Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Η χρήση του όρου «Εκκλησία-Εκκλησίαι» στο Κείμενο «Σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» - Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου

Η χρήση του όρου «Εκκλησία-Εκκλησίαι» στο Κείμενο «Σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» 

Aναφορά στο κείμενο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου 
της Ορθόδοξης Εκκλησίας

υπό Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου Σαββάτου, 
Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών 

Τόν τελευταῖο καιρό καταβάλλεται μία συντονισμέ­νη προσπάθεια, ἀπό ὁρισμένες ὁμάδες (κληρικῶν καί λαϊκῶν) μέ σκοπό νά ἀποδυναμώσουν ἤ καί νά ἀκυρώσουν τό ἔργο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης  Συνόδου τῆς Ὀρθόδο­ξης Ἐκκλησίας, (Κρήτη, Ἰούνιο τοῦ 2016), μέ κύριο καί πρωταρχικό ἐπιχείρημά τους, ὅτι μέ τή χρήση τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι» στό συνοδικό Κείμενο « Σχέσεις τῆς Ὀρ­θο­δόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χρι­στια­νι­κόν κόσμον», προσ­δίδεται καί ἀναγνωρίζεται ἐκκλησιαστικό­τη­­τα καί σέ ἄλλες ἑτερόδοξες χριστιανικές κοινότητες καί ὁμολογίες.
Ἔχει πάρα πολλές φορές εἰπωθεῖ, ὅτι ὁ ὅρος «Ἐκκλη­σία-Ἐκκλησίαι» στό παραπάνω συνοδικό Κείμενο χρησιμοποιεῖται ὡς «terminus technicus» καί δέν ἀποδίδεται καμμία «ταυτό­τη­τα  πράγ­ματος» πρός αὐτήν τή φύση τῆς Ἐκκλησίας καθεαυ­τήν. 
Αὐτή ἡ τεχνι­κή χρήση τοῦ ὅρου εἶναι καθαρά περιγραφική καί σημαντική (ἐκ τοῦ σημαίνω), καί χρησιμοποιεῖται στή βιβλική γραμματεία, γιά νά περιγραφεῖ ἡ σύναξη, ἡ κοινότητα ἤ ἡ συνά­θροιση (τοπική ἤ περιφε­ρεια­κή) (Πραξ. 11,22. 15,41. 16,5. Β΄ Κορ. 1,1. 8,1. 16,10. Γαλ. 1,2), στή δέ πατερική γραμματεία, προκειμένου νά περιγραφεῖ ἡ δομή μιᾶς κοινό­τη­τας, («καλεῖται Ἐκκλησία» : Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Τραλλιανούς 3,1). Μέ τήν ἴδια περιγραφική λειτουργικό­τητα χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος καί ἀπό ὅλους τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (Μεγ. Βασίλειος), στά Ὁμολογια­κά Κείμενα τοῦ ιστ΄- ιθ΄ αἰῶνος, ὅπως  καί στά συγ­γράμ­ματα τῶν συγ­χρόνων καθηγητῶν τῆς δογματικῆς (Π. Τρεμπέλα, Ἰ. Καρμίρη, Ν. Ματσοῦκα, Ν. Μητσοπούλου, Χρ. Ἀνδρούτσου, Κ. Δυο­βου­νιώτη).
Οὐδέ­πο­τε ὁ ὅρος χρησιμοποιήθηκε οὔτε καί σήμερα χρησιμο­ποιεῖ­ται μέ ἀποκλει­στι­κό καί μοναδικό ἐκκλησιολογικό περιεχόμενο, προκειμένου νά προσδιο­ρι­σθεῖ δηλαδή ἡ φύση ἤ ἡ ἐκκλησιαστι­κή ταυτότητα μιᾶς κοινότητας, ὅταν μάλιστα αὐτό πού καθορίζει τήν «ταυτότητα πράγματος» πρός αὐτήν τή φύση καί τό περιεχόμενο τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἡ ὁποιαδήποτε περιγραφική ὁρολογία ἀλλά αὐτό τοῦτο τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας ὡς ἐμπειρία καί βίωση (βλ. Νικόλαος ὁ Καβάσιλας : «Τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, εἴ τις ἰδεῖν δυνηθείη... οὐδέν ἕτερον ἤ αὐτό μόνον τό Κυριακόν ὄψεται σῶμα»).
Ἡ ἀποφυγή ἐπίσης ἀπό τούς Πατέ­ρες καί Διδασκά­λους τῆς Ἐκκλησίας, ἑνός συγκεκριμένου ὁρισμοῦ περί τοῦ «τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία» καί ἡ περιγραφή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος, μέσα ἀπό εἰκόνες (βλ. Ἰ. Καρμίρη), ἐπιβε­βαιώνει ὅτι ὁ ὅρος χρησιμοποιεῖται μόνο περιγραφικά μιᾶς κατάστα­σης ἤ μιᾶς ἐμπειρίας καί ὄχι ὑπό τήν ἀποκλειστική χρή­ση γιά τόν κα­θο­ρισμό τῆς οὐσίας, τῆς φύσης ἤ τόν προσδιορισμό τῆς ταυτότη­τος μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας. Μέ τόν ὅρο λοιπόν «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι» δέν καθορίζεται ὡς πρός τή φύση της καμμία ἐκκλησιαστική πραγματικότητα (ὁμάδα, κοινότητα ἤ ὁμολογία) ἀλλά ἁπλά περιγράφεται ἡ ἐμπειρική βίωση μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς κοινω­νίας καί ἑνότητας.
Ἐπιπλέον, ἡ σημαντι­κή καί περιγραφική αὐτή χρήση τοῦ ὅρου ἔχει τό θεολο­γι­κό της ὑπόβαθρο στή μή ἀποδοχή κάποιας ὑφιστάμενης ὀντολογικῆς  σχέσης ταυτότητας μεταξύ τῶν ὀνομάτων καί τῶν πραγμάτων, ὅπως αὐτή χαρακτηριστικά ἀναπτύχθηκε ἀπό τούς Μεγ. Ἀθανάσιο, Μεγ. Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο, Μάξιμο τόν Ὁμολογητή καί Γρηγόριο Παλαμᾶ καί συνοδικά ἐπικυρώθηκε ἀπό τίς Ἡσυχαστικές Συνόδους. Ἀφορμή ὡς γνωστόν γι’ αὐτήν τήν πραγμα­τι­κή καί οὐσιαστική διά­κριση μεταξύ πράγματος (φύσης καί πραγματικότητας) καί ὀνομά­των (ὅρων καί ὁρολογίας) καί τοῦ ἀποφατισμοῦ ὡς πρός τή χρήση τῆς θεολογικῆς ὁρολογίας ἔδωσε ἡ αἱρετική ἀντίληψη τοῦ Εὐνομίου καί τῶν ὁπαδῶν του Εὐνομιανῶν, οἱ ὁποῖοι ταύτιζαν τήν οὐσία καί τή φύση τοῦ Θεοῦ (πρᾶγμα) μέ τούς ὅρους (ὀνόματα), καί  χρησιμοποιοῦσαν τούς ὅρους αὐτούς ὄχι γιά νά περι­γράψουν ἀλλά γιά νά ταυτίσουν ὀντολογικά τούς ὅρους αὐτούς  πρός αὐτήν τήν οὐσία τῆς Θεότητος. Ἡ ἀντί­ληψή τους αὐτή ἀνάγκασε τόν Μεγ. Βασίλειο γιά πρώτη φορά, μέ τρόπο συστηματικό καί κατηγορηματικό, νά ἀπαντήσει θεολογικά, λέγον­τας, ὅτι οὐδεμία σχέση ταυτότητας ὑπάρχει μεταξύ τῆς θείας οὐσίας καί πραγματικό­τητας πρός τά διάφορα ὀνόματα καί ὅρους πού χρησιμο­ποιοῦνται περιγραφικά, γιατί μία τέτοιου εἴδους ἐνδεχόμενη ταυτό­τη­τα θά εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά ὑπάρχουν τόσες οὐσίες τοῦ Θεοῦ ὅσα καί τά χρησιμοποιούμενα ὀνόματα καί ὁρολογίες πού ἀπο­δί­δον­ται σ’ Αὐτόν. Ἄλλωστε αὐτό εἶναι καί τό πραγματικό περιεχόμενο τοῦ θεολογικοῦ ἀποφατισμοῦ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προσδιορίζεται εἴτε μέ τήν χρήση ὅρων μέ τό στερητικό -α (πρβλ. Ἀρεοπαγιτικά Συγγράμματα), εἴτε μέ τήν ἀντίληψη μιᾶς θεολογικῆς γνωσιολογίας, ὅπως αὐτή ἀνα­πτύχθηκε ἀπό τόν Βαρλαάμ τόν Καλαβρό καί θεμελιώθηκε στόν φιλοσοφικό νομιναλισμό τοῦ δυτικοῦ μεσαίωνα (βλ. Ἰ. Ρωμανίδη).
Τό περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ θεολογικοῦ ἀποφατισμοῦ, ὡς μεθόδου καί χρήσης ὅρων (ὀνομάτων) σέ σχέση πρός τά πράγματα (ὀντότητες) εἶναι ἀκριβῶς ἡ βάση ἐκείνη πάνω στήν ὁποία στηρίζεται κάθε φορά ἡ Ἐκκλησία γιά νά ἀπαντήσει θεολογικά στούς διαφόρους αἱρετικούς κάθε ἐποχῆς, ἀλλά καί ἡ δυνατότητα νά ἐπιλέξει ἀκόμη καί νέους ὅρους, (ἄγραφους ἤ καί φιλοσοφικούς) μέ σκοπό νά περιγράψει μία κατάστα­ση, σέ σχέση πρός τήν θεία Πραγματικότητα καί ὄχι νά τήν καθορίσει ὀντολογικά.
Ἔτσι γιά παράδειγμα ἐπιλέγει ἀπό τήν νεοπλατωνική φιλοσοφία τόν ὅρο «Ὁμοούσιος» γιά νά περιγράψει καί ὄχι γιά νά ταυτοποιήσει τήν σχέση Πατρός καί Υἱοῦ στή Θεότητα. Ἕναν ὅρο ἄγραφο, τόν ὁποῖον δέν χρησιμοποίησε κατ’ ἀποκλειστικότητα, πα­ρό­λο πού ὁ ὅρος αὐτός εἶχε καί οἰκουμενικό κῦρος (Α΄ Οἰκουμενική Σύνο­δος, 325 μ.Χ.), ἀλλά ἔδωσε τή δυνατότητα ἀντικαταστά­σεώς του ἀπό ἄλλον ὅρον (Ὁμοιούσιος, βλ. Σύνοδος Ἀλεξανδρείας, 362 μ.Χ.). Στό σημεῖο αὐτό εἶναι ἀπαραίτητος ὁ ἑξῆς προβληματισμός. Ἐάν οἱ θεολογικοί καί οἱ συνοδικοί ὅροι ἦταν ἀφενός ἀμετάβλητοι καί ἀκριβεῖς καί ἀφετέρου ταυτίζονταν ὀντολογικά μέ μία πραγματικότη­τα καί δέν τήν περιέγραφαν ἁπλά, πῶς εἶναι δυνατόν νά παρέχεται ἡ δυνατότητα ἀντικατά­στασης ἑνός ὅρου μέ ὁποιοδήποτε ἄλλο ὅρο, ὁ ὁποῖος ἐπίσης θά μποροῦσε νά περιγράψει ἤ καί νά ἐκ­φράσει τήν ἴδια θεία πραγματικότητα (ἐν προκειμένῳ τή σχέση δηλαδή Πατρός καί Υἱοῦ στή θεότητα); Ἐπιπλέον γιατί ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (381 μ.Χ.) ἀπέφυγε νά χρησιμοποιήσει τόν ὅρο Ὁμοούσιον, κατ’ ἀποκλειστικό­τητα καί γιά τό ἅγιο Πνεῦμα, ἀλ­λά χρησιμοποίησε ἄλλους ὅρους (συνδοξαζόμενο – συμπροσκυνούμενο), προκειμέ­νου νά περιγράψει τή σχέση Πατρός, Υἱοῦ καί ἁγίου Πνεύματος ;
Δέν θά πρέπει νά ξεχνᾶμε ἐπίσης ὅτι ἡ χρήση τοῦ ὅρου «Ὁμο­ού­σιος» καί ἡ ἑρμηνεία του θεολογικά ταλαιπώρησε τήν Ἐκκλησία γιά 60 χρόνια (325-381 μ.Χ.) μέ ἀποτέλεσμα νά ἀποφευχθεῖ τελικά ἡ χρήση του.
Ἡ ἀποφυγή αὐτῆς τῆς χρήσης μέ βάση τίς παραπά­νω θεολογικές ἀρχές, πού ἐκφράστηκαν ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκ­κλησίας, καί ἡ συγκεκριμένη περιγραφική χρήση τοῦ ὅρου, ὡς terminus technicus, μέ τρόπο ἀποφατικό ὡς πρός τήν λειτουργία του μάλιστα ἀπό τίς Συνόδους, ἀποδεικνύει ὅτι ὅλη αὐτή ἡ συνοδική διαδικασία σχετίζεται μέ τήν ἀποφυγή μιᾶς ἀποκλειστικῆς καί ἀκριβοῦς ὁρολογίας στά συνοδικά κείμενα ὅταν μάλιστα ἡ ἀποκλειστική χρήση ὅρων δημιουργεῖ καί ἀντίστοιχες ἀμφισβητήσεις ὡς πρός τήν ἀκριβή θεολογική ἀπόδοση τοῦ περιεχομένου κάθε γλωσσικῆς ἔκφρασης καί ὁρολογίας ἀπό διάφορες Συνόδους, στόν συγκεκριμένο τόπο καί  χρόνο.
 Ἕνας ὅμως τέτοιος λειτουργικός ἀποφατισμός τῆς θεο­λογικῆς γλώσσας καί ὁρολογίας, ὡς πρός τή σχέση πράγματος καί ὀνόματος ἀποδεικνύει ὅτι ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀντίθετη ἀντίληψη (ταυτισμός ὁρολογίας καί ὀντολογίας) δέν εἶναι θεολογική ἀλλά ἔχει καθαρά φιλοσοφικό-γνω­σιο­λογικές ἀπαρχές, κυ­ρίως τῆς γερμανικῆς ὀντολογικῆς σκέψης, ἐνῶ δέν συμφωνεῖ πρός τήν Πατερική καί Συνοδική παράδοση τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας κυρίως ὡς πρός τήν ἀποκλειστική χρήση θεολογικῶν ὅρων καί γλωσσῶν (βλ. Ἡ ἔριδα περί τῶν ἱερῶν γλωσσῶν).
Ὅπως λοιπόν ἀποδεικνύεται μέ ὅλα τά παραπάνω στήν παράδοση τῆς συνοδικῆς αὐτοσυνειδησίας, κανένας ὅρος δέν διεκδι­κεῖ τήν ἀποκλειστικότητα  ὡς πρός τή χρήση του καί ὡς πρός τόν καθο­ρι­σμό τῆς πραγματικότητας, τήν ὁποίαν ἀποκλειστικά καί μόνο περιγράφει, ὑπ’ αὐτόν δέ τόν θεολογικό ἀποφατισμό χρησιμοποιεῖται καί στά Κείμενα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὁ ὅρος «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι».
Ἐπιπλέον, κανένας ἐκκλησιολογικός προσδιορισμός δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθεῖ μέ τήν χρήση τῆς παρούσας ὁρολογίας, οὔτε νά καθοριστεῖ ἡ ἐκκλησιαστικότητα μιᾶς κοινότητας, ἀφοῦ εἶναι γνωστό ὅτι κάθε κοινότητα αὐτοπροσδιορίζεται ὡς πρός τό περιεχόμε­νο τῆς ἐκκλησια­στι­κό­τητάς της, τόσο ὡς πρός τή σχέση Της μέ τούς πιστούς της (κοι­νότητα, σύναξη), ὅσο καί ὡς πρός τή δομή της, οὐδέποτε ὅμως δέν ἑτερο­προσδιο­ρίζεται καί μάλιστα ὅταν προσδιορίζει τίς σχέσεις της πρός ἄλλες ἐκκλη­σια­στικές κοινότητες ἤ πραγματι­κότητες.
Αὐτόν τόν ἑτεροκαθορισμό ἐσφαλμένα ἐφήρμοσε ἡ Ρωμαιοκαθολι­κή Ἐκκλησία γιά τίς ἄλλες Ἐκκλησίες καί Ὁμολογίες, μέ τά Κείμενά της Dominus Jesus καί Ut unum sint. Προσπά­θησε δηλαδή νά ἑτεροκαθορίσει τήν ἐκκλησιαστικότητα τῶν ἄλ­λων Ἐκκλησιῶν σέ σχέση πρός τόν ἑαυτό Της, προκειμένου νά ἐπιβε­βαιώ­σει ἀφενός τήν ἀποκλειστικότητα τῆς ἐκκλησιολογίας της, ἀφετέρου δέ νά ἑδραιώσει τό παπικό πρωτεῖο. Τό ἴδιο ἐκκλησιολογικό λάθος ἐπαναλαμβάνουν καί οἱ «Οὐνιτι­κές» Ἐκκλησίες ὅταν ἀρνοῦν­ται νά αὐτοπροσδιορι­στοῦν ἐκκλησιολο­γικά καί ἐπιδιώκουν πάντοτε σέ ἀναφορά πρός τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ἐνίοτε δέ καί πρός τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλη­σία, νά ἀποκτήσουν τήν ἐκκλησιαστική τους ὑπόσταση καί ὀντότητα.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οὔτε ἀποδέχθηκε ποτέ τόν ἑτε­ρο­προσδιορισμό Της, οὔτε ἐπεδίωξε τόν καθορισμό τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων καί πραγματικοτήτων. Μέ βάση τήν παράδοση καί τήν ἱστορική της πραγματικότητα καθορίζει μόνη Της, τά ὅριά Της γιαυτό μπορεῖ καί αὐτοπροσδιορίζεται καί ὡς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἐνῶ ἐκκλησιολογικά δέν μπορεῖ νά προσδιο­ρί­σει ἤ νά ἀπορρίψει καμμία ἄλλη ἀντίστοιχη ἐκκλησιαστική πραγματικότη­τα, ἡ ὁποία εἶναι ἔξω ἀπό τά ἐκκλησιολογικά Της ὅρια, δέχεται ἁπλά μία ὑφιστάμενη ἱστορική πραγματικότητα, τήν ὁποία ἱστορικά καί πάλι δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει.
Ἄλλως ἀκολουθῶντας ἕναν ἐκκλησιολογικό ἑτερο­προσδιο­ρισμό εἶναι σάν νά θεωρεῖ τήν ἄλλη ἐκκλησιαστική πραγμα­τι­κότητα εἴτε ὡς κακέκτυπο τοῦ Ἑαυτοῦ Της, (μία δηλαδή ἐλλειματική ἐκκλησιολογία),  εἴτε ὡς ἕνα τύπο οὐνιτικῆς ἐκκλησιολογίας.
Ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὡς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, δέν μπορεῖ νά προβληθεῖ σέ καμμία ἄλλη ἐκκλησιαστική κοινότητα μέ τήν ὁποία δέν βρίσκεται σέ πλήρη κοινωνία καί ἑνότητα, ἔστω καί ἄν χρησιμοποιεῖ περιγραφικά γι’ αὐτήν τόν ὅρο «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι», ὅπως βεβαίως δέν μπορεῖ νά προβάλλει γιά τούς ἐκτός Αὐτῆς τόν ὁρισμό περί τοῦ «ποιός εἶναι» καί «ποιός δέν εἶναι» Ἐκκλησία.
Ὑπ’ αὐτή λοιπόν τήν παρά­δοση καί διδασκαλία καί μέ βάση τίς ἀρχές τοῦ θεολογικοῦ ἀποφα­τισμοῦ, χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος «Ἐκκλησία - Ἐκκλησίαι», ὡς terminus technicus, στήν πατερική παράδοση καί μέ τόν τρόπο αὐτόν τόν χρησιμοποιεῖ πάντοτε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στά κείμενα ἐκεῖνα, μέ τά ὁποῖα περιγράφονται οἱ σχέσεις Της μέ τόν λοιπό Χριστιανικό κόσμο (βλ. Κείμενα διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, κυρίως μετά τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, Δήλωση Τορόντο (1952) καί Τμῆμα «Πίστις καί Τάξις» τοῦ Π.Σ.Ε.).
Μέ αὐτές τίς θεολογικές προϋποθέσεις καί τίς ἀρχές τῆς πατερικῆς καί συνοδικῆς παράδοσης ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας χρησιμοποίησε τόν ὅρο «Ἐκκλησία- Ἐκκλησίαι» κυρίως στό Κείμενο  «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον». Ἡ ὁποιαδήποτε τροποποίηση πρώτιστα ὡς πρός τήν § 6, ὅπου ἡ ἀρχική ἔκφραση  «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν τῶν λοιπῶν Χριστιανι­κῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς» τροποποιήθηκε, κατόπιν προτά­σεων πού κατέθεσαν οἱ Ὀρθό­δο­ξες Ἐκκλησίες (Ρουμανίας, Ἑλλάδος καί Κύπρου), ὡς ἑξῆς «ἡ Ὀρθό­δο­ξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστο­ρι­κήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανι­κῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμο­λο­γιῶν», ἀποδίδει διευκρινιστικά τήν παροῦ­σα ἑρμηνευτική ἀπόδοση χωρίς νά υἱοθετεῖ διαφοροποίηση ὡς πρός τήν περιγραφική χρήση τοῦ ὅρου, ἐνῶ συγχρόνως μέ τήν παροῦσα τροποποίηση ἐπιτεύχθηκε ἡ ἑνό­τη­τα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί ἡ ὁμόφωνη συμφωνία τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Μέ τήν παροῦσα ἑρμηνευτική διόρθωση δέν ἀναγνωρί­ζεται ὀντολογικά ἡ ἐκκλησιαστικότητα τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν ἀλλά περιγράφεται ὁ τρόπος ἀναγνώρισής τους τόσο ὡς πρός τήν ἱστορική τους παρουσία καί ὑπόσταση, ὅσο καί ὡς «ἑτεροδόξων», ὅρο μέ τόν ὁποῖον τονί­ζεται ἐπιπλέον καί ἡ ὁποιαδήποτε  διαφοροποίησή τους σέ σχέση πρός τήν Ὀρθό­δοξη Ἐκκλησία καί σέ ἀναφορά πρός αὐτήν τήν Ἀλήθεια.
Ἡ ὑφιστάμενη ἱστορική ὀνομασία εἶναι ἀδιαμφισβήτη­τη, γιά τή Ρωμαιοκαθολική, Παλαιοκαθολική, Ἀντιχαλκηδόνια καί Ἀγγλικανική Ἐκκλησία, ἐνῶ συγχρόνως τονίζεται ὅτι πέραν τῆς παρούσας ἱστορικῆς ὀνομασίας ὑπάρχει καί ἡ ὁποιαδήποτε ἑτερόδο­ξη διαφοροποίηση ὡς πρός τήν διαφορετική ἀντίληψη καί ὡς πρός αὐτήν τήν Ἀλήθεια καί τήν Παράδοση. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἀντιθετικότητα μεταξύ ἱστορικό­τη­τας καί περιεχομένου τῆς Ἀλήθειας εἶναι πού δέν ἀφήνει κανένα περιθώριο νά ἐκφρασθεῖ μέ τόν ὅρο «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι» ὁποιαδή­πο­τε πρόθεση ἤ ἀντίληψη «ταυτότητα πράγματος».
Πρόβλημα θά ὑφίστατο, καί ἐκεῖ θά ἔπρεπε νά προ­βλη­ματιστοῦμε, ἐάν ὑπῆρχε ταυτότητα πρός τά ὀνόματα καί δέν δη­λοῦ­το ἡ διαφοροποίηση ὡς πρός τά πράγματα.
Ἐπίσης ἡ ἱστορική ὕπαρξη τῶν λοιπῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλη­σιῶν δέν προδικάζει καμμία σχέση ταυτότητας ἀλλά τονίζει τήν διαφορο­ποίη­ση χωρίς νά ἀμφισβητεῖ τήν ἱστορικότητά τους ὡς ἑτεροδόξων. Τό σχῆμα αὐτό ὑφίστατο μέσα στήν διαχρονία τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκ­κλησίας, μέ τήν ἱστορική παρουσία τῶν διαφόρων σχισματικῶν καί τῶν αἱρετι­κῶν ὁμάδων καί κοινοτήτων ἐγνωσμένων μέν ὡς «Ἐκκλησιῶν», διαφορο­ποιου­μένων δέ ἐξαιτίας τῆς ἑτεροδοξίας τους ἤ τῆς ἀπόσχισής τους (βλ. «Καθολική Ἐκκλησία» τῶν Δονατιστῶν. Αὐτή δέ τήν οὐσιαστική διαφοροποίηση ὑποδηλώνει καί ἡ ἄλλη ἰσχυρή ὡς πρός τόν ὅρο «ἑτερόδοξοι» ἔκφραση τῶν «μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς», γιατί σημασία δέν ἔχουν τά ὀνόματα ἀλλά ἡ ὑφιστάμενη ἐν κοινωνίᾳ ἤ μή σχέση στά ὅρια μιᾶς ἐκκλησιαστικότητας. Μία ταυτότητα στήν πίστη χωρίς κοινωνία ὁδηγεῖ σέ μία ἀνυπόστατη ἑνότητα (πρβλ. Παλαιοημερολογῖτες) καί μία ἔλλειψη ταυτότητας στή πίστη συνεπάγεται ἀναγκαστικά κατάσταση ἀκοινωνησίας καί ἀνυπαρξία ἑνότητας (πρβλ. αἱρετικούς).
Ὁποιαδήποτε λοιπόν προσπάθεια ἀμαύρωσης τοῦ ἔργου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ βάση τά γνωστά ἐμφυολογήματα περί ἀναγνώρισης ὀντολογικῆς ἐκκλησιαστικότητας σέ ἄλλες ἑτερόδοξες χριστιανικές κοινότητες, πέραν τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, εἶναι μετέωρα καί ἀποτελοῦν ἁπλᾶ ἰδεολογήματα, τά ὁποῖα δέν βρίσκουν ἔρεισμα οὔτε στήν σύγχρονη πραγματικότητα, οὔτε στήν συνοδική παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τῶν Πατέρων Της.

Ἡ προβολή τέλος τῶν ὁποιωνδήποτε ἐπιφυλά­ξεων (θετικῶν ἤ ἀρνητικῶν) ἤ παρερμηνειῶν, ὡς πρός τή χρήση τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι» κυρίως στό παρα­πά­νω Κείμενο, δέν μπορεῖ νά ἀποτελέ­σει ἀποκλειστικά καί μόνο τό μοναδικό ἀξιολογικό  κριτήριο γιά τή συνολική θεώρηση τοῦ θετικοῦ ἔργου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνό­δου τῆς Ὀρ­θο­δόξου Ἐκκλησίας, οὔτε νά θεωρηθεῖ ὅτι ἐπειδή ὑφίσταται μονομερής θεολο­γι­κός προβληματισμός γιά τή χρήση τοῦ συγκεκριμέ­νου ὅρου, νά ἐξομοιώσου­με ἤ νά παραλληλίσουμε τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο πρός κάθε ἄλλη ἀντίληψη περί δῆθεν «ληστρικῆς» συνοδι­κό­τητας, προσδίδοντες μάλιστα σέ αὐτήν καί ἔλλειμμα ὀρθόδοξης αὐτοσυνειδησίας μέ τήν μέθοδο τῆς ἰσοπέδωσης.

Πηγή: ΑΜΕΝ


ΣΧΟΛΙΟ:Αυτό είναι τό εκκλησιαστικό Φαρμακονήσι καί δέν είναι χριστιανικό.
Θά επανέλθουμε στό θέμα σύντομα, παρότι δέν μετρά πλέον η ορθή Πίστη.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου