Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΙΚΟΥΔΗΣ - Α ΜΕΡΟΣ - επανάληψη (1)

O Doctor Angelicus συναντά
τον Κάλλιστο Αγγελικούδη


Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης αναλύει και σχολιάζει
το κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη

Μετάφραση: Σταύρος Νικολαΐδης

εκδόσεις αμέθυστος

=======================================

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

    Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης, ιερομόναχος απ’ το Μελένικο της Μακεδονίας, έγραψε αυτό το κείμενο τον 14ο μ.Χ. αιώνα, απαντώντας στο έργο του Θωμά Ακινάτη Summa contra Gentiles απ’ τον προηγούμενο αιώνα και αναιρώντας το ριζικά και αποφασιστικά εκ μέρους της αληθινής Εκκλησίας.

    Το κείμενο του Αγγελικούδη είναι συναρπαστικό, όπως τα κείμενα και οι λόγοι όλων των πατέρων. Φράση προς φράση φανερώνεται, μέσα απ’ τα ίδια τα λόγια του Ακινάτη, η παραχάραξη, η διαστροφή της αλήθειας, τα λογικά αδιέξοδα και η ίδια η απιστία του και όλων των Λατίνων εν τέλει, στον αληθινό και αποκαλυφθέντα Θεό.

   Ίσως το τελευταίο μεγάλο πατερικό μας κείμενο. Η χαρά της αποκατάστασης της αλήθειας δίνει ειρήνη και ησυχία σε κάθε καλοπροαίρετη ψυχή και την ενδυναμώνει στον εν Χριστώ αγώνα.

    Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε πριν από μερικά χρόνια, με πρόλογο και εκτενή εισαγωγή, σε ιδιωτική έκδοση, από τον καθηγητή Στυλ. Παπαδόπουλο. Υπάρχει σε χειρόγραφο κώδικα της μονής Ιβήρων στο Άγιον Όρος, με αριθμ. 337, γραμμένον προς τα τέλη του 14ου με αρχές του 15ου αιώνα. Στον κώδικα το έργο αυτό έχει τον τίτλο «Καλλίστου Μελενικιώτου κατά του καθ’ Ελλήνων δήθεν λεγομένου βιβλίου Θωμά Λατίνου». Το δε βιβλίο του Θωμά Ακινάτη είναι η Summa contra Gentiles, που το είχε εξελληνίσει ήδη εκείνη την εποχή ο Δημήτριος Κυδώνης.

    Μεταφέρουμε το κείμενο απ’ την υπέροχη γλώσσα του πρωτοτύπου στα νέα ελληνικά, μένοντας απολύτως πιστοί, το κατά δύναμιν, στο πνεύμα αλλά και στο “γράμμα”, τις λέξεις, το ύφος το αληθινό, που κι εδώ όπως και σ’ όλα τα κείμενα της Εκκλησίας μας, της Εκκλησίας του Θεού, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, θεία χάριτι, αναμεταξύ τους. 

Σταύρος Νικολαΐδης

  
ΚΕΙΜΕΝΟ

Περί του εσχάτου τέλους και της κατ' αυτό αεικινησίας

187. Αυτός που δεν έχει βαδίσει ούτε την αρχή τής κατά Θεόν οδού θέλει να μιλά από οίηση για το κατ’ αυτήν τέλος, και λέει αναγκαστικά τα μη καθήκοντα (τα ανάρμοστα...) και παρανομεί ψευδόμενος. Γιατί λέει, πως «αν δεν επιτύχη κανείς μαζί με την ευδαιμονία όμοια και ακίνητα την ηρεμία, δεν είναι ακόμα ευδαίμων, αφού δεν ηρέμησε ακόμα η φυσική του επιθυμία. Όταν θα επιτύχη λοιπόν κανείς την ευδαιμονία, επιτυγχάνει παρόμοια και την εγκατάσταση (ίδρυσις) και την ηρεμία». Και πως "δεν φθάνει" πάλι "η νοερή κτίση στο έσχατο τέλος, αν δεν παυθή η έφεσή της». Βλέπετε τη διάνοια αυτού που γράφει κατά των Ελλήνων, πώς αντιλέγει ολοφάνερα στους αγίους που λένε πως “επιστρέφει πάλι η ερωτική κίνηση του αγαθού, που προϋπάρχει στο αγαθό, και είναι απλή και αεικίνητη και προπέμπεται απ’ το αγαθό, σ’ αυτό, όντας ατελεύτητη και άναρχη, το οποίο φανερώνει την αεικίνητή μας έφεση και ένωσή μας προς το θείο” (Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά και οικονομικά, Εκατοντάς Ε).

190. Και πάλι˙ “μόνον το θείο είναι αληθινά και γλυκύ και επιθυμητό και εράσμιο, του οποίου η απόλαυση, που συμβαίνει πάντοτε, γίνεται αφορμή μεγαλύτερης επιθυμίας, συνεπιτείνοντας με τη μετουσία των αγαθών τον πόθο” (Γρηγορίου Νύσσης, Ομιλία Α εις Άσμα Ασμάτων). “Γιατί η ψυχή που συνάπτεται με τον Θεό έχει ακόρεστη την απόλαυση, ακμάζοντας όσο αφθονώτερα πληρούται απ' το κάλλος, τόσο πιο σφοδρά με τους πόθους” (ο.π.). Κι ακόμα˙ “είναι μεν πολύ αυτό που πάντοτε ευρίσκεται απ' τη μακάρια εκείνη φύση των αγαθών, είναι δε απειροπλάσιο από κάθε τι που καταλαμβάνεται αυτό που υπέρκειται, και συμβαίνει αυτό στο διηνεκές σ’ αυτόν που μετέχει σε όλη την αϊδιότητα των αιώνων, καθώς γίνεται με τα παντοτινά μεγαλύτερα η επαύξηση σ' αυτούς που μετέχουν” (Γρηγορίου Νύσσης, Ομιλία Η εις Άσμα Ασμάτων). Λέει δε, εκπίπτοντας σε παντελή ατοπία, ο αντιλέγων ολοφάνερα στην αλήθεια και στους αγίους και συμπαρατασσόμενος με την ελληνική πλάνη Θωμάς˙ « αυτά που βρίσκονται εγγύτατα στον Θεό είναι παντελώς ακίνητα, όπως ακριβώς οι χωριστές ουσίες (οι άγγελοι...), που προσχωρούν τα μάλιστα στην ομοιότητα του Θεού, ο οποίος είναι παντελώς ακίνητος».

191. Έχοντας θέσει το παντελώς και στους αγγέλους και στον Θεό, οδηγείται κατά κράτος ενάντια στους θεοφόρους και στις άγιες Γραφές, που αναφέρουν για τον Θεό, όπως έχουμε ήδη πη, κίνηση θεοπρεπή, άναρχη και ατελεύτητη, για τις δε νοερές ουσίες αθάνατη και ατελεύτητη κίνηση. Και λέει ο ιερός Διονύσιος· “Είναι (προέρχονται...) απ’ τη θεία δύναμη οι θεοειδείς δυνάμεις των αγγελικών διακόσμων· και έχουν απ’ αυτήν και το είναι αμεταπτώτως και όλες τις νοερές και αθάνατές τους αεικινησίες και έχουν λάβει το αρρεπές τους και την ανελάττωτη έφεση του αγαθού απ’ την απειροδύναμη δύναμη” (Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων Ονομάτων, Κεφάλαιο Η). Κι ακόμη· “Κηρύσσονται πως κινούνται κυκλικά οι θείοι νόες, ενούμενοι με τις άναρχες και ατελεύτητες ελλάμψεις του καλού και αγαθού” (Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων Ονομάτων, Κεφάλαιο Δ). Και πάλι· “η πρώτη των ουρανίων ουσιών διακόσμηση, που έχει σταθή αμέσως κυκλικά του Θεού και περί τον Θεό, και περιχορεύει απλά και ακατάληκτα την αιώνιά του γνώση σύμφωνα με την υπέρτατη, όπως στους αγγέλους, αεικίνητη εγκατάσταση” (Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί ουρανίας ιεραρχίας, Κεφάλαιο Ζ). Πού ακούς λοιπόν εδώ το παντελώς ακίνητο ή στις νοερές δυνάμεις ή στον Θεό; κατά κανέναν πάντως τρόπο, παρά σε μόνους τους Έλληνες και τον Αριστοτέλη, απ' τους οποίους έχεις ολοφάνερα αναδειχθή και ο ίδιος, ακολουθώντας τα δικά τους, ελληνόφρων.

192. Πάλι φέρεται αναίσχυντα και πάλι λέει τα αθέμιτα ο γυιός της πλάνης Θωμάς· «απορρίπτεται» λέει «η πλάνη κάποιων, που λένε πως δεν μπορεί να φθάση, όσο κι αν υψωθή, στην ισότητα των ανωτέρων νόων η ψυχή», ονομάζοντας πάντοτε κάποιους τους θεοσόφους, φιλοσόφους δε τον Αριστοτέλη και τους σύμφωνους μ' αυτόν Έλληνες. Αν μπορή να φθάση στην ισότητα των ανωτέρων νόων η ψυχή, νά που έχει πλανηθή ομολογουμένως σύμφωνα με σένα η ιερή Εκκλησία του Θεού. Γιατί λέει πως δεν μπορεί, και αποφαίνεται (αποκαλύπτει...), ότι είναι κατώτεροι απ' τους έσχατους της ουρανίου ιεραρχίας οι ανώτεροι της καθ’ ημάς ιεραρχίας νόες. 

193. Γιατί αν είναι δυνατό να αναχθή (να υψωθή...) στην ισότητα των ανωτέρων νόων ο ανθρώπινος νους, είναι φανερό ότι μπορεί να φθάση και ο άγγελος στην ισότητα των αρχαγγέλων και οι αρχάγγελοι στην ισότητα των ανωτέρων και να αποσυνθέση προχωρώντας έτσι ο λόγος τις τάξεις και να ανατρέψη τις ιεραρχίες και δεν θα υπάρχη αναλογία στις υπερκόσμιες δυνάμεις, και θα είναι όλα τα εκεί φύρδην ανάμεικτα. Αλλ’ αυτά ανήκουν στην ελληνική πλάνη και μέθη· λέει δε, ακολουθώντας τις θεόδοτες Γραφές και αποστρεφόμενη αυτές τις φλυαρίες ως πλάνη δεινή, η Εκκλησία του Θεού· “ η μεν πρεσβυτάτη των περί Θεόν νόων διακόσμηση (των νόων που είναι γύρω απ' τον Θεό...), ιεραρχούμενη απ' την τελεταρχική έλλαμψη, με το να ανατείνεται άμεσα προς αυτήν, με την κρυφιώτερη (πιο κρυμμένη...) και φανότερη (πιο φωτεινή...) φωτοδοσία της θεαρχίας, καθαίρεται και φωτίζεται και τελεσιουργείται. Με την πιο κρυμμένη μεν ως πιο νοητή και περισσότερο απλωτική και ενοποιό, με την πιο φωτεινή δε, ως πρωτόδοτη και πρωτοφανή και καθολικώτερη και περισσότερο διαφανώς κεχυμένη σ' αυτήν. Προς αυτήν δε πάλι (ανατείνεται...) αναλόγως η δεύτερη (διακόσμηση...) και προς τη δευτέρη η τρίτη και προς την τρίτη η δική μας ιεραρχία” (Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί ουρανίας ιεραρχίας, Κεφάλαιο Ι). 

194. Και πάλι· “απέχουν απ' την ολική και υπερκείμενη δύναμη των πρεσβυτέρων διακόσμων οι τελευταίοι· γιατί μετέχουν στη μερική και ανάλογη δύναμη σύμφωνα με τη μια εναρμόνια και συνδετική κοινωνία όλων. Μετέχει, δηλαδή, η τάξη των αγίων Χερουβίμ σε υψηλότερη σοφία και γνώση, μετέχουν δε οι διακοσμήσεις των ουσιών που είναι κάτω απ’ αυτήν και αυτές μεν στη σοφία και τη γνώση, σε μερικότερη όμως ως προς εκείνους και κατώτερη. Και είναι μεν κοινό το να μετέχουν εξ ολοκλήρου στη σοφία και τη γνώση σε όλες τις θεοειδείς νοερές ουσίες, δεν είναι δε πια κοινό το να μετέχουν από κοντά και ως πρώτοι ή ως δεύτεροι και κατώτεροι, αλλ' όπως έχει ορισθή ανάλογα στον καθένα. Και δεν θα αστοχούσε αν το όριζε αυτό κανείς και για όλους τους θείους νόες· γιατί όπως έχουν ακριβώς οι πρώτοι σε περίσσεια τις αγιοπρεπείς ιδιότητες των κατωτέρων, έτσι έχουν οι τελευταίοι, όχι βέβαια όμοια, αλλά κατώτερα, τις ιδιότητες των προηγουμένων” (Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί ουρανίας ιεραρχίας, Κεφάλαιο ΙΒ). Έχει πλανηθή άρα μαζί με τους Έλληνες και τον Αριστοτέλη ο Θωμάς, γι’ αυτό και δυσαρεστείται με τους αγίους, που λένε πως δεν μπορεί να φθάση, όσο κι αν υψωθή, στην ισότητα των ανωτέρων νόων η ψυχή. 

195. Και θα θρηνήση κανείς το ανακόλουθο και το ασεβές των λόγων τού Θωμά. Γιατί προσθέτει, αυτός που λέει τα προαναφερθέντα, σαν να λησμόνησε ακριβώς τα ίδια του τα λόγια· «είναι αμετάβλητες οι γνώσεις των αγγέλων». Δεν αντιλέγει άρα ολοφάνερα στην Εκκλησία του Θεού και στους πνευματοφόρους αγίους, που λένε πως ανήκουν στη μεταβαλλόμενη φύση οι νοερές δυνάμεις – γιατί δεν θα μεταβαλόταν ο ανατέλλων με το πρωί Εωσφόρος, αν ήταν βέβαια αμετάβλητοι καθ’ οιονδήποτε τρόπο οι άγγελοι– κι ενώ θέλουν να πουν πως είναι ακίνητες προς το κακό, και έχουν μόνη την κίνηση του καλού, τους πείθει όμως ο λόγω της λαμπρότητας Εωσφόρος, που και έγινε και λέγεται σκότος λόγω της έπαρσης, και οι αποστατικές δυνάμεις, να μην τις εκλαμβάνουν και να μην τις ονομάζουν ακίνητες, αλλά δυσκίνητες;

196. Αν είναι αμετάβλητες οι γνώσεις των αγγέλων, είναι φανερό, ότι ούτε προκόπτουν ούτε και προχωρούν απαύστως προς τα εμπρός προς τον Θεό, ούτε καθαίρονται (εξαγνίζονται...) βέβαια ούτε και φωτίζονται ούτε και τελειούνται οι ίδιοι. Κι αν είναι ανατροπή των θείων δογμάτων το να τα λες αυτά, πώς μπορεί να μη μελαγχολή (να κατέχεται από ένα είδος παραφροσύνης...) και να μαίνεται συνηγορώντας με τέτοια ελληνικά φρονήματα ο Θωμάς; Γιατί καθαίρεται (εξαγνίζεται...)  και μεταβαίνει απ’ την κάθαρση στον φωτισμό και φθάνει από ’κεί στην τελειότητα ο νους· κι αν δεν είναι μεταβολή αυτή η κίνηση, θα ταυτίζονται η κάθαρση κι ο φωτισμός και η τελείωση. Αλλ’ αυτό φαίνεται κι από μακρυά άτοπο σ' αυτούς που σωφρονούν, δεν είναι άρα αμετάβλητες οι γνώσεις των αγγέλων.

197. Τέτοια μεν νομίζει για τους αγγέλους και βλασφημώντας μωρολογεί, αυτά δε που φλυαρεί κατά τού Θεού, δεν είναι δίκαιο ούτε να τα αναπολήση κανείς. Γιατί λέει· «παύεται κάθε έφεση με τη μακαριότητα, αφού δεν απομένει, μετά την κατάληψή της, τίποτα το επιθυμητό». Κι ακόμα· «εφόσον λείπει σε κάποιον κάτι, το οποίο έχει ανάγκη, δεν είναι ακόμα μακάριος, αφού δεν έχει  παυθή ακόμα η έφεσή του· αυτός που θα είναι άρα αυτάρκης στον εαυτό του, χωρίς να χρειάζεται τίποτα, εκείνος είναι μακάριος». Κατεβάζει όντως το να βγαίνης απ’ την οδό σε γκρεμό και βόθρο· καταγκρεμίζεται γι' αυτό, με το να μη θέλη να βαδίζη την αλήθεια των ιερών Γραφών, σε γκρεμούς ασεβείας και βάραθρα ο Θωμάς. Γιατί αποκλείει σύμφωνα μ’ αυτόν του τον λόγο κάθε λογική φύση απ’ τη μακαριότητα. 

198. Γιατί αν παύεται (σταματά...) κάθε έφεση με τη μακαριότητα, και δεν παύει κάθε λογική φύση τη δική της έφεση, όπως προαποδείξαμε με τις ρήσεις των αγίων, είναι φανερό, ότι βρίσκεται κάθε λογική φύση μακριά απ’ τη μακαριότητα. Και προσθέτει και την αιτία, και μάλλον την ασέβεια, για ποιόν λόγο παύεται η έφεση, και λέει· «γιατί, αφού έχει αυτή ληφθή, η μακαριότητα δηλαδή,  δεν απομένει τίποτα το επιθυμητό». Κι αφού βλασφήμησε ενάντια στις λογικές φύσεις, βλασφημά τώρα πια και ενάντια στον ίδιον τον Θεό.

199. Γιατί αν είναι η μακαριότητα η προς τον Θεό έφεση και είναι ο ίδιος ο Θεός κατά τον Θωμά η μακαριότητα, και δεν απομένει μετά τίποτα το επιθυμητό στους μακάριους, και είναι ο Θεός το επιθυμητό, στον οποίον τείνει κάθε έφεση των φιλοπόνων, δεν απομένει ο Θεός στους μακάριους, που τον έχουν, όπως φαίνεται, περιλάβει, απ' το οποίο τί θα μπορούσε να γίνη πιο άτοπο, να νοής  τον Θεό πεπερασμένο; Αν είναι δε άπειρος ο Θεός σε όλα όσα επιθυμεί απ' τη φύση της κάθε λογική φύση, είναι μάταιος και τιποτένιος κι αυτός ο λόγος του Θωμά.

200. Κι ακόμα˙ αν παύεται κάθε έφεση στους μακάριους, είναι φανερό, ότι παύεται και κάθε νόηση· γιατί είναι απ’ τη νόηση η έφεση· γιατί είναι αδύνατο να ασχολείται η νόηση με τον Θεό, που είναι υπέρκαλος, χωρίς την ανάλογη έφεση, που όταν παύεται θα παυθή και η νόηση  και θα είναι σκοτεινός και ανενέργητος ο νους, το οποίο είναι ακριβώς άτοπο. Κι ακόμα· «εφόσον λείπει» λέει «σε κάποιον κάτι, το οποίο χρειάζεται, δεν είναι ακόμα μακάριος». Αν "δεν είναι" βέβαια "τίποτα αυτοτελές" κατά τον μέγα Διονύσιο "ή που δεν χρειάζεται καθόλου την τελειότητα, παρά μόνον το όντως αυτοτελές και προτέλειο, ο Θεός” (Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί ουρανίας ιεραρχίας, Κεφάλαιο Ι), πώς αληθεύει, λέγοντας τέτοια, ο Θωμάς, και αποστερώντας τις λογικές φύσεις, που ζητούν ακόμα, απ' τον μακαρισμό, και διαβάλλοντας τους μακάριους και λέγοντας πως δεν ζητούν τίποτα, και νομίζοντας πως είναι οι όντως άθλιοι μακάριοι, καθώς έχει παυθή η έφεσή τους, και δεν είναι οι μακάριοι μακάριοι, επειδή δεν έχει παυθή ακόμα, λέει, η έφεσή τους, και νομίζοντας το χείριστο ως άριστο και το άριστο ως χείριστο, και σπεύδοντας να ενισχύση τα αντίθετα στα αληθινά, από τυφλότητα που ακολουθεί την απιστία, κι από υπερβάλλουσα μάλλον άνοια, που την απέκτησε απ’ το να πιστεύη τους Έλληνες και τον Αριστοτέλη;

201. Και δεν λέει μόνον τα άνομα, αλλά και τα ανόητα και ολοφάνερα ψευδή και δεν αισχύνεται ο Θωμάς. Λέει λοιπόν· «επειδή είναι αίτιο της ευφροσύνης η αγάπη, όπου είναι μεγαλύτερη η αγάπη είναι μεγαλύτερη κι η ευφροσύνη». «Παύεται λοιπόν καθ' υπερβολήν η έφεση του Θεού και είναι τελειότερη η μακαριότητά του». Φανέρωσε με λίγες λέξεις πολλές ατοπίες. Δεν είναι κατά κανέναν τρόπο αίτιο της ευφροσύνης η αγάπη. Προέρχεται αντιθέτως απ’ την ευφροσύνη η αγάπη και προηγείται απ’ την αγάπη η ευφροσύνη. Γιατί αυτό που δεν ευφραίνει ούτε και αγαπάται· γεύεται τα νοητά ο νους και ευφραινόμενος αγαπά. Και το γνωρίζουν αυτό σαφώς, όσοι βλέπουν τον Θεό εν αληθεία και πνεύματι.

202. Αν είναι αίτιο της ευφροσύνης η αγάπη, είναι πιο πέρα απ’ την αγάπη και είναι τέλος τής αγάπης η ευφροσύνη· αλλ’ είναι βέβαια το πιό κορυφαίο και το ακρότατο απ’ όλα τα ενεργούμενα στην ψυχή αγαθά η αγάπη, όπως λέει, ερχόμενος στον εαυτό του, αλλού κι ο ίδιος· «είναι εσχάτη τελείωση της φύσεως του λόγου το να αγαπάς τον Θεό, επειδή ενώνεται μ' αυτό κατά κάποιον τρόπο (ο λόγος...) με τον Θεό». Γιατί είναι ένα πολυδύναμο πράγμα ο νούς· έχει λοιπόν και αίσθηση νοερή· όταν βλέπη λοιπόν σύμφωνα μ' αυτό που του ταιριάζει το κάλλος του Θεού, γεμίζοντας ευφροσύνη αγαπά· κι όταν στρέψη το βλέμμα προς τα πάθη και αισθανθή την ασχήμια τους, λυπάται πρώτα και τότε τα απεχθάνεται.

203. Και πήγαινε κι απ’ τα αισθητά στα νοητά· αποδεικνύεται πρώτα ευφρόσυνος ο οίνος και τότε αγαπάται, όχι επειδή είναι απλώς οίνος, αλλ’ επειδή είναι ευφρόσυνος· και δεν αγαπώνται οι πολύτιμοι λίθοι και τα μαργαριτάρια όπως ο μόλιβδος κι ο χαλκός· γιατί; επειδή δεν τέρπουν εξίσου την αίσθηση. Και θα το βρης αυτό, παρατηρώντας τα όλα ανεξαιρέτως· αυτό που περισσότερο ευφραίνει αγαπάται και περισσότερο, και το πικρό ή δριμύ στη γεύση δεν αγαπάται, επειδή δεν ευφραίνει την αίσθηση. Απ’ το ευφραίνειν άρα και την ευφροσύνη προέρχεται η αγάπη κι όχι το αντίθετο, όπως υποθέτει ο Θωμάς· «όπου είναι μεγαλύτερη η αγάπη, είναι μεγαλύτερη κι η ευφροσύνη». «Παύεται λοιπόν κατ’ εξοχήν η έφεση του Θεού και είναι τελειότερη η μακαριότητά του». Ούτε τον Θεό ευλαβείται, ούτε τους ανθρώπους αισχύνεται, έχοντας αποδώσει με τέτοιες προτάσεις τέτοιο συμπέρασμα.

204. Και δεν είναι μόνον ψευδείς, αλλά και σφόδρα ανάρμοστες με το συμπέρασμά τους οι προτάσεις, κι όχι μόνον ανακόλουθο προς τις ελεεινές αυτές προτάσεις, αλλά και καθ’ υπερβολήν ασεβές και αιρετικό το συμπέρασμα, αν συμπεραίνη πως παύεται (σταματά...) η έφεση του Θεού. Γιατί αν αμφιβάλλουμε σ’ αυτό, νομίζουμε ολοφάνερα πως είναι τρεπτός ο Θεός, που παύεται απ’ την ίδια του την έφεση και μειώνεται απ’ την αγάπη, την οποίαν έχει, το οποίο είναι ακριβώς υπερβολικά άτοπο.

205. Και λέει πως είναι «τελειότερη η μακαριότητά του». Λέει τελειότερη, και δεν προσθέτει από τί. Αν είναι λοιπόν τελειότερη απ’ τη δική του μακαριότητα, καθώς παύεται η έφεσή του, πάλι υποτίθεται τροπή· αν είναι δε τελειότερη απ’ τη μακαριότητα των νοερών δυνάμεων η μακαριότητά του, απομακρύνεται σφόδρα απ’ τη λογική, συγκρίνοντας τον άκτιστο και άπειρο σε όλα με τα κτιστά και πεπερασμένα. Όποιο απ’ τα δυό κι αν εννοή λέγοντας το τελειότερη, είναι ασεβές και ανόητο. Παύεται σύμφωνα με σένα, αμβλύτατε στη διάνοια, απ' την ίδια του την έφεση ο παντελώς ακίνητος Θεός; αλλίμονό σου, αναίσχυντε και πραγματικέ εχθρέ της αλήθειας.

206. «Τίποτα» λέει «το οποίο πράττει (ποιούν) σύμφωνα με το δικό του είδος, δεν σκοπεύει (θεωρεί...) σ' ένα υψηλότερο απ’ το δικό του είδος». Είναι λόγος και ανοησίας και απαιδευσίας αυτό. Γιατί κάθε νοερή φύση θεωρεί με τη νόησή της προς υψηλότερο κατ' εξοχήν είδος. Και λέει ο μέγας Διονύσιος˙ “επιθυμώντας ακατάληκτα την κυριότητα τάξη της όντως κυριότητας και κυριαρχίας και διαπλάττοντας  αγαθοειδώς και τον εαυτό της και αυτά που είναι μαζί της (τα μετ' αυτήν) επεστραμμένη συνολικά προς το κυρίως ον και γινόμενη, όσο της είναι δυνατόν, σε μετουσία της κυριαρχικής πάντοτε θεοείδιας· και λένε πως οι δυνάμεις αρρεπώς αφορούν στην υπερούσια και δυναμοποιό δύναμη και γίνονται δυναμοειδής, κατά το εφικτό, εικόνα της” (Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί ουρανίας ιεραρχίας, Κεφάλαιο Η).

207. Και λέει ακόμα πως “οι λογικές και νοερές διακοσμήσεις, αποτυπώνοντας νοητώς προς το θεομίμητο τους εαυτούς τους και ορώντας υπερκοσμίως προς τη θεαρχική εμφέρεια (ομοίωση...) και επιθυμώντας να δώσουν μορφή (μορφούν) στο νοερό τους είδος, έχουν αφθονώτερες όπως είναι εύλογο τις προς αυτήν κοινωνίες” (Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί ουρανίας ιεραρχίας, Κεφάλαιο Δ). Αναζητά άρα ο νους σύμφωνα με το δικό του είδος ένα υψηλότερό του είδος, το οποίο είναι ακριβώς ο Θεός, έστω κι αν δυσαρεστείται ο Θωμάς, που είναι ελληνόφρων.

208. Και λέει πάλι ο Θωμάς· «όσο πιο κοντά είναι κάτι στο τέλος, τόσο περισσότερο τείνει προς αυτό με μεγαλύτερη επιθυμία. Γι’ αυτό και βλέπουμε να επιτείνεται περισσότερο η φυσική κίνηση των σωμάτων προς το τέλος· είναι δε πιο κοντά στη θεία γνώση οι νόες των χωριστών ουσιών (των αγγέλων...) απ’ ό,τι ο δικός μας νους, επιθυμούν λοιπόν με μεγαλύτερη επίταση τη γνώση εκείνοι, απ’ ό,τι εμείς. Κι όσο κι αν γνωρίζουμε εμείς τον Θεό, δεν παύουμε να τον επιθυμούμε, αλλ’ επιθυμούμε να τον γνωρίζουμε ακόμα κατ’ ουσίαν, πολύ περισσότερο λοιπόν οι χωριστές ουσίες». Και πάλι· «είναι αδύνατο να θελήση να στερηθή ποτέ η νοερή ουσία, που βλέπει τον Θεό, αυτήν τη θεωρία».

209. Κι ακόμα· «αυτό που θεωρείται με θαυμασμό κινεί την επιθυμία, οράται δε πάντοτε με θαυμασμό η θεία ουσία από τον κτιστό νου· γιατί κανένας κτιστός νούς δεν την περιλαμβάνει· είναι αδύνατον άρα να ιλιγγιά (να αισθάνεται ίλιγγο...) η νοερή ουσία περί τη θεία θεωρία». Θά 'λεγες, πως δεν είναι ο ίδιος που λέει˙ «δεν φτάνει στο έσχατο τέλος η νοερή φύση, αν δεν παυθή (δεν σταματήση...) η έφεσή της». Και πάλι· «ομολογούν όλοι πως είναι ένα αγαθό η ευδαιμονία, γιατί δεν θα έκανε αλλιώς να ηρεμή την έφεση».

210. Αλλά πώς θα ηρεμήση, αλλοπρόσαλλε, η έφεση της νοερής ουσίας που δεν θέλει να στερηθή ποτέ τη θεωρία του Θεού; αν είναι ακριβώς αδύνατο να ιλλιγιά η νοερή ουσία περί τη θεία θεωρία, πώς θα ηρεμήση η έφεσή της; αλλ' είναι φανερό, ότι δεν θα ηρεμήση, αλλά θα κινηθή περισσότερο, όπως λες κι εσύ, έχοντας λησμονήσει τα δικά σου λόγια · « επιθυμούν με  μεγαλύτερη επίταση τη γνώση οι νόες των χωριστών ουσιών, απ’ ό,τι ακριβώς εμείς. Κι όσο κι αν γνωρίζουμε εμείς τον Θεό, δεν παυόμαστε απ’ την επιθυμία, αλλ’ επιθυμούμε να τον γνωρίζουμε ακόμα κατ’ ουσίαν, πολύ περισσότερο λοιπόν οι χωριστές ουσίες».

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου