Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Η ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΝΟΪΚΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΥ «ΙΝΑ ΩΣΙΝ ΕΝ» (2)

ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ ΣΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ

του Raniero Cantalamessa

Η Κωνσταντίνειος στροφή

Εάν έπρεπε να ορίσουμε με μία πράξη τις νέες σχέσεις ανάμεσα στην αυτοκρατορία και τον Χριστιανισμό που εγκαινιάσθηκαν στα 313 από το διάγγελμα του Κωνσταντίνου, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια πρόσληψη της Εκκλησίας εκ μέρους της αυτοκρατορίας και το αντίστροφο, δηλαδή της αυτοκρατορίας εκ μέρους της Εκκλησίας. Το «είμαι μέσα στον κόσμο» γίνεται για την Εκκλησία, είμαι υπεύθυνη και κατά κάποιο τρόπο προστάτης της Ρωμαϊκής τάξης του κόσμου. Αναλόγως, για τον αυτοκράτορα, να είναι Χριστιανός και να είναι στην Εκκλησία ερμηνεύεται σαν να είναι υπεύθυνος, εγγυητής και πολύ συχνά διεκπεραιωτής της ενότητος και της ειρήνης τής Εκκλησίας, όπως επίσης και της καθαρότητος τού δόγματός της.
Αυτή η δεύτερη τάση (η υποταγή της Εκκλησίας στην αυτοκρατορία) είναι η πιο φανερή στην αρχή τής στροφής, στην πολιτική του Κωνσταντίνου και στην συνέχεια σε εκείνη της Βυζαντινής ανατολής. Η άλλη τάση (η υποταγή της αυτοκρατορίας στην Εκκλησία), επεξεργασμένη προς τα τέλη του 4ου αιώνος στην Δύση, θα γίνει τυπική του Λατινικού Μεσαίωνος. Ένας γνωστός μελετητής του Κωνσταντίνου, ο Joseph Vogt, γράφει πως όταν ομιλούμε για την Κωνσταντίνειο στροφή, εννοούνται ουσιαστικώς δύο πράγματα: «Σκεπτόμαστε την ιστορική χειρονομία τού αυτοκράτορος Κωνσταντίνου ο οποίος, μετά την περίοδο των διωγμών, όχι μόνον αναγνώρισε την Εκκλησία, αλλά της έδωσε δύναμη και πλούτο. Γίνεται δε και αναφορά στον διπλό κίνδυνο που συνεπάγετο για την Εκκλησία αυτή η πράξη: ή να επιδιώξει την πολιτική κυριαρχία και να προσπαθήσει να υποτάξει τα κράτη, τις αυτοκρατορίες και τους Βασιλείς (αυτή είναι μια γραμμή στην Εκκλησιαστική πολιτική του Δυτικού Μεσαίωνος), ή να υπακούσει στις απαιτήσεις τού εκάστοτε κυρίαρχου της εξουσίας, και να γίνει ένα όργανο του κράτους: αυτός είναι ο κίνδυνος της Βυζαντινής Εκκλησίας».
Ας εξετάσουμε την δεύτερη τάση: την πρόσληψη τής Εκκλησίας από την αυτοκρατορία. Φανερώνεται αμέσως στην θρησκευτική πολιτική του Κωνσταντίνου ο οποίος αναλαμβάνει εμπράκτως την διεύθυνση των Εκκλησιαστικών υποθέσεων, ασκεί πιέσεις στους Επισκόπους, συγκαλεί συνόδους τις οποίες χρησιμοποιεί για τους πολιτικούς του σκοπούς, που είναι η ενότης και η ειρήνη της αυτοκρατορίας. Έτσι πραγματοποιήθηκε η πρώτη σύνοδος -για να μην μιλήσουμε φυσικά για εκείνη της Νίκαιας- που συγκαλέσθηκε από αυτόν, στις Άρλες το 314, η οποία διεκπεραιώθηκε σύμφωνα με τις προθέσεις του (δηλαδή με την καταδίκη του Δονάτου) και ξεκίνησε την δύσκολη και όχι τόσο λαμπρή διαιτησία του στις υποθέσεις του Αφρικάνικου Χριστιανισμού. Η Εκκλησιαστική του πολιτική περιλαμβάνεται στην διακήρυξη, η οποία ανακαλεί τις πρώτες αρχές της παγκόσμιας αυτοκρατορίας του: «Κατάλαβα πως αν κατόρθωνα να ξανασταθεροποιήσω μια πλήρη ενότητα ανάμεσα σε όλους τους δούλους του θεού (τους Χριστιανούς) τότε και η μοίρα του κράτους θα δρομολογείτο προς το καλύτερο, για το θρησκευτικό συναίσθημα όλων»(Ευσέβιου, Ζωή του Κωνσταντίνου, ΙΙ, 65).
Μέσα στο ίδιο πλαίσιο η Εκκλησία αρχίζει να συνεργάζεται με τον στρατό, σαν ένα δεύτερο όργανο κατάκτησης: ο στρατός χρειάζεται για την καθεαυτή κατάκτηση, η Εκκλησία για την Ειρήνευση της αυτοκρατορίας. Ίσως τελικά, η ασάφεια να βρισκόταν στον ίδιο τον τίτλο του «Επίσκοπος των Εκτός» με τον οποίο χαρακτήρισε με ακρίβεια ο Κωνσταντίνος, την τοποθέτησή του στην Εκκλησία! Ο τίτλος αυτός ερμηνεύτηκε στην πραγματικότητα από τον ενδιαφερόμενο, με την σημασία τού Επισκόπου τών Επισκόπων, του παγκόσμιου Επισκόπου. «Αυτός αγρυπνούσε πάνω σε όλους του τούς υπηκόους, καταλήγει ο αρχαίος ιστορικός που μας αναφέρει το επεισόδιο (Ευσέβιος), όπου όμως αγρυπνούσε μεταφράζει τον ελληνικό όρο επισκοπούσε, και σημαίνει επίσης λειτουργώ σαν επίσκοπος».
Ο κίνδυνος αυτής της καταστάσεως για την Ελευθερία της Εκκλησίας ήταν μεγάλος. Όταν οι Επίσκοποι το κατάλαβαν, διηγείται ο Αθανάσιος «με υψωμένα τα χέρια προς τον Θεό, άρχισαν να επιπλήττουν τον αυτοκράτορα και να του εξηγούν πως η αυτοκρατορία δεν ήταν δική του αλλά του θεού, προσπαθώντας να τον πείσουν να μην μπερδεύει την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία με την τάξη της Εκκλησίας»(Μ. Αθανάσιος, Ιστορία του Αρειανισμού, 33). Αλλά ήταν ήδη πολύ αργά: ο διάδοχος του Κωνσταντίνου απάντησε: «Αυτό που θέλω πρέπει να υπολογίζεται σαν κανόνας».
Η κραυγή της ελευθερίας απέναντι στο κράτος, που ακούστηκε κάποτε από τους μάρτυρες, τώρα ξανακούγεται πολύ συχνά από το στόμα των αιρετικών και των σχισματικών οι οποίοι κατέληξαν ξαφνικά, για την συνύπαρξη Εκκλησίας και αυτοκρατορίας, πολιτικοί εγκληματίες. «Τί σχέση έχει ο αυτοκράτορας με την Εκκλησία;» γράφει ο σχισματικός Δονάτος. Η Ιστορία βεβαίως δεν μας επιτρέπει να τον εκλάβουμε σαν σύμβολο αντίστασης των χρόνων εκείνων και χριστιανικής παρρησίας, επειδή είναι η ψεύτικη κραυγή ενός που δοκίμασε, χωρίς αποτέλεσμα, να αποκτήσει την ευμένεια του αυτοκράτορος. Ψεύτικη είναι όμως και η απάντηση που δίνει στον Δονάτο κάποιος από το εσωτερικό της Εκκλησίας. «Δεν είναι το κράτος μέσα στην Εκκλησία, αλλά η Εκκλησία είναι μέσα στο κράτος, δηλαδή στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία». Αυτή η φράση αποκαλύπτει ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο, μετά τον Κωνσταντίνο, παρουσιάστηκε στους Χριστιανούς η «ύπαρξη μέσα στον κόσμο»: σαν μια ύπαρξη (και όχι μόνον γεωγραφικά) μέσα στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Στην Δύση, όπως ειπώθηκε ήδη, η απομάκρυνση από το επίκεντρο της αυτοκρατορίας ευνόησε  την επικράτηση τής αντίθετης τάσης: στην οποία η Εκκλησία αναλαμβάνει η ίδια την αυτοκρατορία και την Ρωμαϊκότητα.
Η σκέψη του Αμβρόσιου και του Προυντέντσιου, εκφράζουν αυτή την διαδρομή: «Είναι μια μεγάλη τιμή για τον αυτοκράτορα, γράφει ο Αμβρόσιος, να μπορεί να ονομασθεί υιός της Εκκλησίας. Ο αυτοκράτωρ είναι μέσα, δεν είναι πάνω από την Εκκλησία».

Ο Prudenzio επαναπροτείνει διαφορετικά αυτές τις ιδέες: Γι’ αυτόν ο χριστιανισμός επαναπρογραμματίζει την μοίρα τής Ρώμης και εξάγει ταυτοχρόνως το παρελθόν της σαν μια προετοιμασία της πρόνοιας για την έλευση του Χριστού. «Υποταγμένη στον Χριστό η Ρώμη (και η αυτοκρατορία της) είναι πλέον στην υπηρεσία του θεού». Είναι η Ρώμη, ο θόλος της αληθείας, του Λέοντος του Μεγάλου, που φορά ήδη την φορεσιά του Χριστιανικού Μεσαίωνος. Η Ρωμαϊκότης και ο Χριστιανισμός κυλούν πλέον σε έναν μοναδικό ιδανικό ορίζοντα.
(Συνεχίζεται)
ΕΔΩ ΒΡΙΣΚΟΥΜΕ ΤΙΣ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟΥ. ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΤΙ-ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου