Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

ΤΟ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

Πέτρος Βασιλειάδης, Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), και Πρόεδρος του Κέντρου Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών «Μητρ. Παντελεήμων Παπαγεωργίου» (CEMES)
Η ενασχόληση στις μέρες μας με το κυρίαρχο πρόβλημα της παρουσίας του Ισλάμ στο πολιτικό και πολιτιστικό προσκήνιο, της δεύτερης δηλαδή σε πληθυσμό θρησκείας στο κόσμο, και ο διάλογος των χριστιανών με τους πιστούς των άλλων ζωντανών θρησκειών δεν αποτελεί κοσμική αναγκαιότητα, αλλά βαθύτατο θεολογικό αίτημα.
Είναι απόρροια της εξέλιξης της θεολογίας της χριστιανικής ιεραποστολής, της Ορθόδοξης δηλαδή χριστιανικής μαρτυρίας. Και επειδή αυτό δεν είναι σε πολλούς αυτονόητη ιεραποστολική επιταγή, θα προσπαθήσω πολύ σύντομα να παρουσιάσω το «θεολογικό πλαίσιο του διαθρησκειακού διαλόγου». 
O Aμερικανός φιλόσοφος της επιστήμης Thomas Kuhn στο μνημειώδες έργο του H Δομή των Eπιστημονικών Eπαναστάσεων (1970), ανέπτυξε με πολύ πειστικό τρόπο τη θεωρία περί «αλλαγής παραδείγματος» (paradigmshift), σύμφωνα με την οποία η πορεία της επιστήμης δεν ακολουθεί σταδιακή εξελικτική πορεία, αλλά ριζικές επαναστατικές αλλαγές που καταργούν πλήρως τις μέχρι πρότινος υπάρχουσες θεωρίες και επιστημονικές απόψεις. Με άλλα λόγια, η επιστημονική κοινότητα σε όλους ανεξαιρέτως τους επιστημονικούς τομείς περιβάλλει με εμπιστοσύνη τα πορίσματά της μέχρις ότου αναδυθεί μια νέα επαναστατική θεωρία, ένα νέο δηλ.παράδειγμα, το οποίο ανατρέποντας τις παλαιότερες θεωρίες λειτουργεί ως ένα νέο πλαίσιο αναφοράς, βάσει του οποίου πλέον ερμηνεύονται τα σχετικά δεδομένα. Η αποδοχή και αναγκαιότητα του διαθρησκειακού διαλόγου στη χριστιανική ιεραποστολή είναι καρπός μιας τέτοιας «αλλαγής παραδείγματος»
Στο βιβλίο μου Μετανεωτερικότητα και Εκκλησία έχω υποστηρίξει, ότι η έξαρση της νεώτερης χριστιανικής ιεραποστολής σε παγκόσμιο επίπεδο ανάγεται στις απαρχές της νεωτερικότητας. Τότε δηλαδή που επήλθε η οριστική ρήξη μεταξύ χριστιανισμού (στη θεσμική βέβαια εκκλησιαστική του έκφραση) και δυτικο-ευρωπαϊκού πολιτισμού, που ήταν φυσικό να επέλθει ως αποτέλεσμα του δόγματος της εκκοσμίκευσης. Η σταδιακή εδραίωση της εκκοσμίκευσης στον ευρωπαϊκό χώρο και η εξώθηση της θρησκείας στην ιδιωτική σφαίρα, ανάγκασε τους συνειδητούς χριστιανούς να πορευτούν εκ νέου στα έθνη, όπως ακριβώς έκανε η Πρώτη Εκκλησία μετά την οριστική ρήξη της με τη Συναγωγή.
Καθ’ όλη σχεδόν την περίοδο της νεωτερικότητας, και κυρίως κατά την πρώτη φάση της, η παγκόσμια χριστιανική ιεραποστολή προσπάθησε ουσιαστικά να ανασυστήσει την παλαιά στατική αντίληψη ενός χριστιανικούκόσμου, μιας χριστιανικής τάξεως, υποδαυλίζοντας σε πολλές περιπτώσεις τη θεσμική αντίθεση Εκκλησίας και κόσμου. Η επικρατούσα ιεραποστολική ορολογία σ’ αυτή την περίοδο ήταν: εκχριστιανισμός, προσηλυτισμός, ευαγγελισμός.[ΠΑΠΙΣΜΟΣ]

Η διάψευση της προσδοκίας εξάλειψης(;;;) των αρχαίων προ- και μη-χριστιανικών θρησκειών, και συνεπώς και της δυνατότητας εκχριστιανισμού της οικουμένης, οδήγησε τη χριστιανική θεολογία σε μια νέα κατανόηση της αποστολής της Εκκλησίας. Η κοινωνική αλλαγή – με άλλα λόγια τα ιδανικά της νεωτερικότητας – έπαψε να θεωρείται ως ρήξη ή επανάσταση εναντίον της θεϊκής τάξεως, και άρχισε να εκλαμβάνεται ως αποτέλεσμα της δράσεως του Θεού. Ο ίδιος ο Θεός άρχισε σταδιακά να αναγνωρίζεται ως ο δημιουργός της ιστορικής αλλαγής. Στη θέση ενός θεοκρατικά δομημένου κόσμου, εμφανίζεται πλέον ο κόσμος της ιστορίας, μέσα στην οποία επιτελείται το έργο του Θεού. Στη φάση αυτή το παλαιό παράδειγμα της θεοκρατικής παγκοσμιότητας έδωσε τη θέση του σε ένα νέο, εκείνο της χριστοκεντρικής παγκοσμιότητας. Τόσο η χριστοκεντρική παγκοσμιότητα όσο και η θεολογία της ιστορίας, ως εργαλείο αλλά και θεολογικό υπόβαθρο της μαρτυρίας της Εκκλησίας, αναπτύχθηκαν ως απάντηση – αλλά και αλλαγή πολιτικής απέναντι – στο φαινόμενο της εκκοσμίκευσης, και γενικότερα στα κοσμικά, και εν πολλοίς αντιθρησκευτικά, ιδεώδη της νεωτερικότητας.
Στα θετικά σημεία αυτής της φάσεως της νεώτερης ιστορίας της παγκόσμιας ιεραποστολής θα πρέπει πρώτα-πρώτα να καταγράψουμε τη σταδιακή εγκατάλειψη της ιδέας ότι η ιεραποστολή είναι υπόθεση μόνον των μεμονωμένων χριστιανών (missio christianorum), και την αναγνώριση της ιεραποστολικής ευθύνης της Εκκλησίας στο σύνολό της (missio ecclesiae).  Πιο σημαντική, όμως, λίγο αργότερα ήταν η αναγνώριση του γεγονότος ότι το πραγματικό υποκείμενο της ιεραποστολής δεν είναι ούτε η Εκκλησία, αλλά ο ίδιος ο Θεός (missio Dei), αντίληψη, όμως, που αρχικά ο δυτικός χριστιανισμός περιόριζε στην αποστολή του Χριστού (missio Christi).
Πολύ σύντομα, εν τούτοις, έγινε αντιληπτό ότι η χριστοκεντρική παγκοσμιότητα, συνέβαλε στο να μετατραπεί με λανθάνοντα τρόπο ο υγιής χριστοκεντρισμός σε προβληματικό χριστομονισμό. Σ΄ αυτό ακριβώς το κρίσιμο σημείο για το μέλλον της παγκόσμιας ιεραποστολής έκανε αισθητή την παρουσία της η Ορθόδοξη θεολογία, σημαντικότερη συμβολή της οποίας υπήρξε – στα πλαίσια του οικουμενικού διαλόγου – η εκ νέου ανακάλυψη της τριαδικής θεολογίας, και ειδικότερα της «οικονομίας του Αγίου Πνεύματος». «Η δυναμική συνάντηση», ομολογεί κορυφαίος θεολόγος της Δύσεως, «με τις ορθόδοξες παραδόσεις στο πεδίο της θεολογίας και της πνευματικότητας, μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε τη βαθιά ριζωμένη πνευματολογική λήθη(Walter Kasper) στο Δυτικό Χριστιανισμό, τόσο στην Καθολική όσο και στην Προτεσταντική μορφή του».
Με τη συνδρομή της Ορθόδοξης θεολογίας έγινε κατανοητό ότι αυτή καθαυτή η υπόσταση της θεότητας είναι πρωταρχικά ζωή κοινωνίας, και ότι η επέμβαση του Θεού στην ιστορία στοχεύει στο να οδηγήσει την ανθρωπότητα, αλλά και ολόκληρη τη δημιουργία, σ’ αυτή την κοινωνία με την ίδια την ύπαρξη του Θεού. Έτσι, άρχισε να διαδίδεται ευρέως στην παγκόσμια ιεραποστολή, με τη συμβολή μάλιστα της Ορθόδοξης θεολογίας, για την ακρίβεια της θεολογίας της αδιαίρετης Εκκλησίας της πρώτης χιλιετίας, ότι «η χριστιανική ιεραποστολή δεν στοχεύει αποκλειστικά στη διάδοση ή στη μεταβίβαση διανοητικών αληθειών, δογμάτων, ηθικών επιταγών κλπ., αλλά στη μεταφορά της ζωής της κοινωνίας που ενυπάρχει στη θεότητα».
Η εγκατάλειψη της χριστοκεντρικής παγκοσμιότητας και η θεμελίωση της χριστιανικής ιεραποστολής με πιο σταθερό τρόπο στο τριαδικό δόγμα είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη της ιμπεριαλιστικής, επεκτατικής και προσηλυτιστικής τακτικής της χριστιανικής ιεραποστολής του 19ου, αλλά και των αρχών του 20ου αι., και την υιοθέτηση μιας περισσότερο περιεκτικής και ολιστικής κοινής χριστιανικής μαρτυρίας. Πρακτικά αυτό σήμαινε εμπλοκή των χριστιανών στους κοινωνικούς αγώνες (θεολογία της απελευθέρωσης), στην καταπολέμηση του ρατσισμού (με τα γνωστά προγράμματα εναντίον του απαρντχάιντ, και της ανύψωσης της θέσης των γυναικών κλπ.), στην εναντίωση προς το άδικο σύστημα της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά και καταδίκη του προσηλυτισμού. όχι μόνο μεταξύ χριστιανών διαφορετικών δογμάτων, αλλά και προς τους πιστούς των άλλων ζωντανών θρησκευμάτων. Οι ιεραποστολικοί όροι, οι οποίοι πλέον χρησιμοποιούνται είναι μαρτυρία καιδια-θρησκειακός διάλογος. Θεολογικά πλέον, αλλά και πρακτικά, οι πιστοί των άλλων θρησκειών δεν είναι αντικείμενα της χριστιανικής ιεραποστολής, αλλά εταίροι στο διάλογο, με στόχο συνεργικά την εδραίωση, έστω και προληπτικά, της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο. Το να εγκαταλείπει ο χριστιανικός κόσμος τον παλαιότερο αποκλειστικό στόχο του ναεκχριστιανίσει τον κόσμο, να κάνει δηλαδή τους πιστούς των άλλων θρησκευμάτων χριστιανούς, ήταν μια τρομερή αλλαγή παραδείγματος με την οποία ήταν αδύνατο να συμβιβαστεί ένα μεγάλο μέρος του χριστιανικού κόσμου και κυρίως οι ευαγγελιστές προτεστάντες (EvangelicalProtestantism), και κυρίως το παγκόσμιο πολιτικο-οικονομικό κατεστημένο, την θεολογική γραμμή των οποίων δυστυχώς ακολουθούν και οι εν ημίν Ορθόδοξοι φονταμενταλιστικοί κύκλοι.
Για άρση κάθε παρεξήγησης θα πρέπει στο σημείο αυτό να τονίσω, ότι η υιοθέτηση της «οικονομίας του Αγίου Πνεύματος», και κατά συνέπεια του διαθρησκειακού διαλόγου (αντί της επιθετικής επεκτατικής ιεραποστολικής πρακτικής του παρελθόντος), δεν σημαίνει εγκατάλειψη της «οικονομίας του Υιού», της σωτηριολογικής δηλ. σημασίας του Χριστού. Ο Χριστός παραμένει«η οδός, η αλήθεια και η ζωή» (Ιω 14,6), το όνομά του είναι «το υπέρ παν όνομα» (πρβλ. Πραξ 2,12: «καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐνᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς»). Αυτό που ουσιαστικά έλαβε χώρα ήταν μια δυναμική επανερμηνεία της χριστολογίας μέσω της πνευματολογίας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι σε ιδεολογικό επίπεδο η θρησκευτική σημειολογία του πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας και το «ιεραποστολικό» λεξιλόγιο του προέδρου των ΗΠΑ συναντούν τη μεγαλύτερη αντίδραση από τις εκκλησίες. Κι αυτό ήταν συνέπεια της νέας θεολογίας της ιεραποστολής, που ήταν αποτέλεσμα του οικουμενικού διαλόγου.
H συμμετοχή της Oρθοδοξίας στον οικουμενικό διάλογο δεν αποτελεί ιστορική ή άλλης φύσεως αναγκαιότητα· είναι συνέπεια των βασικών αρχών της χριστιανικής πίστεως. Στο Mήνυμα των προκαθημένων των Oρθοδόξων Eκκλησιών τονίζεται ότι: «εκ πνεύματος καταλλαγής κινουμένη η Oρθόδοξος Eκκλησία μετέχει ενεργώς από πολλών ήδη δεκαετιών εις την προσπάθειαν προς αποκατάστασιν της χριστιανικής ενό­τητος, ήτις και αποτελεί ρητήν και απαράβατον επιταγήν του Kυρίου (Iω 17:21)».
H οικουμενική ευθύνη, όμως, της Oρθοδοξίας δεν απορρέει μόνον από αυτή τη ρητή και απαράβατη κυριακή επιταγή «ΙΝΑ ΠΑΝΤΕΣ ΕΝ ΩΣΙΝ» (Iω 17:21), αλλά και από την ακράδαντη πεποίθησή της, ότι υπέρτατος στόχος της Θείας Oικονομίας είναι η ενότητα των πάντων και η εν Xριστώ ανακεφαλαίωση σύνολης της κτιστής δημιουργίας. Για το όραμα αυτό, άλλωστε, «της των πάντων ενώσεως», αιώνες τώρα ακατάπαυστα δέεται εν συνάξει η Oρθόδοξη Eκκλησία.
Ο όρος «οικουμένη», όμως, αναφέρεται σε ολόκληρη τη κατοικημένη γη, και ασφαλώς εξετάζει την πολλαπλότητα του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της θρησκευτικής πολλαπλότητάς του. Σήμερα πολλοί υποστηρίζουν την άποψη ότι ο όρος «οικουμενικός διάλογος» πρέπει να αναφέρεται και στην κίνηση που επιδιώκει να συμφιλιώσει τις θρησκευτικές παραδόσεις όλου του κόσμου, έτσι ώστε οι θρησκευτικές κοινότητες να ενθαρρύνουν την ενότητα και την ευημερία ολόκληρης της ανθρωπότητας. Και προκειμένου να μην υποβαθμιστεί ο χριστιανικός οικουμενικός διάλογος έχουν πολλοί αρχίσει να κάνουν λόγο για έναν «ευρύτερο οικουμενικό διάλογο»,για έναν «οικουμενικό διάλογο των θρησκευτικών παραδόσεων».
Η αποδοχή, όμως, εκ μέρους της Εκκλησίας του διαθρησκειακού διαλόγου συναντάει μέχρι και σήμερα τεράστιες αντιδράσεις. Από διάφορους κύκλους εκφράζονται ανησυχίες, πολλές από τις οποίες για μας τους Ορθοδόξους συνδέονται και με τις ανησυχίες και επιφυλάξεις που κατά καιρούς έχουν εκφραστεί εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την αυτονόητη συμμετοχή μας στον οικουμενικό διάλογο, που άλλωστε είναι και συνοδικά αποφασισμένος ομόφωνα από τα συντεταγμένα όργανα της Ορθοδοξίας.
Στο σύντομο αυτό σημείωμα θα προσπαθήσω να αποδείξω ότι αυτοί οι φόβοι και οι επιφυλάξεις που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί προέρχονται από θεολογική άγνοια, ή στην καλλίτερη των περιπτώσεων από ελλιπή κατανόηση αυτού που προσδιορίζει ο όρος «διαθρησκειακός διάλογος». Αγνοείται με άλλα λόγια παντελώς το θεολογικό του υπόβαθρο.
Η πρώτη ανησυχία προέρχεται από εκείνους που φοβούνται ότι η έμφαση στον διαθρησκειακό διάλογο θα θέσει τελικά στο περιθώριο την τονδιαχριστιανικό διάλογο. Διαισθάνονται ότι η μεταφορά του κέντρου βάρους του θεολογικού διαλόγου στην ευρύτερη θρησκευτική πραγματικότητα θα νέκρωνε την αναζήτηση και θα ματαίωνε την επίτευξη της ορατής ενότητας της Εκκλησίας.
Είναι πράγματι αληθές, ότι ο οικουμενικός διάλογος χρειάζεται φρεσκάδα, ανανέωση και νέες καινοτόμες πρωτοβουλίες. Και αυτό οφείλεται εν μέρει στην έλλειψη ουσιαστικής προόδου στην αναζήτηση της χριστιανικής ενότητας. Μετά από έναν σχεδόν αιώνα οι παραδοσιακές εκκλησίες και χριστιανικές οικογένειες (όπως ο Καθολικισμός, η Ορθοδοξία, Αγγλικανική κοινωνία κλπ.) συνεχίζουν και ανέχονται το σκάνδαλο του σχίσματος (Φλορόφσκυ), οι δογματικές τους διαφορές συνεχίζουν να υφίστανται. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη τις πολλές κοινές συμφωνίες που δεν έχουν εφαρμοστεί, είναι απόλυτα δικαιολογημένες οι επιφυλάξεις για την ειλικρίνεια της αναζήτησης της ορατής ενότητας της Εκκλησίας, όταν μάλιστα είναι αποδεδειγμένο ότι πολλές από τις υπάρχουσες διαφορές των διηρημένων εκκλησιών είναι στην ουσία «πολιτιστικό» κυρίως παρά «δογματικό»  ζήτημα.
Παρόλα αυτά, η αναζήτηση της χριστιανικής ενότητας πρέπει να συνεχιστεί για το καλό της ίδιας της εκκλησίας και της κοινωνίας την οποία επιδιώκει να υπηρετήσει. Στα πλαίσια, όμως, της χριστιανικής ιεραποστολής ο  διαθρησκειακός διάλογος δεν αποτελεί εναλλακτική λύση στον ενδο-χριστιανικό οικουμενικό διάλογο. Ο Wesley Ariarajah θεωρεί τα δύο επίπεδα οικουμενικής δέσμευσης ως δύο ομόκεντρους κύκλους και που έχουν ως κέντρο την ενότητα και που εξυπηρετούν δύο επικαλυπτόμενες περιοχές.
Ο δεύτερος φόβος προέρχεται από το συναίσθημα ότι ο διαθρησκειακός διάλογος αποτελεί μια σιωπηρή αποδοχή, ότι «όλες οι θρησκείες είναι οι ίδιες», και ότι «δεν πειράζει εάν κάποιος είναι χριστιανικός, Εβραίος, ινδουιστής, βουδιστής ή μουσουλμάνος». Πολλοί, μάλιστα, υποστηρίζουν ότι η ενασχόληση με τον διαθρησκειακό διάλογο υπονομεύει την καθολικότητα και την αλήθεια της Εκκλησίας, υποθέτοντας ότι δεν γίνεται καμία διάκριση μεταξύ των θρησκειών. Παρόμοια ανησυχία εκφράζεται ατεκμηρίωτα (αναμασώντας μάλιστα ξεπερασμένα προτεσταντικά επιχειρήματα) από εκείνους που βλέπουν ότι ένας τέτοιος διάλογος οδηγεί στο συγκρητισμό.Αυτή ακριβώς η επιχειρηματολογία εκφράστηκε επίσημα από τον παραδοσιακό προτεσταντικό χώρο, όταν για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιεραποστολή υποστηρίχθηκε η αναγκαιότητα του διαθρησκειακού διαλόγου ως τρόπος επικοινωνίας με τους πιστούς άλλων θρησκευτικών παραδόσεων.
Εδώ θα ήθελα να σημειώσω ότι ο πραγματικός διαθρησκειακός διάλογος δεν είναι απλά ένας ακαδημαϊκός διάλογος (inter-religious dialogue), αλλά διάλογος και επικοινωνία με τους πιστούς των άλλων ζωντανών θρησκευμάτων (inter-faith dialogue). Εκείνοι που υποστηρίξουν (κυρίως επί τη βάσει της «οικονομίας του Αγίου Πνεύματος») το διαθρησκειακό διάλογο επιμένουν ότι ο αμοιβαίος σεβασμός, η οικοδόμηση αμοιβαίων σχέσεων, και η προώθηση μιας ενημερωμένης κατανόησης των άλλων δεν οδηγεί άκριτα στην άποψη ότι όλες οι θρησκείες είναι το ίδιο πράγμα. Αντίθετα, υποστηρίζουν ότι ο διάλογος και η συνεργασία είναι αναγκαίες, επειδή ακριβώς οι διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις είναι διαφορετικές και προβάλλουν εναλλακτικά οράματα της πραγματικότητας. Στον διαθρησκειακό διάλογο η συνάντηση των θρησκειών θεωρείται ως «συνάντηση δεσμεύσεων και υποχρεώσεων», που έχει ως στόχο τη δημιουργία μιας «κοινωνίας των πιστών των διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων». Ο διαθρησκειακός διάλογος δεν αποβλέπει στη δημιουργία μια παγκόσμιας θρησκείας, ούτε αποτελεί προσπάθεια να υπονομευθεί η ιδιομορφία των θρησκειών. Μάλλον είναι μια προσπάθεια προώθησης της συνεργασίας με απώτερο στόχο να διακονηθεί η ενότητα σε έναν κόσμο που κατακερματίζεται από διαιρέσεις και διαφωνίες. 
Τέλος, η τρίτη περίπτωση αντιδράσεων προέρχεται από εκείνους που ασχολούνται με την παραδοσιακή ιεραποστολή της εκκλησίας. Αυτοί, μάλιστα, θεωρούντο διαθρησκειακό διάλογο πραγματική απειλή. Το παλαιόιεραποστολικό παράδειγμα, η κλασσική δηλ. έννοια της χριστιανικής ιεραποστολής ήταν βασισμένη στη διαίρεση του κόσμου σε «σωσμένους» και σε «εκείνους που έχουν ανάγκη σωτηρίας». Σε αυτό το όραμα οι πιστοί των άλλων θρησκευτικών παραδόσεων οδηγούνται νομοτελειακά στην απώλεια. Γι’ αυτό και έχουν ανάγκη να ακούσουν το ευαγγέλιο και να ανταποκριθούν στην πρόκληση να γίνουν και αυτοί μέλη της «σωσμένης χριστιανικής κοινότητας». Ο διαθρησκειακός διάλογος για την αντίληψη αυτή απειλεί αυτή καθαυτή την ιεραποστολική υποχρέωση.
Ευτυχώς οι περισσότερες από τις εκκλησίες έχουν βαθμιαία απομακρυνθεί από αυτήν την κατανόηση της ιεραποστολής. Στην παγκόσμια ιεραποστολή η πρόταση για διαθρησκειακό διάλογο – ως μειοψηφούσα βέβαια άποψη προς την παλαιά κλασσική – υποστηρίχτηκε ήδη από τον πρώτο παγκόσμιο ιεραποστολικό συνέδριο στο Εδιμβούργο της Σκωτίας το 1910. Επιβεβαιώθηκε εντονότερα στο δεύτερο ιεραποστολικό συνέδριο στην πόλη των Ιεροσολύμων το 1928, και με τη θεολογική συνδρομή της «οικονομίας του Αγίου Πνεύματος», κυρίως εκ μέρους ημών Ορθοδόξων θεολόγων που την τελευταία πεντηκονταετία μετέχουμε πλέον θεσμικά στον οικουμενικό διάλογο, επικράτησε τελικά στο παγκόσμιο ιεραποστολικό συνέδριο του 1968 στην Πόλη του Μεξικού, όπου και θεμελιώθηκε θεολογικά η έννοια της ιεραποστολής ως «έργου του Θεού» (Missio Dei). Ήταν αυτή η έννοια της Missio Dei που απομάκρυνε τελεσίδικα την παγκόσμια ιεραποστολή από τη διαίρεση του κόσμου σε «σωζμένους» και «μη σωζμένους», κάτι που ανάγκαζε ολόκληρες κοινότητες να αναγκάζονται να προσηλυτίζονται και να μετακινούνται από την μια θρησκευτική (ή και χριστιανική) κοινότητα στην άλλη για να εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους. Αντ’ αυτού το νέο «ιεραποστολικό παράδειγμα» επιβεβαιώνει ότι ο Θεός απεργάζεται τη σωτηρία για ολόκληρο τον κόσμο, και ότι η Εκκλησία είναι απλός διάκονος σε αυτήν την «αποστολή του Θεού». Με εργαλείο, μάλιστα την «οικονομία του Αγίου Πνεύματος» (παράλληλα και ταυτόχρονα όπως είπαμε με την «οικονομία του Χριστού»), ο Θεός χρησιμοποιεί όχι μόνο την Εκκλησία, αλλά και πολλές άλλες δυνάμεις στον κόσμο για το έργο της σωτηρίας. Άλλωστε το Άγιο Πνεύμα «τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ» (Ιω 3,8)!
Σήμερα θεωρούμε την ιεραποστολή πρώτιστα ως καταλλαγή και θεραπείατου κατακερματισμένου κόσμου, κηρύσσοντας την ευσπλαχνία, την αγάπη και τη συγχώρεση του Θεού για όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από τις όποιες ετικέτες τους, και εκδηλώνοντας την αλληλεγγύη σε εκείνους που είναι φτωχοί, καταπιεσμένοι, περιθωριοποιημένοι, ευάλωτοι στις ισχυρές οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις της εποχής μας. Η Ορθόδοξη χριστιανική μαρτυρία πρεσβεύει ότι ο Θεός είναι δημιουργός όλης της ζωής, ότι την συντηρεί και επιδιώκει την εκπλήρωσή της, γι’ αυτό και απαιτεί να συνεργαζόμαστε με το Θεό και με όσους επιδιώκουν να οικοδομήσουν τη Βασιλεία του Θεού σε έναν κατακερματισμένο κόσμο. Και ο διαθρησκειακός διάλογος είναι ακριβώς τμήμα αυτής της διαδικασίας.
Στην πραγματικότητα, ο καθένας που έχει μια ρεαλιστική αξιολόγηση του κόσμου που ζούμε θα έβλεπε ως επείγουσα την ανάγκη ενός ευρύτερου οικουμενικού διαλόγου των θρησκευτικών παραδόσεων. Ιστορικά είναι αποδεδειγμένο ότι οι θρησκευτικές παραδόσεις έχουν συμβάλει στον κατακερματισμό του κόσμου. Συχνά η ιστορία των σχέσεών τους έχει χαρακτηριστεί από ανταγωνισμό, αμοιβαίο αποκλεισμό, συγκρούσεις και ολοκληρωτικούς πολέμους. Η παρούσα παγκόσμια συγκυρία είναι αψευδής μάρτυρας. Παρά την πολυπλοκότητα αυτού που καλείται θρησκεία, η συχνή κατάχρηση και εκμετάλλευση του θρησκευτικού συναισθήματος από τις πολιτικές δυνάμεις θα πρέπει να μας φρονηματίσει, αφού πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν ότι ακόμη και σήμερα οι θρησκείες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη βία και τις συγκρούσεις στον κόσμο. Βέβαια, οι διάφορες θρησκείες συνεχίζουν να προβάλουν αξιώσεις αποκλειστικότητας στη σωτηρία, που στην πραγματικότητα ακυρώνουν άλλους τρόπους ύπαρξης και πίστης. Είναι σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο που ο Ηans Kueng διατύπωσε την αξιωματική θέση ότι «δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη στον κόσμο, αν δεν υπάρξει ειρήνη μεταξύ των θρησκειών», και ότι «δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη μεταξύ των θρησκειών αν δεν υπάρχει διάλογος μεταξύ τους». 
Άλλωστε τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα ο κόσμος δεν μπορούν να επιλυθούν μεμονωμένα από οποιαδήποτε θρησκευτική παράδοση. Επί πλέον στις μέρες μας όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναζητούν μια πνευματικότητα που δεν είναι σεχταριστική, αλλά ολιστική, μια πνευματικότητα που ανοίγει τις καρδιές στους άλλους και δεν δημιουργεί έχθρα για τους άλλους.
Με εξαίρεση τους «φονταμενταλιστές της νεωτερικότητας», οι πάντες αναμένουν από τις θρησκευτικές κοινότητες να συμβάλουν στην ευημερία του κόσμου, δεν ανέχονται οι θρησκείες να αποτελούν έναν ακόμη παράγοντα διαίρεσης, μια ακόμα δύναμη κατακερματισμού, αλλά προσδοκούν απ’ αυτές να είναι πηγή συμφιλίωσης και θεραπείας. Παρόλες τις διαφορές και παρόλη την ποικιλομορφία τους οι θρησκείες είναι αδιανόητο να μη συνεργάζονται για τη δημιουργία μιας πανανθρώπινης οικογένειας, που επιτέλους θα ζει με ειρήνη και αρμονία. Αυτός είναι ο στόχος του διαθρησκειακού διαλόγου, και αυτό δεν μπορεί να είναι επιλογή, αλλάαναγκαιότητα.

ΣΧΟΛΙΟ:  "Εγώ περί αυτών ερωτώ ού περί τού κόσμου ερωτώ, αλλά περί ών δέδωκάς μοι."
Ας δούμε όμως τί λέει ο διάδοχος τού Αγουρίδη σέ μιά πιό κατανοητή γλώσσα.

ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ-επανάληψη

Ο κ. Βασιλειάδης προορίζεται να αντικαταστήσει τον Απόστολο των Εθνών, στην νέα εκκλησία που ετοιμάζεται! Όπως και στην κινηματογραφική ταινία «το πέταγμα του Φοίνικος», ένα μικρό ευκίνητο εκκλησιαστικό όχημα θα προκύψει απο το ναυαγισμένο όχημα της παραδοσιακής εκκλησίας, για να ανταποκριθεί καλύτερα στην νεωτερική εποχη! «Όπου το ζήτημα της ατομικότητος αναδεικνύεται επιτακτικά και το αίτημα ηθικής και κοινωνικής ευαισθησίας υπερκαλύπτει την υπαρξιακή αναγκαιότητα σωτηρίας».
Σε σημαντική του συνέντευξη στο αποκρυφιστικό περιοδικό ΑΒΑΤΟΝ ο κ. Βασιλειάδης καταγγέλλει πως ο Απόστολος Παύλος διέστρεψε το μήνυμα του πρώτου Χριστιανισμού, το οποίο ήταν ηθικό και εσχατολογικό, όπως ακριβώς ξαναγεννιέται στην ευχαριστιακή εσχατολογία του κ. Ζηζιούλα, και επέβαλε την σωτηριολογική ερμηνεία της Οικονομίας. Καιρός να επανορθώσουμε το βαρύ λάθος για να συμβαδίσουμε με την εποχή μας!
Το περιοδικό διείδε την φιλοδοξία του Βασιλειάδη αλλά ο αξιότιμος καθηγητής δεν κατόρθωσε να δει τις σκοτεινές προθέσεις του περιοδικού, διότι στο ίδιο τεύχος του περιοδικού μαζί με την καταγγελία του Βασιλειάδη εναντίον του Αποστόλου Παύλου ανακοινώνεται, τυχαία, και η κατάρρευση των Ελλήνων από τον κ. Ζιάκα και η κατάρρευση της Ορθοδόξου εκκλησίας από τον Μέσκο!
κ. Βασιλειάδη καταλαβαίνετε σε τί μπελάδες βάζετε την εκκλησία;


Και τί θα κάνουν κ. Βασιλειάδη τόσα νέφη αγίων που σώθηκαν με την λανθασμένη διδασκαλία του Απ. Παύλου;
Θα πρέπει να επιστρέψουν όλοι τους σιγά – σιγά, με μετεμψυχώσεις και μετενσαρκώσεις για να πετύχουν την ηθική πρόοδο με την ευχαριστιακή εσχατολογία;
Θα αδειάσετε κυριολεκτικά την Βασιλεία των Ουρανών κ. Βασιλειάδη!
Είμαστε σοβαροί;
Ο σκοπός τών μεταρρυθμιστών όμως είναι ξεκάθαρος. Θέλουν να απαλλάξουν τον άνθρωπο από την αμαρτία, να αφαιρέσουν από την Εκκλησία την Ικεσία για την άφεση των αμαρτιών και σαν σωσμένοι, εφόσον ο Κύριος τελείωσε το έργο του, να βοηθήσουν να βυθιστούμε στην εκκοσμίκευση και να επιταχύνουνε την ένωσή μας με τον πάπα!
Ο άνθρωπος πλέον θα εργάζεται και θα σώζεται στην Ιστορία, κτίζοντας πετραδάκι – πετραδάκι τον δρόμο προς τα έσχατα, με την αξιοπρέπειά του και την κενοδοξία του! Θα πραγματοποιήσει αυτός ο ίδιος και το μεγάλο σχέδιο του εωσφόρου!
Εφόσον έχει ήδη πραγματοποιήσει το μεγάλο σχέδιο του Θεού!
Ακόμη και σε μια ηθική εκκλησία εσείς και οι όμοιοί σας κ. Βασιλειάδη πάλι θάσαστε έξω από την εκκλησία!
Ο διάδοχος του αείμνηστου Αγουρίδη. Άνθρωποι που μισούν τους Αγίους μας.
Μας είναι αδύνατον να συλλάβουμε κάποιον έστω λόγο που θα δικαιολογούσε τον κ. Βασιλειάδη σαν θεολόγο!
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου