Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ (32)


ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ
του Enrico Berti.

Η αρχή της μή-αντιφάσεως και οι διαφορετικές χρήσεις τής 

διαλεκτικής στον Αριστοτέλη.
        
  Κεφάλαιο IV.
   
     
  1. Η ιστορική προσφορά του Αριστοτέλη συνδυασμένη αλλά ξεχωριστή από την θεωρητική του προσφορά, δηλαδή από την επεξεργασία μίας πρωτότυπης φιλοσοφίας, είναι εκείνη δια της οποίας θεωρητικοποίησε με διαύγεια και συστηματοποίησε μία σειρά από ανακαλύψεις τις οποίες πραγματοποίησαν οι προγενέστεροι του, και ιδιαιτέρως όσον αφορά την αντίφαση και την διαλεκτική, απο τους δύο προγόνους του, ας πούμε δηλαδή τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα.
          Το αστήρικτο της αντιφάσεως, που είδαμε να ενεργεί στον Σωκράτη και σχεδόν διατυπωμένο στον Πλάτωνα, κατέστη καθοριστικώς θεωρία από τον Αριστοτέλη μέσω της διάσημης "αρχής τής μή-αντιφάσεως"!
          Η πλέον ευκρινής και συνεπής και διάσημη διατύπωση αυτής τής αρχής περιέχεται -καθόλου- τυχαία στο ΙV βιβλίο τής Μεταφυσικής, το οποίο είναι αφιερωμένο στην έκθεση τού οντολογικού χρέους τής "πρώτης φιλοσοφίας", δηλαδή στην μελέτη τού όντος σαν όντος και στις ιδιότητες που του ανήκουν καθαυτές, ανάμεσα στις οποίες βρίσκεται ακριβώς αυτή που δέν του επιτρέπει να είναι αντιφατικό. Αυτή ηχεί ως εξής: "το γάρ αυτό άμα υπάρχειν τε και μή υπάρχειν αδύνατον τώ αυτώ και κατά το αυτό". Είναι αδύνατον το ίδιο πράγμα (το αυτό) να ανήκει (υπάρχειν) και ταυτοχρόνως (άμα) να μήν ανήκει στο ίδιο πράγμα (τω αυτώ) και κάτω από την ίδια οπτική γωνία, άποψη (κατά το αυτό) (Μεταφ. IV 3, 1005 b 19-20).
          Όπως βλέπουμε αυτό αφορά την πραγματική εξάρτηση (υπάρχειν) ενός πράγματος σ'ένα άλλο, δηλαδή μιάς ιδιότητος σ'ένα υπόστρωμα, και γι'αυτό έχει μία αξία θεμελιωδώς οντολογική, δηλαδή όπως λέμε συνήθως, είναι πρώτα απ'όλα ένας νόμος του Είναι. Μπορούμε να τον εκφράσουμε επίσης μέσω της διατυπώσεως "είναι αδύνατον το Α να είναι Β και να μήν είναι Β ταυτοχρόνως και κάτω απο την ίδια οπτική γωνία". 

Από αυτή την πρώτη διατύπωση ο Αριστοτέλης αντλεί αμέσως μία δεύτερη : "εἰ δὲ μὴ ἐνδέχεται ἅμα ὑπάρχειν τῷ αὐτῷ τἀναντία (προσδιωρίσθω δ᾿ ἡμῖν καὶ ταύτῃ τῇ προτάσει τὰ εἰωθότα), ἐναντία δ᾿ ἐστὶ δόξα δόξῃ ἡ τῆς ἀντιφάσεως, φανερὸν ὅτι ἀδύνατον ἅμα ὑπολαμβάνειν τὸν αὐτὸν εἶναι καὶ μὴ εἶναι τὸ αὐτό· ἅμα γὰρ ἂν ἔχοι τὰς ἐναντίας δόξας ὁ διεψευσμένος περὶ τούτου". (Μεταφυσικά IV 3, 1005 b 26-32). "Εάν δέν είναι δυνατόν τα αντίθετα να ανήκουν ταυτοχρόνως στο ίδιο πράγμα, και μία γνώμη (δόξα) αντιφατική σχετικά με μία άλλη είναι αντίθετη σ'αυτή, είναι φανερό ότι είναι αδύνατον το ίδιο πρόσωπο (τον αυτόν) ταυτοχρόνως να σκέπτεται (υπολαμβάνειν) ότι το ίδιο πράγμα είναι και δέν είναι (κατά κάποιο τρόπο). Όποιος πλανάται λοιπόν, αναφορικά μ'αυτό, θα έχει ταυτοχρόνως τις δύο αντίθετες γνώμες!". Γι' αυτό ολοκληρώνει ο Αριστοτέλης αυτή η αρχή είναι η πιό σταθερή απο όλες, καθώς σχετικά μ'αυτή είναι αδύνατον να διαψευσθείς και είναι η πρώτη απο όλα τα αξιώματα: "διό πάντες οι αποδεικνύντες εις ταύτην ανάγουσιν εσχάτην δόξαν, φύσει γάρ αρχή και των άλλων αξιωμάτων αυτή πάντων" (Μετ. 1005 b 32-34).
          Εδώ όπως βλέπουμε, από την αδυναμία να ανήκει και να μήν ανήκει μία ιδιότητα στο ίδιο πράγμα, όπως και από την αδυναμία δύο αντιθέτων ιδιοτήτων να ανήκουν ταυτόχρονα στο ίδιο πράγμα, ο Αριστοτέλης συνάγει την αδυναμία δύο αντιθέτων απόψεων (γνωμών) να ανήκουν ταυτοχρόνως στον ίδιο άνθρωπο, δηλαδή από ένα πραγματικό αδύνατο προέρχεται ένα ψυχολογικό αδύνατο ή λογικό, καθότι ακόμη και οι γνώμες και οι σκέψεις είναι πραγματικότητες και επομένως υπόκεινται στον νόμο της πραγματικότητος. Μπορούμε να πούμε επομένως ότι στην οντολογική αξία της Α.Τ.Μ.Α (αρχής της μή-αντιφάσεως) θεμελιώνεται επίσης και η ψυχολογική ή λογική της αξία. Ίσης αξίας εξάλλου στην διατύπωση η οποία αφορά τις γνώμες είναι και εκείνη που αφορά τις συζητήσεις, την οποία βρίσκουμε στα Αναλυτικά ύστερα: "είναι αδύνατον να επιβεβαιώσουμε και ταυτόχρονα να αρνηθούμε" το ίδιο πράγμα του ιδίου πράγματος, δηλαδή το ίδιο κατηγορούμενο του ιδίου υποκειμένου! (Αναλ. ύστ. Ι 11,77 Α 10). Οι συζητήσεις δηλαδή αντιστοίχως η επιβεβαίωση και η άρνηση, δεν είναι παρά η έκφραση των σκέψεων, δηλαδή των δοξασιών, των γνωμών.
          Όσον αφορά όμως τις συζητήσεις, το αδύνατο αφορά την αξία τής αλήθειας τους, όχι την υλική τους προφορά. Είναι ξεκάθαρο ότι εάν ένας επιθυμεί, μπορεί να βεβαιώσει και να αρνηθεί την εξάρτηση ενός ίδιου κατηγορήματος στο ίδιο υποκείμενο, θέλοντας να αναφερθεί στην ίδια στιγμή και στην ίδια άποψη. Αυτό δέν σημαίνει βεβαίως ότι αυτός σκέφτεται πραγματικά αυτό, δηλαδή ότι κατέχει ταυτοχρόνως δύο αντίθετες γνώμες, διότι, -όπως παρατηρεί ο ίδιος ο Αριστοτέλης σχετικά με το θέμα- "δέν είναι αναγκαίο ένας, τα πράγματα που λέει, να είναι και αυτά που σκέπτεται (υπολαμβάνειν)" (Μετ. 1005 b 25-26). Όπως επίσης είναι δυνατόν ότι ένας που κατέχει ταυτοχρόνως γνώμες απο τις οποίες απορρέουν αποτελέσματα τα οποία τοποθετούνται το ένα σε αντίφαση με το άλλο, αλλά μέχρι ότου αυτές οι αντιφάσεις να φανερωθούν, αυτός να μήν βλέπει την αντίφαση. Την στιγμή δηλαδή κατά την οποία αυτός δέν βλέπει ακόμη αυτή την αντίφαση, δέν διαθέτει ταυτοχρόνως δύο αντίθετες γνώμες. Χρέος της αναιρέσεως είναι ακριβώς αυτό, να φανερώσει, και η φανέρωση να είναι πραγματικώς στοχαστική, μία ενδεχόμενη και συνεπαγόμενη αντίφαση, δηλαδή η οποία δέν έχει γίνει ακόμη αντικείμενο σκέψης με τον στόχο ακριβώς, να αφαιρεθεί, να εκλείψει!

Αμέθυστος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου