Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Εσχατολογία και παγκόσμια ιστορία στον διανοητικό κόσμο του Αυγουστίνου (9)

Συνέχεια από:Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

Του Ernst Lewalter
Στον τόμο: Zeitschrift für Kirchengeschichte 53, 1934

V. Ecclesia α

Η συζήτηση περιστράφηκε μέχρι τώρα γύρω από το ερώτημα αν ο Αυγουστίνος , όταν μιλά περί εκκλησίας, εννοεί την ορατή (ένα ιεραρχικό θεσμό) ή την «αόρατη» Εκκλησία τού Tyconius (societas lectorum). Παραμελήθηκε όμως το ερώτημα, αν η ecclesia για τον Αυγουστίνο είναι ένα εσχατολογικό μέγεθος.
Το ότι όμως περί αυτού πρόκειται, δείχνει όμως  ένα σημείο του De civ. Dei (XVIII, 47) όπου γίνεται λόγος για την Εκκλησία. Ο Αυγουστίνος παίρνει ως αφετηρία τής διαπραγμάτευσής του το «οικοδομήσω» από το κατά Ματθαίον 16, 18. Ως αισθητηριακή προεικόνιση (praefiguratio) της εκκλησίας πρέπει να θεωρηθεί ο ναός. Η προφητεία του Αγγαίου περί της ανόρθωσης του ναού, εκπληρώθηκε με την aedificatio ecclesiae per Christum (οικοδόμηση της Εκκλησίας από τον Χριστό), που για τον λόγο αυτό ονομάζεται και «architectus». Το ότι ο Χριστός είναι και ο «ακρογωνιαίος λίθος», δεν αποτελεί φυσικά κάποια ασυμφωνία στην προηγούμενη εικόνα, αν σκεφτουμε, πως ο Χριστός ήταν και Θεός και άνθρωπος. Ο Χριστός είναι ο αρχιτέκτονας, ο Ιησούς ο ακρογωνιαίος λίθος.
Το ότι η ecclesia έχει για τον Αυγουστίνο πρωταρχικά ένα εσχατολογικό νόημα, σημαίνει δηλαδή την σύναξη των Αγίων στην Βασιλεία του Θεού, επιδεικνύεται εκεί που λέει, πως το domus novi testamenti θα εμφανιστεί μεγαλύτερο από τον Ναό, «όταν θα έχει εγκαινιασθεί». Η μεταβολή της ecclesia πάνω στην γη, η «οικοδόμηση» της civitas Dei, είναι μια χρονική προετοιμασία για το είναι της ecclesia ως κάτι το αιώνιο. Ο «καθαγιασμός» μπορεί να επέλθει μόνο μετά την ολοκλήρωση της οικοδομής, δηλαδή την ημέρα της παρουσίας. Μόνο όταν «veniet desideratus cunctis gentibus» (Αγγαίος 2,8: ἥξει τὰ ἐκλεκτὰ πάντων τῶν ἐθνῶν), θα υπάρχει εκκλησία. Ο λόγος του Αγγαίου δεν πρέπει να θεωρηθεί πως αναφέρεται στον primus adventus (ο πρώτος που  ήρθε;) Ιησού. Γιατί όταν γεννήθηκε ο Ιησούς, δεν τον προσδοκούσαν με λαχτάρα πάντα τα έθνη. [Ο Άγιος Νεκτάριος αποδεικνύει στην «Χριστολογία», κεφάλαιο 3: «Περί της προσδοκίας των εθνών», πως προσδοκούσαν τον Κύριο πάντα τα έθνη. http://amethystosbooks.blogspot.de/2011/08/blog-post_06.html]
Η «ecclesia» λοιπόν δεν είναι πρωτίστως «η Εκκλησία», αλλά το σύνολο των Αγίων στην Βασιλεία του Θεού.
Το ότι η «ecclesia» παρουσιάζεται ως σύναξη, στην οποία προσκαλούνται οι άνθρωποι (εκκαλείν), το ότι δηλαδή ο Αυγουστίνος δεν χρησιμοποιεί τον όρο «ecclesia» ως πολική έννοια («η Εκκλησία»), αλλά έχει υπόψιν του την ελληνική ετυμολογία του όρου, αποδεικνύει η άμεση σύνδεση τού «πολλοί κλητοί, λίγοι οι εκλεκτοί», με την εσχατολογική ερμηνεία του χωρίου του Αγγαίου 2, 8. Η πρόσκληση απευθύνθηκε σε πολλούς, οι περισσότεροι όμως «ήρθαν έτσι ντυμένοι, ώστε διώχτηκαν από το δείπνο», το δείπνο δηλαδή με το οποίο παρομοιάζεται η Βασιλεία του Θεού στο κατά Ματθαίον 22, 2 (ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ).
Το ότι η διδασκαλία του Αυγουστίνου περί προορισμού προέρχεται από την αμφιβολία, εάν όλοι οι βαπτισμένοι θα μετάσχουν της αιώνιας μακαριότητας, επισημάνθηκε πολλές φορές. Αμφίβολο είναι όμως, εάν στο σημείο αυτό χρειάστηκε η επιρροή του Δονατισμού, και ιδιαιτέρως του Tyconius. Πριν υποθέσουμε αυτή την επιρροή, πρέπει να δουμε αν η ιδέα αυτή ήταν ξένη στην καθολική διδασκαλία.
Τι λέει ο Αμβρόσιος για του θέμα;
«Quisquis bona fide atque opere ingreditur Ecclesiam, fit supernae illius civis et incola civitatis quae descendit de coelo (Ap. David 83)». Η civitas coelestis (ουράνια πόλη) δεν είναι κάποιο μελλοντικό βασίλειο, αλλά παροντικό, το οποίο φανερώνεται δια της Εκκλησίας. Ο Αμβρόσιος μπορεί λοιπόν να πει, πως τα ecclesiarum conventicula (εκκλησιατική σύναξη) είναι «τα τείχη της ουράνιας Ιερουσαλήμ».
Ο Αμβρόσιος λοιπόν, δεν συνδέει- όπως αργότερα ο Αυγουστίνος- την ορατή Εκκλησία με την civitas Dei peregrinans, αλλά την συνδέει άμεσα με την Βασιλεία του Θεού. «Civitas Dei Ecclesia est» (Expos. In ps CXVIII, 15, 35). Ο όρος που πρέπει να ερμηνευθεί, Civitas Dei, ερμηνεύεται με τον ήδη διαθέσιμο όρο, Ecclesia. «Η civitas Dei δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η Εκκλησία, η οποία γνωρίζετε τι είναι»- το μυστηριακό καθίδρυμα (sakramentale Anstalt).
Και πως πρέπει να κατανοηθεί η Εκκλησία ως προς την σχέση της προς την Βασιλεία του Θεού;  «Ecclesia est imago coelestium» (de Int. Job et Dav. II, 9), και ως τέτοια (εικόνα του ουρανού) διαδέχθηκε μέσα στον χρόνο την συναγωγή (postquam umbra praeteriit, imago successit).
Για τον Αμβρόσιο λοιπόν, η Εκκλησία δεν είναι κάτι το εσχατολογικό. Η σχέση χρονικότητας και αιωνιότητας κατανοείται εντελώς πλατωνικά ως σχέση μίμησης(;). Η (αυγουστίνεια) αντίληψη τής ανατολής τής αιωνιότητας post finem sine fine (μετά το τέλος χωρίς τέλος) λείπει. Η εικόνα τού Αμβρόσιου περί τείχους κτισμένου με ζωντανές πέτρες, αντιστοιχεί στην αυγουστίνειο εικόνα της περιπλάνησης στον παρόντα αιώνα και της οικοδόμησης της πόλης του Θεού ως ιστορικής, τελεολογικής διαδικασίας. Ο Αμβρόσιος δεν σκέφτεται περί Εκκλησίας με όρους παγκόσμιας και γενικής ιστορίας. Για τον Αμβρόσιο, η Εκκλησία είναι το τείχος τής civitas Dei. «regnum Ecclesiae manebit in aeternum» (Exp. in Luc. VII, 91).
Δεν μπορούμε επομένως να μιλάμε για ένα καθοριστικό επηρεασμό του Αμβρόσιου πάνω στον Αυγουστίνο, όσον αφορά στην σύλληψη περί De civitate Ενώ ο Αμβρόσιος θεωρεί το conventus ecclesiarum (εκκλησιαστική σύναξη) ως τα τείχη της Hierusalem caelestis (ουράνιας Ιερουσαλήμ), οι λίθοι των οποίων είναι οι πιστοί, στον Αυγουστίνο δεν υπάρχει η σχέση conventus και τείχους. Γιατί για τον Αυγουστίνο, οι vivi lapides (ζωντανοί λίθοι) δεν είναι οι ζωντανοί πιστοί, αλλά οι electi post resurrectionem (εκλεκτοί μετά την ανάσταση). Το οικοδόμημα θα ολοκληρωθεί στο τέλος του huius saeculi (αυτού του αιώνα).

Συνεχίζεται



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου