Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017

ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ (RECEPTION) ΑΥΤΩΝ

 Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου Σαββάτου,Καθηγητού Πανεπιστήμιου Αθηνών
Εισήγηση στην Επιστημονική Ημερίδα: «Μετά την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο», η οποία διοργανώθηκε με τη συνεργασία της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., του Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών και της Ιεράς Μονής Βλατάδων (Θεσσαλονίκη, 10 Νοεμβρίου 2016.

• Το ζήτημα της πρόσληψης και αποδοχής των συνοδικών αποφάσεων, είτε σε επίπεδο τοπικό είτε και καθολικό είναι θέμα θεολογικό και μάλιστα εκκλησιολογικό ενώ δεν έχει καμμία σχέση με αντιλήψεις δικανικές, νομικές διεργασίες ή στατιστικές αξιολογήσεις.
Η πρόσληψη είναι ένα γεγονός διαρκές και μία διαδικασία συνεχής της ίδιας της ζωής της Εκκλησίας, η οποία ξεκινά από το τοπικό επίπεδο, γι'αυτό και κατά το Κανονικό δίκαιο σημαίνει τη συγκατάθεση που δίνεται από τον λαό σε κάποια συγκεκριμένη συνοδική απόφαση ενώ συνδέεται άμεσα και με τη συνοδικότητα, για τη λειτουργία της οποίας συνιστά ουσιαστικό και απαραίτητο στοιχείο (1).
Το θέμα λοιπόν της πρόσληψης είναι ζήτημα που δύσκολα μπορεί να ξεπεραστεί ή να παραθεωρηθεί, αφού είναι η έκφραση της ικανότητας του εκκλησιαστικού σώματος να καθιστά «κτήμα» του τις συνοδικές αποφάσεις, με τις οποίες εκφράζονται οι εκκλησιαστικές εμπειρίες και συνδέονται με άλλες παλαιές, τις οποίες και επικαλούνται. Με άλλα λόγια η πρόσληψη σχετίζεται με το θέμα της παράδοσης, στα πλαίσια της ίδιας της εκκλησιαστικής εμπειρίας και ζωής, και έτσι συνδέεται με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, δηλαδή την ιστορία και τα έσχατα και μάλιστα με ένα τρόπο δυναμικό.
Το ζήτημα της πρόσληψης όμως είναι σημαντικό και για τα κείμενα της λεγόμενης Οικουμενικής Κίνησης και των διμερών Θεολογικών Διαλόγων, γι'αυτό και είναι πλέον όχι μόνο επίκαιρο θέμα αλλά και απαραίτητη η μελέτη του. Γιατί για τα κείμενα αυτά, το ζήτημα της πρόσληψης είναι αρκετά περίπλοκο και καθίσταται πιο δύσκολο, επειδή απαιτείται αμοιβαία εκκλησιαστική αναγνώριση και όχι απλά μία συμφωνία ως προς το περιεχόμενο της πίστης, όπως ισχύει στις Εκκλησίες οι οποίες βρίσκονται σε κοινωνία (2). Επιπλέον σε μία Εκκλησία η οποία βρίσκεται σε ενότητα και κοινωνία πίστης, αν και δεν είναι και τόσο γνωστή η διαδικασία πρόσληψης εντούτοις, εκείνο το οποίο προϋποθέτει είναι η ομοφωνία ως συναινετική συμφωνία κατά την λήψη των αποφάσεων.
Το θέμα μας λοιπόν, όσο επίκαιρο είναι τόσο περίπλοκο (3) εμφανίζεται. Η επικαιρότητά του δε με αφορμή την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι αυτονόητη, γι'αυτό και η όλη προσέγγισή του, με την παρούσα εισήγηση, αφορά αποκλειστικά και μόνο την Ορθόδοξη Εκκλησία και σε αναφορά προς τα συγκεκριμένα επίσημα κείμενα και αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Επιπλέον το ζήτημα της πρόσληψης των συνοδικών αποφάσεων δεν είναι μία άκαρπη πρακτική, μία αφηρημένη η απροσδιόριστη διαδικασία μέσα στη ζωή της Εκκλησίας αλλά αποτελεί μία πορεία, η οποία σχετίζεται άμεσα με την ίδια την συνοδική εμπειρία ως εκκλησιαστικό γεγονός, ενώ βρίσκεται βαθιά ριζωμένη στις ιστορικές απαρχές της ίδιας της ζωής και της ύπαρξης της Εκκλησίας (4).
•  Μέρος αυτής της διαδικασίας της πρόσληψης αποτελούν οι αποφάσεις και τα κείμενα θεσμικών σωμάτων, τα οποία με την ειδική μορφή των συνοδικών αποφάσεων, και όχι ατόμων ή μεμονωμένων ομάδων, καθίστανται ουσιαστικό περιεχόμενο της πρόσληψης, η ίδια δε διαδικασία της πρόσληψης, όσο θα υπάρχουν, «εν τόπω και εν χρόνω», διαφορετικές απόψεις, θέσεις ή ερμηνείες επί συγκεκριμένων συνοδικών αποφάσεων, τόσο περισσότερο θα επιβεβαιώνει την αναγκαιότητά της.
Το πρώτο λοιπόν και βασικό ερώτημα το οποίο τίθεται ως προς τη διαδικασία της πρόσληψης είναι ο τρόπος, το πως δηλαδή πραγματοποιείται αυτή η πρόσληψη.
Ο τρόπος διαδικασίας προϋποθέτει ως βασική αρχή την συμφωνία όλων των Εκκλησιών στην ίδια την Ομολογία της Πίστεως. Χωρίς αυτή την συμφωνία δεν μπορούμε να ομιλούμε για ενότητα (5). Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει επίσης, ότι το ίδιο το κείμενο της Ομολογίας Πίστεως, δεν είναι καρπός απλώς μιας συμφωνίας, ενός consensus μόνο, αλλά είναι κυρίως το αποτέλεσμα μιας κοινωνίας, καρπός του αγίου Πνεύματος, μέσα από το οποίο διακηρύσσεται η ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος και φανερώνεται το ίδιο το γεγονός της εκκλησιαστικής κοινωνίας.
Η δεύτερη βασική προϋπόθεση είναι ότι το ίδιο το γεγονός της πρόσληψης, ως γεγονός κοινωνίας, «απαιτεί» μία κοινότητα εκκλησιαστική, γιατί τότε μόνο η πρόσληψη καθίσταται γεγονός εκκλησιαστικό. Όπως δηλαδή το Σύμβολο της Πίστεως καθίσταται στοιχείο οργανικό της ίδιας της εκκλησιαστικής κοινότητας, έτσι και οι συνοδικές αποφάσεις όταν προσληφθούν από την ίδια την Εκκλησία, συμβάλλουν ουσιαστικά στην ενότητα της Τοπικής η Καθολικής Εκκλησίας.
Αυτή η διαδικασία πρόσληψης των συνοδικών αποφάσεων σημαίνει ότι δεν πραγματοποιείται σε επίπεδο ιδιωτών ή ομάδων αλλά σε επίπεδο εκκλησιαστικής κοινωνίας. Επιπλέον, η πρόσληψη θα πρέπει να αποτυπώνεται με την εκκλησιαστική ενότητα κάθε μίας από τις τοπικές Εκκλησίες αλλά και να εκφράζεται μέσα από αυτήν, εάν μάλιστα η πρόσληψη πραγματοποιείται από την κατά την Οικουμένην Εκκλησία, τότε είναι οικουμενική (6).
Όμως η εκκλησιαστική κοινωνία κάθε τοπικής Εκκλησίας απαιτεί μία δομή δηλαδή τον επίσκοπο και τη θεία Ευχαριστία, στοιχεία απαραίτητα στην Ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Ο επίσκοπος αποτελεί τον απαραίτητο εκκλησιολογικό όρο σε αυτό το γεγονός της κοινωνίας, επειδή εγγυάται την συναινετική ομοφωνία με τις άλλες κατά τόπους εκκλησιαστικές κοινότητες και επιπλέον συμβάλλει ουσιαστικά και σε μία άλλη διαδικασία πρόσληψης, η οποία εκφράζεται μέσα από τη σχέση μεταξύ της εκκλησιαστικότητας και της συνοδικότητας, με την οποίαν επιβεβαιώνεται ότι η μεν κοινότητα δεν μπορεί να ενεργεί χωρίς τον επίσκοπο αλλά και ότι ο επίσκοπος απαραίτητα πρέπει να επιζητεί την συγκατάβαση της εκκλησιαστικής κοινότητας με το «Αμήν», προκειμένου να αποτυπώνεται και συνοδικώς αυτό καθαυτό το γεγονός της πρόσληψης από κάθε Τοπική Εκκλησία.
•  Η κυκλική αυτή διαδικασία με βάση την επισκοποκεντρικότητα και την συναινετική ομοφωνία-συναίνεση της τοπικής Εκκλησίας αποκλείει κάθε αντίληψη απομονωμένης ή αυτόνομης παρέμβασης λαϊκών ή κληρικών σε αυτή τη διαδικασία πρόσληψης, ερήμην δηλαδή του επισκόπου, ο δε επίσκοπος είναι επιβεβλημένο να βρίσκεται σε σχέση συνοδικής κοινωνίας και αναφοράς προς τους λοιπούς επισκόπους της καθόλου Εκκλησίας, άλλως η όλη διαδικασία πρόσληψης δεν είναι προϊόν κοινωνίας και ενότητας αλλά αιτία πρόκλησης, διάσπασης, σχίσματος η αίρεση.
Πως λειτουργεί πρακτικά όμως όλη αυτή η διαδικασία ;
Με την ίδια την πράξη της εποικοδομητικής βελτίωσης των κειμένων στα πλαίσια της εκκλησιαστικότητας. Οι Εκκλησίες δηλαδή με βάση τα κείμενα εισέρχονται σε μία διαδικασία πρόσληψης της μιας προς την άλλη ως δομημένων εκκλησιαστικών κοινοτήτων (επίσκοπος, θ. Ευχαριστία, πρεσβύτεροι και λαός) και ως ευρισκομένων σε κοινωνία μεταξύ τους και με τις άλλες Εκκλησίες. Έτσι η πρόσληψη ως εκκλησιαστικό γεγονός δεν μπορεί να επιτελείται ούτε από διασκορπισμένους ιδιώτες, μοναχούς, θεολόγους, πρεσβυτέρους, διακόνους ή αυτονομημένους επισκόπους, ούτε και από ομάδες μοναχών, κληρικών και λαϊκών, γιατί όλα αυτά τα άτυπα εκκλησιαστικά σώματα δεν αποτελούν Εκκλησία αλλά απλώς και μόνον μορφώματα εκκλησιαστικότητας.
Η παρούσα θεολογική προσέγγιση της διαδικασίας πρόσληψης των συνοδικών αποφάσεων και των κειμένων επιβεβαιώνεται από την ίδια την ιστορία των Συνόδων. Επιπλέον η διαδικασία, επειδή συνδέεται πρώτιστα με την τοπική Εκκλησία ευχαριστιακά και επισκοποκεντρικά, απαιτεί την συμφωνία με τις προηγούμενες Συνόδους, ενώ η οικουμενική και καθολική αποδοχή από την «εκκλησιαστική συνείδηση» ολοκλήρου του πληρώματος της Εκκλησίας και η επιβεβαίωσή της από άλλο Μείζον συνοδικό όργανο αποτελεί sine qua non.
Αυτό αποδεικνύει ότι η διαδικασία πρόσληψης των αποφάσεων μιας Συνόδου είναι μία πορεία λειτουργική του ίδιου του εκκλησιαστικού σώματος, η δε συνοδική αναγνώρισή τους δεν γίνεται αυτόματα αποδεκτή, ούτε και αποτελεί, στα πλαίσια της εκκλησιαστικότητας πάντοτε, μία αισθητή και μετρήσιμη αριθμητικά πραγματικότητα (7). Στο σημείο αυτό ωρισμένα παραδείγματα θεωρώ ότι είναι αναγκαία.
Η πρώτη Σύνοδος, στη Νίκαια της Βιθυνίας (325 μ.Χ.), αμφισβητήθηκε περισσότερο από μισό αιώνα, πριν απολάβει τη γενική αναγνώριση και καταστεί το κατ' εξοχήν «συνοδικό πρότυπο» οικουμενικότητας.
Στην Έφεσο πάλι, το έτος 449 μ.Χ., η Σύνοδος που τυπικά χαρακτηρίστηκε ως οικουμενική, αποκηρύχθηκε και έμεινε στην ιστορία ως Latrocinium (Ληστρική) Σύνοδος.
Η Σύνοδος στη Χαλκηδόνα (451 μ.Χ.), που συγκλήθηκε και πραγματοποιήθηκε κάτω από εξαιρετικές συνθήκες, ως προς την ελευθερία συμμετοχής και διαλόγου και με εκπροσώπους από διάφορες θεολογικές παραδόσεις. Με αυτές τις προϋποθέσεις αν και θα έπρεπε να ήταν σε θέση να διαμορφώσει μια κοινά αποδεκτή σύνθεση διαφόρων θεολογικών απόψεων, εντούτοις οι αποφάσεις της δεν έγιναν αποδεκτές από τις μη ελληνόφωνες εκκλησιαστικές κοινότητες της ανατολικής αυτοκρατορίας και έτσι δημιουργήθηκε και μία άλλη ομάδα Εκκλησιών, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως Αντιχαλκηδόνιες, χωρίς όμως εξαιτίας της εξέλιξης αυτής να αμφισβητηθεί η οικουμενικότητά Της.
•  Τέλος η τοπική Σύνοδος της Κων/πόλεως του έτους 381 μ.Χ. αναγνωρίστηκε και συναριθμήθηκε ως Β΄ Οἰκουμενική, ύστερα από 170 χρόνια, από τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας του έτους 451 μ.Χ., την Δ Οἰκουμενική (8). Από όλα τα παραπάνω ιστορικά δεδομένα αποδεικνύεται ότι κάποιες Σύνοδοι ως Οικουμενικές δεν ήταν αναγνωρισμένες στην εποχή τους ενώ άλλες που θεωρούνταν ως Οικουμενικές, αργότερα αποχαρακτηρίστηκαν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας μεταβολής και εξέλιξης είναι η αντικατάσταση της Συνόδου της Ιερείας (754 μ.Χ.) από τη Σύνοδο της Νικαίας (787 μ.Χ.), η οποία τελικά αναγνωρίστηκε και ως Ζ΄ Οἰκουμενική.
Η παρούσα ιστορική τεκμηρίωση αποδεικνύει ότι η διαδικασία πρόσληψης και αναγνώρισης μιας Συνόδου ως και η συναρίθμησή της είναι πρώτιστα ζήτημα αποδοχής και πρόσληψης (é ception ) των αποφάσεων από την καθόλου Εκκλησία και δευτερευόντως της αυτοσυνειδησίας της ίδιας της Συνόδου η των κανονικών κριτηρίων, ενώ όλα τα προηγούμενα μας οδηγούν στα παρακάτω συμπεράσματα, τα οποία θεωρώ ότι είναι χρήσιμα για την κατανόηση του τρόπου της αποδοχής και πρόσληψης των κειμένων και των αποφάσεων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
α) Η διαδικασία πρόσληψης προσβλέπει στη συμφωνία και στην ομοφωνία όχι αριθμητικά ή πλειοψηφικά αλλά συναινετικά ως προς τη διατύπωση της αλήθειας της πίστης, γι'αυτό και οι Σύνοδοι ποτέ δεν υιοθέτησαν ως έκφραση και τρόπο διαδικασίας κάποιο τύπο κοινοβουλευτικής διαβούλευσης. Επίσης, ούτε το όλο ζήτημα της συναινετικής ομοφωνίας ήταν μία μέθοδος ή ένα μέσον επικράτησης μιας άποψης επί μιας άλλης, αλλά ήταν κυρίως αρωγή και συνεισφορά κάποιων προσώπων, κυρίως επισκόπων, ώστε να επιτευχθεί μία κοινή υιοθέτηση και διατύπωση της αλήθειας, καμμία πλειοψηφία δικανικού τύπου η πλειονοψηφικού αθροίσματος δεν θα μπορούσε να αποτελέσει κριτήριο αυθεντίας και αλήθειας.
β) Αυτή η συνεισφορά και αρωγή προσώπων, κυρίως επισκόπων και κληρικών, στην όλη συνοδική λειτουργία με σκοπό τη διαμόρφωση και διατύπωση μιας θεολογικής πρότασης προς επίτευξη της συναινετικής ομοφωνίας και ως ενότητας «εν κοινωνία», είναι που ανεδείκνυε και τα συγκεκριμένα πρόσωπα ως παράγοντες θεμελιακούς στην όλη συνοδική λειτουργία και οδηγούσε στη θετική αναγνώριση του έργου τους από το ίδιο το συνοδικό σώμα (βλ. Μ. Αθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Μάξιμος Ομολογητής, Θεόδωρος Στουδίτης κ.α.). Αντίθετα η αντίρρηση ή η αντίδραση οδηγούσε στην περιθωριοποίησή τους αφού η αρνητική στάση τους δεν οδηγούσε στην εδραίωση της ενότητας αλλά καλλιεργούσε τη διάσπαση.

γ) Τα κριτήρια οικουμενικότητας μιας Συνόδου, όπως περιγράφονται από την ΣΤ΄ Οἰκουμε­νική Σύνοδο (680-681) και κατοχυρώθηκαν από την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, θεωρώ ότι δεν αφορούν τη συμφωνία και ομοφωνία των Κεφαλών των διαφόρων κατά τόπους Εκκλησιών και παραδόσεων (9) αποκλειστικά και μόνον, ερήμην των τοπικών Εκκλησιών τους, αλλά με αυτά τα κριτήρια περιγράφεται ο πρωταγωνιστικός και ουσιαστικός ρόλος των Κεφαλών αυτών, ως φορέων και εγγυητών των παραδόσεων των κατά τόπους Εκκλησιών τους, Ανατολής και Δύσης, ως και η συμβολή τους προς επίτευξη μιας συμφωνίας και συναινετικής ομοφωνίας με τελικό σκοπό την πρόσληψη της συνοδικής αποφάσεως από την καθόλου Εκκλησία ως έκφραση της ενότητας. Μία τοιούτου είδους συμφωνία των αποφάσεων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (Νίκαια, 325 μ.Χ.) και με τις δύο επικρατούσες τότε θεολογικές παραδόσεις (Αντιοχειανή και Αλεξανδρινή) δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι ήταν και ο λόγος που έδωσε τόσο στο Σύμβολο της Συνόδου όσο και στη θεολογία Της το οικουμενικό Της κύρος. Παρόμοιες αρχές πρυτάνευσαν και για την οικουμενική αποδοχή και αναγνώριση του Συμβόλου Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως ως Συμβόλου οικουμενικής – καθολικής αποδοχής και για την μετάβαση από Σύμβολο μιας τοπικής Εκκλησίας σε Σύμβολο Οικουμενικό, ύστερα και από τις αποφάσεις της Δ΄ Οικουμενικῆς Συνόδου. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία του ρόλου των Κεφαλών θα οδηγούσε σε αντιλήψεις αναγνώρισης υπεροχικού ρόλου των έναντι των κατά τόπους Εκκλησιών στο σύνολό τους.

Η βαρετή συνέχεια εδώ.

ΓΙΑΤΙ ΛΟΙΠΟΝ ΔΕΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΣΥΝΟΔΟΙ ΠΟΥ ΘΙΓΟΥΝ ΤΟ ΖΗΖΙΟΥΛΙΣΤΑΝ; ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΠΛΗΡΟΥΝ ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑΣ.

ΕΑΝ Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ "ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΙΠΟΤΑ"
ΚΟΛΥΜΠΑΡΑΚΙ. ΚΡΑΤΗΣΕ ΠΟΛΥ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ.

ΕΠΙΚΡΟΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΚΡΙΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΡΟΙΔΗ ΠΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΕ ΣΤΗΝ ΠΑΠΙΣΣΑ ΙΩΑΝΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΣΤΕΨΗΣ ΚΑΘΕ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου