Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

Ἡ προσωπική ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τούς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας - Κάλιστος Ware (1)-επανάληψη

Απόσπασματα από το βιβλίο “Πώς να εισέλθω στην καρδιά; Μυστικές αναβάσεις στο όρος του Κυρίου” του Μητροπολίτη Διοκλείας κ. Καλλίστου Ware των εκδόσεων Εν πλω.

Ἡ προσωπική ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τούς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας

Πάντα χορηγεῖ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον,
βρύει προφητείας, ἱερέας τελειοῖ,
ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν,
ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν,
ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁμοούσιε καί Ὁμόθρονε,
τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ, Παράκλητε, δόξα σοι
Στιχηρόν ἰδιόμελον τῆς Κυριακῆς τῆς Πεντηκοστῆς

Solovetsk και Sunderland
Περί τό 1890, ἕνας ἀγγλικανός ταξιδευτής ἀπό τό Sunderland, ὁ αἰδεσιμώτατος Alexander Boddy, ἐφημέριος στούς Ἁγίους Πάντες, στήν περιοχή Monkwearmouth, ἦρθε ὡς προσκυνητής στή σπουδαία Μονή Solovetsky, στό βορειότατο ἄκρο τῆς Ρωσίας, στά παράλια τῆς Ἄσπρης Θάλασσας. Ἕνα πράγμα τόν ἐντυπωσίασε ἰδιαίτερα. Ἦταν μιά εἰκόνα τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν Πεντηκοστή.

Ὅταν, εἴκοσι περίπου χρόνια ἀργότερα, 31 Αὐγούστου 1907, κατά τήν ἐπίσκεψη τοῦ T. B. Barratt, σημειώθηκε ἔκχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν ἐνορία τοῦ Boddy, στό Sunderland, δέν εἶναι πολύ πιθανό ὅτι ἐκείνη ἡ «ἐντυπωσιακή ἀναπαράσταση» τῆς Πεντηκοστῆς πού εἶχε δεῖ στή Ρωσία, ἦταν ἀκόμη ζωντανή στή μνήμη του; Ἕνα καθοριστικό γεγονός στήν ἱστορία τοῦ βρετανικοῦ πεντηκοστιανισμοῦ ἀποδεικνύεται ἔτσι ὅτι εἶχε ὡς μιά ἀπό τίς πηγές του τήν εἰκονογραφία ἑνός ὀρθόδοξου μοναστηριακοῦ ναοῦ.

Αὐτή ἡ ἀπροσδόκητη σύνδεση μεταξύ τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῶν ἀπαρχῶν τοῦ πεντηκοστιανοῦ κινήματος τοῦ 20οῦ αἰώνα στή Βρετανία, ὁδηγεῖ φυσιολογικά στό ἐρώτημα: μποροῦμε ἄραγε νά βροῦμε καί ἄλλους συνδέσμους, σέ πιό συγκεκριμένο θεολογικό ἐπίπεδο, μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί πεντηκοστιανισμοῦ. Σέ τί βαθμό συμμερίζεται ἡ χριστιανική Ἀνατολή τή «χαρισματικότητα» τῆς πνευματικῆς ζωῆς; Ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται ὅτι ἡ συνάφεια εἶναι μικρή. Ἡ Ὀρθοδοξία, θά μποροῦσε νά λεχθεῖ, εἶναι λειτουργική καί ἱεραρχική, ἐνῶ ὁ πεντηκοστιανισμός ἑδράζεται στήν ἐλεύθερη καί αὐθόρμητη δράση τοῦ Πνεύματος∙ ἡ Ὀρθοδοξία ἐπικαλεῖται τήν Ἱερά Παράδοση, ἐνῶ ὁ πεντηκοστιανισμός ἀπο δίδει τά πρωτεῖα στήν προσωπική ἐμπειρία.

Ὅποιος ὅμως ἐρευνήσει βαθύτερα, σύντομα θά διαπιστώσει ὅτι οἱ ἀκραῖες ἀντιθέσεις αὐτοῦ τοῦ εἴδους εἶναι μονόπλευρες καί παραπλανητικές. Πράγματι, πολλοί ἀπό τούς Ἕλληνες Πατέρες ἐπιμένουν ἐμφατικά ὅτι εἶναι ἀνάγκη ὅλοι οἱ βαπτισμένοι χριστιανοί νά ἐπιτύχουν μέ δική τους προσωπική ἐμπειρία μιά ἄμεση καί συνειδητή ἐπίγνωση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι χριστιανός ἀπό δεύτερο χέρι: τό διδάσκουν συχνά πυκνά οἱ Πατέρες. Ἡ Ἱερά Παράδοση δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ μηχανική καί ἐξωτερική ἀποδοχή ἀληθειῶν πού διατυπώθηκαν σ’ ἕνα μακρινό παρελθόν, ἀλλά, ὅπως θά ἔλεγε ὁ Ρῶσος θεολόγος Βλαδίμηρος Λόσκυ, «ἡ ζωή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν Ἐκκλησία», ἐδῶ καί τώρα, τούτη τή στιγμή.

«Ἡ χειρίστη τῶν αἱρέσεων»

Ἡ ζωτική σημασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά τή χριστιανική Ἀνατολή θά γίνει φανερή ἄν λάβουμε ὑπόψη ἕναν ἀπό τούς ἐκπληκτικούς μυστικούς συγγραφεῖς τῆς μέσης βυζαντινῆς περιόδου, τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο (949-1022). Καθένας μας, ὑποστηρίζει ὁ ἅγιος, καλεῖται ἀπό τόν Θεό νά γευθεῖ τήν ἐνοικούσα παρουσία τοῦ Πνεύματος, «συνειδητά καί αἰσθητά», μέ αὐτό πού περιγράφει ὡς «αἴσθησιν τῆς καρδίας». Δέν εἶναι ἀρκετό νά κατέχουμε τό Πνεῦμα ἁπλῶς μέ ἔμμεσο τρόπο:

Μή λέγετε, ἀδύνατον λαβεῖν τό Θεῖον Πνεῦμα,
μή λέγετε, χωρίς αὐτοῦ δυνατόν τό σωθῆναι,
μή οὖν ἀγνώστως τούτου λέγετε τινά μετέχειν.
Μή λέγετε, ὅτι Θεός οὔχ ὁρᾶται ἀνθρώποις,
μή λέγετε, οἱ ἄνθρωποι φῶς θεῖον οὔχ ὁρῶσιν,
ἤ ὅτι καί ἀδύνατον ἐν τοῖς παροῦσι χρόνοις.
Οὐδέποτε ἀδύνατον τοῦτο τυγχάνει, φίλοι,
ἀλλά καί λίαν δυνατόν τοῖς θέλουσιν ὑπάρχει.

Ὁ ἅγιος Συμεών εἶναι βαθύτατα πεπεισμένος ὅτι ὅλα τά χαρίσματα πού μποροῦσαν νά ἀποκτήσουν οἱ χριστιανοί κατά τήν ἀποστολική ἐποχή, μποροῦν νά τά ἀποκτήσουν καί οἱ χριστιανοί τῆς ἐποχῆς μας. Ἐάν ἔχουμε διαφορετική ἄποψη, κατά τόν ἅγιο Συμεών, αὐτή εἶναι ἡ χειρίστη τῶν αἱρέσεων, μιά αἵρεση πού ὑπονοεῖ ὅτι ὁ Θεός ἔχει κατά κάποιο τρόπο ἐγκαταλείψει τήν Ἐκκλησία. Καί ἄν τά δῶρα τοῦ Πνεύματος δέν εἶναι τόσο προφανή στή χριστιανική κοινότητα σήμερα, ὅπως ἦταν τήν ἐποχή τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, μόνο ἕνας μπορεῖ νά εἶναι ὁ λόγος: ἡ ἀσθενική πίστη μας.
 Ὁ ἅγιος Συμεών προχωρεῖ καί ἀντλεῖ ἀπό αὐτά ἐκπληκτικά συμπεράσματα. Ὅταν, γιά παράδειγμα, ρωτήθηκε ἄν μπορεῖ ἕνας μοναχός, πού δέν ἔχει χειροτονηθεῖ ἱερεύς, νά ἔχει τήν ἐξουσία τοῦ «δεσμεῖν καί λύειν», δηλαδή νά ἀκούει ἐξομολογήσεις καί νά δίνει τήν ἄφεση, ἀπάντησε ὅτι ὑπάρχει ἕνας ὅρος, μία καί μόνο προϋπόθεση, ἡ ὁποία ἐξουσιοδοτεῖ ἕναν ἄνθρωπο νά λειτουργεῖ ὡς ἐξομολόγος καί νά δίνει ἄφεση ἁμαρτιῶν∙ καί αὐτή δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τή συνειδητή ἐπίγνωση ὅτι ἐντός του ἐνοικεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Μοναχοί πού ἔχουν αὐτή τήν ἐπίγνωση, ἀκόμη κι ἄν δέν ἔχουν λάβει τήν ἱερωσύνη, μποροῦν νά δώσουν ἄφεση σέ ἄλλους∙ ὅποιος ὅμως στερεῖται αὐτῆς τῆς ἐπιγνώσεως, ἀκόμη κι ἄν εἶναι ἐπίσκοπος ἤ πατριάρχης, καλύτερα νά μήν ἐπιχειρήσει νά τό κάνει.
Ὁ ἅγιος Συμεών μιλᾶ ἐπίσης γιά ἕνα «δεύτερο βάπτισμα», τό βάπτισμα τῶν δακρύων, τό ὁποῖο χαρίζεται σέ ὅσους θά «γεννηθοῦν ἄνωθεν» δι’ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὅταν κάποιος σηκώνει ξαφνικά τό βλέμμα καί θεωρεῖ τή φύση τῶν ὄντων μέ τρόπο πού ποτέ πρίν δέν τό εἶχε κάνει, τότε γεμίζει μέ θάμβος καί χύνει αὐθορμήτως δάκρυα πού ὅμως δέν εἶναι δάκρυα θλίψης. Τά δάκρυα αὐτά τόν καθαρίζουν καί τόν πλένουν σάν ἕνα δεύτερο βάπτισμα, ἐκεῖνο τό βάπτισμα γιά τό ὁποῖο ὁ Κύριός μας μιλᾶ στά Εὐαγγέλια ὅταν λέει, «ἐάν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Καί πάλι λέει, «δεῖ ὑμᾶς γεννηθῆναι ἄνωθεν. Λέγοντας «ἄνωθεν» ἐννοοῦσε νά γεννηθεῖ ἐκ Πνεύματος (Ἰω. 3: 5,7).
Φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος Συμεών θεωρεῖ αὐτό τό δεύτερο βάπτισμα πιό σημαντικό καί ἀπό τό πρῶτο: διότι τό πρῶτο βάπτισμα –τό μυστηριακό βάπτισμα δι᾽ ὕδατος– θεωρεῖ ὡς τύπο ἁπλῶς ἤ ὡς προεικόνιση, ἐνῶ τό δεύτερο βάπτισμα πρέπει νά θεωρεῖται ὡς ἡ πλήρης πραγματικότητα: «Τό δεύτερο βάπτισμα δέν εἶναι πλέον τύπος τῆς ἀληθείας, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια».
Κατά πόσο ἡ ἄποψη τοῦ Συμεών χαρακτηρίζει τήν Ἀνατολική χριστιανωσύνη; Ὁ ἴδιος προειδοποιεῖ τούς ἀναγνῶστες του ὅτι εἶναι «ζηλωτής μανικώτατος» : πρέπει ἄραγε νά ἀγνοήσουμε τίς παρατηρήσεις του ὡς ἐξαλλοσύνες ἑνός ἀκραίου ἀνθρώπου; Ἄς συγκρίνουμε τόν Συμεών μέ τρεῖς ἀκόμη συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι τονίζουν τόν ρόλο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί χαίρουν μεγάλης ἐκτίμησης μέσα στήν ὀρθόδοξη πνευματική Παράδοση: μέ τόν ὅσιο Μάρκο τόν Ἀσκητή (ἐκοιμήθη περί τά τέλη τοῦ 4ου, ἀρχές 5ου αἰ.), μέ τόν συγγραφέα ἤ τούς συγγραφεῖς τῶν Ὁμιλιῶν πού ἀποδίδονται στόν ἅγιο Μακάριο τόν Αἰγύπτιο, ὁ ὁποῖος ὅμως, στήν πραγματικότητα, ἦταν συριακῆς καταγωγῆς (4ος αἰ.) καί μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος (570-649 περίπου), συγγραφέα τῆς Κλίμακος τῆς θείας Ἀναβάσεως, ἑνός ἔργου πού οἱ ὀρθόδοξοι μοναχοί ὑποτίθεται ὅτι διαβάζουν κάθε Μεγάλη Τεσσαρακοστή.

Τρεῖς ἐρωτήσεις

Ἐξετάζοντας πῶς αὐτοί οἱ τρεῖς διαφορετικοί συγγραφεῖς ἀντιλαμβάνονται τό βάπτισμα «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καί πυρί» (Λουκ. 3:16), ἄς θέσουμε τρία πιό συγκεκριμένα ἐρωτήματα:
• Πρέπει ἡ ἐνοικούσα παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νά εἶναι συνειδητή ἤ μπορεῖ νά εἶναι μιά ἐνοίκηση τοῦ Παρακλήτου πού ἐνῶ εἶναι πραγματική ὡστόσο εἶναι ἀσυνείδητη;
• Ποιά εἶναι ἡ σχέση μεταξύ τοῦ βαπτίσματος δι’ ὕδατος καί τοῦ βαπτίσματος «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καί πυρί»; Πρέπει τό «δεύτερο βάπτισμα», ἐν Πνεύματι, νά θεωρεῖται ὡς κάτι ριζικά νέο, τό ὁποῖο μᾶς ἐπιδαψιλεύει νέα χάρη διακριτή ἀπό ἐκείνη τοῦ πρώτου βαπτίσματος, ἤ τό «δεύτερο» οὐσιαστικά ἐπιβεβαιώνει καί ὁλοκληρώνει τό πρῶτο – δέν ἀποτελεῖ προσφορά νέας χάριτος ἀλλά πραγμάτωση καί φανέρωση τῆς χάριτος πού ἔχουμε ἤδη δεχθεῖ κατά τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματός μας;
• Ποιές ἐξωτερικές ἐμπειρίες –γλῶσσες, δάκρυα κ.λπ.– συνοδεύουν καί ἐκφράζουν τό γεγονός ὅτι φθάσαμε σέ συνειδητή ἐπίγνωση τοῦ Πνεύματος;

Οἱ ὅποιες ἀπαντήσεις προτείνουμε πρέπει νά δοθοῦν μέ ἐπιφυλακτικότητα καί ταπείνωση, ἐπειδή εἶναι δύσκολο νά περιλάβουμε σέ φραστικά σχήματα τόν ζώντα δυναμισμό τοῦ Πνεύματος. Καί καθώς πάντοτε μᾶς στρέφει πρός τόν Χριστό καί ὄχι πρός τόν ἑαυτόν Του (Ἰω. 15:26 καί 16, 13-14), παραμένει, ὅσον ἀφορᾶ στό δικό Του Πρόσωπο, πάντοτε δυσδιάκριτο καί κεκρυμμένο. Εἶναι ὁ «πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν», ἀλλά δέν βλέπουμε τό Πρόσωπό Του. Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος ὑπογραμμίζει αὐτόν τόν μυστηριώδη χαρακτήρα τοῦ Παρακλήτου, σέ μιά Παράκληση πρός τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ ὁποία προηγεῖται τῆς συλλογῆς τῶν Ὕμνων του. Ἀποκαλεῖ τό Πνεῦμα «ἀποκεκρυμμένον μυστήριον… ἀκατονόμαστον θησαυρόν… ἀνεκφώνητον πρᾶγμα… ἀκατανόητον πρόσωπον» καί συνεχίζει: «Ἐλθέ ὁ γενόμενος πόθος αὐτός ἐν ἐμοί καί ποθεῖν σε ποιήσας με, τόν ἀπρόσιτον παντελῶς!». Ἄς δείξουμε, λοιπόν, ἀποφατική συστολή σέ ὅ,τι ποῦμε περί τοῦ ἐλευθέρου καί ἡγεμονικοῦ Πνεύματος τό ὁποῖο ὡς ἄνεμος «ὅπου θέλει πνεῖ, καί τήν φωνήν αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ᾽ οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καί ποῦ ὑπάγει» (Ἰω. 3:8).

Ὅσιος Μάρκος ὁ Ἀσκητής: ἀπό τή «μυστική» στήν «ἐνεργό» παρουσία

Παρ’ ότι λίγοι τον γνωρίζουν στη Δύση, τα έργα του οσίου Μάρκου ήταν πάντα αγαπητά στη χριστιανική Ανατολή. Περιλαμβάνονται στον πρώτο τόμο της Φιλοκαλίας, της κλασικής αυτής συλλογής κειμένων ορθόδοξης πνευματικότητας· μάλιστα κατά τη βυζαντινή περίοδο, υπήρχε και το εξής γνωμικό: «Πάντα πώλησον καί Μάρκον αγόρασον». Εναντιούμενος στους Μεσσαλιανούς (ένα ασκητικό κίνημα στη Συρία του 4ου αί.), ο Μάρκος επιμένει, και μάλιστα με αιχμηρή γλώσσα, για την τελειότητα του βαπτίσματος. Φυσικά, μιλά για το μυστηριακό βάπτισμα.

Όσο κι αν προχωρήσει κάποιος στην πίστη, όσο ψηλά κι αν έχει φθάσει στην επιδίωξη του αγαθού, ποτέ δεν ανακαλύπτει, ούτε μπορεί ποτέ να ανακαλύψει κάτι περισσότερο από αυτό πού μυστικά δέχθηκε κατά το βάπτισμά του... Ο Χριστός, όντας τέλειος Θεός, προίκισε τον βαπτισμένο με την πλήρη χάρη τού Πνεύματος. Εμείς από μέρους μας, δεν μπορούμε να προσθέσουμε σ’ αυτή τη χάρη, αυτή δε αποκαλύπτεται και φανερώνεται όλο και περισσότερο, καθώς προοδεύουμε στην εκπλήρωση των εντολών... Ό,τι λοιπόν κι αν προσφέρουμε στον Χριστό μετά την αναγέννησή μας ήταν ήδη κεκρυμμένο εντός μας και προέρχεται από Εκείνον.

Και ο όσιος Μάρκος καταλήγει -επειδή τον διακατείχε έντονα το παύλειο πνεύμα- με τό χωρίο της Πρός Ρωμαίους Επιστολής (11: 35-36): «Ή τίς προέδωκεν αύτω, και ανταποδοθήσεται αύτω; Οτι εξ αυτού... τά πάντα». Δηλαδή, «Ή ποιος Τού έδωσε πρώτος κάτι και μπορεί να απαιτήσει ανταπόδοση; Όλα υπάρχουν... από Αυτόν».

Κατά τον όσιο Μάρκο τον Ασκητή, το βάπτισμα μας προσφέρει απόλυτη κάθαρση από κάθε αμαρτία, τόσο την προπατορική όσο και την προσωπική· μας απελευθερώνει από κάθε «δουλεία» και αποκαθιστά την πρωταρχική ακεραιότητα του αυτεξουσίου μας, το όποιο διαθέτουμε αφού πλασθήκαμε κατ’ εικόνα Θεού. Ταυτόχρονα, δια της βυθίσεώς μας στο ύδωρ του βαπτίσματος, ο Χριστός και το Άγιο Πνεύμα αρχίζουν να ενοικούν εντός μας, εισερχόμενοι κατά τούς λόγους τού οσίου Μάρκου «εις το ενδότατον καί απόκρυφον καί ειλικρινές χώρημα τής καρδίας», «εις τά ενδότερα αυτής ανενόχλητα ταμεία... ένθα ούκ εισί πονηρών λογισμών άνεμοι, βιαίως ωθούντες και ψυχήν καί σώμα...».

Στο σημείο αυτό, ο όσιος Μάρκος κάνει μια κρίσιμη διάκριση, η όποια συνοψίζεται στα δύο επιρρήματα μυστικώς και ενεργώς: Αρχικά, στο μυστήριο του βαπτίσματος -και ο Μάρκος φαίνεται ότι εννοεί κυρίως τον νηπιοβαπτισμό- η ενοικούσα παρουσία του Αγίου Πνεύματος μσς δίδεται «μυστικώς», με τέτοιο τρόπο ώστε στην αρχή δεν τη συνειδητοποιούμε- την αντιλαμβανόμαστε «ενεργώς» εάν αποκτήσουμε ζωντανή πίστη που εκφράζεται με την εφαρμογή των θείων εντολών. Έτσι, το βάπτισμα φυτεύει μέσα μας κρυμμένο σπόρο τελειότητας, ο όποιος, με την αδιάλειπτη χάρη τού Θεού, βλασταίνει και φέρει καρπούς που διακρίνουμε και γευόμαστε στη ζωή μας. Ενώ δεν μπορούμε να «προσθέσουμε» στην πληρότητα τού βαπτίσματος, πάντως ό Θεός περιμένει μια ανταπόκριση από μέρους μας· αν δεν υπάρξει, παρ’ ότι το Πνεύμα θα εξακολουθήσει να παραμένει «μυστικά» μέσα στην καρδιά μας, δεν θα νιώθουμε «ενεργό» την παρουσία Του εντός μας, ούτε θα βιώνουμε τους καρπούς Του συνειδητά και εν επιγνώσει.

Έτσι χαρτογραφεί ο Μάρκος την πορεία του χριστιανού. Αφετηρία μας είναι η παρουσία της βαπτισματικής χάριτος εντός μας «μυστικά» και ασυνείδητα· σκοπός τού ταξιδιού μας η αποκάλυψη αυτής της χάριτος «ενεργώς» με «πληροφορία» και «αίσθηση». Όπως γραφεί, «Πας ό βαπτισθείς ορθοδόξως έλαβε μυστικώς πάσαν την χάριν· πληροφορείται δε λοιπόν κατά την εργασίαν των εντολών».

Το πνευματικό μας πρόγραμμα, άρα, μπορεί να συνοψισθεί στο αξίωμα «Γίνε αυτό πού είσαι». Είμαστε ήδη, από τη στιγμή του μυστηριακού βαπτίσματός μας εγγενώς αλλά ασυνειδήτως «Πνευματοφόροι». Στοχεύουμε να αποκτήσουμε πλήρη εμπειρία -ό όσιος Μάρκος χρησιμοποιεί πολύ συχνά τη λέξη πείρα- Εκείνου ο όποιος ήδη κατοικεί μέσα μας.

«Τα προειρημένα μυστήρια, από του βαπτίσματος ειληφότες, αγνοούμεν. Όταν δέ επί τή ολιγοπιστία αυτών καταγνώμεν, και ειλικρινώς αυτώ διά πασών των εντολών αυτού πιστεύσωμεν, τότε των προειρημένων πραγμάτων πείραν λαβόντες εν αυτοίς, ομολογήσομεν αληθώς τέλειον είναι το άγιον βάπτισμα, και την χάριν του Χριστού αφανώς εγκεκρυμμένην, εκδεχομένην δέ λοιπόν την ημετέραν υπακοήν, και εργασίαν των εντολών».

Τώρα μπορούμε να αξιολογήσουμε τις απαντήσεις που ο όσιος Μάρκος προσφέρει στα τρία μας ερωτήματα:
• Είναι ολοφάνερο ότι ο ιερός συγγραφέας υποστηρίζει μια ενοικούσα παρουσία τού Πνεύματος, ασυνείδητη, ωστόσο πραγματική. Αυτή είναι κατά τη γνώμη του η περίπτωση όσων βαπτίστηκαν στη νηπιακή ηλικία. Δέχονται μια γνήσια ενοίκηση του Παρακλήτου, η οποία ποτέ δεν θα χαθεί εντελώς, όσο απρόσεκτη και αμαρτωλή κι αν είναι η υπόλοιπη ζωή τους· κατά τον όσιο Μάρκο «καί κρυφίως βοηθείν ημίν η χάρις ου παύεται». Ταυτοχρόνως, ο Μάρκος θεωρεί τη «μυστική» αυτή παρουσία μόνο ως αφετηρία και σαφώς επιβεβαιώνει ότι η κλήση κάθε βαπτισμένου χριστιανού ανεξαιρέτως είναι να προχωρήσει από αυτή προς μια συνειδητή επίγνωση του Πνεύματος.
• Κατά την άποψη του όσιου Μάρκου, η συνειδητή επίγνωση του Αγίου Πνεύματος, βιούμενη «ενεργά» και με «πληροφορίαν και αίσθησιν» δεν είναι σε καμία περίπτωση νέα χάρη, διακριτή από εκείνη του μυστηρίου τού βαπτίσματος, αλλά είναι η πλήρης «αποκάλυψις» της βαπτισματικής χάριτος που μάς είχε επιδαψιλευθεί στο ξεκίνημα. «Πας ο βαπτισθείς ορθοδόξως έλαβε μυστικώς πάσαν την χάριν», η όποια εμπεριέχεται στό χάρισμα του βαπτίσματος.
• Όσο για τις εξωτερικές εκδηλώσεις που φανερώνουν αυτή τη συνειδητή επίγνωση του ενοικούντος Πνεύματος, ο όσιος είναι επιφυλακτικός. Δεν μιλά για οράματα, οπτασίες, έκσταση κ.λπ.
Πουθενά στα έργα του δεν βρήκα να γίνεται λόγος γι’ αυτό που θα λέγαμε «γλωσσολαλιά». Στα δάκρυα δεν αναφέρεται συχνά· μακράν τού να εξαίρει το χάρισμα των δακρύων, μας προειδοποιεί: «Μη επαρθής εκχέων δάκρυον εν προσευχή σου». Πράγματι πιστεύει ότι σκοπός μας είναι να γευθούμε συνειδητά τις ενέργειες τού Πνεύματος και να φθάσουμε σε «υπέρ φύσιν» καταστάσεις, όπου όταν ό νους «εισαχθή, ευρίσκει τούς καρπούς τού Αγίου Πνεύματος, ούς είπεν ο Απόστολος, αγάπην, χαράν, ειρήνην και τα εξής» (Πρβλ καί Γαλ. 5:22).

Διερμηνεύοντας ένα συγγραφέα όπως ό όσιος Μάρκος, καλό θα ήταν να διακρίνουμε μεταξύ «εμπειρίας» και «εμπειριών». Υπάρχουν ασφαλώς πολλοί Χριστιανοί που, με πολλή ταπείνωση, θα μπορούσαν να πουν: «Ναι, γνωρίζω τον Θεό προσωπικά», δίχως να μπορούν να πουν ότι είχαν κάποιο δράμα, άκουσαν κάτι ή βίωσαν μια συμπυκνωμένη «κρίση μεταστροφής», όπως συνέβη με τον απόστολο Παύλο, τον ιερό Αυγουστίνο, τον Πασκάλ ή τον Τζών Γουέσλεϋ. Η προσωπική εμπειρία του Αγίου Πνεύματος διαποτίζει την όλη ζωή τους, υπάρχει ως πλήρης επίγνωση, χωρίς να αποκρυσταλλώνεται κατ’ ανάγκην σε κάποιες συγκεκριμένες «εμπειρίες». Όταν ο Μάρκος και οι άλλοι Έλληνες Πατέρες αναφέρονται σε συνειδητή επίγνωση των «ενεργειών» ή των «καρπών» του Πνεύματος, είναι δυνατόν να έχουν υπόψη τους μια συνολική «εμπειρία» αυτού του είδους μάλλον και όχι κάποιες συγκεκριμένες και επί μέρους «εμπειρίες».

(Συνεχίζεται)

ΣΧΟΛΙΟ: Τί μάς προσφέρει λοιπόν μέ κάποια ευκολία ο Κάλλιστος; Τήν σύγχυση τού Πνεύματος τού Κυρίου, τής Χάριτος, μέ τό Αγιο Πνεύμα. Ταυτίζοντας τό Πνεύμα τό Αγιο μέ τό Αγιο Πνεύμα. Θά τό δούμε καί στήν συνέχεια. Επιπλέον άς τονίσουμε ότι δέν έχει καμμία σχέση η εμπειρία τού Αυγουστίνου καί τού Πασκάλ μέ τήν εμπειρία τού Απ. Παύλου. Τό φώς τού νού δέν είναι βεβαίως τό άκτιστο φώς τού Χριστού.
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου