Πέμπτη 20 Απριλίου 2017

MARIE-DOMINIQUE RICHARD: Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ (12)

 Συνέχεια από Δευτέρα, 3 Απριλίου 2017
                
                            Μια νέα ερμηνεία του πλατωνισμού
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2Ο : ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΜΜΕΣΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ
Α. Η ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Ι. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ
3. Περί ψυχής, Ι, 2 404 b 16-30  (συνέχεια)
    
Image result for πλατωνας Η απόδοση αυτής της θεωρίας στον Πλάτωνα στηρίζεται στα ακόλουθα επιχειρήματα: ο Αριστοτέλης αναφέρει συγκεκριμένα τον Τίμαιο του Πλάτωνα· αν στη συνέχεια ο Σταγειρίτης παραθέτει και κάποιο άλλο έργο, δεν προσδιορίζει κατά κανένα τρόπο ότι πρόκειται για την θεωρία κάποιου άλλου φιλοσόφου. Ο τρόπος εξ άλλου που ο Αριστοτέλης εισάγει τον ξενοκράτειο ορισμό της ψυχής («τινές») αποδεικνύει ότι η θεωρία που προηγείται συνδέεται με έναν άλλο φιλόσοφο από τον Ξενοκράτη. Επιπλέον, σύμφωνα με τους H.J. Krämer, W. Burkert, και K. Gaiser, το επίρρημα «ὁμοίως» αφορά στο ρήμα της κύριας πρότασης «διωρίσθη» και όχι στη μετοχή «τοίς λεγομένοις». Αυτά τα επιχειρήματα αφορούν στη δομή του κειμένου. Αλλά υπάρχει και μια νεώτερη σειρά επιχειρημάτων σχετικά με το περιεχόμενο της θεωρίας. Υπενθυμίζουμε κατ’ αρχήν ότι το δεύτερο μέρος του διαλόγου Περί της φιλοσοφίας ήταν αφιερωμένο στην παρουσίαση και την αναίρεση της πλατωνικής θεωρίας των αρχών. Η πλάνη του Φιλόπονου και του Σιμπλίκου υπήρξαν πολύ διαφωτιστικές διότι μας επέτρεψαν να καταλήξουμε ότι υπάρχει μια μερική ομοιότητα του διαλόγου Περί φιλοσοφίας, με την πραγματεία Περί του αγαθού. Γνωρίζουμε ότι η θεωρία που εκτίθεται στο δεύτερο έργο αποδίδεται ρητά στον Πλάτωνα. Επομένως και η παραπομπή στον διάλογο Περί Φιλοσοφίας είναι μια παραπομπή στην πλατωνική φιλοσοφία. Κατά τον K. Gaiser η παραπομπή αυτή αφορούσε πιθανότατα στην ερμηνεία  της περί ψυχής θεωρίας στον Τίμαιο που μας προσφέρει ο Αριστοτέλης. Υπάρχει εξ άλλου και μια μαρτυρία που αποδίδει ρητά στον Πλάτωνα, την θεωρία που αναπτύσσεται σ’ αυτό το απόσπασμα. Η μαρτυρία αυτή που μας μεταφέρθηκε από τον Στοβαίο, προέρχεται από την πραγματεία Περί της Ψυχής του Ιάμβλιχου. Στο έργο αυτό, διδακτικού χαρακτήρα, ο συγγραφέας επανέρχεται στους κοινούς τόπους της παράδοσης. Και παραμένει πιστός όπως διαπιστώθηκε από τις έρευνες. Η μαρτυρία αυτή είναι επομένως αξιοπρόσεκτη. Παρότι όμως επιβεβαιώνει την θέση αυτών που αποδίδουν στον Πλάτωνα την θεωρία του αποσπάσματος 404b 18-27, τα επιχειρήματά υπέρ της αντίθετης άποψης, όπως θα δούμε, δεν είναι αμελητέα. Έτσι για παράδειγμα, αφού αποδείξει ότι στον διάλογό του Περί Φιλοσοφίας ο Αριστοτέλης παραθέτει όχι μόνο τις θεωρίες του Πλάτωνα, αλλά και άλλων πλατωνικών φιλοσόφων, ο H Cherniss αναπτύσσει μια επιχειρηματολογία που προορίζεται να αποδείξει ότι η θεωρία που μας διδάσκει το απόσπασμα 404b της πραγματεία Περί ψυχής συμφωνεί και με άλλες απόψεις του Αριστοτέλη που αφορούν στην φιλοσoφία του Ξενοκράτη: κατά τον H. Cherniss, η θεωρία σύμφωνα με την οποία οι αριθμοί Δύο, Τρία και Τέσσερα είναι αντίστοιχα οι αρχές της γραμμής, της επιφάνειας και του στερεού, συμπίπτει απόλυτα με την θεωρία που περιγράφεται στο απόσπασμα Ν 3, 1090b 20-32 των Μεταφυσικών. Και αυτή η τελευταία αντιστοιχεί στην θεωρία του αποσπάσματος Ζ 11, 1036b 14 των Μεταφυσικών, σχετικά με την ταύτιση της Δυάδας με την Αυτογραμμή, θεωρία που υποστηρίζεται από τους φιλοσόφους που δέχονται την θεωρία των Ιδεών και θεωρούν ότι οι ιδανικοί Αριθμοί αποτελούν αρχές των Μεγεθών. Και οι δύο αυτές θεωρίες μας παραπέμπουν στον Ξενοκράτη. Επομένως, το απόσπασμα 404b 18-27 της πραγματείας Περί ψυχής και το απόσπασμα Ν3, 1090b 20-32 των Μεταφυσικών είναι παράλληλα αποσπάσματα και παραπέμπουν στην ίδια θεωρία: την θεωρία του Ξενοκράτη. Και τούτο συμφωνεί με τις πηγές σύμφωνα με τις οποίες ο Ξενοκράτης αποκάλεσε την μονάδα νοῦ, και υιοθέτησε μια τριμερή κατάταξη των τριών γνωστικών ικανοτήτων (γνώση, γνώμη, αίσθηση). Ασφαλώς δεν υπάρχει στα αποσπάσματα του Ξενοκράτη ρητή αναφορά στην ταύτιση των τριών γνωστικών ικανοτήτων με του αριθμούς Δύο, Τρία και Τέσσερα. Αλλά αυτή η ταύτιση εμφανίζεται σε ένα κείμενο του Αέτιου, το οποίο αποδίδεται στον Πυθαγόρα και τους πυθαγόρειους. Ο H. Cherniss  παρατηρεί λοιπόν ότι δεν λείπουν τα παραδείγματα απόδοσης στον Πυθαγόρα και τους πυθαγόρειους  θεωριών που ανήκουν στο ίδιο τον Ξενοκράτη. Και επικαλείται δύο ακόμη επιχειρήματα υπέρ της τοποθέτησής του: πρώτα ότι το επίρρημα «ομοίως» αναφέρεται στη μετοχή «τοίς λεγομένοις», και άρα αποτελεί απόδειξη της ομοιογένειας των στίχων 404b 18-27. Και επίσης ότι η μαρτυρία του Θεμίστιου συνηγορεί προς αυτή την κατεύθυνση: ο σχολιαστή αυτός παρεμβάλει πράγματι, στην παράφρασή του των εν λόγω στίχων, μια μακροσκελή παραπομπή της Φυσικής του Ξενοκράτη και δηλώνει συμπερασματικά:
     Όλα αυτά περιλαμβάνονται στην πραγματεία του Ξενοκράτη Περί της Φύσεως.
   
 
Έτσι, συμπεραίνει ο H. Cherniss,  η θεωρία που διδάσκεται στο απόσπασμα 404b 18-27 αντιστοιχεί σαφώς στην θεωρία του Ξενοκράτη. Εξ άλλου, το περιεχόμενο αυτού του αποσπάσματα αντιστρατεύεται αυτά που μας λέει ο Αριστοτέλης σε άλλα σημεία, περί της φιλοσοφίας του Πλάτωνα. Στο απόσπασμα Β4, 1001b 24-25 των Μεταφυσικών, ο Αριστοτέλης λέει ότι για τον Πλάτωνα οι Αριθμοί και τα Μεγέθη προκύπτουν από το Εν και την αόριστη Δυάδα. Σύμφωνα με τον H. Cherniss, η θεωρία αυτή δεν συμβιβάζεται με την θεωρία της κατασκευής των Μεγεθών από τους αριθμούς της Τετρακτύς. Με αφετηρία επίσης την αντίθετη φύση της ψυχής (που είναι αρχή κίνησης) και τα μαθηματικά πράγματα (που κατά τον Αριστοτέλη είναι ακίνητα), ο H. Cherniss συμπεραίνει ότι είναι αδύνατον η ψυχή στον Πλάτωνα να κατέχει μια ενδιάμεση θέση, καθεστώς που θα πρέπει να της αναγνωριστεί με μαθηματικά κριτήρια. Αύτη είναι η φύση των επιχειρημάτων στα οποία στηρίζεται ο H. Cherniss  για να αποδώσει στον Ξενοκράτη την θεωρία της πραγματείας Περί ψυχής. Δεν μένει παρά να ελέγξουμε την εγκυρότητά τους. Προς τον σκοπό αυτό θα τα μελετήσουμε καθένα απ’ αυτά ξεχωριστά. Κατ’ αρχήν, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του H. Cherniss,  δεν έχουμε αποδείξεις ότι ο Αριστοτέλης στον διάλογό του Περί Φιλοσοφίας, εκτός από την φιλοσοφία του Πλάτωνα, πραγματεύεται και τη φιλοσοφία των μαθητών. Και εφ’ όσον δεν αποκλείουμε το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης μπορεί επίσης να έχει λάβει υπόψη του την θεωρία των πυθαγορείων στο έργο αυτό, το απόσπασμα 404b 18-27 δεν μπορεί, όπως είδαμε, να σχετίζεται μαζί του. Στη συνέχεια η ορθή διαπίστωση του H. Cherniss  περί της στενής συγγένειας ανάμεσα στα αποσπάσματα 404b 18-27 της πραγματείας Περί Ψυχής και Ν 3, 1090b 20-27 των Μεταφυσικών, δεν αποτελεί απόδειξη ότι η θεωρία στην οποία αναφέρονται ανάγεται στον Ξενοκράτη. Ή ακόμη: παρότι συμφωνούμε με τον L. Brisson στην περίπτωση που αναδεικνύει μια αντίφαση στην άποψη που υιοθετούν οι H. Bonitz, R. Heinze και W.D. Ross – πράγματι αν και αποδέχονται τον παραλληλισμό ανάμεσα στα δυο αποσπάσματα, οι τρείς αυτοί ερευνητές αποδίδουν το περιεχόμενο του πρώτου στον Πλάτωνα και του δεύτερου στον Ξενοκράτη – δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε μαζί του στην περίπτωση που, συνοψίζοντας την επιχειρηματολογία των H. Cherniss, L. Brisson δηλώνει τα εξής:
     Αν δώσουμε την πρωτοκαθεδρία στον Πλάτων, όπως οι Zeller, Rivaud, Rodier και Stenzel, θα βρεθούμε μπροστά σε ερμηνευτικές δυσκολίες, που οφείλονται αφ’ ενός στο ότι στα Μετ. 1090 20-32 ο Αριστοτέλης διακρίνει αυτή τη θεωρία από αυτήν του Πλάτωνα· και αφ’ ετέρου από το ότι αυτή η θεωρία, που δεν αναφέρεται πουθενά στο γραπτό έργο του Πλάτωνα, θα μπορούσε να πλαισιώσει ικανοποιητικά την θεωρία του Ξενοκράτη.
     Διότι, όπως προσπαθήσαμε να αποδείξουμε, η θεωρία που περιλαμβάνεται στο απόσπασμα Ν 3, 1090b 20-32 των Μεταφυσικών, παραπέμπει χωρίς αμφιβολία στον Πλάτωνα και στον Ξενοκράτη. Μπορούμε επιπλέον να προσθέσουμε τώρα ένα ακόμα επιχείρημα: όταν ο Συριανός και ο Ψευδο-Αλέξανδρος  δικαιολογούν την απόλυτη πληρότητα του αποσπάσματος Μ 9, 1085a 9-12 των Μεταφυσικών αναφερόμενοι στο διάλογο Περί Φιλοσοφίας, στον οποίο η θεωρία της γένεσης των ιδανικών Μεγεθών εκτίθεται με κάθε λεπτομέρεια, οι δύο σχολιαστές δηλώνουν ότι: «ο Αριστοτέλης το αναφέρει αυτό σχετικά με τον Πλάτωνα στα βιβλία Περί Φιλοσοφίας». Επομένως στον Πλάτωνα θα πρέπει να αποδώσουμε την θεωρία που περιγράφεται στο απόσπασμα Μ 9 1085a 9-12 των Μεταφυσικών, καθώς επίσης και σε όλα τα παράλληλα με αυτό αποσπάσματα, και ιδιαίτερα στο Ν 3, 1090b 20-32 των Μεταφυσικών, και  στο 404b 18-27 την πραγματείας Περί Ψυχής. Εξ άλλου, όπως υπογραμμίζει ο C.J. Vogel, ακριβώς εξ αιτίας της πλατωνικής της προέλευσης ο Ξενοκράτης δίδαξε την θεωρία της ταυτότητας των αριθμών με τις ιδιότητες της ψυχής. Επί πλέον, ο H. Cherniss, παρότι επιμένει στο ζήτημα της θέσης και της λειτουργίας του επιρρήματος «ομοίως», παραλείπει να αναφερθεί στην έκφραση «ορισμένοι φιλόσοφοι» (ἕνιοι), που αποτελεί την γέφυρα με ό,τι προηγείται. Όσο για την παράφραση του Θεμίστιου, όχι μόνον δεν ευνοεί την προσάρτηση των στίχων 404b 18-27 στην θεωρία του Ξενοκράτη, αλλά τείνει μάλλον προς την επιβεβαίωση του γεγονότος ότι ο Αριστοτέλης είχε ακόμη υπόψη του την θεωρία του Πλάτωνα. Αυτή είναι η διαπίστωση στην οποία κατέληξε ο H.D. Saffrey μετά από λεπτομερή ανάλυση της παράφρασης του σχολιαστή. Στο σημείο αυτό θα συνοψίσουμε δύο επιχειρήματα που μας φαίνονται θεμελιώδη: κατ’ αρχήν ο H.D. Saffrey, από την έκφραση «αυτοί εδώ οι άνθρωποι» που χρησιμοποιεί ο Ξενοκράτης στην αρχή του κειμένου, συμπεραίνει ότι πρόκειται για ένα απόσπασμα δοξογραφικό: είναι πράγματι δύσκολο να υποθέσουμε ότι ο Ξενοκράτης θα χρησιμοποιούσε αυτή την έκφραση αν επιθυμούσε να εκθέσει τις προσωπικές του απόψεις. Αφ’ ετέρου επιβάλλεται να παρουσιάσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο Θεμίστιος συνοψίζει την παράφρασή του:
     Έτσι λοιπόν, τόσο ο πλατωνικός Τίμαιος, όσο και ο ίδιος ο Πλάτων,
απέδωσαν την κατανόηση των όντων στην συγγένεια της ψυχής με τις αρχές.
      Όπως φαίνεται εδώ, δεν γίνεται λόγος για τον Ξενοκράτη, αλλά μόνο για τον Πλάτωνα. Έτσι ο H.D. Saffrey συμπεραίνει ότι «ο Θεμίστιος, αποδίδοντας ολόκληρη την θεωρία του Περί ψυχής 404b 16-27 στον Πλάτωνα, προσθέτει μια επιπλέον μαρτυρία στην παραδοσιακή ερμηνεία». Σε σχέση εξ άλλου με το ζήτημα της κατασκευής των μεγεθών, σύμφωνα με τον K. Gaiser, η μαρτυρία του Αριστοτέλη δεν είναι αντιφατική, διότι κατά την κατασκευή των μεγεθών από τους αριθμούς, οι αριθμοί αντικαθιστούν την ρητή αρχή, το Εν. Σε ότι αφορά στην άποψη του H. Cherniss, ο K. Gaiser αντίθετα υπενθυμίζει την διάκριση που ο Πλάτων εφαρμόζει, κατά τα λεγόμενα του Αριστοτέλη,  ανάμεσα στους ιδανικούς Αριθμούς και του μαθηματικούς αριθμούς. Όπως γνωρίζουμε, ο Ξενοκράτης είχε αφομοιώσει τα δύο είδη  αριθμών. Στο υπό μελέτη απόσπασμα, ο Αριστοτέλης διατηρεί αυτή την διάκριση, αφού οι ενέργειες της ψυχής προσαρτώνται στους μαθηματικούς αριθμούς και όχι στους ιδανικούς Αριθμούς. Αυτό μας οδηγεί στην αναίρεση της άποψης του H. Cherniss  που υποστηρίζει ότι είναι λάθος να ισχυριστούμε ότι η ψυχή στον Πλάτωνα κατέχει μια ενδιάμεση θέση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Πλάτων ταύτισε την ψυχή και τις γνωστικές ικανότητες με τους μαθηματικούς αριθμούς 1, 2, 3 και 4. Ποια λοιπόν είναι η θέση που αναλογεί σε μια ψυχή συνδεδεμένη με όντα που τοποθετούνται σε μια σφαίρα ενδιάμεση, που βρίσκεται δηλαδή ανάμεσα στις Ιδέες και τα αισθητά Πράγματα, αν όχι μια θέση ανάλογη με αυτή που κατέχουν αυτά τα όντα; Είναι επομένως αναγκαίο να δεχτούμε ότι, στην πλατωνική ιεραρχία του όντος, η ψυχή κατέχει έναν ενδιάμεσο χώρο, ανάμεσα στις Ιδέες και τον αισθητό κόσμο.
4. Ηθικά Ευδήμεια 1 8, 1218a 15-32
     Θα πρέπει τέλος να ερευνήσουμε αν το απόσπασμα 1218a 15-32 των Ηθικών Ευδημείων αναφέρεται στον Πλάτωνα ή στον Ξενοκράτη. Οι σύγχρονοι ερευνητές έδωσαν και εδώ πολύ διαφορετικές απαντήσεις – αν και πιο μετριοπαθείς αυτή τη φορά: έτσι οι υποστηρικτές της ξενοκράτειας εκδοχής όπως ο F. Dirlmeire και ο H. Flashar εκφράζονται με επιφύλαξη, και ο H. Kaiser αναφέρεται σε αυτό το απόσπασμα στο έργο του Η Άγραφη Διδασκαλία του Πλάτων, χωρίς όμως να το περιλαμβάνει στις Πλατωνικές Μαρτυρίες. Μόνο ο H.J. Krämer, ο οποίος είχε τροποποιήσει αισθητά την ερμηνεία του μεταξύ του έργου του Αρετή και της Καταγωγής της Μεταφυσικής του Πνεύματος, υιοθέτησε έκτοτε αποφασιστικά τις πρόσφατες απόψεις του J. Brunschwig. Ο τελευταίος, μετά από ένα επισταμένο σχόλιο του εν λόγω αποσπάσματος, και μια αντικειμενική μελέτη των επιχειρημάτων περί της απόδοσης της θεωρίας στον Πλάτωνα ή στον Ξενοκράτη, εκφράζει την άποψη ότι η θεωρία που εκτίθεται στο 1218a 15-32 των Ηθικών Ευδημίων ανάγεται στον Πλάτωνα. Το ερώτημα που τίθεται επομένως είναι ποια είναι τα επιχειρήματα που στηρίζουν την θέση του J. Brunschwig. Πριν τα απαριθμήσουμε θα πρέπει να εκθέσουμε εν συντομία το δογματικό περιεχόμενο του αποσπάσματος.
     Το κεφάλαιο από το οποίο προέρχεται αυτό κείμενο είναι αφιερωμένο στην μελέτη των τριών θεωριών περί του καθαυτό Αγαθού (αὐτό το ἀγαθόν): την ταύτιση του καθαυτό Αγαθού με την Ιδέα του Αγαθού, την ταύτιση του καθαυτό Αγαθού με το κοινό Αγαθό, και τέλος την ταύτιση του καθαυτό Αγαθού με το αγαθό ως σκοπό των ανθρώπινων ενεργειών (το ού ἕνεκα ὡς τέλος). Ο Αριστοτέλης δεν μας προσφέρει καμιά ένδειξη σχετικά με την προέλευση αυτών των θεωριών. Μετά από την κριτική του στις δύο πρώτες, ο Σταγειρίτης εκφράζεται υπέρ της τρίτης. Για να αναιρέσει την θεωρία της ταύτισης του καθαυτό Αγαθού με την Ιδέα του Αγαθού, ο Αριστοτέλης ξεκινά αποδεικνύοντας ότι η Ιδέα του Αγαθού δεν υπάρχει, και στην συνέχεια, ότι ακόμη και αν υπήρχε δεν θα χρησίμευε σε τίποτε ως προς το αντικείμενο των Ηθικών. Οι δύο αυτές διαπιστώσεις βρίσκονται στο τέλος του αποσπάσματος. Στην αρχή του εμφανίζεται μια νέα εκδοχή της αριστοτελικής κριτικής: εδώ η κριτική δεν ασκείται επί των θέσεων του αντιπάλου, αλλά επί της μεθόδου που οδήγησε σ’ αυτές. Πιο συγκεκριμένα, ο Αριστοτέλης επιχειρηματολογεί εναντίον της μεθόδου η οποία επιδιώκει να αποδείξει την αγαθότητα των πραγμάτων που θεωρούνται αγαθά κατά κοινή ομολογία, όπως η δικαιοσύνη και η υγεία, οι αριθμοί και το Εν. Όπως θα παρατηρήσουμε, ούτε η κατακρινόμενη απόδειξη, ούτε η απόδειξη με τη οποία την υποκαθιστά ο Αριστοτέλης, δεν έχουν ως αντικείμενο το καθαυτό Αγαθό, παρότι ο Αριστοτέλης είχε αναγγείλει την πρόθεσή του να αναδείξει ένα μεθοδολογικό σφάλμα στην απόδειξη περί του καθαυτό Αγαθού. Στον στίχο 1218a 20-21 βλέπουμε ότι η ταύτιση του καθαυτό Αγαθού με το Εν αποβλέπει στην παγίωση της υπεροχής του συλλογισμού αυτού, δίνοντας του την μορφή συμπεράσματος ενός προσυλλογισμού που είναι ο ακόλουθος:
     Το Αγαθό είναι το Εν, το Εν ανήκει στους αριθμούς, άρα το Αγαθό ανήκει στους αριθμούς.
     Το περιεχόμενο της απόδειξης περί του καθαυτό Αγαθού εμφανίζεται στο δεύτερο μέρος του αποσπάσματος, ως εξής:
     Οι αριθμοί επαφίενται (επιθυμούν) στο Εν, «αυτό στο οποίο επαφίενται οι αριθμοί είναι το καθαυτό Αγαθό», επομένως το καθαυτό αγαθό είναι το Εν.
     Παρότι ο Αριστοτέλης αποσιωπά την δεύτερη προϋπόθεση, μπορούμε να την περιλάβουμε στην απόδειξη, διότι προσδιορίζεται σαφώς από την λογική συνέπεια που της αναλογεί. Πρώτα ο Αριστοτέλης μέμφεται τους αντιπάλους του επειδή διατύπωσαν την πρώτη προϋπόθεση χωρίς να την αιτιολογήσουν. Όσο για την δεύτερη, ο Σταγειρίτης δεν την θεωρεί αυταπόδεικτη, διότι δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε την προτεραιότητα της επιλογής των αριθμών, αν δεν αξιολογήσουμε προηγουμένως την οντολογική προτεραιότητα των ίδιων των αριθμών. Τέλος στο τρίτο μέρος ο Αριστοτέλης αρνείται μια σχέση ανάμεσα στο Αγαθό και τα πράγματα σύμφωνα με την οποία όλα τα πράγματα θα έτειναν προς το Αγαθό με το ίδιο τρόπο, άμεσα, χωρίς διάκριση των ενεργειών, ούτε των επιστημών που τους αναλογούν. Απέναντι σ’ αυτή την τοποθέτηση ο Αριστοτέλης παραθέτει την εμπειρία του προσδιορισμού της επιθυμίας.
     Αυτή είναι η κριτική του Αριστοτέλη στην θεωρία της ταύτισης του Αγαθού με το Εν. Θα πρέπει τώρα να προσδιορίσουμε σε ποια φιλοσοφία ανήκει το δόγμα που εκτίθεται σ’ αυτό το απόσπασμα των Ηθικών Ευδημείων. Η άποψη του J. Brunschwig  που αποδίδει την πατρότητα στον Πλάτωνα πιστεύουμε ότι έχει γερές βάσεις. Κατ’ αρχήν υπάρχει μια σημαντική αναλογία αυτού του κειμένου με την μαρτυρία του ταραντινού Αριστόξενου: συναντάμε εδώ την ίδια αδιαφορία απέναντι στα «κοινώς αναγνωρισμένα αγαθά», την ίδια έμφαση στην μαθηματικής τάξεως αξιολόγηση του προβλήματος του Αγαθού, ενώ η θεωρία της ταύτισης του Ενός και του Αγαθού αποτελεί ένα εξίσου κεντρικό ζήτημα. Τέλος, το απόσπασμα των Ηθικών Ευδημείων συνιστά ένα κεφαλαιώδες συμπλήρωμα της περιγραφής του Αριστόξενου, διότι μας γνωρίζει την αιτία αυτής της ταύτισης: ότι δηλαδή οι αριθμοί επαφίενται στο Εν. Η άποψη όμως ότι η θεωρία της ταύτισης του Ενός και του Αγαθού είναι καθαρά πλατωνική δεν συναντά την ομοφωνία. Ο H. Cherniss  για παράδειγμα, αμφισβητεί ριζικά την εγκυρότητα. Κατά την άποψή του ο Πλάτων θεωρούσε το Εν και το Αγαθό (το Είναι) ως ισότιμες Ιδέες. Ασφαλώς οι Ιδέες αυτές έχουν ένα τόσο γενικό χαρακτήρα που θα μπορούσαν να περιλάβουν όλες τις άλλες. Αλλά αυτές οι ίδιες δεν είναι παρά Ιδέες: έτσι μπορούν να συμμετέχουν οι μεν στις δε χωρίς καμία τους να υπερέχει. Ιδού γιατί το Εν, απέχοντας από το να είναι αρχή, μπορεί μόνο να συμμετέχει στο Αγαθό και όχι να συμπίπτει μ’  αυτό. Επιπλέον, στο μοναδικό σημείο που διατυπώνεται καθαρά η ταύτιση του Ενός με το Αγαθό, ο Αριστοτέλης υπονοεί  ότι πρόκειται για απλή επαγωγή. Σε αντίθεση με αυτό το επιχείρημα ο H.J. Krämer υποστηρίζει ότι το συμπέρασμα του Αριστοτέλη δεν είναι απαραίτητα εσφαλμένο, και ότι η επιφύλαξη του σ’ αυτό το σημείο δεν είναι αποφασιστική. Εξ άλλου ο H. Cherniss  παραλείπει να αναφερθεί στα κείμενα που ο Αριστοτέλης αναφέρεται ρητά στην θεωρία της ταύτισης του Ενός με το Αγαθό, όπως τα αποσπάσματα 988a 11κ.επ. και 1075a 34 των Μεταφυσικών, καθώς και το εν λόγω απόσπασμα των Ηθικών Ευδημείων. Εν τούτοις, όπως ομολογεί ο J. Brunschwig, η άποψη που αποδίδει στον Πλάτωνα την θεωρία αυτού του αποσπάσματος συναντά δύο ειδών δυσχέρειες: πρώτα το ότι η θεωρία αυτή δεν συμφωνεί απόλυτα με όσα γνωρίζουμε από τους Λόγους Περί του Αγαθού· και δεύτερον ότι τα επιχειρήματα που ανάγουν αυτή τη θεωρία στον Ξενοκράτη δεν είναι εντελώς αβάσιμα. Η πρώτη δυσχέρεια συνίσταται στο ότι στην θεωρία που αναφέρεται ο Αριστοτέλης ο λόγος περί των αριθμών και των αρχών συμβαδίζει με τον λόγο περί των αρετών και των αγαθών, ενώ, σύμφωνα με τον Αριστόξενο, ο Πλάτων δεν απέδιδε σημασία στα ανθρώπινα αγαθά και σπάνια αναφερόταν κατά τις παραδόσεις του στο «Αγαθό». Και ενώ για τον Αριστόξενο η ταύτιση του Ενός με το Αγαθό αποτελούσε την κορωνίδα των λόγων περί της Μαθηματικής, ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η ταυτότητα αυτή έχει ως μόνη προϋπόθεση την επιθυμία των αριθμών να επαφίενται στο Εν. Επιπλέον, από την κριτική του Αριστοτέλη προκύπτει ότι η ταυτότητα αυτή διατυπώθηκε χωρίς την απαραίτητη αιτιολόγηση. Τα επιχειρήματα της απόδοσής της στο Ξενοκράτη είναι τα ακόλουθα: κατ’ αρχήν, ορισμένοι ερευνητές καταλήγουν, εκ της χρήσεως του επιρρήματος «τώρα» (νῦν) στον στίχο 1218a 16, στο ότι οι φιλόσοφοι στους οποίους αναφέρεται ο Αριστοτέλης είναι σύγχρονοί του. Αλλά κυρίως, επειδή ο Αριστοτέλης δεν προσδιορίζει εάν οι αριθμοί που επαφίενται στο Εν είναι οι ιδανικοί Αριθμοί ή οι μαθηματικοί αριθμοί, οι ερευνητές συμπεραίνουν ότι αναγκαία πρόκειται για του αριθμούς του Ξενοκράτη. Επιπλέον, το ζήτημα της επιθυμίας των αριθμών αποδίδεται στον Ξενοκράτη, όπως προκύπτει από την ερμηνευτική μέθοδο που χρησιμοποιεί ο Πρόκλος, στο σχόλιό του για τον Παρμενίδη, σχετικά με τον ξενοκράτειο ορισμό της Ιδέας: η Ιδέα επιθυμεί την αιτία που προηγείται και είναι αντικείμενο επιθυμίας αυτής που την ακολουθεί. Τέλος, το θέμα της επιθυμίας των αριθμών ταιριάζει απόλυτα με τον αριθμητικό ανιμισμό που χαρακτηρίζει την φιλοσοφία του Ξενοκράτη. Είναι όμως αυτά τα επιχειρήματα αποφασιστικής σημασίας; Η αλήθεια είναι πως όχι. Διότι η ανάγνωση των παράλληλων αποσπασμάτων μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Αριστοτέλης, στον στίχο 1218a 16 των Ηθικών Ευδημείων, δεν έχει αναγκαία ως στόχο του την φιλοσοφία του Ξενοκράτη. Είναι εκ των πραγμάτων βέβαιο ότι στα αποσπάσματα A 8, 989β 20, A 9, 992a 33 και Λ 1, 1069a 26 των Μεταφυσικών ο Αριστοτέλης περιλαμβάνει στους συγχρόνους του τον Πλάτωνα. Η διάκριση εξ άλλου ανάμεσα στους ιδανικούς Αριθμούς και τους μαθηματικούς αριθμούς δεν αποτελεί αντικείμενο του θέματος που ερευνά ο Αριστοτέλης. Και όταν στο απόσπασμα 14, 1096a 17-19 των Ηθικών Νικομαχείων, ο Αριστοτέλης δηλώνει: «Αυτοί που  συνεισφέρουν στην άποψη που εξετάζουμε (=την θεωρία των Ιδεών), δεν συνέστησαν Ιδέες των πραγμάτων στις οποίες να περιλαμβάνονται το πρότερο και το ύστερο (και αυτός είναι ο λόγος που δεν συνέστησαν ούτε Ιδέα των αριθμών)», δεν γνωρίζουμε επίσης εδώ αν ο Αριστοτέλης έχει κατά νού τους ιδανικούς Αριθμούς, ή τους μαθηματικούς αριθμούς. Οι σχολιαστές διχογνωμούν. Αλλά κανείς τους δεν αμφισβητεί ότι πρόκειται για την φιλοσοφία του Πλάτωνα. Το ζήτημα εξ άλλου της επιθυμίας των αριθμών δεν είναι αποκλειστικά θέμα της φιλοσοφίας του Ξενοκράτη: σύμφωνα με τον Πρόκλο, ο ξενοκράτειος ορισμός της Ιδέας είναι πλατωνικής έμπνευσης. Και επιπλέον δεν έχουμε καμιά απόδειξη ότι οι ερμηνείες του Πρόκλου σχετικά με τον ορισμό της βασίζονται μόνο στις καθαυτό ξενοκρατείες αντιλήψεις, διότι η χρήση της έννοιας της επιθυμίας στη σχέση του μετέχοντος και του μετεχομένου είναι κοινός τόπος της πλατωνικής παράδοσης. Από τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι θα πρέπει να επανέλθουμε στην πλατωνική εκδοχή του προβλήματος , επιδιώκοντας παράλληλα να ενισχύσουμε την αληθοφάνειά της.
     Για τον σκοπό αυτό ο J. Brunschwig  παραθέτει το απόσπασμα Μ 3, 1078a 31 -1078b 5 των Μεταφυσικών που μελετά τις σχέσεις ανάμεσα στο Αγαθό και το Ωραίο, καθώς και στην θέση αυτού του τελευταίου στις μαθηματικές επιστήμες. Το κείμενο αυτό τελειώνει με μια υπόσχεση του Αριστοτέχνη να επανέλθει μια άλλη φορά σ’ αυτό το θέμα. Η υπόσχεση αυτή τηρήθηκε στην πραγματεία Περί του Αγαθού. Το απόσπασμα αυτό των Μεταφυσικών όμως, είναι αυτό που επαληθεύει με ακρίβεια το υπό μελέτη απόσπασμα των Ηθικών Ευδημείων. Στη συνέχεια ο J. Brunschwig αναφέρει μια περικοπή από ένα χωρίο του έργου Vita Marciana, που περιλαμβάνεται στα αποσπάσματα της πραγματείας Περί του Αγαθού:
     Ότι είναι άνθρωπος, δεν θα πρέπει να το αναλογίζεται κανείς μόνον όταν του χαμογελάει η τύχη, αλλά επίσης όταν προβαίνει και σε μιαν απόδειξη.
     Κατά την άποψη του J. Brunschwig  το αξίωμα αυτό αποτυπώνεται περίφημα στην προοπτική των Ηθικών Ευδημείων και της μαρτυρίας του Αριστόξενου, διότι μόνο αυτός που προβαίνει σε μιαν απόδειξη, ξεκινώντας από αυτό που είναι για μας πρωτεύον, για να ανυψωθεί σ’ αυτό που είναι πρωτεύον κατά φύσιν,   μπορεί να αναλογιστεί ότι είναι άνθρωπος. Ο J. Brunschwig  εκφράζει όμως και κάποιες επιφυλάξεις ως προς την γνησιότητα του συγγραφέα της Vita Marciana. Πρόκειται όντως για μια καθαρά αριστοτελική εκτίμηση; Κατά τους H.J. Krämer και K. Gaiser  το αξίωμα αυτό αντανακλά ακριβώς την σκέψη του Πλάτωνα σε σχέση με τα όρια της κοινωνίας μας με το Αληθινό. Ο ίδιος ο J. Brunschwing αποδιώχνει στη συνέχεια τις αμφιβολίες του, βασιζόμενος στο γεγονός ότι όλες οι άλλες παραπομπές της Vita Marciana είναι ακριβείς, και τα κείμενα στη βάση των οποίων οι H.J. Krämer και K. Gaiser στοιχειοθετών την ερμηνεία τους, προτρέπουν αυτόν που προβαίνει σε μιαν απόδειξη, να αναλογιστεί ότι αυτός ενώπιον του οποίου την πραγματοποιεί είναι άνθρωπος, και όχι να θυμηθεί αυτό που ο ίδιος είναι. Ο J. Brunschwig καταλήγει ότι αυτό το αξίωμα περιέχει ασφαλώς μια κριτική της μεθόδου του Πλάτωνα, από τον
Αριστοτέλη. Είναι αλήθεια ότι η ερμηνεία του J. Brunschwig δημιουργεί ερωτήματα, διότι θα μπορούσαμε απλά να ερμηνεύσουμε το αξίωμα ως εξής: ο άνθρωπος που ανακαλύπτει την αλήθεια, είτε κατά τύχη, είτε χάρη σε μιαν απόδειξη, θα πρέπει να έχει συνείδηση των ορίων της ανθρώπινης γνώσης. Αναγνωρίζουμε εδώ την παρουσία μιας σωκρατικο-πλατωνικής άποψης. Θα πρέπει επομένως να υποθέσουμε ότι στις προφορικές Διαλέξεις του ο Πλάτων υπογράμμιζε την διαφορά επιπέδου ανάμεσα στην ανθρώπινη και τη θεία γνώση. Θεωρούμε επίσης ότι ορθά ο J. Brunschwig  δεν βγάζει, από την μαρτυρία του Αριστόξενου, το συμπέρασμα ότι στην διδασκαλία του ο Πλάτων είχε παραμελήσει εντελώς τα ανθρώπινα αγαθά. Έτσι, η έκφραση «το πέρας» δεν σημαίνει ότι η προφορική ομιλία του Πλάτωνα έχει φτάσει στο τέλος της, αλλά ότι βρίσκεται στην κορύφωσή της. Και η αιτία που ο Αριστόξενος δεν καταγράφει περισσότερες λεπτομέρειες για το περιεχόμενο της προφορικής διδασκαλίας, είναι πιθανότατα ότι κάτι τέτοιο θα υπερέβαινε τα πλαίσια της γνωστής αφήγησής του σχετικά με τις παιδαγωγικές ικανότητες του Πλάτωνα. Η μαρτυρία του αντιστοιχεί εξ άλλου σε μια άμεση μαρτυρία, αφού πηγή της είναι ο ίδιος ο Αριστοτέλης. Το να συμπεράνουμε επομένως, από την αποσιώπηση του Αριστόξενου, ότι ο Πλάτων δεν αναφερόταν καθόλου κατά τις διαλέξεις του στις ανθρώπινες αρετές, θα προκαλούσε μιαν αντίφαση ανάμεσα στις δύο μαρτυρίες του Αριστοτέλη. Επιπλέον η κριτική που ασκεί ο Σταγειρίτης στο απόσπασμα Α1, 1182a 26 κ. επ. των Ηθικών Μεγάλων αποδεικνύει ότι ο Πλάτων πραγματεύθηκε το ζήτημα της αρετής στις προφορικές του Διαλέξεις. Στο απόσπασμα αυτό ο Αριστοτέλης επικρίνει τον Πλάτωνα για υπέρβαση του αντικειμένου του, επειδή παρενέβαλε το ζήτημα της αρετής σε ένα μάθημα περί οντολογίας. Εξ άλλού, υπενθυμίζοντας ότι στις καταγραφές του Αλέξανδρου το Εν εμφανίζεται ως αρχή όλων των πραγμάτων, ο H.J. Krämer παρατηρεί ότι ο τίτλος των προφορικών Διαλέξεων ήταν Περί του Αγαθού και όχι Περί του Ενός. Αναδεικνύεται έτσι μια ακόμη απόδειξη περί της ταυτότητας των δύο εννοιών. Ο H.J. Krämer παραθέτει επίσης την ακόλουθη περικοπή 79 από τον απολεσθέντα διάλογο του Αριστοτέλη Πολιτικά: «Το Αγαθό είναι το απόλυτο μέτρο όλων των πραγμάτων». O ισχυρισμός αυτός αναφέρεται προφανώς στο καθαυτό Ακριβές (αὐτό τακριβές) του ομώνυμου πλατωνικού διαλόγου, και το καθαυτό Ακριβές θα πρέπει με τη σειρά του να αναχθεί στο ἀκριβέστατο μέτρον της Πολιτείας, δηλαδή στην Ιδέα του Αγαθού. Στο βιβλίο Ι των Μεταφυσικών, λοιπόν, ο Αριστοτέλης ορίζει επανειλημμένα το Εν ως το μέτρον, και ασφαλώς ως το ακριβέστατο μέτρον στην περίπτωση των αριθμών. Είναι επομένως πολύ πιθανό ότι η περικοπή 79 υποδεικνύει το Εν ως ακριβές μέτρον, και ταυτίζει συνεπώς το Εν και το Αγαθό. Τέλος η ταυτότητα του Ενός και του Αγαθού προκύπτει επίσης από την σύγκριση ανάμεσα στον Θεαίτητο, την Πολιτεία και τον Παρμενίδη. Έτσι στο απόσπασμα 176e του Θεαίτητου, το πρώτο πρότυπο, το εὐδαιμονέστατο, είναι ταυτόσημο με το Αγαθό της Πολιτείας, ενώ το δεύτερο, το ἀθλιότατον ταυτίζεται με την αρχή της πολλαπλότητας του Παρμενίδη. Το Εν είναι το αντίθετό του, και σ’ αυτό ακριβώς το Εν παραπέμπει το απόσπασμα 506a της Πολιτείας: οι ενέργειες της αρετής θεωρούνται ενέργειες εντός της τάξεως, δηλαδή ενέργειες ενότητας μέσα στην πολλαπλότητα.
     Εδώ τελειώνει η έρευνά μας περί της πατρότητας των διδασκόμενων δογμάτων στα αποσπάσματα Ν 3, 1090b 13 – 1091a 5 και Z 11, 1036b 12-17 των Μεταφυσικών, Ι 2, 404b 16-30 της πραγματείας Περί Ψυχής και Ι 8, 1218a 15-32 των Ηθικών Ευδημείων. Όπως το αποδείξαμε αναφέρονται όλα στον Πλάτωνα και όχι στον Ξενοκράτη.

(συνεχίζεται)  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου