Ἀπόδοση στὴ Νεοελληνική: Σάββας Ἠλιάδης
(Λόγος παραβολικὸς Βαρλαὰμ πρὸς Ἰωάσαφ)
Ὁ ὅσιος Ἰωάσαφ εἶπε πρὸς τὸν ὅσιο Βαρλαάμ: «… Παρακαλῶ, νὰ μοῦ ζωγραφίσεις εἰκόνα τῆς ματαιότητας αὐτοῦ του κόσμου καὶ νὰ μοῦ πεῖς πῶς μπορεῖ κάποιος νὰ περάσει τὴ ζωὴ αὐτὴ μὲ εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια».
Ὁ δὲ Βαρλαὰμ ἔλαβε τὸ λόγο καὶ εἶπε:
«Γνωρίζω κάποια πόλη μεγάλη, τῆς ὁποίας οἱ πολίτες εἶχαν τὴν ἑξῆς πολὺ παλιὰ συνήθεια: Συνήθιζαν νὰ προσλαμβάνουν κάποιον ξένο καὶ ἄγνωστο ἄνδρα, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε καθόλου ἰδέα ἀπὸ τοὺς νόμους καὶ τὶς παραδόσεις τους καὶ νὰ τὸν ἐνθρονίζουν ὡς βασιλιά τους. Τοῦ ἔδιναν δὲ ἀπόλυτη ἐξουσία καὶ ἐκτελοῦσαν χωρὶς κανένα ἐμπόδιο ὅλες τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὰ θελήματά του. Ἀλλά, καθὼς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε βασιλικὴ ζωὴ τελείως ἀμέριμνος, διασκεδάζοντας καὶ σπαταλώντας ἀμύθητα ποσὰ καὶ νομίζοντας πὼς ἡ βασιλεία του δὲν θὰ εἶχε ποτὲ τέλος, οἱ πολίτες τῆς μεγάλης ἐκείνης πόλης ἐπαναστατοῦσαν ἐναντίον του. Τὸν ἔριχναν ἀπὸ τὸ θρόνο του καὶ ἀφοῦ τοῦ ἀφαιροῦσαν τὴ βασιλικὴ στολή, τὸν διαπόμπευαν γυμνὸ μέσα στοὺς δρόμους καὶ τὶς πλατεῖες τῆς πόλης. Ὕστερα τὸν ἔστελναν ἐξορία σὲ ἕνα μεγάλο καὶ μακρινὸ νησί, στὸ ὁποῖο δὲν εἶχε οὔτε τροφὲς οὔτε ροῦχα, ἀλλὰ ἔμενε ἐκεῖ βασανιζόμενος ἀπὸ....
πείνα καὶ γυμνότητα. Ἔτσι, ἡ ὅλη ἀπόλαυση τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας, ἡ ὁποία δόθηκε τελείως ἀνέλπιστα σ` αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, μετατράπηκε ἀπροσδόκητα καὶ ἀνέλπιστα σὲ λύπη.
Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴ συνήθεια ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴν πόλη αὐτή, κάποιον ἄλλον ἀνέβασαν στὸ βασιλικὸ θρόνο. Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἄνδρας ἦταν ἄνθρωπος μὲ πολλὴ σύνεση καὶ βαθὺ λογισμό. Αὐτὸς δὲν θαμπώθηκε ἀπὸ τὴν ἀπροσδόκητη εὐτυχία οὔτε μιμήθηκε τὴν ἀμεριμνησία τῶν προκατόχων τοῦ βασιλιάδων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἄθλιο τέλος. Ἦταν ἄνθρωπος «περιφροντὶς» καὶ «ἐναγώνιος» στὴν ψυχὴ καὶ σκεπτόταν πῶς καὶ μὲ ποιὸν σωστὸ τρόπο θὰ διαχειριστεῖ τὴν κατάσταση. Κατόπιν πολλῆς ἔρευνας καὶ μέσω κάποιου καλοῦ συμβούλου, ἔμαθε καὶ ἐξακρίβωσε τὴ συνήθεια τῶν πολιτῶν. Τὸν τρόπο τῆς ἰσόβιας ἐξορίας, ἀλλὰ καὶ τὸν τρόπο κατὰ τὸν ὁποῖο θὰ μποροῦσε ὁ προσωρινὸς αὐτὸς βασιλιὰς νὰ ἀσφαλίσει τὸν ἑαυτό του.
Ὅταν τὰ ἔμαθε αὐτὰ καὶ εἶδε ὅτι δὲν θὰ εἶναι μακριὰ ὁ χρόνος, ποὺ αὐτὸς μὲν θὰ ἐξοριστεῖ στὸ νησὶ ἐκεῖνο, τὴν δὲ προσωρινὴ καὶ ξένη βασιλεία θὰ ὑποχρεωθεῖ νὰ τὴν παραδώσει σὲ ἄλλους, ἔκανε τὸ ἑξῆς:
Ἄνοιξε τὰ θησαυροφυλάκια, τὰ ὁποῖα ἦταν ὅλα στὴ δική του διάθεση καὶ ἐξουσία, πῆρε ὅσα χρήματα ἤθελε καὶ χρυσὸ καὶ ἀσήμι καὶ πολύτιμους λίθους καὶ τὰ παρέδωσε στοὺς πιὸ πιστοὺς ὑπηρέτες του, οἱ ὁποῖοι τὰ μετέφεραν ὅλα στὸ νησὶ τῆς ἐξορίας.
Ὅταν λοιπὸν συμπληρώθηκε ὁ χρόνος, οἱ πολίτες κατὰ τὴ συνήθειά τους ἐπαναστάτησαν, τὸν ἐκθρόνισαν καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ὑπηρέτες τοῦ τὸν ἔστειλαν γυμνὸ στὴν ἐξορία. Καὶ οἱ μὲν ἄλλοι ἀνόητοι βασιλιάδες πεινοῦσαν καὶ δυστυχοῦσαν ἐκεῖ, αὐτὸς ὅμως, ποὺ φρόντισε ὅταν ἀκόμη ἦταν βασιλιὰς νὰ στείλει ἐκεῖ τὸν πλοῦτο του, ζοῦσε τώρα μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, χωρὶς νὰ στενοχωριέται γιὰ τίποτε καὶ δὲν φοβόταν πλέον τοὺς ἄπιστους καὶ πονηροὺς ἐκείνους πολίτες. Μακάριζε δὲ τὸν ἑαυτό του γιὰ τὴ σωστὴ ἀπόφαση ποὺ εἶχε πάρει, νὰ μεταφέρει ἔγκαιρα τὸν πλοῦτο το σὲ μέρος ἀσφαλές.
Καὶ τώρα ἡ ἐξήγηση αὐτῆς τῆς παραβολῆς: Πόλη εἶναι ὁ μάταιος καὶ ἀπατεώνας αὐτὸς κόσμος. Πολίτες εἶναι οἱ ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες τῶν δαιμόνων, οἱ κοσμοκράτορες τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος αὐτοῦ, οἱ ὁποῖοι σὰν δόλωμα χρησιμοποιοῦν τὴν ἡδονὴ καὶ μᾶς κάνουν νὰ θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἄφθαρτα καὶ αἰώνια τα φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρα καὶ ὅτι ἡ ἀπόλαυση, ἡ ὁποία ὑπάρχει σ` αὐτά, ποτὲ δὲ θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει, ἀλλὰ θὰ εἶναι μαζί μας ἀθάνατη. Καὶ κατ` αὐτὸν τὸν τρόπο ἀπατόμαστε καὶ δὲν σκεπτόμαστε καθόλου γιὰ ἐκεῖνα τὰ μόνιμα καὶ αἰώνια.
Ἔτσι ξεχνιόμαστε καὶ δὲν κάνουμε ἀποταμίευση γιὰ τὴν ἄλλη ζωή. Καὶ ἐνῶ βρισκόμαστε σ` αὐτὴν τὴν ψυχικὴ κατάσταση, ἔρχεται ξαφνικὰ ἡ μεγάλη καταστροφή, ὁ θάνατος. Τότε οἱ πονηροὶ καὶ πικροί του σκότους πολίτες, οἱ δαίμονες, βρίσκουν τοὺς ἀνθρώπους γυμνοὺς ἀπὸ καλὰ ἔργα, καθόσον ὅλο το χρόνο τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοὺς ξόδευαν, ὑπηρετώντας αὐτοὺς καὶ αὐτοὶ τώρα, οἱ δαίμονες, τοὺς ὁδηγοῦν: «εἰς γῆν σκοτεινὴν καὶ γνοφερᾶν, εἰς γῆν σκότους αἰωνίου, οὗ οὐκ ἔστι φέγγος, οὐδὲ ὁρᾶν ζωὴν βροτῶν» (Ἰὼβ 10, 21-22).
Σύμβουλος δὲ ἀγαθός, ὁ ὁποῖος γνώριζε ὅλα τα ἀληθινὰ καὶ σωτήρια καὶ τὰ δίδαξε στὸ συνετὸ καὶ σοφότατο βασιλιά, εἶμαι ἐγώ, ὁ εὐτελὴς καὶ ἐλάχιστος, ὁ ὁποῖος ἦρθα, γιὰ νὰ σοῦ ὑποδείξω τὸ σωστὸ δρόμο, νὰ στρέψω τὴν προσοχή σου στὰ αἰώνια καὶ ἀτελεύτητα καὶ νὰ σὲ συμβουλέψω νὰ μεταφέρεις καὶ νὰ ἀσφαλίσεις στὴ ζωὴ ἐκείνη ὅλα σου τὰ πλούτη, νὰ προσπαθήσω δέ, νὰ σὲ ἀπομακρύνω ἀπὸ αὐτὸν τὸν αἰώνα τὸν ἀπατεώνα».
(Ὅσιος Βαρλαὰμ ἑορτάζει τὴν 30η Μαΐου καὶ ὁ ὅσιος Ἰωάσαφ τὴν 26η Αὐγούστου).
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὁ πολύτιμος μαργαρίτης» Ἔκδοσις «Σταυρὸς»
Προλεγόμενα- Μετάφραση- Σημειώσεις: Ἐπίσκοπος Αὐγουστίνος Καντιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου