ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
του Γρηγορίου
Λαρεντζάκη, Καθηγητού του Πανεπιστημίου του Graz
Α΄
Μέρος
Οἱ ἱ. Πατέρες καί οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι χρησιμοποίησαν τή γλώσσα τῆς ἐποχῆς των γιά τήν διατύπωση τῶν δογματικῶν των ἀπόψεων καί ἀποφάσεων - παράδειγμα πρός μίμηση
Εἶναι γνωστό ὅτι σέ κάθε ἐποχή οἱ ἱ. Πατέρες καί οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι στίς δογματικές τους ἀποφάσεις καί διατυπώσεις χρησιμοποίησαν τή γλώσσα τῆς ἐποχῆς τους και ὁρολογία εἴτε μέ τό περιεχόμενο, τό ὁποῖο εἶχε, ἤ δίδοντας νέα χριστιανική σημασία στίς λέξεις ἀκόμα καί ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία. Αὐτό εἶναι γνωστόν. Χρησιμοποιοῦντες οἱ ἱ. Πατέρες καί τήν γλῶσσαν τῆς Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας ἐγένοντο περισσότερον καταληπτοί καί ἁπό τούς συγχρόνους των συζητητές. Ὁ Δημήτριος Τσάμης ἐξετάζων τό θέμα τῶν χρονικῶν κατηγοριῶν κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο, ἀλλά μέ γενικώτερη σημασία, γράφει,: «Οἱ Πατέρες ... Ἐξάλλου ἀντιλήφθηκαν πώς δέν μποροῦσαν νά ἐπικοινωνήσουν μέ τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τους, ἐάν δέν μιλοῦσαν τήν γλῶσσα τους καί δέν χρησιμοποιοῦσαν τήν κοινή ὁρολογία. Οἱ Πατέρες τελικά χρησιμοποίησαν τίς χρονικές κατηγορίες τῆς θύραθεν σκέψης, θἱοθέτησαν δηλαδή τήν ὁρολογία της, προσάρμοσαν ὅμως τό περιεχόμενο τῶν σχετικῶν ὅρων στό πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψης. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ υἱοθέτηση τῶν φιλοσοφικῶν αὐτῶν ὅρων ἔγινε πετυχημένο μέσο, γιά νά ἐκφραστοῦν οἱ χριστιανικές ἀλήθειες μέ τά σχήματα τῆς ἐποχῆς τους καί γέφυρα ἐπικοινωίας μέ τό σύγχρονο κόσμο.[1] Τήν προσαρμογή τῶν φιλοσοφικῶν ὁρων στό πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψης χαρακτηρίζει ὁ Γεώργιος Μαρτζέλος «μετάπλαση».[2] Βέβαια ἀργότερα, ὁρισμένοι στήν Δύση δέν κατανόησαν τήν ἱεραποστολική καί ποιμαντική αὐτή μέθοδο τῶν Πατέρων καί τούς συκοφάντησαν γιά «ἐξελληνισμό τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὡς ἔπραξαν ὁ πολύς Gustav Adolf von Harnack, ὁ Hans Lietzmann καί ἄλλοι.
Εἶναι γνωστό ὅτι σέ κάθε ἐποχή οἱ ἱ. Πατέρες καί οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι στίς δογματικές τους ἀποφάσεις καί διατυπώσεις χρησιμοποίησαν τή γλώσσα τῆς ἐποχῆς τους και ὁρολογία εἴτε μέ τό περιεχόμενο, τό ὁποῖο εἶχε, ἤ δίδοντας νέα χριστιανική σημασία στίς λέξεις ἀκόμα καί ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία. Αὐτό εἶναι γνωστόν. Χρησιμοποιοῦντες οἱ ἱ. Πατέρες καί τήν γλῶσσαν τῆς Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας ἐγένοντο περισσότερον καταληπτοί καί ἁπό τούς συγχρόνους των συζητητές. Ὁ Δημήτριος Τσάμης ἐξετάζων τό θέμα τῶν χρονικῶν κατηγοριῶν κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο, ἀλλά μέ γενικώτερη σημασία, γράφει,: «Οἱ Πατέρες ... Ἐξάλλου ἀντιλήφθηκαν πώς δέν μποροῦσαν νά ἐπικοινωνήσουν μέ τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τους, ἐάν δέν μιλοῦσαν τήν γλῶσσα τους καί δέν χρησιμοποιοῦσαν τήν κοινή ὁρολογία. Οἱ Πατέρες τελικά χρησιμοποίησαν τίς χρονικές κατηγορίες τῆς θύραθεν σκέψης, θἱοθέτησαν δηλαδή τήν ὁρολογία της, προσάρμοσαν ὅμως τό περιεχόμενο τῶν σχετικῶν ὅρων στό πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψης. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ υἱοθέτηση τῶν φιλοσοφικῶν αὐτῶν ὅρων ἔγινε πετυχημένο μέσο, γιά νά ἐκφραστοῦν οἱ χριστιανικές ἀλήθειες μέ τά σχήματα τῆς ἐποχῆς τους καί γέφυρα ἐπικοινωίας μέ τό σύγχρονο κόσμο.[1] Τήν προσαρμογή τῶν φιλοσοφικῶν ὁρων στό πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψης χαρακτηρίζει ὁ Γεώργιος Μαρτζέλος «μετάπλαση».[2] Βέβαια ἀργότερα, ὁρισμένοι στήν Δύση δέν κατανόησαν τήν ἱεραποστολική καί ποιμαντική αὐτή μέθοδο τῶν Πατέρων καί τούς συκοφάντησαν γιά «ἐξελληνισμό τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὡς ἔπραξαν ὁ πολύς Gustav Adolf von Harnack, ὁ Hans Lietzmann καί ἄλλοι.
Ὁ ὅρος πρόσωπον ἀπό τήν ὀρθόδοξη Τριαδολογία στήν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία
Ἐχρησιμοποιήθη, λοιπόν, ἀπό τούς ἱ. Πατέρες καί ὁ ὅρος πρόσωπον μέ νέον θεολογικό
περιεχόμενον, ἐκκινοῦντες ἀπό τή θεολογική συζήτηση στήν ἐξέλιξη τῆς Τριαδολογικῆς Θεολογίας κυρίως τῶν μεγάλων Καππαδοκῶν Πατέρων τοῦ 4ου αἰῶνος.[3] Στή διήγηση τῆς Γενέσεως γιά τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου χρησιμοποιεῖται ὁ πληθυντικός «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί ὁμοίωσιν.» Δέν ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφή ὡς Δημιουργό τόν Τριαδικό Θεό οὔτε καί τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτό τό ἔκαμαν ἀργότερα οἱ ἱ. Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύοντες
τό χωρίον καί ἐδογμάτισεν ἡ Ἐκκλησία.
Τό αὐτό συμβαίνει καί στήν κατ’ ἀναλογίαν χρησιμοποίηση τοῦ ὅρου πρόσωπον στήν χριστιανική ἀνθρωπολογία Ἀνατολῆς καί Δύσεως, δηλ. ἀνθρώπινον πρόσωπον, γιά νά δοθεῖ στόν ἄνθρωπο μεγαλύτερη σημασία καί ἀξία ὡς κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοἰωσιν Θεοῦ δημιούργημα, διότι ὡς εἶναι σέ ὅλους γνωστό, βάλλεται σήμερα ἡ ἀξιοπρέπειά του, ἡ ἀξία του, ἡ μοναδικότητά του, ἡ αὐθεντικότητά του καί ἡ ἁγιότητά του πανταχόθεν. «Η αρχή αυτή (δηλ.
ἡ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου) ἐκφράζει
περισσότερο ἀπό ὁτιδήποτε ἄλλο τήν κατ΄ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου.»[4]
Τούτο
σημαίνει τήν άναγκαιότητα καί τήν αποδοχή τής χρησιμοποιήσεως του όρου
ανθρώπινο πρόσωπο καί γιά τόν άνθρωπο, όπως ακριβώς συνέβη καί μέ τήν
χρησιμοποίηση του όρου πρόσωπον καί στήν Τριαδολογία μέ τό νέο του περιεχόμενο.
Ό Παύλος Εύδοκίμοφ, αναφέρει π.χ. επιγραμματικά ότι ό φιλοσοφικός περσοναλισμός
«δέν φθάνει ποτέ σ’ έναν ικανοποιητικόν ορισμό του προσώπου. Ένας τέτοιος
ορισμός δέν μπορεί νά προέλθη παρά μόνον απ' τό τριαδικό δόγμα, ώς αποκάλυψη
γιά τό ανθρώπινο πρόσωπο... Στους πατέρες της Εκκλησίας βλέπομε μιά διακύμανση
της έννοιας αύτής: αρχικά καθορίζεται στό έπίπεδο τής αγίας Τριάδος καί μόνον
μετά τήν σύνοδο τής Χαλκηδόνος περνά στήν χριστολογία καί άνθρωπολογία.»[5]
Ό Βασίλειος
Γιούλτσης έρευνών τή σχέση των θείων προσώπων τής Λγίας Τριάδος καί τήν
αναλογία τής Τριαδολογικής αύτής πραγματικότητος στήν ανθρωπολογία συμπεραίνει:
«Ώς εις τά πρόσωπα τής Λγίας Τριάδος ή έξαρσις του ύποστατικου ιδιώματος
αποτελεί έξαρσιν τής μοναδικότητος έκάστου έναντι τής ενιαίας Θεότητος, ουτω
καί έν τώ άνθρώπω ή έξαρσις του προσώπου αποτελεί διάκρισιν αύτου έναντι του
ένιαίου άνθρωπίνου είδους. Συνεπώς εις τό προσωπικόν ίδιον έκάστου άνθρώπου
συντίθεται ή ένότης τών ύποστατικών ιδιωμάτων καί χαρακτηρίζεται τό πρόσωπον αυτού
έν τη έννοία τής πληρότητος, τής μοναδικότητος καί τής αύθεντικότητος.»[6]
Ό
Βασίλειος Γιούλτσης τονίζει μάλιστα ότι κατά τόν ί. Φώτιον ένεκα τής σχέσεως
αύτής τών προσώπων τής Αγίας Τριάδος πρός τό πρόσωπον του άνθρώπου «συνεπάγεται
κατά τόν Φώτιον θεώρησιν του άνθρώπου ώς "τετάρτου" μετά τήν Τριάδα
προσώπου καί βεβαίως έν άδιαμφισβητήτω έξαρτήσει έκ ταύτης.»[7]
Καί
ό τρόπος μεταμορφώσεως του άνθρώπου είς πρόσωπον προέρχεται έκ τών ένεργειών
του θεού: «Συνεπώς έντός τών έκ μόνης τής άγάπης έκδηλουμένων ένεργειών του
θεού δυνάμεθα νά έντοπίσωμεν τήν κίνησιν αυτου πρός τόν κόσμον καί τήν διά τών
άκτιστων ένεργειών μεταμόρφωσιν του άνθρώπου είς πρόσωπον πρός σύναψιν
προσωπικής μετ' αύτου κοινωνίας.»[8]
Ό
Γεώργιος Μαντζαρίδης τονίζει έπίσης: «Τό κατ’είκόνα καί καθ' όμοίωσιν Θεου αναφέρεται
είς τόν άνθρωπον όχι ώς μεμονωμένον άτομον, άλλ’ ώς κοινωνικόν πρόσωπον. Οί
άνθρωποι δέν ίστανται ενώπιον του Θεου ώς άτομα άλλ' ώς πρόσωπα διατελούντα έν
κοινωνία καί σχέσει μετ' άλλήλων. Οί άνθρωποι εικονίζουν τόν θεόν ώς κοινωνία
προσώπων τής αυτής φύσεως.»[9] Οί Πατέρες τής Εκκλησίας χρησιμοποιούν μάλιστα
γιά τήν όμοτιμία καί ισοτιμία τών άνθρώπων μεταξύ των τόν ίδιο όρο, τόν όποιον
χρησιμοποιούν γιά τά πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος, δηλ. τό ομοούσιον, όπως
χαρακτηριστικά πράττει ό Μέγας Άθανάσιος.[10]
Καμμία
αμφιβολία λοιπόν γιά τήν χρησιμοποίηση του όρου πρόσωπον γιά τόν άνθρωπο, αλλά
καί γιά τήν ποιοτική του σημασία σέ σχέση μέ τήν κοινωνία τών προσώπων τής
Αγίας Τριάδος.
Στήν
Δύση, ό γνωστός ευαγγελικός θεολόγος καί γνώστης τής ορθοδόξου θεολογίας Jurgen Moltmann ασχολήθηκε
διεξοδικά μέ τό θέμα καί κατέληξε σέ παρόμοια συμπεράσματα. Παραπέμπει στόν
ορθόδοξο θεολόγο Fyodorof
καί τονίζει, ότι ή Αγία Τριάς αποτελεί τό κοινωνικό μας πρόγραμμα,[11] πράγμα
τό οποίο σημαίνει ποιά αντανάκλαση έχει η ύπαρξη τών Τριών προσώπων τής Αγίας
Τριάδος καί γιά τήν σύγχρονη κοινωνική ζωή τών ανθρώπων. Ό εύαγγελικός αύτός
θεολόγος στηρίζεται γιά τήν άποψή του αυτή της κοινωνικής απεικονίσεως τής
Αγίας Τριάδος στούς Πατέρες τής Εκκλησίας καί μάλιστα συγκεκριμένα καί γιά τήν
σημασία τής οικογενείας, του άνδρα, τής γυναίκας και του τέκνου, ώς του πυρήνα
τής κοινωνίας, στόν Άγιο Γρηγόριο τόν Ναζιανζηνό.[12]
Επειδή
μάλιστα στή Δύση, τονίζει ό Jurgen Moltmann, δέν τονίσθηκε όσο θά έπρεπε ή σημασία
τής κοινωνίας των τριών προσώπων στήν Αγία Τριάδα, άλλά πρωτιστως η ένότης τής
ουσίας καί ή Μονοθεΐα του Τριαδικού θεού, η αντανάκλαση στήν άνθρωπολογία καί
στήν κοινωνία έφερε σάν αποτέλεσμα τόν «ιντιβιντουαλισμό», τήν ατομοκρατία καί
παραμελήθηκε η κοινωνικότητα τών προσώπων καί οι διαπροσωπικές σχέσεις στήν
κοινωνία. [13]
Γενικά τονίζει καί ό θεολόγος αυτός, ότι η
μετάπλαση του όρου πρόσωπον διά τής πατερικής Τριαδολογίας έχει έκτεταμένες
άνθρωπολογικές συνέπειες. Οδήγησε στήν κατανόηση τής προσωπικότητος του
ανθρώπου... καί στήν κοινωνικότητά του.[14]
Τονίζει
δέ άνεπιφύλακτα, ότι τό κατ’ εικόνα Θεου αναφέρεται στήν κοινωνία τών προσώπων
τής Αγίας Τριάδος καί αντικατοπτρίζεται στήν κοινωνία τών ανθρώπων αυτήν καθ'
έαυτήν καί όχι μόνον στά πρόσωπα τών ανθρώπων καί στίς σχέσεις των μεταξύ
των.[15]
Σχετικά
παραπέμπει και στόν γνωστό ρουμάνο θεολόγο D. Staniloae, ό όποιος άναφέρει ότι "στήν
κοινωνία του Αγίου Πνεύματος" ανταποκρίνεται η ανθρώπινη κοινωνία στή
μοναδική και ασύγκριτη κοινωνία του Πατρός καί του Υιού και του Αγίου
Πνεύματος.[16]
Ή εξέλιξη,
λοιπόν, αυτή τής ορολογίας στήν ορθόδοξη άνθρωπολογία δέν προέρχεται άπό κάποια
φιλοσοφική σχολή, άλλά από τήν πατερική Τριαδολογία καί τήν αναφορά της καί
στήν άνθρωπολογία γιά νά χαρακτηρίσει και νά έξυψώσει τήν ταυτότητα καί τήν
αξία του ανθρώπου έν κοινωνία, χρησιμοποιώντας τήν διατύπωση ανθρώπινο πρόσωπο.
Αυτή ή πραγματικότητα είναι ήδη παγκοίνως γνωστή.
Γιά
τόν λόγο αύτό χρησιμοποιείται σήμερα ή έκφραση «ανθρώπινο πρόσωπο» άπό
θεολόγους, Αρχιερείς, Αρχιεπισκόπους, Οικουμενικούς Οργανισμούς, σέ διεθνή καί ευρωπαϊκά
επίσημα Κείμενα. Με αυτήν την έννοια τονίζει π.χ. ό Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας
Αναστάσιος στό μήνυμά του γιά τό Αγιον Πάσχα 2016: «Ό Άναστάς Χριστός σέβεται
τήν ελευθέρια καί τήν ιερότητα του κάθε ανθρώπινου προσώπου ακόμη καί αύτου πού
Τόν αμφισβητεί.»
Τό
τελικόν Μήνυμα τής Β Ευρωπαϊκής Οικουμενικής Συνελεύσεως στό Graz τόν Ιούνιο του 1997 προτρέπει, ότι όλες
οί Εκκλησίες τής Εύρώπης (καί οί Ορθόδοξες) πρέπει νά παροτρύνουν όλους τούς
υπευθύνους τής Εύρώπης νά τονίζουν «τήν αξιοπρέπεια (ή τήν άξία die Wurde) του ανθρώπινου προσώπου καί τήν αγιότητα
τής ανθρώπινης ζωής.»
Επίσης
«νά άποκαταστήσουν τήν προτεραιότητα του ανθρώπινου προσώπου έναντι τών
οικονομικών συμφερόντων...».
Η Charta Oecumenica όλων τών Εκκλησιών τής Εύρώπης, (καί τών
Ορθοδόξων) η οποία ύπεγράφη στό Στρασβούργο τό 2001 άπό τόν Πρόεδρο του
Συμβουλίου τών Εκκλησιών, τόν τότε Μητροπολίτη Γαλλίας καί νυν Ελβετίας Ιερεμία
καί τόν Καρδινάλιο Πράγας Miloslav Vlk τόν Πρόεδρο του Συμβουλίου τών
Ρωμαιοκαθολικών Συνόδων τής Εύρώπης, τονίζει, ότι όλες οί Εκκλησίες στήν Εύρώπη
«επιθυμούν, βασιζόμενες στό Εύαγγέλιο νά στηρίξουν τήν άξιοπρέπεια (ή τήν άξια die Wurde) του άνθρώπινου προσώπου ώς είκόνος Θεού
καί ώς Εκκλησίες νά συμβάλλομε γιά τήν καταλλαγή των λαών καί τών
πολιτισμών.»(Πρόλογος).[17]
Αμέτρητες
είναι οί άναφορές σέ διάφορους τομείς τής σύγχρονης ζωής της έκφράσεως
«άνθρώπινο πρόσωπο» γιά νά εκφρασθεί ή ανωτερότητα του άνθρώπου καί ή ποιοτική
διαφοροποίηση ορισμένων πράξεων καί έξελίξεων στήν κοινωνία μας, έπηρεασμένες
άπό τό θεολογικό περιεχόμενο του μεταπλασμένου όρου «πρόσωπον». Π.χ.
Καπιταλισμός μέ «άνθρώπινο πρόσωπο», «παγκοσμιοποίηση μέ άνθρώπινο πρόσωπο», η
Ελλάδα έδειξε στό προσφυγικό τό «άνθρώπινο πρόσωπό της», «νά μή χαθεί τό
άνθρώπινο πρόσωπο τής Εύρώπης». Μάλιστα, μετά άπό ένα άγώνα ποδοσφαίρου εις
μνήμην ένός άποθανόντος συμπαίκτου έλέχθη ότι «Το ποδόσφαιρο έδειξε το
ανθρώπινο του πρόσωπο». Τό βιβλίο του Κώστα Μιχαηλίδη, Τό άνθρώπινο πρόσωπο
Στήν φυσιογνωμική καί τήν ύπαρξιακή του διάσταση, Έκδ. Αστήρ 1990,
παρουσιάζεται μέ τά έξης: «Το πρόσωπο είναι μια μοναδική, απερίγραπτη, σύμφωνα
με την ορθόδοξη παράδοσή μας, ιδιαιτερότητα, που ζει ωστόσο σε μια διαρκή,
πολυδιάστατη ένταση ανάμεσα στον εαυτό της και τον κόσμο, στο οικείο και το
αλλότριο, σ' αυτό, που είναι, και αυτό, που φαίνεται.»
Ή
Όλγα Στασινοπούλου διατυπώνει τήν εργασία της: «Από το άτομο στο ανθρώπινο
πρόσωπο - Η συμβολή της πατερικής σκέψης στην υπέρβαση διλημμάτων της
κοινωνικής πολιτικής» καί τονίζει: «Η ορθόδοξη θεολογική σκέψη, με αφετηρία τη
διάκριση των προσώπων της Τριαδικής Θεότητας, προσδιόρισε ως ανθρώπινο πρόσωπο
την ξεχωριστή και επώνυμη υπόσταση, αντίθετα από το ανώνυμο φυσικό άτομο.[18](www.apostoliki-diakonia.gr/)
Αύτή
είναι, λοιπόν, από τήν έποχή τών μεγάλων Πατέρων τής Εκκλησίας μας καί τών
Οικουμενικών Συνόδων μέχρι σήμερα η σημασία τής έκφράσεως άνθρώπινο πρόσωπο,
αυτή είναι η γλώσσα καί τής έποχής μας και στήν θεολογική έκφραση τής Εκκλησίας
σέ Ανατολή καί Δύση. Αυτήν τήν σημασία τής άξίας του άνθρώπου είχαν υπ' όψη των
καί στήν πανορθόδοξη συντακτική Επιτροπή τής Αγίας καί Μεγάλης Συνόδου όταν
χρησιμοποίησαν τήν φράση «ανθρώπινο πρόσωπο» καί κατ' επανάληψη έπεξεργαζόταν
τά συνοδικά Κείμενα καί αύτό είχε ύπ' όψη της και ή Αγία καί Μεγάλη Σύνοδος καί
άποφάσισε δικαίως άνάλογα, χωρίς νά έχει κανείς πρόθεση νά φιλοσοφήσει μέ βάση
τόν γερμανικό Ιδεαλισμό!
Πρόθεση
τής Συνόδου καί όλων τών συντακτών του Κειμένου ήταν, λοιπόν, ή όσον τό δυνατόν
καλύτερη κατανοητή έκφραση καί διατύπωση του ορθοδόξου φρονήματος καί του
έντονου ένδιαφέροντος τής Ορθοδοξίας γιά τήν προστασία και στήριξη τοϋ
άνθρώπου.
Γιά
τό λόγο αύτό τονίζει ή Αγία καί Μεγάλη Σύνοδος: «Ή αξία του άνθρωπίνου
προσώπου, άπορρέουσα έκ τής δημιουργίας του άνθρώπου κατ’ εικόνα Θεού καί καθ'
όμοίωσιν καί έκ τής άποστολής αυτού εις τό σχέδιον του Θεού διά τόν άνθρωπον
καί τόν κόσμον, υπήρξε πηγή έμπνεύσεως διά τούς Πατέρας τής Εκκλησίας.... Ή
διδασκαλία αυτή τής Εκκλησίας είναι ανεξάντλητος πηγή πάσης χριστιανικής
προσπαθείας διά τήν περιφρούρησιν τής άξίας καί του μεγαλείου του ανθρώπου.» (Α
1)[19]
Που
είναι τό μεμπτόν καί τό μή ορθόδοξον επί τής ουσίας του περιεχομένου του
Κειμένου της Αγίας καί Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας γιά νά υπάρξει
τόσο έντονη αρνητική αντίδραση καί πολεμική από τόν Σεβασμ. Μητροπολίτη
Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεο σέ ένα τόσο ζωτικό θέμα τής Εκκλησίας
μας καί στήν οδυνηρή κρίση τής σύγχρονης κοινωνίας; Εκτός τούτου πρέπει νά
διαπιστωθεί ότι τό Κείμενο τής Συνόδου συνδέει τό ανθρώπινο πρόσωπο μέ τό κατ'
εικόνα καί μέ τό καθ' ομοίωση Θεου τής δημιουργίας του άνθρώπου καί όχι μόνο μέ
τό κατ' εικόνα, όπως άναφέρει ό Σεβασμιώτατος στήν απάντησή του στόν καθηγητή
Θεόδωρο Γιάγκου. Στήν απάντησή του αυτή γράφει: «... τό κείμενο του 1986
συνέδεε τό πρόσωπο μέ τό κατ' εικόνα καί καθ’ ομοίωση Θεου, πού θά μπορούσα νά
τό αποδεχθώ, όπως σαφώς τό διδάσκει ό Γέροντας Σωφρόνιος, αλλά τό πρόβλημα
είναι ότι στό διάστημα μεταξύ του 2014 καί 2016 από τήν ειδική Διορθόδοξη
Επιτροπή Αναθεωρήσεως τών κειμένων, τό πρόσωπο συνδέθηκε μόνο μέ τό κατ' εικόνα
καί αφαιρέθηκε τό καθ' ομοίωση.»[20]
Όμως
τό «καθ' ομοίωση» υπάρχει στό τελικό Κείμενο. Αλλά επειδή τό διδάσκει σαφώς ό
Γέροντας Σωφρόνιος τό αποδέχεται ο Σεβασμιώτατος καί όταν τό «διδάσκει» η Αγία
καί Μεγάλη Σύνοδος τό απορρίπτει; Είναι ό Γέροντας Σωφρόνιος καί οί πιστοί ακόλουθοί
του ανώτεροι καί άπό κάθε Σύνοδο;[21]
Γιά
τό λόγο αυτό δέν είναι λυπηρό εξ αίτιας αυτής της αδικαιολόγητης «υποθέσεως» νά
δημιουργείται τόση σύγχυση, νά καταπολεμείται η Αγία καί Μεγάλη Σύνοδος της
Ορθοδόξου Εκκλησίας, νά αμφισβητείται τό κύρος της καί νά τίθεται η ενότης τής
Ορθοδοξίας σέ κίνδυνο και νά μήν υπογράφεται τό σχετικό Κείμενό της, τό όποιο εκφράζει
πλήρως το ορθόδοξο φρόνημα καί τήν αγωνία τής Εκκλησίας μας γιά τά προβλήματα
τών συγχρόνων κρίσεων, παρά μόνον «μέ τήν ρητή επιφύλαξη ώς πρός τό ανθρώπινο
πρόσωπο»;
Σκόπιμα
άφησα τελευταία τήν μαρτυρία του Αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου, όπως
περιγράφεται πολύ δραματικά γιά τήν σημασία του ανθρωπίνου προσώπου καί γιά τίς
διαπροσωπικές σχέσεις, αλλά κυρίως γιά τήν μεγάλη παραμυθυτική σημασία τής
κοινωνίας τών προσώπων, όταν οί άνθρωποι βλέπονται πρόσωπο πρός πρόσωπο, αλλά
καί γιά νά τονίσω τί ακριβώς μάς λείπει σήμερα καί κάνει τήν κοινωνία μας φτωχή
καί απάνθρωπη καί πολλές φορές παγερά οδυνηρή καί άκαρδη! Πρόκειται γιά τόν
γνωστό διάλογο μεταξύ του Αββά Μακαρίου καί του κρανίου, τό οποίο συνάντησε
στήν έρημο; «Είπεν ο αββάς Μακάριος, ότι περιπατών ποτε εις την έρημον,
εύρον κρανίον εις το έδαφος νεκρού ερριμμένον· και σαλεύσας αυτώ τη βαΐνη
ράβδω, ελάλησέ μοι το κρανίον· και λέγω αυτώ· συ τις ει; Απεκρίθη μοι το
κρανίον· εγώ ήμην ιερεύς των ειδώλων, και των μεινάντων Ελλήνων εν τω τόπω
τούτω· συ δε ει Μακάριος ο πνευματοφόρος· οίαν ώραν σπλαγχνισθης τους εν τη
κολάσει, και εύχη περί αυτών, παραμυθούνται ολίγον· λέγει ο γέρων αυτώ· ποία
εστίν η παραμυθία και τις η κόλασις; Λέγει αυτώ· όσον απέχει ο ουρανός από της
γης, τοσούτον εστι πύρ υποκάτωθεν ημών, από ποδών έως κεφαλής εστηκότων ημών
μέσον του πυρός· και ουκ έστι πρόσωπον προς πρόσωπον θεάσασθαί τινα, αλλά ο
νώτος εκάστου προς τον ετέρου νώτον κεκόλληται· ως ούν εύχη υπέρ ημών, εκ
μέρους τις θεωρεί το πρόσωπον του ετέρου· αύτη εστίν η παραμυθία (P.G.,
34:257-258).
(μετάφραση:
Αββάς Μακάριος προχωράει στην έρημο, όπου βρίσκει ένα ανθρώπινο κρανίο. Το
σκουντάει με το ραβδί του και το κρανίο αρχίζει να μιλάει. Ο Μακάριος ρωτάει:
-
Ποιός είσαι συ;
-
Ήμουν ιερέας των ειδώλων και εκείνων που έμειναν Έλληνες* σ’ αυτό τον τόπο. Συ
είσαι ο Μακάριος, ο πνευματοφόρος. Όταν σπλαχνίζεσαι τους κολασμένους και
προσεύχεσαι γι’ αυτούς, παρηγορούνται λίγο.
-
Ποιά είναι η παρηγοριά και πώς είναι η κόλαση; ;
-
Όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, τόση είναι η φωτιά από κάτω μας κι από τα πόδια
μέχρι το κεφάλι στεκόμαστε μέσα στις φλόγες. Και δεν μπορούμε να βλέπουμε ο
ένας το πρόσωπο του άλλου, γιατί είμαστε κολλημένοι - δεμένοι πλάτη με πλάτη.
Όταν όμως προσεύχεσαι, λασκάρουν τα σκοινιά και μπορούμε να κοιταχτούμε,
πρόσωπο προς πρόσωπο. Αυτή είναι η παρηγοριά.)
Και
προφανώς δέν εννοεί μόνον τήν έξωτερικήν έμφάνιοη του προσώπου τών ανθρώπων,
αλλά ολόκληρο τό είναι των, τήν άνθρώπινη οντότητα. Ακριβώς αυτή είναι καί ή
τεραστία έλλειψη στήν έποχή μας. Δέν αποτελούμε πλέον κοινωνία προσώπων, αλλά
απλή συνύπαρξη αντιμαχομένων ατόμων μέ συγκρουόμενα συμφέροντα μέ τά
αποτελέσματα της υπερβολικής καί ακράτου ατομοκρατίας καί του υπερφύαλου
ατομικισμού καί εγωισμού. Όχι μόνον δέν άποτελουμε κοινωνίαν αλληλέγγυων
προσώπων, αλλά δέν έχομε τό θάρρος νά βλεπόμαστε πρόσωπον πρός πρόσωπον μέ όλες
τίς συνέπειες μιας κοινωνίας έν αγάπη.
Ακριβώς τήν απάντηση στο κατ' εικόνα και
καθ’ ομοίωση τής δημιουργίας του ανθρώπου, τής προϋποθέσεως τής δημιουργίας του
ανθρωπίνου προσώπου έν κοινωνία καί αγάπη, δίδει ό ίδιος ό Ιησούς Χριστός στήν
τελευταία του προσευχή: «21 ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ με ἀπέστειλας. 22 καὶ ἐγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν, 23 ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν, καὶ ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σύ με ἀπέστειλας καὶ ἠγάπησας αὐτοὺς καθὼς ἐμὲ ἠγάπησας.»
Ό Μέγας Αθανάσιος διαπιστώνει ότι αύτό τό
«καθώς» δηλώνει τό πρότυπον, τό παράδειγμα και τήν εικόνα τής κοινωνίας τών
προσώπων τής Αγίας Τριάδος καί γιά τήν κοινωνία τών άνθρώπων είς την Εκκλησίαν:
«Έλεγεν "Ίνα ώσιν έν, καθώς καί ημείς" (Ιω. 17,21), ίνα ώσπερ εκείνος
λόγος ών έστιν έν τω ιδίω πατρί, ούτως ίνα καί ημείς, τύπον τινά λαβόντες, καί
είς εκείνον βλέποντες, γενώμεθα έν πρός άλλήλους τή ομοψυχία, καί τή του
πνεύματος ενότητι, μή διαφωνώμεν τε... τό αυτό δέ φρονώμεν.»[23]
Καί
η εσχατολογική έλπίδα, πεποίθηση καί πίστη όλων τών χριστιανών διατυπώνεται από
τόν απόστολο Παύλο στήν Επιστολή του πρός Κορινθίους: «βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι' ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην.» (Α' Κορινθ., 13,12). Ισχυρότερη εικόνα τής
κοινωνίας τών ανθρώπων μέ τόν Δημιουργόν Θεόν καί η πληρότης τής θεογνωσίας καί
ανθρωπογνωσίας δέν θά ήταν εύκολο νά διατυπωθεί. Καί βεβαίως δέν εννοεί μόνον
τήν εξωτερικήν άναγνώρισιν, πρόσωπον πρός πρόσωπον, άλλά τήν πληρότητα τής
συνειδητοποιήσεως τής υπάρξεως καί του βιώματος τής αμέσου καί εντατικής
κοινωνίας της αναντικατάστατης καί αμεταβίβαστης ταυτότητας των ανθρώπων με τον
δημιουργόν των Θεόν.
Σωτηριολογικά καί ποιμαντικά κίνητρα τών
ί. Πατέρων γιά τήν δυναμική διατύπωση τής χριστιανικής πίστεως.
Χρήσιμον
είναι επίσης νά έπαναφέρομε στή μνήμη όλων ότι οι Μεγάλοι Πατέρες τής Εκκλησίας
μας αντιμετωπίζοντας τίς διάφορες θεολογικές καί δογματικές συζητήσεις της
έποχής των, κυρίως καί πρωτίστως γιά ποιμαντικούς λόγους, προσπαθούσαν νά
διατυπώσουν, όπου δέν ύπήρχαν, τίς βασικές θεολογικές καί δογματικές αρχές τής
πίστεώς μας. Πολλές φορές μέ πρωτολειακό χαρακτήρα χωρίς απαιτήσεις τελικής
διατυπώσεως, αλλά καί χωρίς υπερφύαλες τάσεις οί απόψεις των να καταστούν
δόγμα. Μέ ταπεινοφροσύνη καί ποιμαντική φροντίδα προσπαθούσαν νά συμπαρασταθούν
στούς πιστούς μέ συμβουλές καί ζωντανά κηρύγματα, γιά νά επιτύχουν τή σωτηρία
των, δηλαδή έχοντας ποιμαντικό καί σωτηριολογικό προσανατολισμό.
Οι
μεγάλοι Πατέρες γιά τόν λόγο αύτό συνεχώς ετόνιζαν καί παραινούσαν νά μή
φιλονικούμε στήν Εκκλησία γιά λέξεις καί δογματικούς όρους, άλλά νά φροντίζομε
νά έχομε μεταξύ μας άγάπη καί τό ίδιο φρόνημα! Νά αποφεύγομε τά σχίσματα,
διατυπώνοντας τό χριστιανικό μας φρόνημα καί τήν κοινή πίστη μας, έστω μέ
διαφορετικές λέξεις, νά διατηρούμε καί νά αποκαθιστουμε τήν κοινωνία και την ενότητα
μέσα στήν Εκκλησία. Οί άγιοι καί Μεγάλοι Πατέρες δέν έπεδίωκαν νά στήσουν ένα
ακριβέστατο δογματικό σύστημα μέ απόλυτους καί αναντικατάστατους δογματικούς ή
μόνον βιβλικούς όρους, γιά νά κτίσουν και μετά νά ορίσουν τήν Εκκλησία ή γιά νά
ποιμάνουν τούς πιστούς μέσα στήν Εκκλησία. Οί άγιοι καί μεγάλοι Πατέρες τής
Εκκλησίας μας, ήσαν πρώτα ποιμένες μέ αγάπη καί φροντίδα γιά τό ποίμνιό τους
καί μετά δογματολόγοι! Ζωντανό παράδειγμα είναι η πρώτη «Πνευματολογία» πού
γράφτηκε από τόν Μέγα Πατέρα τής Εκκλησίας τόν άγιο Αθανάσιο γιά ποιμαντικούς
λόγους. Στήν έπαρχία Θμούεως στήν Αίγυπτο είχαν προκληθεί ανησυχητικές ταραχές
λόγω τής άμφιβολίας τής Θεότητος του Αγίου Πνεύματος. Ό επίσκοπος Σεραπίων
έγραψε στόν επίσκοπο Αλεξανδρείας Αθανάσιο, του περιέγραψε τό ποιμαντικό του
πρόβλημα καί τόν παρακάλεσε νά τόν πληροφορήσει τί θά έπρεπε νά διδάσκει στην Επαρχία
του, γιά νά είρηνεύσει τό ποίμνιο. Εκτός του ότι διαπιστώνομε ότι Επίσκοπος ερωτά
Επίσκοπον, βλέπομε ότι θεολογικά θέματα δημιουργουν καί ποιμαντικές φροντίδες,
οί οποίες πρέπει νά αντιμετωπισθούν μέ θεολογική τεκμηρίωση. Οί άπαντήσεις του
Μεγάλου Αθανασίου, οί περίφημες Επιστολές πρός Σεραπίωνα κατά τά μέσα του 4ου αιώνος,
αποτελούν, λοιπόν, μέ ποιμαντικά καί σωτηριολογικά κίνητρα τήν πρώτη δογματική
διατύπωση τής ορθοδόξου Πνευματολογίας. Σημαντικόν είναι επίσης να αναφερθεί
καί η μετριότης καί ταπεινοφροσύνη του Μεγάλου Αθανασίου, ό οποίος τονίζει στόν
επίσκοπο Σεραπίωνα ότι γράφει αυτές τίς Επιστολές σύμφωνα μέ τήν γνωστή του
παράδοση και τόν παρακαλεί νά συμπληρώσει τυχόν ατέλειες στό περιεχόμενο των
Επιστολών του. Καμμία λοιπόν ύπεροψία περί τής τελειότητος των γραφέντων από
τόν Μέγα Αθανάσιο.
Ό
άγιος Μέγας Αθανάσιος διεξήγαγε θεολογικούς διαλόγους μέ όλους τούς
αντιφρονουντες αρειανούς καί ημιαρειανούς καί πνευματομάχους καί προσπαθούσε νά
αποκαταστήσει τήν ενότητα μεταξύ τών χριστιανών, στηριζόμενος πάντα στό κοινό
φρόνημα καί στό περιεχόμενο τής κοινής πίστεως, όχι μόνον στίς λέξεις. Δέν
τοποθετούσε στό προσκήνιο μόνον τούς τύπους καί μόνον τή γλωσσική διατύπωση τής
πίστεως: «Αλλά καί περί τής κατά σάρκα οικονομίας του Σωτήρος, επειδή καί περί
τούτου εδόκουν φιλονικείν τινες πρός αλλήλους, άνεκρίναμεν καί τούτους
κάκείνους, καί όπερ ώμολόγουν ουτοι, συνετίθεντο κακείνοι, ότι...».[24] μετά
από διάλογο διαπιστώνεται ενότητα περιεχομένου μέ διαφορετική διατύπωση! Ακόμα
καί ό σπουδαιότερος χριστολογικός όρος τής έποχής του, το όμοούσιον, ετέθη υπό αμφισβήτηση,
διότι Σύνοδοι τό είχαν ερμηνεύσει αρνητικά, ενώ ή Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος έχρησιμοποίησε
τόν όρο αυτό, ομοούσιο, θετικά γιά νά εκφράσει τήν Θεότητα του Πατέρα καί του Υιού,
καί νά απορρίψει τήν άποψη του Αρείου, ότι ό Υιός είναι κτίσμα. Ό όρος αυτός,
έλεγαν οί οπαδοί του Αρείου, είχε χρησιμοποιηθεί αρνητικά καί εκτός τούτου δεν
ήταν βιβλικός, καί γιά τόν λόγο αύτό έπρεπε νά απορριφθεί. Καί ό άγιος
Αθανάσιος δίδει τή σωστή απάντηση: «Ουκούν εί τά ρήματα (δηλ. τό όμοούσιον) καί
ούτοι ώς ξένα προφασίζονται, φρονείτωσαν τήν διάνοιαν, καθ' ήν η σύνοδος
έγραψεν, αναθεματίζοντες άπερ αναθεμάτισεν η σύνοδος καί λοιπόν, εί δύνανται,
μεμφέσθωσαν τάς λέξεις...»[25]
Ήταν
λοιπόν διατεθειμένος νά θυσιάσει τόν σημαντικώτερο όρο της Α' Οικουμενικής
Συνόδου, εάν θά ομολογούσαν οί αντιτιθέμενοι τήν άπόφαση τής Συνόδου, ότι ό
Λόγος του θεού είναι Θεός καί όχι κτίσμα. Οί διατυπώσεις είναι χρήσιμες, αλλά
δέν έχουν απόλυτο χαρακτήρα καί δέν έχουν μεγαλύτερη αξία από τό ορθό φρόνημα
καί τό περιεχόμενο τής πίστεως, τό όποιο μπορεί νά διατυπωθεί καί μέ άλλον
τρόπο καί μέ διαφορετική γλώσσα καί διαφορετικές λέξεις. Καί έφόσον διαπιστωθεί
μετά άπό διάλογο τό αύτό φρόνημα καί η αυτή πίστη τονίζει ό ί. Πατήρ, «πρός δέ
τούς άποδεχομένους τά μέν άλλα πάντα των έν Νικαία γραφέντων, περί δέ μόνον τό
όμοούσιον άμφιβάλλοντας, χρή μή ώς πρός εχθρούς διακείσθαι. Καί γάρ καί ημείς
ούχ ώς πρός Αρειομανίτας ούδ' ώς μαχομένους πρός τούς πατέρας ενιστάμεθα, άλλ'
αδελφοί πρός άδελφούς διαλεγόμεθα τήν αύτήν μέν ημίν διάνοιαν έχοντας περί δέ
τό όνομα μόνον διστάζοντας.»[26]
Έτερος
μεγάλος καί ιερός Πατήρ, ό άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος, γνωρίζει αύτή τήν
ποιμαντική καί σωτηριολογική μέθοδο του αγίου Αθανασίου, τήν επαινεί καί τήν
χαρακτηρίζει φάρμακον! «Τω δέ παρ' εαυτού φάρμακον επάγει τώ άρρωστήματι. Πώς ούν
τούτο ποιεί; Προσκαλεσάμενος αμφότερα τά μέρη, ούτωσι πράως καί φιλανθρώπως,
καί τόν νουν των γραφομένων ακριβώς εξετάσας, επειδή συμφρονουντας εύρε καί
ούδέν διεστώτας κατά τόν λόγον, τά ονόματα συγχωρήσας συνδεί τοίς
πράγμασιν.»[27]
Γνωστόν
είναι επίσης σέ όλους τούς γνώστες τής Πατερικής Θεολογίας, ότι καί άλλος Μέγας
Πατέρας τής Εκκλησίας, ό άγιος Βασίλειος ενεργούσε μέ τήν ίδια ποιμαντική ευαισθησία
καί δογματική ευκαμψία, έδιδε απόλυτη προτεραιότητα όχι στις λέξεις καί τούς
όρους, αλλά στό φρόνημα καί τό περιεχόμενο τής όρθής πίστεως. Καί δέν νομίζω,
ότι θά ύπάρξει κάποιος, ό οποίος θά μπορούσε νά ισχυρισθεί, ότι ό Μέγας
Βασίλειος μειοδότησε τήν διδασκαλία περί Αγίου Πνεύματος. Χωρίς τήν
Πνευματολογία του ίερου Πατρός δεν θά υπήρχε ούτε ή ορθή αντιμετώπιση τών
Πνευματομάχων στήν Β' Οικουμενική Σύνοδο ούτε καί η ορθόδοξη διατύπωση τής περί
Αγίου Πνεύματος διδασκαλίας στό Σύμβολο τής Πίστεως τής Οικουμενικής αύτής
Συνόδου. Καί όμως ούτε ό άγιος Βασίλειος ούτε το Σύμβολον τής Πίστεως εχαρακτήρισαν
ποτέ το Άγιον Πνεύμα ευθέως Θεόν, ή όμοούσιον, ακριβώς για ποιμαντικούς, ιεραποστολικούς
καί σωτηριολογικούς λόγους έναντι τών αντιφρονούντων τής Επαρχίας του. Τούτο
έπραξε ό ί. Πατήρ ακολουθών τόν Απόστολο Παύλο, ό όποιος «τοίς πάσι γέγονε τά
πάντα, ίνα πάντως τινάς σώσει» (Α' Κορ. 9:19-22). Καί αυτό είναι η τελικά
επιτυχής ποιμαντική οικονομία του Μεγάλου Βασιλείου. Καί άν και ο φίλος του
Γρηγόριος ό Ναζιανζηνός κατ' αρχήν ελυπήθη καί παραπονέθηκε για τή στάση αυτή
του Μ. Βασιλείου με επιστολή[28], όμως τελικά το κατάλαβε και τον επαινεί: «Αυτοίς
μέν γάρ ουδεμίαν είναι ζημίαν, υπαλλατομένων μικρόν των λέξεων, καί φωναίς
άλλαις τό ίσον διδασκομένοις. Ουδέ γάρ έν ρήμασιν ημίν είναι τήν σωτηρίαν
μάλλον ή πράγμασιν»[29]. Καί ο Μέγας Αθανάσιος υπερασπίσθηκε τον τοιούτον
Επίσκοπον της Καππαδοκίας, το «καύχημα της Ορθοδοξίας» Βασίλειον τόν Μέγα καί εδόξασε
τόν Κύριο.[30]
Καί
από ένα συνοδικό λυπηρό γεγονός προέρχονται σωστά συμπεράσματα: Ό άγιος
Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός υπήρξεν επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως καί Πρόεδρος τής
Β' Οικουμενικής Συνόδου. Όμως δεν άντεξε τα δύσβατα προβλήματα, τά όποια του εδημιούργουν
οί αδελφοί του επίσκοποι καί αναγκάστηκε νά παραιτηθεί τόσον από τήν έδρα του
τής Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως όσον καί από τήν Προεδρία τής Συνόδου. Δέν θά αναφέρω
εδώ τούς λόγους παραιτήσεώς του. Όμως αποχωρών από τήν Σύνοδο εξεφώνησε τόν
άποχαιρετιστήριο Λόγο του, τόν περίφημο «Συντακτήριο Λόγο» του, ο οποιος αποτελεί
καί τήν πνευματική του Διαθήκη γιά ολόκληρη τήν Εκκλησία. Γιά τό θέμα τής
σημασίας των λέξεων καί των όρων διατυπώσεως τής ορθοδόξου πίστεως μάς άφησε
μιά ρητή εντολή, επίκαιρη καί σημαντική μέχρι σήμερα: «τό μέν έν, τη ουσία
γινώσκοντες. Καί τώ αμερίστω τής προσκυνήσεως. τά δέ τρία ταίς υποστάσεσιν,
είτ' ουν προσώποις, ό τισι φίλον. Μηδέ γάρ οί περί ταύτα ζυγομαχούντες ασχημονείτωσαν,
ώσπερ έν ονόματι κειμένης ημίν εύσεβείας, άλλ’ ούκ έν πράγμασι.»[31]
Είναι
χρήσιμον νά αναφερθεί καί ή γνώμη του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ό οποίος
γνωρίζει τήν στάση καί τήν μέθοδο των ιερών Πατέρων της αρχαίας Εκκλησίας και
παραπέμπων σέ αυτούς τονίζει: «Τούτοις συνωδά καί ό μέγας γράφει Βασίλειος
"ού χρή προσέχειν λέξεσιν, αλλά τη του σκοπού δυνάμει. Καν γάρ αγράφους
τις λέγη λέξεις, ουδέν διαφέρει, έως άν ευσεβή την διάνοιαν έχη. Οι δέ
αιρετικοί καν ταις από των γραφών χρήσωνται, ουδέν ήττον ύποπτοι καί τόν νουν
διεφθαρμένοι."
Τούτων
κατ' ουδέν απάδον καί ό της θεολογίας επώνυμος διδάσκει Γρηγόριος "...Οί
δέ σφόδρα προπολεμουντες του γράμματος, ίστωσαν εκεί φοβούμενοι τόν φόβον, ου
μή έστι φόβος, καί σαφώς γινωσκέτωσαν, ώς ένδυμα τής άσεβείας αυτοίς έστίν η
δειλία του γράμματος." (έδώ παραπέμπει στό κείμενο του άγιου Γρηγορίου
Ναζιανζηνού από τόν 39ον Λόγον του εις τά άγια Φώτα PG 36,345).
Στή
συνέχεια παραπέμπει ο άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς καί σε άλλους μεγάλους Πατέρες
της Εκκλησίας μέχρι και του Ιωάννου του Δαμασκηνού για νά τονίσει, ότι δεν
έχουν οι λέξεις καί οι όροι προτεραιότητα από την πίστη και το γνήσιο
φρόνημα.[32]
Τί σημαίνει ή φράση «επόμενοι τοίς άγίοις
Πατράσι»;
1) Μετά
από τις προηγούμενες παρατηρήσεις του τρόπου δράσεως καί ενεργείας των Αγίων και
Μεγάλων Πατέρων, τούς όποιους ανέφερα ονομαστικώς και τον τρόπον και την
ποιμαντική μέθοδό των, νομίζω, ότι εάν εφαρμοσθεί πράγματι το «επόμενοι τοις αγίοις
Πατράσι» δεν θα δικαιωθούν όλοι εκείνοι, οι όποιοι σήμερον απαιτούν από την
Λγία και Μεγάλη Σύνοδο πράγματα, τά όποια αντιτίθενται προς τούς άγιους
Πατέρες.
2) Όταν
οί Σύνοδοι, ακόμα και οι Οικουμενικές Σύνοδοι, ανέφεραν τό «επόμενοι τοις αγίοις
Πατράσι», δέν σημαίνει ότι οι Οικουμενικές αυτές Σύνοδοι αντέγραφαν στατικά καί
μηχανικά όλα όσα είχαν αναφέρει οί άγιοι Πατέρες, διότι όλες οί Οικουμενικές
Σύνοδοι ασχολήθηκαν με τα επίκαιρα προβλήματα της εποχής των, δηλ. με τις νέες
εκκλησιαστικές καί δογματικές προκλήσεις, τίς οποιες αντιμετώπιζεν η Εκκλησία
είτε σέ τοπικόν είτε σέ γενικό πλαίσιο της καθόλου Εκκλησίας. Ούτε το του Άγιου
Δαμασκηνού «ερώ γάρ εμόν ουδέν» δεν πρέπει νά ερμηνεύεται κατά λέξη, διότι και αυτός
ό άγιος Πατήρ, ό Μέγας Δαμασκηνός «είπεν αρκετά εμά», δηλαδή ή θεολογία του
βοήθησε πολύ τήν Εκκλησία μας για να αντιμετωπίσει την εικονοκλαστική θεολογική
πλάνη.
ΣΧΟΛΙΟ: Τό τελευταίο οικουμενιστικό ανέκδοτο. Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία γλώσσα τής εποχής. Τότε η ρητορική, η σοφιστική, τί ήταν;! Πρώτη φορά η ημιμάθεια επιβάλλεται μέ τόση ευκολία.
Αμέθυστος
Οι Μεγάλοι Πατέρες και ο κ.Λαρεντζάκης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα απαντήσουν οι αντί-Οικουμενιστές και οι Αποτειχισμένοι( οι γνήσιοι- Παλαιοημερολογίτες έχουν παραδώσει τα όπλα )!Σημάτη,έχεις αρκετή δουλειά.Πατέρα Αναστάσιε εκ Πάτρας,θα γράψεις και εσύ μια απάντηση;Ο Τρικαμηνάς πήρε τις φωτοτυπίες;Εσύ,κ.Αμέθυστε,δεν τον χτυπάς;
Φαίνεσαι καλός άνθρωπος φίλε, αγαθός. Τήν ευχή σου νάχουμε.
ΑπάντησηΔιαγραφή