Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

Ενολογια-Οντολογία-επανάληψη


Αριστοτελική Μείωση των Πλατωνικών κατηγοριών που ανήκουν στην θεωρία του ΕΝΟΣ σε έννοιες που εξαρτώνται απο την θεωρία του Είναι. 
Του Giovanni Reale!
Image result for giovanni realeΣτο οντολογικό επίπεδο ο μεταφυσικός λόγος στηρίζεται στις έννοιες του Είναι και στα παράγωγά τους: Είναι, μή-Είναι, γίγνεσθαι. Το ενολογικό μοντέλλο στηρίζεται σε ένα μετα-οντολογικό επίπεδο, στο επέκεινα δηλ. της ουσίας και του Είναι.
Το πρωτολογικό αυτό μοντέλλο στηρίζεται στις έννοιες της ενότητος και της πολλαπλότητος (Ένα και πολλά). Το πρωτολογικό ή ενολογικό μοντέλλο προσπαθεί να εκφράσει την πρώτη Απόλυτη αρχή. 
Στο κείμενο του Πρόκλου "Στοιχεία θεολογίας", στην ερώτηση ποιά είναι η πρώτη αρχή, η ενότης ή η πολλαπλοτης, η απάντηση είναι η εξής: η πρώτη αρχή είναι η ενότης, διότι κανένας τύπος πολλαπλότητος δεν θα ήταν νοητός χωρίς την προϋπόθεση μίας συστατικής μετοχής της ίδιας της πολλαπλότητος στην ενότητα! Διότι η πολλαπλότης είναι ΜΙΑ στο σύνολό της. Και είναι επιπλέον Ένα και καθένα από τα πολλά. Διότι εάν δεν ήταν Ένα, θα ήταν τίποτα. Έτσι η ΕΝΟΤΗΣ προηγείται και η πολλαπλότης ακολουθεί και εξαρτάται από την ενότητα.
Η Ενότης λοιπόν είναι η πρώτη Αρχή. 
Όμως το Ένα είναι αυτό από το οποίο προέρχεται και στο οποίο τείνει το πάν, καθότι δίνει την ύπαρξη και διασώζει όλα τα πράγματα, ενοποιώντας τα, κάνοντας τα δηλ. αγαθά και τέλεια.
Ο Αριστοτέλης γειώνει κατά κάποιον τρόπο το πλατωνικό παράδειγμα, και δημιουργεί ένα πλήρες εναλλακτικό μοντέλλο. 
Όπως το παρουσιάζει ο ίδιος ο Αριστοτέλης στην Μεταφ. IΙΙ, 2, 1003b 22-23, περιέχει τις παρακάτω βασικές αρχές!
«Εάν λοιπόν το όν και το Έν ταυτόν και μία φύσις, επειδή το ένα ακολουθεί το άλλο, όπως η αρχή και το αίτιο, χωρίς όμως να δηλώνονται με έναν λόγο (ορισμό) (παρότι δεν κάνει καμμία διαφορά αν τα συμπεριλάβουμε στον ίδιον ορισμό, αντιθέτως μάς βοηθά κιόλας), διότι είναι ταυτό εις άνθρωπος και άνθρωπος όπως επίσης άνθρωπος και είναι άνθρωπος (ών άνθρωπος) και δέν δηλώνει τίποτε διαφορετικό (έτερον) ο διπλασιασμός της εκφράσεως ένας άνθρωπος, σ’αυτή την άλλη, είναι ένας άνθρωπος (είναι φανερό πως το είναι του ανθρώπου δεν χωρίζει από την ενότητα του ανθρώπου ούτε στην γένεση ούτε στην φθορά, και το ίδιο ισχύει και για το Ένα). Είναι φανερό επομένως πως η πρόσθεση δηλώνει το ίδιο πράγμα (επαναλαμβάνει το ίδιο πράγμα) και ουδέν έτερον το ένα από το όν». 
Έτσι το Εν δεν νοείται πλέον επέκεινα της ουσίας, σαν να προέρχεται δηλ. το Είναι από το Ένα. Το έν και το όν ταυτόν και μία φύσις (δηλ. μία πραγματικότης), επειδή όμως η πρωταρχική σημασία τού Eίναι, για τον Αριστοτέλη, στην οποία συγκλίνουν όλες οι υπόλοιπες, είναι η ουσία, επιμένει (Μεταφ. IV 2 1003 b 32-33)! «Ακόμη δέ η εκάστου ουσία έν εστίν καί όχι κατά συμβεβηκός (τυχαίως) καί παρομοίως δέ αυτή η ουσία είναι όν τι (ένα όν)».
Έτσι λοιπόν ο Αριστοτέλης αδειάζει ολοκληρωτικώς και εκμηδενίζει όλες τις συνέπειες των εννοιών που ήταν δεμένες με την Ενολογία του Πλάτωνος, παρουσιάζοντάς τες σαν εξαρτώμενες από την θεωρία του Είναι. 

Για να αποδείξει πώς όλα τα όντα ανάγονται στις δύο υπέρτατες Αρχές του Ενός και της ΔΥΑΔΟΣ, καθότι προέρχονται απο την μείξη τους, ο Πλάτων είχε παρουσιάσει έναν συστηματικό κατηγορικό διαχωρισμό της πραγματικότητος. Αυτής δέ της διαδικασίας, μας δίνει ακριβέστατη περιγραφή ο Σέξτος Εμπειρικός, στο ενάντια στους Μαθηματικούς, Χ, 262-268. «Τα όντα χωρίζονται σε όντα εις εαυτά (όπως π.χ. άνθρωπος, άλογο, φυτό κ.τ.λ.), και όντα τα οποία βρίσκονται σε σχέση με άλλο. Και αυτά με την σειρά τους χωρίζονται σε αντίθετα ενάντια (όπως π.χ. ίσο-άνισο, ακίνητο-κινητό) και σε συσχετιζόμενα (όπως π.χ. μεγάλο-μικρό, υψηλό-χαμηλό, δεξιό-αριστερό κ.τ.λ.). Τα αντίθετα και συσχετιζόμενα είναι πάντοτε όντα σε σχέση με άλλο, αλλά διακρίνονται μεταξύ τους καθώς τα αντίθετα δέν μπορούν να συνυπάρξουν μαζί και η εξαφάνιση του ενός των αντιθέτων συμπίπτει με την παραγωγή του άλλου (η ζωή και ο θάνατος, το κινητό και το ακίνητο), ενώ τα συσχετιζόμενα χαρακτηρίζονται απο την συνύπαρξη και απο την ταυτόχρονη εξαφάνιση (δέν υπάρχει ψηλό χωρίς το χαμηλό, δεξιό χωρίς το αριστερό). Επιπλέον τα πρώτα δέν δέχονται έναν ενδιάμεσο όρο (π.χ. ανάμεσα στην ζωή και στον θάνατο δέν υπάρχει ενδιάμεσος όρος), ενώ τα δεύτερα δέχονται (ανάμεσα στο μεγάλο και στο μικρό υπάρχει το ίσο, ανάμεσα στο περισσότερο και στο λιγότερο υπάρχει το αρκετό, ανάμεσα στο υψηλό και το βαρύ υπάρχει το αρμονικό)».
Αυτή η κατηγορική διάκριση βοηθά στην αναγωγή (στην επιστροφή) όλων των όντων στις πρώτες Αρχές με τον ακόλουθο τρόπο. Τα όντα που είναι καθ’εαυτά εμπίπτουν κατά κύριο λόγο στην σφαίρα της ενότητος, με την έννοια ότι κυριαρχεί σ’αυτά η ενότης, καθότι είναι διαφοροποιημένα, ορισμένα, προσδιορισμένα. Στα ενάντια όντα, τα θετικά αντίθετα συνεπάγονται την κυριαρχία της ενότητος, τα αρνητικά μία κυριαρχία της δυάδος. Τα όντα που συστήνουν ζεύγη συσχετιζομένων συνεπάγονται έναν ιδιαιτέρως φανερό δεσμό με την δυάδα μ’ έναν δυναμικό τρόπο μάλιστα, διότι στους συσχετισμούς κυριαρχεί το περισσότερο και το λιγότερο και η απροσδιοριστία.
Αυτή η θεωρία είναι η προϋπόθεση των αριστοτελικών κατηγοριών. Και είναι ένα θέμα αναγνωρισμένο απο καιρό. Όμως είναι πολύ λίγο γνωστό ότι ο Αριστοτέλης απο πολύ νωρίς ασχολήθηκε με αυτή την προβληματική, σ’ένα νεανικό, γραμμένο στα χρόνια της Ακαδημίας, βιβλίο, χαμένο όμως τώρα, ο Διαχωρισμός των αντιθέτων. Διότι δεδομένης της καθολικότητος και της γενικότητος των οι ιδέες οι οποίες υπεισέρχονται στα ζεύγη των αντιθέτων έπαιξαν πολύ σπουδαίο ρόλο και κατείχαν κεντρικό ρόλο στις συζητήσεις της Ακαδημίας.
Έτσι στο δεύτερο κεφάλαιο του τετάρτου βιβλίου της Μεταφυσικής, ο Αριστοτέλης προσπαθεί να αφομοιώσει εξ’ολοκλήρου στην οντολογία του αυτές τις υπέρτατες Αρχές, λύνοντας τες στην κυριολεξία απο την Πλατωνική Ενολογία, όπως και απο την σημασία και λειτουργικότητα που είχαν στο πλαίσιο αυτής! (Μεταφ IV, 2, 1013 b22-1015a18)
Η μεταφυσική, σαν μελέτη του όντος σαν όντος και των ιδιοτήτων που του ανήκουν και απο την στιγμή που Είναι και Ένα συμπίπτουν, θα μελετήσει επίσης και όλες εκείνες τις ιδιότητες που ανήκουν στο Ένα, χωρίς καμμία εξαίρεση.
Μάλιστα δέ, λέει ο Αριστοτέλης χαρακτηριστικά, όπως το Είναι έχει πολλαπλές σημασίες αναλογικώς, πάντοτε λόγω της συμπτώσεως του Είναι και του Ενός, και το Ένα επίσης θα έχει πολλαπλές σημασίες. Και όπως οι όροι που αναφέρονται στο Είναι έχουν πολλαπλές σημασίες έτσι και οι όροι που αναφέρονται στο Ένα θα έχουν πολλαπλές σημασίες.
Έτσι το μεγάλο θέμα της Ακαδημίας που συσχετιζόταν με το πρόβλημα του ΕΝΟΣ, αφομοιώνεται εξαίφνης απο τον Αριστοτέλη στην οντολογία του, χάνοντας όμως μ’ αυτόν τον τρόπο, το νόημα και την συμπάγεια που διέθετε στο Ενολογικό παράδειγμα. Κατά συνέπεια μεταφερόμενο στο νέο παράδειγμα χάνει σχεδόν ολοκληρωτικώς την πρωταρχική του θεωρητική σπουδαιότητα (Μεταφ.IV, 2, 1004a 9-22) τόσο πολύ μάλιστα ώστε οι σελίδες στις οποίες ο Αριστοτέλης χειρίζεται αυτό το θέμα, είναι ακριβώς εκείνες οι σελίδες που είναι ξεχασμένες απο το μεγαλύτερο μέρος των Αριστοτελιστών (Μεταφ. IV, 2, 1004 a20-25)

Όλα όσα λέει ο Αριστοτέλης γύρω απο το ΕΝΑ (Μεταφ. IV, 2, 1004b 27-31) χάνουν την θεωρητική τους σημασία και την ιστορική τους εμβέλεια, εάν εμείς οι σύγχρονοι δέν αντιλαμβανόμαστε πλέον πώς η ταύτιση του Ενός με το ΕΙΝΑΙ έχει σαν αποτέλεσμα μία κάθετη υποταγή και εξάρτηση του Ενός από το ΕΙΝΑΙ : Ενα πράγμα, επειδή είναι, κατά συνέπειαν είναι Ένα. Ενώ ο Πλάτων έλεγε ακριβώς το αντίθετο: Ένα πράγμα, καθότι είναι Ένα, κατά συνέπειαν είναι.
(Μεταφ. IV, 2, 1005a 14-18)


Αυτή είναι η προβληματική πλευρά της οντολογίας.


Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου