία καὶ ἡ ὕπαρξή του εἶναι ἀπεριόριστα διαφοροποιημένες ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα αὐτά. Δὲν μποροῦμε νὰ ἐντάξωμε τὸ Θεὸ σὲ κάποιο σύστημα κατὰ τὸν τύπο τῶν πανθεϊστικῶν φιλοσοφικῶν συστημάτων. Αὐτὸ τὸ νόημα τῆς ὑπερβατικότητας τοῦ Θεοῦ ὑπονοεῖ τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία Του.
14. Ἀπὸ ὅσα ἐλέχθηκαν προκύπτει μὲ φυσικὸ τρόπο ὁ χαρακτῆρας ὁ «ἀκατανόητος» καὶ «ἀνεξήγητος» ποὺ ἔχει ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἔτσι «ἀπρόσιτος» στὸ δημιούργημα, παραιτημένο στὶς δυνατότητές του. Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Μάξιμος θέτει μπροστὰ ἀπ' αὐτὲς τὶς ἀπόψεις γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄποψη τῆς «ἁπλότητας». Μέσα στὸ Θεὸ ὅλες οἱ ἀπόψεις τῆς πραγματικότητας ἑνώνονται. Ἡ ἁπλότητά του εἶναι ἡ πηγὴ τῶν διαφοροποιήσεων τῆς δημιουργίας. Ξεπερνᾶ ὅλες τὶς γνωστικὲς κατηγορίες μας, βεβαιωτικὲς καὶ ἀρνητικές. Εὐθὺς μόλις πᾶμε νὰ τοῦ δώσωμε ἕνα ἢ περισσότερα ὀνόματα, φανερώνεται ἡ ἀνεπάρκεια ὅλων τῶν ὀνομάτων. Γιατί ὁ Θεὸς εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε διαφοροποιημένη συνύπαρξη ἰδιοτήτων καὶ πέρα ἀπὸ κάθε ἀριθμὸ ἰδιοτήτων.
15. Σ' αὐτὲς τὶς λέξεις ὁ ἅγιος Μάξιμος συνοψίζει κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη (Περὶ Μυστικῆς Θεολογίας P. G. 3, 1033) τὴ διδασκαλία γιὰ τὴν ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ,ποὺ ἔχει ἐκτεθῆ στὴν τελευταία παράγραφο τῆς εἰσαγωγῆς τῆς «Μυσταγωγίας».
Πηγή:myriobiblos και paterikiorthodoxia
Αρχαίο κείμενο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου