ΠΕΡΙ ΕΚΠΟΡΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΞΕΧΑΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ
Συνέχεια από: Δευτέρα, 15 Μαΐου 2017
59. Είναι δε αναγκαιότατο να σκεπτόμαστε, ότι δεν διαφέρει τίποτε το να λέγεται εκ του Πατρός διά του Υιού, και εκ του Πατρός και εκ του Υιού, και με αυτόν τον τρόπο επί της θεολογίας ισοδυναμούν μεταξύ τους η πρόθεση “εκ” και η πρόθεση “διά”, οι οποίες δεν παριστάνουν την διαίρεσιν ούτε την διαφορά της αγίας Τριάδος, αλλά την ένωσιν και την απαραλλαξία κατά τα φυσικά ιδιώματα, η οποία δεικνύει ότι είναι μιας και της αυτής ενεργείας και θελήσεως ο Πατήρ και ο Υιός και το άγιο Πνεύμα.
Οι δε Λατίνοι επιχειρούν από αυτές τις προθέσεις να δείξουν την διαφορά των θείων υποστάσεων και την διαφορότητα τού Πνεύματος κατά την υπόστασιν εκ των δύο τούτων υποστάσεων και από εκάστην χωριστά. Είναι λοιπόν φανερό ότι στους μεν άγιους Πατέρες οι προθέσεις έχουν ευσεβώς και καλώς, εκλαμβάνονται δε από τους Λατίνους κακώς και δυσσεβώς. Ότι δε την ένωσιν και το απαρράλλακτον δεικνύει η πρόθεσις “δια”, παριστά σαφώς ο μέγας Βασίλειος γράφων στο όγδοο κεφάλαιο των “Προς Αμφιλόχιον”: «το ότι o Πατήρ δημιουργεί διά του Υιού ούτε ατελή καθιστά την δημιουργία του Πατρός ούτε άτονον φανερώνει την ενέργεια του Υιού, αλλά παριστάνει το ηνωμένον του θελήματος».
60. Ο λέγων λοιπόν ότι κατά την χορηγία το Πνεύμα αποστέλλεται (προιέναι) και δια του Υιού και εκ του Υιού παριστάνει καλώς την ομοβουλία του Πατρός και του Υιού˙ διότι το άγιο Πνεύμα χορηγείται στους αξίους με την ευδοκία του Πατρός και του Υιού και την δική του συνευδοκία. Ο δε λέγων ότι το Πνεύμα έχει την ύπαρξιν δια του Υιού και εκ του Υιού παριστάνει τούτο δυσσεβώς ως έργο θελήσεως και ως κτίσμα εξ ανάγκης, όχι δε ως καρπό θείας φύσεως. Διότι κατά τον ιερό Δαμασκηνό, η κτίσις είναι έργον θελήσεως, αλλ’ όχι η θεότης, άπαγε˙ διότι, πάλι κατά τον ίδιον, η προαιώνιος και αΐδιος γέννησις και εκπόρευσις δεν είναι έργον της θελήσεως, αλλά της θείας φύσεως.
Πώς δέ σύ ο λατινόφρων λέγεις ότι το Πνεύμα είναι εκ Πατρός δι’ Υιού και εξ Υιού; Διότι εμείς γνωρίζομε ότι η φανέρωσις είναι έγχρονος και ότι όλα τα έγχρονα έχουν γίνει δια του Υιού˙ γι’ αυτό και λέγομε ότι φανερώνεται μεν εξ αυτού και δι’ αυτού το Πνεύμα, αλλά δεν εκπορεύεται. Συ δε πώς λέγεις το Πνεύμα δι’ αυτού; Εάν μεν το λέγεις διαβατικώς και περιοδικώς, όποια ασέβεια! Διότι νομίζεις ότι το Πνεύμα διέρχεται δια τού Υιού ως δια σωλήνος και έτσι ο πληρών τα πάντα και πάντοτε πλήρης θα έχει κενόν εαυτού ενδιαμέσως˙ και το Πνεύμα θα περιλαμβάνεται εις τον Υιό σαν στον τόπο τον όποιο θα καταλάβει το Πνεύμα να υπάρχει πέρας του Υιού (διότι ο περιεχόμενος τόπος αποτελεί πέρας του περιέχοντος), και δεν θα είναι δε της ιδίας φύσεως με το Πνεύμα, διότι δεν είναι η αυτή φύσις ενός τόπου και του ευρισκομένου μέσα εις αυτόν. Πώς δε θα είναι ο Υιός της ιδίας φύσεως με το παροδικώς διερχόμενο Πνεύμα;
61. Εάν δε το δι’ αυτού είναι ωσάν δι’ οργάνου, και τούτο είναι ασεβές˙ διότι άλλη είναι η φύσις του οργάνου και άλλη η του τελουμένου δι’ εκείνου, επίσης δε άλλη του δι’ αυτού τελούντος το τελούμενο. Επομένως υπολείπεται ακόμη να σου πούμε τούτο, ότι όπως τα πάντα προέρχονται εκ του Πατρός δι’ αυτού, όχι διαβατικώς αλλά δημιουργικώς, όχι ωσάν δι’ οργάνων αλλά ως συνδημιουργού, έτσι και το Πνεύμα προέρχεται δι’ αυτού. Βλέπεις πού καταβιβάζεις, άνθρωπε, το υψηλά ευρισκόμενο Πνεύμα και σε ποια τοποθετείς τον ανώτατον όλων Θεόν; Αλλά, λέγει, δεν τον εννοώ ως συνδημιουργό αλλ’ ώς συνεκπορευτή. Επομένως το Πνεύμα αυτοτελειώνεται συνεκπορεύον εαυτό, όπως και εκεί τελεσιουργεί τα πάντα συνδημιουργούν˙ μάλλον δε όχι εαυτό, αλλά κάποιο άλλο απαράλλακτο αυτού θεωρούμενον εις ιδιαιτέραν υπόστασιν. Άλλωστε και το προερχόμενον εκ του Πατρός δημιουργούντος δι’ Υιού εν αγίω Πνεύματι είναι εντελώς άλλο, και τα προερχόμενα εκ του Πατρός γεννώντος και εκπορεύοντος, αν και είναι ομοούσια, είναι διάφορα από αυτόν και από άλληλα κατά την υπόστασιν.
Επομένως, αφού το εκπορεύειν, κοινόν κατ’ αυτούς εις τον Πατέρα και τον Υιόν, αναγκαίως έχει αυτό και το Πνεύμα, η Τριάς θα είναι τετράς. Διότι τί κοινόν υπάρχει μεταξύ Υιού και Πατρός, το όποιον δεν είναι κοινόν και εις το Πνεύμα; Πώς δε δεν είναι αίτιος θεότητος και ο Υιός εξ ίσου με τον Πατέρα και πηγαία και αυτός θεότης; Και όμως ανωτέρω έχει αποδειχθεί και μαρτυρηθεί διά πολλών τούτο, ότι εντελώς και οπωσδήποτε μία πηγαία θεότης υπάρχει, ο Πατήρ, ο μόνος αρχή, ο μόνος αγέννητος, ο μόνος αίτιος, ο μόνος Πατήρ, ο μόνος προβολεύς, ο μόνος πηγή θεότητος, ο μόνος θεότης θεογόνος˙ και ότι κατά το αίτιον ο Πατήρ είναι ανώτερος (μείζων) του Υιού, αφού ο Υιός είναι μόνον αιτιατόν, αλλ’ όχι και αίτιον θεότητος.
Οι δε Λατίνοι επιχειρούν από αυτές τις προθέσεις να δείξουν την διαφορά των θείων υποστάσεων και την διαφορότητα τού Πνεύματος κατά την υπόστασιν εκ των δύο τούτων υποστάσεων και από εκάστην χωριστά. Είναι λοιπόν φανερό ότι στους μεν άγιους Πατέρες οι προθέσεις έχουν ευσεβώς και καλώς, εκλαμβάνονται δε από τους Λατίνους κακώς και δυσσεβώς. Ότι δε την ένωσιν και το απαρράλλακτον δεικνύει η πρόθεσις “δια”, παριστά σαφώς ο μέγας Βασίλειος γράφων στο όγδοο κεφάλαιο των “Προς Αμφιλόχιον”: «το ότι o Πατήρ δημιουργεί διά του Υιού ούτε ατελή καθιστά την δημιουργία του Πατρός ούτε άτονον φανερώνει την ενέργεια του Υιού, αλλά παριστάνει το ηνωμένον του θελήματος».
60. Ο λέγων λοιπόν ότι κατά την χορηγία το Πνεύμα αποστέλλεται (προιέναι) και δια του Υιού και εκ του Υιού παριστάνει καλώς την ομοβουλία του Πατρός και του Υιού˙ διότι το άγιο Πνεύμα χορηγείται στους αξίους με την ευδοκία του Πατρός και του Υιού και την δική του συνευδοκία. Ο δε λέγων ότι το Πνεύμα έχει την ύπαρξιν δια του Υιού και εκ του Υιού παριστάνει τούτο δυσσεβώς ως έργο θελήσεως και ως κτίσμα εξ ανάγκης, όχι δε ως καρπό θείας φύσεως. Διότι κατά τον ιερό Δαμασκηνό, η κτίσις είναι έργον θελήσεως, αλλ’ όχι η θεότης, άπαγε˙ διότι, πάλι κατά τον ίδιον, η προαιώνιος και αΐδιος γέννησις και εκπόρευσις δεν είναι έργον της θελήσεως, αλλά της θείας φύσεως.
Πώς δέ σύ ο λατινόφρων λέγεις ότι το Πνεύμα είναι εκ Πατρός δι’ Υιού και εξ Υιού; Διότι εμείς γνωρίζομε ότι η φανέρωσις είναι έγχρονος και ότι όλα τα έγχρονα έχουν γίνει δια του Υιού˙ γι’ αυτό και λέγομε ότι φανερώνεται μεν εξ αυτού και δι’ αυτού το Πνεύμα, αλλά δεν εκπορεύεται. Συ δε πώς λέγεις το Πνεύμα δι’ αυτού; Εάν μεν το λέγεις διαβατικώς και περιοδικώς, όποια ασέβεια! Διότι νομίζεις ότι το Πνεύμα διέρχεται δια τού Υιού ως δια σωλήνος και έτσι ο πληρών τα πάντα και πάντοτε πλήρης θα έχει κενόν εαυτού ενδιαμέσως˙ και το Πνεύμα θα περιλαμβάνεται εις τον Υιό σαν στον τόπο τον όποιο θα καταλάβει το Πνεύμα να υπάρχει πέρας του Υιού (διότι ο περιεχόμενος τόπος αποτελεί πέρας του περιέχοντος), και δεν θα είναι δε της ιδίας φύσεως με το Πνεύμα, διότι δεν είναι η αυτή φύσις ενός τόπου και του ευρισκομένου μέσα εις αυτόν. Πώς δε θα είναι ο Υιός της ιδίας φύσεως με το παροδικώς διερχόμενο Πνεύμα;
61. Εάν δε το δι’ αυτού είναι ωσάν δι’ οργάνου, και τούτο είναι ασεβές˙ διότι άλλη είναι η φύσις του οργάνου και άλλη η του τελουμένου δι’ εκείνου, επίσης δε άλλη του δι’ αυτού τελούντος το τελούμενο. Επομένως υπολείπεται ακόμη να σου πούμε τούτο, ότι όπως τα πάντα προέρχονται εκ του Πατρός δι’ αυτού, όχι διαβατικώς αλλά δημιουργικώς, όχι ωσάν δι’ οργάνων αλλά ως συνδημιουργού, έτσι και το Πνεύμα προέρχεται δι’ αυτού. Βλέπεις πού καταβιβάζεις, άνθρωπε, το υψηλά ευρισκόμενο Πνεύμα και σε ποια τοποθετείς τον ανώτατον όλων Θεόν; Αλλά, λέγει, δεν τον εννοώ ως συνδημιουργό αλλ’ ώς συνεκπορευτή. Επομένως το Πνεύμα αυτοτελειώνεται συνεκπορεύον εαυτό, όπως και εκεί τελεσιουργεί τα πάντα συνδημιουργούν˙ μάλλον δε όχι εαυτό, αλλά κάποιο άλλο απαράλλακτο αυτού θεωρούμενον εις ιδιαιτέραν υπόστασιν. Άλλωστε και το προερχόμενον εκ του Πατρός δημιουργούντος δι’ Υιού εν αγίω Πνεύματι είναι εντελώς άλλο, και τα προερχόμενα εκ του Πατρός γεννώντος και εκπορεύοντος, αν και είναι ομοούσια, είναι διάφορα από αυτόν και από άλληλα κατά την υπόστασιν.
Επομένως, αφού το εκπορεύειν, κοινόν κατ’ αυτούς εις τον Πατέρα και τον Υιόν, αναγκαίως έχει αυτό και το Πνεύμα, η Τριάς θα είναι τετράς. Διότι τί κοινόν υπάρχει μεταξύ Υιού και Πατρός, το όποιον δεν είναι κοινόν και εις το Πνεύμα; Πώς δε δεν είναι αίτιος θεότητος και ο Υιός εξ ίσου με τον Πατέρα και πηγαία και αυτός θεότης; Και όμως ανωτέρω έχει αποδειχθεί και μαρτυρηθεί διά πολλών τούτο, ότι εντελώς και οπωσδήποτε μία πηγαία θεότης υπάρχει, ο Πατήρ, ο μόνος αρχή, ο μόνος αγέννητος, ο μόνος αίτιος, ο μόνος Πατήρ, ο μόνος προβολεύς, ο μόνος πηγή θεότητος, ο μόνος θεότης θεογόνος˙ και ότι κατά το αίτιον ο Πατήρ είναι ανώτερος (μείζων) του Υιού, αφού ο Υιός είναι μόνον αιτιατόν, αλλ’ όχι και αίτιον θεότητος.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Αμέθυστος
Το αρχαίο κείμενο:
59. Καί τοῦτο δέ σκοπεῖν τῶν ἀναγκαιοτάτων, ὡς ὅταν μηδέν διαφέρῃ
φάναι ἐκ τοῦ Πατρός διά τοῦ Υἱοῦ, καί ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, καί τοῦτον
τόν τρόπον ἐπί τῆς θεολογίας ἰσοδυναμῶσιν ἀλλήλαις ἡ "ἐκ" καί ἡ
"διά", οὐ τήν διαίρεσιν οὐδέ τήν διαφοράν παριστῶσι τῆς ἁγίας
Τριάδος, ἀλλά τήν ἕνωσιν καί τήν ἀπαραλλαξίαν, ἥτις ἐστί κατά τά φυσικά
ἰδιώματα, δεικνῦσα μιᾶς καί τῆς αὐτῆς ἐνεργείας καί θελήσεως εἶναι τόν Πατέρα
καί τόν Υἱόν καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον.
Λατῖνοι δέ τήν διαφοράν τῶν θείων ὑποστάσεων ἐκ τούτων
ἐπιχειροῦσι δεικνύναι τῶν προθέσεων, καί ὡς ἐκ τῶν δύο ὑποστάσεων καί παρ᾿
ἑκατέρας τούτων διαφόρως ἔχει τήν ὑπόστασιν τό Πνεῦμα. Φανερόν οὖν ὡς ἐν μέν
τοῖς ἁγίοις αἱ προθέσεις ἔχουσιν εὐσεβῶς τε καί καλῶς, ἐκλαμβάνονται δ᾿ αὗται
παρά τῶν Λατίνων κακῶς καί δυσσεβῶς. Ὅτι δέ τήν ἕνωσιν καί τό ἀπαράλλακτον ἡ
τοιαύτη δείκνυσι "διά", παρίστησι σαφῶς ὁ μέγας Βασίλειος γράφων ἐν
ὀγδόῳ τῶν Πρός Ἀμφιλόχιον˙ «τό διά τοῦ Υἱοῦ δημιουργεῖν τόν Πατέρα οὔτε ἀτελῆ
τοῦ Πατρός τήν δημιουργίαν συνίστησιν, οὔτε ἄτονον τοῦ Υἱοῦ παραδηλοῖ τήν
ἐνέργειαν, ἀλλά τό ἡνωμένον τοῦ θελήματος παρίστησιν˙»
60. Ὁ γοῦν λέγων διά τοῦ Υἱοῦ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα προϊέναι
κατά τήν χορηγίαν, τήν ὁμοβουλίαν τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ παρέστησε καλῶς˙
εὐδοκίᾳ γάρ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί αὐτό συνευδοκοῦν, τοῖς ἀξίοις
χορηγεῖται τό Πνεῦμα τό ἅγιον. Ὁ δέ λέγων διά τοῦ Υἱοῦ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τήν
ὕπαρξιν τό Πνεῦμα ἔχειν, θελήσεως ἔργον καί κτίσμα ἐξ ἀνάγκης, ἀλλ᾿ οὐ θείας
φύσεως καρπόν ὑπάρχειν δυσσεβῶς παρίστησι τό Πνεῦμα τό ἅγιον. Κατά γάρ τόν ἱερόν
Δαμασκηνόν, ἔργον θείας θελήσεως ἡ κτίσις, ἀλλ᾿ οὐχ ἡ θεότης, ἄπαγε˙οὐδέ γάρ
τῆς θελήσεως, ἀλλά τῆς θείας φύσεως ἔργον, αὖθις κατά τόν αὐτόν, ἡ προαιώνιος
καί ἀΐδιος γέννησίς τε καί ἐκπόρευσις.
Πῶς δέ καί φῄς αὐτός ἐκ τοῦ Πατρός εἶναι τό Πνεῦμα δι᾿ Υἱοῦ καί
ἐξ Υἱοῦ λατινικῶς φρονῶν; Ἡμεῖς μέν γάρ τήν φανέρωσιν ὑπό χρόνον οὖσαν ἴσμεν,
πάντα δέ τά ὑπό χρόνον ὄντα διά τοῦ Υἱοῦ γενόμενα˙ διό καί φανεροῦσθαι μέν ἐξ
αὐτοῦ καί δι᾿ αὐτοῦ φαμεν τό Πνεῦμα, ἀλλ᾿ οὐκ ἐκπορεύεσθαι. Σύ δέ πῶς λέγεις τό
Πνεῦμα δι᾿ αὐτοῦ; Εἰ μέν διαβατικῶς τε καί παροδικῶς, βαβαί τῆς ἀσεβείας˙ὡς γάρ
διά σωλῆνος οἴει τοῦ Υἱοῦ διέρχεσθαι τό Πνεῦμα καί κενόν ἑαυτοῦ τοίνυν ἕξει
μεταξύ ὁ πληρῶν τά πάντα καί πλήρης ὤν ἀεί˙ καί ὡς ἐν τόπῳ τῷ Υἱῷ
περιληφθήσεται τό Πνεῦμα καί πέρας ἔσται τοῦ Υἱοῦ, καθ᾿ ὅ τό Πνεῦμα περιλήψεται
(πέρας γάρ τοῦ περιέχοντος ὁ τόπος), καί φύσεως δέ οὐκ ἔσται τῆς αὐτῆς τῷ
Πνεύματι˙ καί γάρ οὐχ ἡ αὐτή τόπου φύσις καί τοῦ ἐν αὐτῷ. Πῶς δέ καί αὐτός ὁ
Υἱός ἐστιν ἐν τῷ παροδικῶς δι᾿ αὐτοῦ διερχομένῳ Πνεύματι;
61. Εἰ δ᾿ ὡς δι᾿ ὀργάνου, καί τοῦτο ἀσεβές˙ ἄλλη γάρ ὀργάνου φύσις
καί τοῦ δι᾿ ἐκείνου ἄλλη˙ καί αὖθις ἑτέρα τοῦ δι᾿ αὐτοῦ τό τελούμενον
τελοῦντος. Οὐκοῦν τοῦτό σοι λέγειν ἔτι λείπεται, ὅτι καθάπερ δι᾿ αὐτοῦ τά πάντα
ἐκ Πατρός, οὐ διαβατικῶς ἀλλά δημιουργικῶς, οὐχ ὡς δι᾿ ὀργάνου ἀλλ᾿ ὡς
συνδημιουργοῦντος, οὕτω καί τό Πνεῦμα δι᾿ αὐτοῦ. Ὁρᾷς ποῦ κατάγεις, ὦ οὗτος, τό
ἀνωτάτω Πνεῦμα καί τίσι συντάττεις τόν ἐπί πάντων Θεόν; Ἀλλ᾿ οὐχ ὡς
συνδημιουργοῦντος λέγω, φησίν, ἀλλ᾿ ὡς συνεκπορεύοντος. Οὐκοῦν συνεκπορεῦον καί
τό Πνεῦμα τελειώσει ἑαυτό ὥσπερ κἀκεῖ συνδημιουργοῦν τελεσιουργεῖ τά πάντα˙
μᾶλλον δέ οὐχ ἑαυτό, ἀλλ᾿ ἕτερον ἀπαράλλακτον αὐτοῦ ἐν ἰδίᾳ ὑποστάσει
θεωρούμενον˙ καί τοῦ Πατρός γάρ δι᾿ Υἱοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι δημιουργοῦντος ἕτερον
παντάπασι τό ὑφιστάμενον, καί τοῦ Πατρός πρό τῶν αἰώνων γεννῶντός τε καί
ἐκπορεύοντος, εἰ καί ὁμοούσια τά παρ᾿ ἑαυτοῦ, ἀλλ᾿ ἑκάτερον ἕτερον αὐτοῦ τε καί
ἀλλήλων καθ᾿ ὑπόστασιν.
Οὐκοῦν ἐπειδήπερ, ὡς κοινόν Πατρί τε καί Υἱῷ τό ἐκπορεύειν κατ᾿
αὐτούς, ἀνάγκη τοῦτ᾿ ἔχειν καί τό Πνεῦμα, τετράς ἔσται ἡ Τριάς. Τί γάρ ποτε
κοινόν Υἱῷ τε καί Πατρί, ὅ μή καί τῷ Πνεύματι κοινόν; Πῶς δέ οὐχί καί ὁ Υἱός
αἴτιος θεότητος ἐπίσης τῷ πατρί καί πηγαία καί αὐτός θεότης; Καίτοι τοῦτ᾿
ἀνωτέρω διά πλείστων ἀποδέδεικται καί μεμαρτύρηται, ὅτι πάντῃ τε καί πάντως μία
πηγαία θεότης ὁ Πατήρ καί μόνος ἀρχή καί μόνος ἀγέννητος καί μόνος αἴτιος καί
μόνος Πατήρ καί μόνος προβολεύς καί μόνος πηγή θεότητος καί μόνος θεότης
θεογόνος˙ καί ὡς τῷ αἰτίῳ τοῦ Υἱοῦ μείζων ὁ Πατήρ, ὡς αἰτιατοῦ μόνον ὄντος τοῦ
Υἱοῦ, ἀλλ᾿ οὐχί καί θεότητος αἰτίου.
ΣΧΟΛΙΟ: Σήμερα η δογματική αλήθεια τής Εκκλησίας αλλοιώνεται στήν φανατική προσπάθεια τών εκσυγχρονιστών νά τήν εκφράσουν μέ τήν βοήθεια τής Δυτικής φιλοσοφίας. Κάτι ανέφικτο. Διότι η Δυτική φιλοσοφία θεμελιώθηκε σέ έναν "Κατά τών Ελλήνων" αντιρρητικό λόγο καί διότι δέν κατέχουν ούτε τήν Ελληνική φιλοσοφία ούτε τήν Πατερική θεολογία.
Οσοι δέ αντιδρούν στήν αλλοίωση αυτή, πού εμφανίζεται μέ τό ένδυμα τού οικουμενισμού, εκτός τής άγνοιας πού αναφέραμε, έχουν χωρίσει τήν αλήθεια από τόν Κύριο καί τήν αλήθεια σάν μέτρο καί σωφροσύνη από τόν άνθρωπο, προσθέτοντας μεγαλύτερα προβλήματα στά ήδη υπάρχοντα, καθώς ερμηνεύουν τήν α-λήθεια σάν ανάμνηση τού παρελθόντος. Συμφωνώντας ανεπίγνωστα μέ τήν Δυτική ψυχολογική φιλοσοφία η οποία γεννήθηκε από τίς κακοδοξίες τού Αυγουστίνου. Μέ τήν αντικατάσταση τού Νού διά τού υποκειμένου.
Αμέθυστος
ΣΧΟΛΙΟ: Σήμερα η δογματική αλήθεια τής Εκκλησίας αλλοιώνεται στήν φανατική προσπάθεια τών εκσυγχρονιστών νά τήν εκφράσουν μέ τήν βοήθεια τής Δυτικής φιλοσοφίας. Κάτι ανέφικτο. Διότι η Δυτική φιλοσοφία θεμελιώθηκε σέ έναν "Κατά τών Ελλήνων" αντιρρητικό λόγο καί διότι δέν κατέχουν ούτε τήν Ελληνική φιλοσοφία ούτε τήν Πατερική θεολογία.
Οσοι δέ αντιδρούν στήν αλλοίωση αυτή, πού εμφανίζεται μέ τό ένδυμα τού οικουμενισμού, εκτός τής άγνοιας πού αναφέραμε, έχουν χωρίσει τήν αλήθεια από τόν Κύριο καί τήν αλήθεια σάν μέτρο καί σωφροσύνη από τόν άνθρωπο, προσθέτοντας μεγαλύτερα προβλήματα στά ήδη υπάρχοντα, καθώς ερμηνεύουν τήν α-λήθεια σάν ανάμνηση τού παρελθόντος. Συμφωνώντας ανεπίγνωστα μέ τήν Δυτική ψυχολογική φιλοσοφία η οποία γεννήθηκε από τίς κακοδοξίες τού Αυγουστίνου. Μέ τήν αντικατάσταση τού Νού διά τού υποκειμένου.
Αμέθυστος
Μπορείς να εξηγήσεις τι σημαίνει η αντικατάσταση του Νου απο τό υποκείμενο;Ο Νους αυτός είναι ο κόσμος των ιδεών του Πλάτωνος που αντικαταστάθηκε μέσω του Καντ από το εννοιακό σχήμα της ατομικής διάνοιας; Ο Νους αυτός τι σχέση έχει με την ανθρώπινη φύση;
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ νούς καί ο λόγος είναι η ανθρώπινη φύση, ο νοητός κόσμος. Ο κόσμος τής εμπειρίας. Τό υποκείμενο δημιουργεί τόν κόσμο του μέ τά βιώματά του. Τά οποία καθιστούν περιττή οποιαδήποτε εμπειρία. Μέ τήν εμπειρία ο άνθρωπος μεταστρέφεται. Μέ τό βίωμα αποκτά άποψη. Τό βίωμα επιτυγχάνεται άνευ διδασκάλου. Ο νούς είναι καί ο κόσμος τών ιδεών.Οι ιδέες γεννώνται από τό αγαθό τό οποίο είναι επέκεινα τής ουσίας, τού Είναι.Τό αγαθό δίνει τήν κάθετο διάσταση τού Ενός ώστε ο άνθρωπος νά καταστεί άνω θρώσκων. Ενα δένδρο γνώσεως τό οποίο έχει τίς ρίζες του στόν ουρανό καί τούς καρπούς του στή γή. Δέν ταυτίζεται ο Πλάτων μέ τίς ιδέες, δέν ήταν ιδεολόγος. Ο Ιουστίνος ο μάρτυς έγινε χριστιανός χάρη στήν συνάντησή του μέ Γέροντα ασκητή χριστιανό πορευόμενος στήν ερημιά γιά νά συναντήσει τό θεό τού Πλάτωνος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν καταλαβαίνω την διαφορά μεταξύ βιώματος και εμπειρίας. Μήπως έχειις κάποιο παράδειγμα να δώσεις;
ΑπάντησηΔιαγραφήΤρέχεις μέ τό αυτοκίνητο καί πέφτεις σέ γκρεμό αλλά επιζείς. Βλέπεις ένα απίστευτο ηλιοβασίλεμα στά ελληνικά νησιά.
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλημερα. Νομιζω αμεθυστε οτι θα μπορουσαμε να πουμε οτι η εμπειρια εχει χαρακτηριστικα ετερονομιας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα. Οχι όμως μέ τήν έννοια πού δίνει στόν έτερο νόμο ο Απ. Παύλος. Η εμπειρία καταργεί τήν φαντασιακή αυτονομία τού βιώματος. Ας τήν ονομάσουμε ετερονομία τής ετερονομίας.
ΑπάντησηΔιαγραφήναι, ναι κλεινει την τρυπα του φαντασιακου η διπλη ετερονομια και ανοιγει το δρομο στην πιστη.
ΑπάντησηΔιαγραφήὥστε ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν, ἵνα ἐκ πίστεως δικαιωθῶμεν·
ἐλθούσης δὲ τῆς πίστεως οὐκέτι ὑπὸ παιδαγωγόν ἐσμεν.
Είναι σωστό αυτό που η λακανική ψυχανάλυση λέει για το εγώ; ότι δηλαδή είναι φαντασιακό;
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι όπως λές φαντασιακό καί γι' αυτό αυτοαναφορικό. Ανήκει στίς παράπλευρες ιδιότητες τού πάθους τής εξουσίας. Δηλ. είναι ένα υποκατάστατο τού αυτεξούσιου, κατασκευασμένο μέ τά ίδια υλικά αλλά πάνω σέ δικό μας σχεδιασμό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ανακάλυψη της διυποκειμενικότητας για τον μετριασμό της αυτοαναφορικότητας δεν μας βγάζει καθόλου από το φαντασιακό;
ΑπάντησηΔιαγραφήΜάς βοηθά στήν κατασκευή ενός ευρύτερου ειρηνικού εγώ, κοινής αποδοχής. Διαφωτιστικός ίσως νά είναι ο όρος. Διαθρησκειακός διάλογος. Μάς οδηγεί στήν αυτοσυνειδησία.
ΑπάντησηΔιαγραφή