Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

MARIE-DOMINIQUE RICHARD: Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ (10)

 Συνέχεια απόΤετάρτη, 22 Μαρτίου 2017
                
Μια νέα ερμηνεία του πλατωνισμού
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1Ο :ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ
Γ. ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΟΥΣ

ΙΙ. Η ΠΑΛΑΙΑ ΑΚΑΔΗΜΙΑ
    
Image result for πλατωναςΕπόμενος σταθμός μας η μελέτη της Παλαιάς Ακαδημίας. Ξεκινώντας από τον Θεόφραστο, του οποίου διαθέτουμε την άμεση μαρτυρία, θα προχωρήσουμε διαδοχικά στις μαρτυρίες του Ερμόδωρου, του Σπεύσιππου και του Ξενοκράτη.

1. Θεόφραστος

    Ο Θεόφραστος, που διέθετε εγκυκλοπαιδική γνώση και ζήλο, συνέγραψε μεγάλο αριθμό σημαντικών έργων. Δυστυχώς τα περισσότερα δεν διασώθηκαν. Ανάμεσα σ’ αυτά, ενδιαφέρον παρουσιάζει για μας, το τμήμα που αναφέρεται στην μεταφυσική, διότι περιλαμβάνει δύο αποσπάσματα που σχετίζονται με το προφορικό πλατωνικό δόγμα. Πριν τα προσεγγίσουμε θα πρέπει να παραθέσουμε δύο παρατηρήσεις σχετικά με τις ίδιες τις προθέσεις του Θεόφραστου. Κατ’ αρχήν, ο μαθητής του Αριστοτέλη, δεν φαίνεται διατεθειμένος να μεταφέρει τις περιπατητικές θεωρίες χωρίς να τις ελέγξει. Έτσι σχεδόν όλες οι απορίες αναφέρονται σε αντίστοιχα αριστοτελικά αξιώματα. Στη συνέχεια ο Θεόφραστος δεν επιδεικνύει καμία διάθεση να απαντήσει στα ερωτήματα που θέτει και πραγματεύεται.

α)  Το απόσπασμα ΙΙΙ, 6a 15 – β 17 των Μεταφυσικών
     Ας εξετάσουμε την πρώτη μαρτυρία. Αντιλαμβανόμαστε με την πρώτη ματιά ότι ο δοξογράφος μας διατρέχει τα παραγωγικά συστήματα που καθιέρωσαν οι φιλόσοφοι της Ακαδημίας. Ο ίδιος ο Θεόφραστος είχε ήδη εκφραστεί υπέρ της θεωρίας «απο-μαθηματικοποίησης» του Αριστοτέλη. Στόχος του είναι τώρα να υποβάλλει τα συστήματα που αναπτύχθηκαν στην Ακαδημία σε μια εκ των έσω κριτική, εξετάζοντας αν ανταποκρίνονται στις ίδιες τους τις προθέσεις, δηλαδή αν οδήγησαν το συμπέρασμά τους στις έσχατες συνέπειές του μέσα στην κοσμική τάξη. Ο Θεόφραστος ερευνά επομένως το ακαδημαϊκό πρότυπο από καθαρά μεθοδολογική άποψη. Ο μαθητής του Αριστοτέλη ανακαλύπτει μέσα από αυτή την προοπτική, ότι πέρα από κάποιο σημείο η απόδειξη παραμένει πολύ γενική, ή απλώς συμπεραίνεται. Κατ’ αυτό τον τρόπο μόνο μερικές αλήθειες μπορούν να προέλθουν από τις αρχές, και όχι η συνολική πραγματικότητα, γεγονός που σημαίνει ότι παραμελείται η κοσμολογική διάσταση.
     Διακρίνοντας έτσι ρητά το πλατωνικό δόγμα από αυτό των μαθητών, και ανάγοντας την πλατωνική οντολογία την διπλή κίνηση της μείωσης στις αρχές και της επαγωγής από τις αρχές προς τα αισθητά πράγματα, ο Θεόφραστος μας προσφέρει την απόδειξη ότι η θεωρία των αρχών δεν είναι εφεύρεση των μαθητών.
β)  Το απόσπασμα IX, 11a 27 – b 7 των Μεταφυσικών
     Ας εξετάσουμε την δεύτερη μαρτυρία. Αυτή δεν περιλαμβάνεται στις «Πλατωνικές Μαρτυρίες». Αλλά σύμφωνα με μια προφορική υπόδειξη του H.J. Krämer, θεωρήσαμε σωστό να την λάβουμε υπόψη.
     Στο απόσπασμα αυτό ο Θεόφραστος καταθέτει ότι ο Πλάτων και οι πυθαγόρειοι συμπεραίνουν ότι η συνολική πραγματικότητα προέρχεται από το Έν, που είναι επίσης το Αγαθό, και ταυτόχρονα από μια αντίθετη στο Έν αρχή, που είναι η αόριστη Δυάδα, «από την οποία ουσιαστικά εξαρτάται οτιδήποτε το αόριστο, το χαώδες, και κατά κάποιο τρόπο οτιδήποτε συνιστά απουσία μορφής (…). Επομένως, εάν πιστέψουμε τον Αριστοτέλη, τόσο ο όρος «αόριστη Δυάδα», όσο και η θεωρία μιας αρχής αντίθετης καθαυτήν στο Έν, το οποίο συνιστά τις μορφές (τα είδη) και ταυτίζεται με το Αγαθό, ανήκουν στο πλατωνικό και όχι στο πυθαγόρειο δόγμα. Σύμφωνα με τον W. Burkert,  θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο Θεόφραστος αναφέρεται σε προγενέστερους φιλοσόφους οι οποίοι, ανεξάρτητα από τον Αριστοτέλη, επεδίωξαν την προσέγγιση των θεωριών του Πλάτωνα και των Πυθαγορείων σε βαθμό που να συγχωνευτούν εντελώς. Οι μόνοι στους οποίους θα μπορούσε να βασιστεί κανείς είναι επομένως οι άμεσοι μαθητές του Πλάτωνα.
     Θα πρέπει να παρατηρήσουμε εδώ ότι ο Πλάτων ήταν ο πρώτος που εγκαινίασε την τάση να αποδίδονται καθαρώς πλατωνικά δόγματα ως πυθαγόρεια. Σε μια τέτοια προοπτική, οι υποδείξεις του Θεόφραστου θα μπορούσαν να αναχθούν στον ίδιο τον Πλάτωνα. Οποιαδήποτε όμως και αν είναι η κατάληξη, η αυθεντικότητα των πηγών του μαθητή του Αριστοτέλη δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
     Η μαρτυρία αυτή είναι εξαιρετικά σημαντική από τρείς απόψεις: πρώτα μας προσφέρει την απόδειξη ότι ο Πλάτων αναγνώριζε όντως ως αρχές της σύνολης πραγματικότητας το Έν και την αόριστη Δυάδα· δεύτερον επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι η ταυτότητα το Ενός με το Αγαθό είναι μια όντως πλατωνική θεωρία· και τέλος η συγγένεια των όρων που επιλέγει ο Θεόφραστος για να ορίσει την ουσία της δεύτερης αρχής, με τους όρους που χρησιμοποιεί ο Ερμόδωρος, αποδεικνύει ότι η μελέτη του δεύτερου αφορά όντως στην δεύτερη αρχή, παρότι ο μαθητής του Πλάτωνα δεν την αναφέρει ρητά.
2. Ερμόδωρος από τις Συρακούσες
     Για τον Ερμόδωρο από τις Συρακούσες ελάχιστα γνωρίσουμε, εκτός από το  ότι συνέγραψε μια βιογραφία του Πλάτωνα, δύο πραγματείες, μια περί μαθηματικών και μία περί μεταφυσικής, καθώς και ότι αντέγραφε τους Λόγους του Πλάτωνα και τους μετέφερε στην Σικελία όπου και τους πουλούσε. Ο απολογισμός της πλατωνικής φιλοσοφίας των αρχών, που μας μεταφέρθηκε διά μέσου των Δερκυλίδα, Πορφυρίου και  Σιμπλίκιου, αποτελεί απόσπασμα του βιογραφικού έργου του. Παρ’ όλες τις επαναλαμβανόμενες μεταφορές φαίνεται ότι το έργου του Ερμόδωρου δεν υπέστη αλλοιώσεις. Η συγκεκριμένη παραπομπή είναι σημαντική για την κατανόηση της θεωρίας των αρχών. Σ’ αυτήν ο Ερμόδωρος συμπτύσσει όλη την ουσία του πραγματικού στο ζεύγος των αντιθέτων  Ίσο, Σταθερό, Παρεχόμενο – Μέγιστο/Ελάχιστο, και εκθέτει τον τρόπο με τον οποίο ο Πλάτων συνέλαβε την ύλη.
     Οι πληροφορίες που μας μεταφέρει ο Ερμόδωρος έχουν το πλεονέκτημα ότι δεν αφορούν σε παραπομπές του Αριστοτέλη αλλά στον ίδιο τον Πλάτωνα. Επιπλέον, σε αντίθεση με τον Αριστοτέλη, ο Ερμόδωρος δεν διέθετε φιλοσοφικό πνεύμα και στερείτο πρωτοτυπίας. Δεν υπήρχε επομένως κίνδυνος να αλλοιώσει σημαντικά την φιλοσοφία του Πλάτωνα. Κατά τα λοιπά η αναφορά του συμφωνεί σε γενικές γραμμές με το απόσπασμα του Αλέξανδρου στο Περί του Αγαθού, και με αυτό του Σέξτου Εμπειρικού περί «της πυθαγόρειας θεωρίας των αριθμών». Έτσι, παρότι ο Ερμόδωρος δεν αναφέρεται ρητά στα άγραφα δόγματα είναι σχεδόν βέβαιο ότι τα υπονοεί.
4. Σπεύσιππος
     Αυτός ο άμεσος διάδοχος του Πλάτωνα ήταν ένας πλατωνικός με καθαρά πυθαγόρεια επίδραση.
     Η θεωρία του χαρακτηρίζεται από την εγκατάλειψη των Ιδεών. Στη θέση τους συναντάμε τους μαθηματικούς αριθμούς προερχόμενους από δύο αρχές, το Έν και το Πλήθος. Παρότι αρνήθηκε να αποδεχτεί την διάκριση ανάμεσα στους μαθηματικούς και τους ιδανικούς Αριθμούς, ο Σπεύσιππος τους τοποθέτησε πέρα από τα αισθητά πράγματα, όπως και ο Πλάτων τις Ιδέες του, και εξήγησε την ανάγκη του «διαχωρισμού» κατά τον ίδιο τρόπο με τον Πλάτωνα: καμιά επιστήμη δεν θα ήταν δυνατή αν δεν υπήρχε μια επιστήμη ανώτερη από το αισθητό. Θα σημειώσουμε εδώ ότι επειδή ο Σπεύσιππος προσδιόρισε το Έν ως «πρώτο Έν», προκειμένου να το διαχωρίσει από τις ενυπάρχουσες στους αριθμούς ενότητες, ο Αριστοτέλης καταγγέλλει ότι σε μια τουλάχιστον περίπτωση διαχώρισε τους μαθηματικούς αριθμούς από του ιδανικούς Αριθμούς.
     Τους αριθμούς διαδέχονται τα υπόλοιπα οντολογικά πεδία τα οποία ο μαθητής του Πλάτωνα εντάσσει σε ένα μεγαλύτερο αριθμό αρχών, πλησίον των πρώτων αρχών, αλλά διαφορετικών απ’ αυτές. Ο Σπεύσιππος, όχι μόνο αναγνώρισε έναν μεγαλύτερο αριθμό γενών από τον Πλάτωνα, αλλά σε αντίθεση μ’ αυτόν δεν τα σύνδεσε μεταξύ τους. Ο Θεόφραστος τον επικρίνει διότι δεν έμεινε πιστός, όπως οι περισσότεροι πλατωνικοί, στην μείωση του ιδιαίτερου στις αρχές, και διότι συνέδεσε με μια επιφανειακή σχέση τις αρχές του με όλα όσα δεν αφορούν στους αριθμούς και τα μαθηματικά μεγέθη.
     Σε αντίθεση για μια ακόμη φορά με τον Πλάτωνα, ο Σπεύσιππος απέφυγε να ταυτίσει το Έν με το Αγαθό προκειμένου να μην υποχρεωθεί να αναγνωρίσει το Πλήθος ως το Κακό. Εάν δεν είχε επιμείνει στην έννοια του διαχωρισμού ανάμεσα στους αριθμούς και τα αισθητά πράγματα θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον Σπεύσιππο ως έναν καθαρά πυθαγόρειο φιλόσοφο.
     Στην ευσυνείδητη προσπάθεια του Πρόκλου οφείλουμε την ανάδειξη μιας μαρτυρίας του Σπευσίππου σχετικά με την προφορική διδασκαλία του Πλάτωνα: ο μαθητής του Πλωτίνου συμπεριέλαβε αυτούσιο το κείμενο του Σπευσίππου, σε μια παραπομπή του στο σχόλιό του για τον Παρμενίδη, του οποίου το τελευταίο μέρος μας παραδόθηκε σε λατινική μετάφραση από τον Guillaume de Moerbeke.
     Θα ήταν πρόκληση να αποδώσουμε στον Πλάτωνα, σκέψεις που ο Σπεύσιππος, δια μέσου του Πρόκλου, αποδίδει στους «Παλαιούς». Ο χαρακτηρισμός αυτός δεν θα μπορούσε να προσδιορίζει τον Πλάτωνα δεδομένου ότι ο Σπεύσιππος έζησε μόλις οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο του δασκάλου. Και επειδή ασφαλώς ο Σπεύσιππος δεν θα μπορούσε να απευθύνεται στον εαυτό του στο τρίτο πρόσωπο του πληθυντικού, η αναφορά αυτή μπορεί να αποδοθεί μόνο στους πυθαγόρειους.
     Όσο παράξενο και αν φανεί όμως αυτό εκ πρώτης όψεως, η θεωρία που εκτίθεται εδώ αφορά στον Πλάτωνα: γνωρίζουμε, χάρη στις υποδείξεις του Αριστοτέλη, ότι η έννοια της αόριστης Δυάδας είναι μια καθαρά πλατωνική έννοια. Τοποθετώντας υπό την αιγίδα του «παλαιού» πυθαγορισμού την θεωρία των αρχών, ο Σπεύσιππος εκφράζει μια τάση που αρχίζει να γίνεται αισθητή στην Παλαιά Ακαδημία και η οποία κατά κάποιο τρόπο εγκαινιάστηκε από τον ίδιο τον Πλάτωνα.
      Το περιεχόμενο αυτής της μαρτυρίας είναι παραπλήσιο με το απόσπασμα στο  βιβλίο Ν 2, 1089a 2 κ.επ. των Μεταφυσικών. Εδώ ο Αριστοτέλης πραγματεύεται το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο θα πρέπει να ενταχθεί η δυαδική θεωρία των αρχών. Ο δυαλισμός των αρχών βασίζεται στο γεγονός ότι είναι αναγκαίος για την γένεση της πολλαπλότητας των όντων. Στην παραπομπή του Σπευσίππου, αρκετές εκφράσεις (ens, seorsum, sine alliis, secundum se ipsum) θυμίζουν ορισμένες διατυπώσεις του Σοφιστή (όν, χωρίς, άνευ των άλλων, καθαυτό). Όπως και ο Σταγειρίτης, ο διάδοχος του Πλάτωνα μοιάζει να ακολουθεί το ελεατικό ξεκίνημα των άγραφων δογμάτων. Η προσπάθεια αυτή των μαθητών να ερμηνεύσουν ιστορικά το δόγμα του Πλάτωνα βασίζεται πιθανότατα στην μελέτη του Σοφιστή. Και ακριβώς επειδή τα συμπεράσματα αυτά τοποθετούνται σε ένα επίπεδο ουσιαστικότερο από τους Διαλόγους, είναι πολύ πιθανό αυτή η ερμηνεία να ανάγεται σε προφορικό ισχυρισμό του Πλάτωνα που αφορά στην εξέλιξη του Διαλόγου, τοποθετώντας τον όμως σε έναν ευρύτερο ορίζοντα.
     Σ’ αυτή την προοπτική, θα πρέπει όμως να προσθέσουμε ότι η παραπομπή του Σπευσίππου τοποθετεί τις αντίστοιχες λειτουργίες των δύο αρχών σε αντίθεση τη μια ως προς την άλλη. Το γεγονός ότι το Έν θα πρέπει να αναλάβει τον ρόλο αρχής και ταυτόχρονα να «απαλλαγεί» από το καθεστώς της αρχής, μπορεί να φαίνεται αντιφατικό. Το τέλος του κειμένου όμως («εισήγαγαν επομένως μια αόριστη δυάδα ως αρχή των όντων»), δείχνει καθαρά ότι αφορά περισσότερο στην δεύτερη αρχή.
     Η τοποθέτηση του Ενός υπεράνω του Όντος ερμηνεύεται ως εξής: η γένεση της πολλαπλότητας των όντων προϋποθέτει την ύπαρξη μιας υλικής αρχής, και τοποθετεί το Έν, ως αρχή του Είναι, πέρα από το Όν. Από την στιγμή που το Έν δεν προσλαμβάνεται ως αυτόνομο, αλλά σε αντίθεση προς μια υλική αρχή, μια πολλαπλότητα όντων που προηγούνται, το Έν δεν συνιστά πλέον ένα Όν αλλά καθίσταται αναγκαστικά ένα υπέρ-όν (melius ente). Έτσι λοιπόν η θεωρία του «υπερούσιου» του Ενός δεν είναι μεταγενέστερη του πλατωνισμού, αλλά είναι το αποτέλεσμα στο οποίο η ελεατική προβληματική οδήγησε τον Πλάτωνα. Και όλο αυτό σημαίνει ότι το ίδιο το Αγαθό, τοποθετούμενο πέρα από το όν, στο απόσπασμα 509b της Πολιτείας, είναι κατά την ουσία το Έν:  αν αναφερθούμε πράγματι στο ιστορικό πλαίσιο στο οποίο βυθίζονται οι ρίζες της θεωρίας των αρχών θα διαπιστώσουμε ότι μόνο το Έν μπορεί να τοποθετηθεί περά από το Είναι. Ο H.J. Κrämer διακρίνει εδώ την επιβεβαίωση της άποψής του κατά την οποία τα άγραφα δόγματα ανατρέχουν στην εποχή συγγραφής της Πολιτείας.
   Ανεξάρτητα όμως από το βάσιμο αυτής της θεωρίας, η ανάλυση που προηγείται μας επιτρέπει να καταλήξουμε αβίαστα στην εγκυρότητα της μαρτυρίας του Σπευσίππου και στην αξία της για την κατανόηση της προφορικής διδασκαλίας.
4. Ξενοκράτης
     Ο Ξενοκράτης από την Χαλκηδόνα, σχολάρχης της Ακαδημίας μετά τον θάνατο του Σπευσίππου, είναι ο πιστότερος μαθητής του Πλάτωνα. Οι Παλαιοί τον εγκωμίασαν για τις αρετές του. Την αυστηρότητα ηθών, την ανεξαρτησία του, τον μειλίχιο χαρακτήρα του. Συνέγραψε πολυάριθμα έργα, αρκετά σύντομα σε γενικές γραμμές, και για τα πιο διαφορετικά θέματα. Λάτρευε τα μαθηματικά όπως και ο Σπεύσιππος, και όπως κι’ αυτός διακρινόταν για την συμπάθεια του στους πυθαγόρειους. Σε αντίθεση όμως με τον προκάτοχό του, διατήρησε πολλά στοιχεία από την θεωρία των Ιδεών και ακλούθησε πιστά, κατά την μελέτη των φιλοσοφικών προβλημάτων, τον δρόμο που χάραξε ο Πλάτων. Έτσι αντιμετωπίστηκε ως ο ιδρυτής της πλατωνικής ορθοδοξίας.
     Ο Ξενοκράτης διέκρινε τρία είδη ουσιών, τα οποία αντιστοιχούν με τρία επίπεδα γνώσης. Εκτός Ουρανού, το Νοητό ή τις Ιδέες που ανήκουν στην καθαρή νόηση. Εντός Ουρανού, τα αισθητά πράγματα που αναγνωρίζονται από τις αισθήσεις. Ανάμεσα στα δύο το «υποκείμενο στη γνώμη» (δοξαστόν) που αναγνωρίζεται από την γνώμη (δόξα). Σε ό,τι αφορά στις δύο αρχές, το Έν και την Δυάδα, αναγνώρισε τη σχέση τους ως δεδομένη, αλλά θεώρησε την δεύτερη υποδεέστερη της πρώτης, όπως προκύπτει από ένα κείμενο του Αέτιου:
    «Ο Ξενοκράτης, υιός του Αντήνορος από την Χαλκηδόνα, κατέστησε την Μονάδα και την Δυάδα ως Θεούς, εκ των οποίων η πρώτη ως αρσενική αρχή κατέχει θέση Πατρός και βασιλεύει στους ουρανούς. Την αποκαλεί επίσης Δία και Αδιαίρετη και Νου, δηλαδή τον πρώτο Θεό. Η άλλη αρχή, ως θηλυκή, κατέχει την θέση της Μητέρας των Θεών. Κυριαρχεί στον χώρο υπό τον ουρανό. Είναι γι’ αυτόν η ψυχή του σύμπαντος».
     Σε αντίθεση με τον Σπεύσιππο, που αντικατέστησε τις Ιδέες από τους μαθηματικούς Αριθμούς, ο Ξενοκράτης τις αφομοίωσε στους Αριθμούς. Έτσι ο Αριστοτέλης του καταλόγισε ότι προσέγγιζε τα μαθηματικά από μη μαθηματική σκοπιά.
     Τέλος, σύμφωνα με τον Ξενοκράτη η ψυχή είναι μια ενότητα κινούμενη καθαυτήν. Δεν έχει τίποτε το υλικό· η ύλη που της προσφέρει η αόριστη Δυάδα είναι καθαρά ιδεατή. Η περιγραφή της δημιουργίας της στον Τίμαιο, δεν θα πρέπει να ερμηνευτεί κατά το γράμμα: η ψυχή είναι στην πραγματικότητα αιώνια, όπως και οι Ιδέες, και η κίνησή της είναι καθαυτή αιώνια. Αυτά είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της ξενοκρατικής θεωρίας.
     Η αναφορά του πυρρώνειου σκεπτικιστή Σέξτου Εμπειρικού στις πυθαγόρειες αρχές θα μπορούσε να προέρχεται από τον Ξενοκράτη, δια μέσου κάποιου νέο-πυθαγόρειου της ελληνιστικής εποχής. Το απόσπασμα που προέρχεται από μια πραγματεία που ασκεί κριτική στους δογματικούς φιλοσόφους, υπήρξε αντικείμενο έντονης διαμάχης: ενώ μερικοί ερευνητές στηριχτήκαν στην θεωρία του Σέξτου προκείμενου να αποκαταστήσουν το περιεχόμενο των Λόγων Περί του Αγαθού, ορισμένοι άλλοι αμφισβήτησαν την αξία του εξ αιτίας των νεολογισμών και των μεταγενέστερων θεωριών που περιλαμβάνει· άλλοι τέλος αμφισβήτησαν πλήρως την από ιστορική άποψη συνεισφορά του, στην προφορική διδασκαλία.
    Αλλά σε ότι αφορά την αυθεντικότητα αυτής της μαρτυρίας του Σέξτου Εμπειρικού θα επανέλθουμε σε άλλο σημείο της έρευνάς μας, ολοκληρώνοντας εδώ την παρουσίαση των μελών της Παλαιάς Ακαδημίας.
     Συνοψίζοντας μας φαίνεται εντελώς μάταιη η προσπάθεια να αμφισβητηθεί με κάθε μέσο η ύπαρξη ενός πλατωνικού εσωτερισμού: τόσο τα ίχνη που αποκάλυψαν οι εσωτεριστές στο λογοτεχνικό έργο του Πλάτωνα, όσο και οι πολυπληθείς μαρτυρίες που προέρχονται από ανεξάρτητες μεταξύ τους πηγές, επαρκούν για να αποδείξουν το αντίθετο.
     Αλλά όπως γνωρίζουμε, πολλοί είναι οι ερευνητές που επεδίωξαν να αναδείξουν τον μη αυθεντικό χαρακτήρα της έμμεσης διδασκαλίας του Πλάτωνα. Για να καταλήξουμε επομένως σε μια εκτίμηση της αξίας των θέσεων των εσωτεριστών, θα πρέπει προηγουμένως να ερευνήσουμε σε βάθος όλες τις αμφιλεγόμενες μαρτυρίες.


(συνεχίζεται) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου