Μεταδιδακτορική έρευνα Ειρήνης Α. Αρτέμη, PhD & MA Θεολογίας Bacs. Θεολογίας & Κλασικής Φιλολογίας
Συνέχεια από Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄:
4. Το κείμενο του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου παραφρασμένο από τον Παχυμέρη (Ιστορικογραμματικές επισημάνσεις).
Η Παράφραση του κειμένου της Περί Μυστικῆς Θεολογίας του Διονυσίου Αρεοπαγίτου από τον Γεώργιο Παχυμέρη βρίσκεται στον τρίτο τόμο της Patrologia Graeca μεταξύ των στηλών 1013 – 1064. Μετά από κάθε αεροπαγιτικό κεφάλαιο υπάρχει και η Παράφραση του Παχυμέρη.
Η Παράφρασή του δεν αποτελεί μία απλή μεταφορά του κειμένου του Διονυσίου, αλλά συγχρόνως μία ανάλυση των ασαφών και
δυσνόητων σημείων του. Διατυπώνει αναφορές και παραπέμπει τόσο στα κείμενα της Βίβλου, όσο και σε παλαιότερους σχολιαστές του Διονυσίου, όπως ο Μάξιμος ο Ομολογητής216 κ.ά., χωρίς όμως να παραλείπει να αναφερθεί, στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία, ενώ, όπου θεωρεί αναγκαίο, προσθέτει και τα δικά του σχόλια.
Η Παράφραση του Παχυμέρη στο συγκεκριμένο έργο του Διονυσίου τον βοηθά ως Βυζαντινό σχολιαστή να προσεγγίσει με βάση τη χριστιανική διδασκαλία ένα κείμενο του παρελθόντος, προβαίνοντας σε κεκαλυμμένη αναφορά και σε νεοπλατωνικά στοιχεία. Παραμένει, λοιπόν, σύμφωνα με την νεοπλατωνική φιλοσοφία, ένας εραστής της μυστικής γνώσεως του Θεού, η οποία «δραπετεύοντας» μέσα από τις διάφορες σκέψεις και τις διάφορες εικόνες και ιδέες που υπάρχουν στη φύση μπορεί να προσεγγίσει το Εν, τον Θεό217.
Η μελέτη της Παραφράσεως του μέγιστου βυζαντινού πολυΐστορα στο έργο Περί Μυστικῆς Θεολογίας του Διονυσίου φανερώνει την επίδραση που έχει ασκήσει η φιλοσοφία του Πρόκλου, κυρίως στη διαμορφωθείσα χριστιανική και ουμανιστική συγχρόνως σκέψη του βυζαντινού χριστιανού φιλόσοφου. Έτσι, ο Παχυμέρης παρουσιάζει το έργο του Διονυσίου, το ερμηνεύει, ενώ μέσα από τα γραφόμενα τῆς πηγῆς του παρουσιάζει τη δική του χριστιανική θεολογία, στην οποία πλούσια λανθάνουν τα νεοπλατωνικά στοιχεία.
Βασική προϋπόθεση της μελέτης των Παραφράσεων των έργων του ψευδο-Διονυσίου από τον Παχυμέρη είναι η γνώση και η αποδοχή της Αγίας Γραφής, ως πηγής της αλήθειας. Ειδάλλως, ο μελετητής θα βρίσκεται «πόρρω καὶ τῆς ἡμετέρας φιλοσοφίας ἔσται»218, όπως υπογραμμίζεται από τόν Παχυμέρη. Μέ τόν ὅρο «ἡμετέρας φιλοσοφίας», ο βυζαντινός διανοητής αναφέρεται στήν κατά Θεόν φιλοσοφία, η οποία καλλιεργείται και αυξάνεται με διηνεκή ετοιμότητα· «ὅπερ ἄν ὑπομένων φιλοσοφήσῃς, τούτου τόν καρπόν κατά τόν καιρόν τῆς εὐχῆς εὐρήσεις»219.
Ο ίδιος φαίνεται να υιοθετεί γενικότερα την άποψη του Γρηγορίου Ναζιανζηνού ότι το «φιλοσοφεῖν ὅσῳ μέγιστον, τοσούτῳ καί χαλεπώτατον καί οὐ πολλῶν τό εγχείρημα, οὐδ' ἄλλων ἤ τῶν υπό τῆς θείας προσκεκλημένων μεγαλονοίας, ἤ τοῖς προῃρημένοις καλῶς χεῖρα δίδωσιν»220. Κατορθώνει, λοιπόν, με έντεχνο τρόπο να συνδυάσει στις παραφράσεις τη θεολογική διδασκαλία με τη φιλοσοφία, χωρίς να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στους Χριστιανούς εκείνους «που έχουν ρίξει την πέτρα του αναθέματος» στην ελληνική φιλοσοφία221. Επιτυγχάνει έτσι να αναδείξει το πραγματικό κατά την εκτίμησή του, νόημα της κατά Χριστόν φιλοσοφίας.
Ο σκοπός τής κατά Χριστόν φιλοσοφίας είναι να αναδείξει τον άνθρωπο αληθή Χριστιανόν και να βιώσει τον αληθή Χριστιανισμόν. Κάτι ανάλογο σημειώνεται στα γραφόμενα ενός άλλου κορυφαίου βυζαντινού συγγραφέα, του Συμεών αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης: «Χριστιανὸς γὰρ ὁ μετὰ τοῦ Χριστοῦ ὅλος, καὶ Χριστὸν νοῶν, καὶ περὶ Χριστοῦ μεριμνῶν
καὶ μελετῶν καὶ ζῶν καὶ κινούμενος, καὶ Χριστὸν μόνον ἀναπνέων καὶ περιφέρων, καὶ μηδὲν ἔχειν ἢ Χριστὸν μόνον ἐπιθυμῶν, καὶ τοῦτο μόνον κέρδος ἔχειν, κατὰ τὸν Παῦλον· ὃς καὶ πολύτιμος αὐτῶ μαργαρίτης καὶ θησαυρὸς ἔσται μέγας, καὶ ζωὴ καὶ φῶς καὶ ἡδύτης καὶ βασιλεία αἰώνιος. Μιμησώμεθα δὲ αὐτοῦ καὶ τὸ πτωχὸν καὶ ταπεινὸν καὶ πραές, «μάθετε ἀπ' ἐμοῦ» λέγοντος. Καὶ τὸ μὲν πτωχόν, διὰ τὲ τὸ ἀπερίσπαστον, ὡς ἂν μόνον μεριμνῶμεν τῶν τοῦ Θεοῦ (οὐ γὰρ δυνατὸν ἀμερίμνους εἶναι τῆς ὕλης), καὶ διὰ τὸ φιλόσοφον τῆς ψυχῆς, καταφρονούσης τῶν παρόντων ὡς λυομένων, καὶ διὰ τὸ πιστεύειν Θεῶ καὶ τὴν ἐλπίδα ἐν αὐτῷ ἔχειν. Τὸ δὲ γὲ ταπεινόν, διὰ τὴν ἀλήθειαν αὐτήν, ὅτι ἠμεῖς ταπεινοὶ τῇ φύσει ἐσμέν, κτίσματα ὄντες Θεοῦ ... Τὸ δὲ γὲ πραές, διὰ τὸ ἥμερον καὶ φιλάλληλον καὶ πάντα φέρειν ἐν ἀγάπῃ ...»222. Ο Χ. Τερέζης υπογραμμίζει σχετικά με το περιεχόμενο των Παραφράσεων του Παχυμέρη στα θεολογικά κείμενα του ψευδο-Διονυσίου: «Ο Παχυμέρης προβάλλει το μεταμορφωτικό της
σκέψεως, του ήθους και των σχέσεων αποφατικό λόγο και εκφράζει μέσα από τα κείμενά του εκείνη τη στάση ζωής που ανακαινίζει τον άνθρωπο και τον συνδέει ουσιαστικά και γόνιμα... με το Θεό»223.
Βεβαίως, δεν είναι δυνατόν να παραβλεφθεί ότι εκτενές μέρος στη δημιουργία των Παραφράσεων για τις αρεοπαγιτικές συγγραφές διεδραμάτισαν τα σχόλια του Μάξιμου του Ομολογητού. Οι Παραφράσεις αυτές θα αξιολογηθούν από τους μελλοντικούς μελετητές του ψευδο-Διονυσίου αλλά και τον Παχυμέρη ως ένα κείμενο σταθμός για τη πληρέστερη συγκρότηση της γενικής χριστιανικής επιστημολογίας και των επιμέρους διακλαδώσεών της224. Παράλληλα, η Παράφραση του Παχυμέρη συμπεριλαμβάνει όχι απλώς τό κείμενο του Διονυσίου, αλλά ενσωματώνει τα σχόλια του ιδίου ως βυζαντινού φιλοσόφου.
Το κείμενο των παραφράσεων του Παχυμέρη στα έργα του Διονυσίου παρουσιάστηκε από τον βυζαντινό μελετητή στην πρώτη δεκαετία του 14ου αιώνα, λίγο πριν το τέλος της ζωής του. Η παρουσίαση έγινε στον Πατριάρχη της Αλεξάνδρειας, Αθανάσιο Γ΄225. Άλλωστε, ολόκληρη η εποχή εκείνη εχαρακτηρίζετο από το γενικότερο ενδιαφέρον των μελετητών στα έργα του ψευδο-Διονύσιου226. Τέλος, δύο αιώνες αργότερα το 1561 στό Παρίσι, εκδίδονται πρώτη φορά ως ελληνική έκδοση τα έργα του Διονυσίου από κοινού με την Παράφραση του Παχυμέρη227.
(Συνεχίζεται)
Σημειώσεις
216. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τίς ἐπιστολές τοῦ Διονυσίου, PG4, 434A.
217. Β. Tatakis, Byzantine Philosophy, trans. and introduction Nicholas Moutafakis, Cambridge 2003, p. 198.
218. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό περί Θείων Ὀνομάτων τοῦ Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, PG 3, 661A.
219. Παλλαδίου Ελενοπόλεως, Ἀποφθέγματα τῶν ἁγίων καί ὁσίων Πατέρων κατ’ ἀλφάβητον συλλεγέντα ὑπό Παλλαδίου ἐπισκόπου Ἑλενοπόλεως, πλήν τῶν ἐν τῇ Λαυσαϊκῇ ἱστορίᾳ: Περί τοῦ Ἀββᾶ Νείλου καί Νιστερώου, Ε΄, PG 65, 305Α.
220. Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Λόγος Ζ' - Εἰς Καισάριον τόν ἑαυτοῦ ἀδελφόν ἐπιτάφιος, ed. F. Boulenger, 9.6.1-5, PG 35, 765BC.
221. Δ. Μπαλτά, Οντολογικά ζητήματα στο έργο του Γεωργίου Παχυμέρη, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2002, σ. 18.
222. Συμεών Θεσσαλονίκης, Β9- Ἐπιστολή πρός Λαυριώτας, έκδ. Ανάλεκτα Βλατάδων 34, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 180.
223. Χρ. Τερέζη, Η Θεολογική Γνωσιολογία της Ορθόδοξης Ανατολής, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1993, σ. 9.
224. Χ. Καψιμαλάκου, Ελευθερία και αναγκαιότητα κατά τον Μάξιμο τον Ομολογητή. Προς μία οντολογία του προσώπου, δ.δ., Πάτρα 2012, σ. 4.
225. M. Aubineau, «Georges Hièromnemon ou Georges Pachymérès, commentateur du Pseudo-Dionysios?», Journal of Theological Studies 22 (1971), 541-544.
226. N. P. Constas, «Symeon of Thessalonike and the theology of the Icon Sreen», in J. Gerstel, eds., Thresholds of the Sacred, Architectural, Art Historical, Liturgical and Theological Perspectives on Religious Screens, East and West, Dumbarton Oaks, Harvard – Washington, D.C. 2006, (163-184), p. 176.
227. D. Levitin, Ancient Wisdom in the age of the new science. Histories of Philosophy in Enlgand, c. 1640-1700, Cambridge University Press, Cambridge 2015, p. 464.
Συνέχεια από Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄:
4. Το κείμενο του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου παραφρασμένο από τον Παχυμέρη (Ιστορικογραμματικές επισημάνσεις).
Η Παράφραση του κειμένου της Περί Μυστικῆς Θεολογίας του Διονυσίου Αρεοπαγίτου από τον Γεώργιο Παχυμέρη βρίσκεται στον τρίτο τόμο της Patrologia Graeca μεταξύ των στηλών 1013 – 1064. Μετά από κάθε αεροπαγιτικό κεφάλαιο υπάρχει και η Παράφραση του Παχυμέρη.
Η Παράφρασή του δεν αποτελεί μία απλή μεταφορά του κειμένου του Διονυσίου, αλλά συγχρόνως μία ανάλυση των ασαφών και
δυσνόητων σημείων του. Διατυπώνει αναφορές και παραπέμπει τόσο στα κείμενα της Βίβλου, όσο και σε παλαιότερους σχολιαστές του Διονυσίου, όπως ο Μάξιμος ο Ομολογητής216 κ.ά., χωρίς όμως να παραλείπει να αναφερθεί, στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία, ενώ, όπου θεωρεί αναγκαίο, προσθέτει και τα δικά του σχόλια.
Η Παράφραση του Παχυμέρη στο συγκεκριμένο έργο του Διονυσίου τον βοηθά ως Βυζαντινό σχολιαστή να προσεγγίσει με βάση τη χριστιανική διδασκαλία ένα κείμενο του παρελθόντος, προβαίνοντας σε κεκαλυμμένη αναφορά και σε νεοπλατωνικά στοιχεία. Παραμένει, λοιπόν, σύμφωνα με την νεοπλατωνική φιλοσοφία, ένας εραστής της μυστικής γνώσεως του Θεού, η οποία «δραπετεύοντας» μέσα από τις διάφορες σκέψεις και τις διάφορες εικόνες και ιδέες που υπάρχουν στη φύση μπορεί να προσεγγίσει το Εν, τον Θεό217.
Η μελέτη της Παραφράσεως του μέγιστου βυζαντινού πολυΐστορα στο έργο Περί Μυστικῆς Θεολογίας του Διονυσίου φανερώνει την επίδραση που έχει ασκήσει η φιλοσοφία του Πρόκλου, κυρίως στη διαμορφωθείσα χριστιανική και ουμανιστική συγχρόνως σκέψη του βυζαντινού χριστιανού φιλόσοφου. Έτσι, ο Παχυμέρης παρουσιάζει το έργο του Διονυσίου, το ερμηνεύει, ενώ μέσα από τα γραφόμενα τῆς πηγῆς του παρουσιάζει τη δική του χριστιανική θεολογία, στην οποία πλούσια λανθάνουν τα νεοπλατωνικά στοιχεία.
Βασική προϋπόθεση της μελέτης των Παραφράσεων των έργων του ψευδο-Διονυσίου από τον Παχυμέρη είναι η γνώση και η αποδοχή της Αγίας Γραφής, ως πηγής της αλήθειας. Ειδάλλως, ο μελετητής θα βρίσκεται «πόρρω καὶ τῆς ἡμετέρας φιλοσοφίας ἔσται»218, όπως υπογραμμίζεται από τόν Παχυμέρη. Μέ τόν ὅρο «ἡμετέρας φιλοσοφίας», ο βυζαντινός διανοητής αναφέρεται στήν κατά Θεόν φιλοσοφία, η οποία καλλιεργείται και αυξάνεται με διηνεκή ετοιμότητα· «ὅπερ ἄν ὑπομένων φιλοσοφήσῃς, τούτου τόν καρπόν κατά τόν καιρόν τῆς εὐχῆς εὐρήσεις»219.
Ο ίδιος φαίνεται να υιοθετεί γενικότερα την άποψη του Γρηγορίου Ναζιανζηνού ότι το «φιλοσοφεῖν ὅσῳ μέγιστον, τοσούτῳ καί χαλεπώτατον καί οὐ πολλῶν τό εγχείρημα, οὐδ' ἄλλων ἤ τῶν υπό τῆς θείας προσκεκλημένων μεγαλονοίας, ἤ τοῖς προῃρημένοις καλῶς χεῖρα δίδωσιν»220. Κατορθώνει, λοιπόν, με έντεχνο τρόπο να συνδυάσει στις παραφράσεις τη θεολογική διδασκαλία με τη φιλοσοφία, χωρίς να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στους Χριστιανούς εκείνους «που έχουν ρίξει την πέτρα του αναθέματος» στην ελληνική φιλοσοφία221. Επιτυγχάνει έτσι να αναδείξει το πραγματικό κατά την εκτίμησή του, νόημα της κατά Χριστόν φιλοσοφίας.
Ο σκοπός τής κατά Χριστόν φιλοσοφίας είναι να αναδείξει τον άνθρωπο αληθή Χριστιανόν και να βιώσει τον αληθή Χριστιανισμόν. Κάτι ανάλογο σημειώνεται στα γραφόμενα ενός άλλου κορυφαίου βυζαντινού συγγραφέα, του Συμεών αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης: «Χριστιανὸς γὰρ ὁ μετὰ τοῦ Χριστοῦ ὅλος, καὶ Χριστὸν νοῶν, καὶ περὶ Χριστοῦ μεριμνῶν
καὶ μελετῶν καὶ ζῶν καὶ κινούμενος, καὶ Χριστὸν μόνον ἀναπνέων καὶ περιφέρων, καὶ μηδὲν ἔχειν ἢ Χριστὸν μόνον ἐπιθυμῶν, καὶ τοῦτο μόνον κέρδος ἔχειν, κατὰ τὸν Παῦλον· ὃς καὶ πολύτιμος αὐτῶ μαργαρίτης καὶ θησαυρὸς ἔσται μέγας, καὶ ζωὴ καὶ φῶς καὶ ἡδύτης καὶ βασιλεία αἰώνιος. Μιμησώμεθα δὲ αὐτοῦ καὶ τὸ πτωχὸν καὶ ταπεινὸν καὶ πραές, «μάθετε ἀπ' ἐμοῦ» λέγοντος. Καὶ τὸ μὲν πτωχόν, διὰ τὲ τὸ ἀπερίσπαστον, ὡς ἂν μόνον μεριμνῶμεν τῶν τοῦ Θεοῦ (οὐ γὰρ δυνατὸν ἀμερίμνους εἶναι τῆς ὕλης), καὶ διὰ τὸ φιλόσοφον τῆς ψυχῆς, καταφρονούσης τῶν παρόντων ὡς λυομένων, καὶ διὰ τὸ πιστεύειν Θεῶ καὶ τὴν ἐλπίδα ἐν αὐτῷ ἔχειν. Τὸ δὲ γὲ ταπεινόν, διὰ τὴν ἀλήθειαν αὐτήν, ὅτι ἠμεῖς ταπεινοὶ τῇ φύσει ἐσμέν, κτίσματα ὄντες Θεοῦ ... Τὸ δὲ γὲ πραές, διὰ τὸ ἥμερον καὶ φιλάλληλον καὶ πάντα φέρειν ἐν ἀγάπῃ ...»222. Ο Χ. Τερέζης υπογραμμίζει σχετικά με το περιεχόμενο των Παραφράσεων του Παχυμέρη στα θεολογικά κείμενα του ψευδο-Διονυσίου: «Ο Παχυμέρης προβάλλει το μεταμορφωτικό της
σκέψεως, του ήθους και των σχέσεων αποφατικό λόγο και εκφράζει μέσα από τα κείμενά του εκείνη τη στάση ζωής που ανακαινίζει τον άνθρωπο και τον συνδέει ουσιαστικά και γόνιμα... με το Θεό»223.
Βεβαίως, δεν είναι δυνατόν να παραβλεφθεί ότι εκτενές μέρος στη δημιουργία των Παραφράσεων για τις αρεοπαγιτικές συγγραφές διεδραμάτισαν τα σχόλια του Μάξιμου του Ομολογητού. Οι Παραφράσεις αυτές θα αξιολογηθούν από τους μελλοντικούς μελετητές του ψευδο-Διονυσίου αλλά και τον Παχυμέρη ως ένα κείμενο σταθμός για τη πληρέστερη συγκρότηση της γενικής χριστιανικής επιστημολογίας και των επιμέρους διακλαδώσεών της224. Παράλληλα, η Παράφραση του Παχυμέρη συμπεριλαμβάνει όχι απλώς τό κείμενο του Διονυσίου, αλλά ενσωματώνει τα σχόλια του ιδίου ως βυζαντινού φιλοσόφου.
Το κείμενο των παραφράσεων του Παχυμέρη στα έργα του Διονυσίου παρουσιάστηκε από τον βυζαντινό μελετητή στην πρώτη δεκαετία του 14ου αιώνα, λίγο πριν το τέλος της ζωής του. Η παρουσίαση έγινε στον Πατριάρχη της Αλεξάνδρειας, Αθανάσιο Γ΄225. Άλλωστε, ολόκληρη η εποχή εκείνη εχαρακτηρίζετο από το γενικότερο ενδιαφέρον των μελετητών στα έργα του ψευδο-Διονύσιου226. Τέλος, δύο αιώνες αργότερα το 1561 στό Παρίσι, εκδίδονται πρώτη φορά ως ελληνική έκδοση τα έργα του Διονυσίου από κοινού με την Παράφραση του Παχυμέρη227.
(Συνεχίζεται)
Σημειώσεις
216. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τίς ἐπιστολές τοῦ Διονυσίου, PG4, 434A.
217. Β. Tatakis, Byzantine Philosophy, trans. and introduction Nicholas Moutafakis, Cambridge 2003, p. 198.
218. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό περί Θείων Ὀνομάτων τοῦ Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, PG 3, 661A.
219. Παλλαδίου Ελενοπόλεως, Ἀποφθέγματα τῶν ἁγίων καί ὁσίων Πατέρων κατ’ ἀλφάβητον συλλεγέντα ὑπό Παλλαδίου ἐπισκόπου Ἑλενοπόλεως, πλήν τῶν ἐν τῇ Λαυσαϊκῇ ἱστορίᾳ: Περί τοῦ Ἀββᾶ Νείλου καί Νιστερώου, Ε΄, PG 65, 305Α.
220. Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Λόγος Ζ' - Εἰς Καισάριον τόν ἑαυτοῦ ἀδελφόν ἐπιτάφιος, ed. F. Boulenger, 9.6.1-5, PG 35, 765BC.
221. Δ. Μπαλτά, Οντολογικά ζητήματα στο έργο του Γεωργίου Παχυμέρη, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2002, σ. 18.
222. Συμεών Θεσσαλονίκης, Β9- Ἐπιστολή πρός Λαυριώτας, έκδ. Ανάλεκτα Βλατάδων 34, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 180.
223. Χρ. Τερέζη, Η Θεολογική Γνωσιολογία της Ορθόδοξης Ανατολής, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1993, σ. 9.
224. Χ. Καψιμαλάκου, Ελευθερία και αναγκαιότητα κατά τον Μάξιμο τον Ομολογητή. Προς μία οντολογία του προσώπου, δ.δ., Πάτρα 2012, σ. 4.
225. M. Aubineau, «Georges Hièromnemon ou Georges Pachymérès, commentateur du Pseudo-Dionysios?», Journal of Theological Studies 22 (1971), 541-544.
226. N. P. Constas, «Symeon of Thessalonike and the theology of the Icon Sreen», in J. Gerstel, eds., Thresholds of the Sacred, Architectural, Art Historical, Liturgical and Theological Perspectives on Religious Screens, East and West, Dumbarton Oaks, Harvard – Washington, D.C. 2006, (163-184), p. 176.
227. D. Levitin, Ancient Wisdom in the age of the new science. Histories of Philosophy in Enlgand, c. 1640-1700, Cambridge University Press, Cambridge 2015, p. 464.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου