Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

Η ΑΝΤΙ-ΟΥΣΙΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟΥ ΠΛΩΤΙΝΟΥ (4)


Η ΑΝΤΙ-ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ
Ο Πλωτίνος καί η οντολογία
Τού Riccardo Chiaradonna!
          
Image result for plotinoΣτον αισθητό κόσμο τού Πλωτίνου δέν υπάρχουν λοιπόν "πράγματα" ουσιωδώς καθορισμένα, αλλά μάζες ανούσιες ποιότητος και ύλης οι οποίες είναι εικόνες τών ασωμάτων ουσιών, τών υπερβατικών. Για να κατανοηθεί καλύτερα αυτή η θέση και οι συνέπειές της, οφείλουμε να σταθούμε σε ένα άλλο σημείο σε σχέση με το οποίο ο Πλωτίνος απομακρύνεται απο τον Αριστοτέλη, δηλαδή στήν δυνατότητα να δεχθούμε διαφοροποιήσεις βαθμού στην ουσία. Για τον Αριστοτέλη, μία ουσία δέν μπορεί να μεταβληθεί καθαυτή, σύμφωνα με το λιγότερο ή το περισσότερο, δηλαδή λόγω εντάσεως. Ένας άνθρωπος για παράδειγμα, μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο χλωμός ή καλός, αλλά δέν μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο "άνθρωπος" κατά την διάρκεια της ζωής του! Ούτε έχει νόημα να πούμε ότι ένας "άνθρωπος" είναι περισσότερο "άνθρωπος απο έναν άλλο άνθρωπο, ή ένα δένδρο, πιό δένδρο" απο ένα άλλο. Καθότι λοιπόν έχει μία συγκεκριμένη φύση, μία ουσία είναι εκείνη που είναι, και αυτή δέν είναι εκείνο που είναι, τώρα περισσότερο, τώρα λιγότερο, ούτε σε σχέση με τον εαυτό της, ούτε σε σχέση με άλλο.
          "Κάθε ουσία δέν λέγεται περισσότερο και λιγότερο αυτό που αυτή είναι: για παράδειγμα, εάν αυτή η ουσία είναι ένας άνθρωπος, αυτός δέν θα είναι περισσότερο ή λιγότερο άνθρωπος, ούτε συγκρινόμενος με τον εαυτό του, ούτε συγκρινόμενος με έναν άλλον, με τον τρόπο με τον οποίο το λευκό είναι πιό λευκό σε μία περίπτωση απο μία άλλη, και το ωραίο είναι πιό ωραίο σε μία περίπτωση απο μία άλλη. (Αριστ. Κατηγορίες. 5,3 b 35-4 α 2).
          Η αρχή σύμφωνα με την οποία μια ουσία δέν δέχεται καθαυτή μεταβολές βαθμού παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην κριτική τού Αριστοτέλη στις ιδέες τού Πλάτωνος! Αυτή λοιπόν επιτρέπει να σφίξουμε, την διχοτομία ιδεών και αισθητών σε ένα δίλημμα, χωρίς διέξοδο: ή οι ιδέες και τα αισθητά είναι του ιδίου είδους (και τότε οι ιδέες δέν κάνουν τίποτε άλλο απο το να διπλασιάζουν ματαίως και ασκόπως τα αισθητά με όλες τις απορίες που απορρέουν) ή είναι ετερογενή και διάσπαρτα (και τότε οι ιδέες δέν θα μπορέσουν να είναι ούτε κάν "αιτίες" των αισθητών, αλλά θα είναι εντελώς άσχετες με αυτά)! "και ει μέν ταυτό είδος τών ιδεών και τών μετεχόντων, έσται τι κοινόν....ει δέ μή το αυτό είδος, ομώνυμα αν είη, και όμοιον ώσπερ αν εί τις καλοί άνθρωπον τον τε Καλλίαν και το ξύλον, μηδεμίαν κοινωνίαν επιβλέψας αυτών. (Μεταφ. 991 α 2-8). [Εάν οι ιδέες και τα πράγματα που μετέχουν στις ιδέες ανήκουν στο ίδιο είδος (μορφή) τότε θα υπάρχει κάτι κοινό...]
          Δέν είναι δυνατόν κατά τον Αριστοτέλη, να πούμε ότι η ιδέα είναι ουσία, "μεγαλυτέρου βαθμού" απο τα αισθητά, τα οποία μετέχουν, διότι αυτό θα σήμαινε να δεχθούμε ότι μία ουσία δέχεται στην φύση της μεταβολές βαθμού ή εντάσεως. Μία παρόμοια κίνηση φρενάρει απ'την αρχή την δυνατότητα να επαναφέρουμε τις ερμηνευτικές αιτίες τών εμπειρικών πραγματικοτήτων σε υπερεμπειρικές πραγματικότητες. Δέν έχει νόημα να εξηγήσουμε τον κόσμο τών πραγμάτων που μας φανερώνονται εξερχόμενοι απο αυτόν ψάχνοντας για οντότητες ανώτερης τάξεως. Είναι γνωστό ότι ο Αριστοτέλης, γελά με παρόμοιες προσπάθειες. "Να δείξουμε πράγματα που φανερώνονται (φαινόμενα) μέσω εκείνων που δέν είναι, ανήκει σ'αυτόν ο οποίος δέν είναι ικανός να ξεχωρίσει αυτό που γνωρίζεται εξ'εαυτού απο αυτό που δέν είναι κάτι τέτοιο (Φύσ ΙΙ 1,193 α 4-6).
          Απέναντι σε μία τέτοια επίθεση, η στρατηγική τού Πλωτίνου, όπως είδαμε, στοχεύει στην απόδειξη τών παράλογων συνεπειών για όσους, όπως ο Αριστοτέλης, αποκλείει τις νοητές ουσίες απο την εξήγηση του φυσικού κόσμου! Ο Αποκλεισμός τών νοητών "όντων στόν μέγιστο βαθμό", σημαίνει να χάσουμε την ίδια την δυνατότητα να καθορίσουμε ικανοποιητικά κριτήρια ουσιαστικότητος: η αισθητή ουσία φανερώνεται σαν ένα αξίωμα ακόμη πιό αδικαιολόγητο απο τις νοητές ουσίες τις οποίες αντικαθιστά! Για να κατανοήσουμε με τί πράγμα αντικαθιστά, ο Πλωτίνος, την θεωρία τής ουσίας τού Αριστοτέλη  είναι αναγκαίο να αναφέρουμε ένα χωρίο τό οποίο είναι απο τα πιό δύσκολα και σύνθετα τών Εννεάδων, δηλαδή (VI 3.7 17-30).
          "Εάν το Είναι δέν είναι ίσο με την ύλη, την μορφή (τώ είδει) και το συναμορφότερον, ούτε η ουσία θα μπορεί να είναι κοινή σαν γένος. Χωρίς αμφιβολία είναι διαφορετική η σχέση την οποία φανερώνει η ουσία με τις επόμενες πραγματικότητες. Καθότι έχει κάτι κοινό λόγω τού είναι τους (μορφή, ύλη και συναμφότερον, σύνθετον), έτσι όπως στην ζωή η οποία είναι μερικές φορές αμυδρή και  μερικές φορές εναργέστερη, το ίδιο όπως και με τις εικόνες οι οποίες μερικές φορές είναι σκίτσα (υποτυπώσεις), ενώ μερικές άλλες είναι επεξεργασμένες. Αλλά εάν ένας μετρήσει το είναι με το αμυδρό (είναι) και αφήσει αυτό που είναι πλέον (περισσότερο εναργέστερο), μ'αυτόν τον τρόπο το είναι θα είναι ξανά κοινό, αλλά μήποτε ούχ ούτω δεί ποιείν. Κάθε τύπος τού Είναι, πράγματι, είναι ένα άλλο όλον και το αμυδρόν δέν είναι ένας κοινός χαρακτήρας, ακριβώς όπως στη ζωή δέν θα μπορούσε να είναι ένας κοινός χαρακτήρας στην θρεπτική ζωή και την αισθητική και την νοερά. Και εδώ, ενταύθα, το είναι είναι άλλο το επί της ύλης και του είδους και του συναμφότερου. Καθότι προέρχονται απο το Ένα με διαφορετικούς τρόπους που ρέει πάντοτε με διαφορετικό τον τρόπο".
          Το θέμα που αντιμετωπίζεται εδώ από τον Πλωτίνο είναι το ίδιο με τίς συζητήσεις στις οποίες αναφερθήκαμε πρίν: τί πράγμα επιτρέπει να διακρίνουμε ύλη, μορφή και σύνθετο, συναμφότερο, στο εσωτερικό τής ουσίας; Το πρόβλημα όπως είδαμε πρίν, ήταν ανοιχτό ανάμεσα στους ίδιους τους περιπατητικούς και λύθηκε απο τον Πλωτίνο με την βοήθεια μίας θέσης η οποία δέν παρουσιάζεται στα γραπτά του Αριστοτέλη: μορφή, ύλη και συναμφότερο είναι γι'αυτόν πραγματικότητες διαφορετικού βαθμού, οι οποίες προέρχονται όλες απο μία καταγωγή, πηγή! Δηλαδή ο μοναδικός τρόπος για να δικαιολογηθούν οι διακρίσεις μέσα στον φυσικό κόσμο είναι να εισάγουμε μία έννοια  τής ουσίας διαβαθμισμένη, την οποία οι Αριστοτελικοί δέν είχαν υπολογίσει, ούτε μπορούσαν, λόγω της θεωρίας των η οποία αρνείται μεταβολές βαθμού στην ουσία.
          Σύμφωνα με τον Πλωτίνο, μορφή, σύνθετο και ύλη, διαφέρουν σε ένταση, όπως το φώς και το αμυδρό φώς. Μία παρόμοια βεβαίωση εισάγει την έννοια τού "οντολογικού βαθμού" η οποία είναι θεμελιώδης για να γίνει κατανοητή η θέση τού Πλωτίνου, σύμφωνα με τον οποίο όλο αυτό που υπάρχει, καθότι είναι, επιτρέπει μεταβολές οντολογικού βαθμού απο το πιό έντονο (το νοητικό είναι) στο λιγότερο έντονο (την ύλη, καθαρή απουσία είναι). Να υποστηριχθεί όμως ότι υπάρχουν "βαθμοί" τού Είναι μπορεί να φανεί πολύ παράξενη θέση σ'έναν σύγχρονο αναγνώστη, ο οποίος βασίζεται στην μοντέρνα εκδοχή της υπάρξεως. Για μας  η "ύπαρξη" είναι μία έννοια η οποία δέν δέχεται βαθμούς: ή κάτι υπάρχει ή δέν υπάρχει! Δέν έχει νόημα να πούμε ότι ένα πράγμα υπάρχει "περισσότερο" απο ένα άλλο. Στην ύπαρξη ισχύει η αρχή "ή όλα ή τίποτε".
          Παρ'όλα αυτά, όπως έχουν αποδείξει πρόσφατες σημαντικές μελέτες, μία τέτοια έννοια τής "υπάρξεως" διαφέρει βαθύτατα απο εκείνο που  οι αρχαίοι ονόμαζαν "είναι" και δείχνει τόσο α) "είναι" όσο β) "είναι μ'έναν κάποιο τρόπο". α) και β) δέν είναι ασυμβίβαστα για τους έλληνες φιλοσόφους. Στο λεξιλόγιό τους λείπει ένας κάποιος όρος ο οποίος θα πλησίαζε την δική μας "ύπαρξη", ο οποίος δέν θα χρειαζόταν να ολοκληρωθεί απο ένα κατηγορούμενο. Να πούμε το "Σ είναι" συνεπάγεται, για την γλωσσική ευαισθησία τών Ελλήνων, την φυσική δυνατότητα ενός συμπληρώματος σε "Σ είναι P". Ένα παρόμοιο συμπλήρωμα δέν είναι βεβαίως πάντοτε παρόν, και εάν χρησιμοποιηθεί απομονωμένα, το εστί το ελληνικό μπορεί άνετα να μεταφρασθεί σαν δέν "υπάρχει". Το σημείο όμως είναι ότι το συμπλήρωμα τού έστι με Ένα κατηγορούμενο, είναι πάντοτε δυνατό, κάτι που δέν ισχύει όμως, για το δικό μας "υπάρχειν" (δέν μπορούμε να περάσουμε απο το "Ο Σωκράτης υπάρχει" στο "ο Σωκράτης υπάρχει άνθρωπος"). Η σκληρή αντιπαράθεση του "συνδετικού είναι" και του "υπαρξιακού είναι", με τον τρόπο με τον οποίο την αντιλαμβανόμαστε σήμερα, απουσιάζει απο την αρχαία φιλοσοφική γλώσσα. Χρησιμοποιώντας μία πιό "τεχνική" γλώσσα, ή ορολογία, μπορούμε να πούμε ότι στην Ελληνική οντολογία απουσιάζει η συνεπής διάκριση υπάρξεως και ουσίας η οποία ανήκει στις επόμενες εποχές, όταν αυτή η διάκριση διατυπώθηκε στην βάση εννοιολογικών (και θεολογικών) προϋποθέσεων πολύ διαφορετικών.

Συνεχίζεται
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου