Τετάρτη 24 Μαΐου 2017

MARIE-DOMINIQUE RICHARD: Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ (17)

 Συνέχεια από Παρασκευή, 19 Μαΐου 2017
                 
                          Μια νέα ερμηνεία του πλατωνισμού
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3Ο : ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ
    
Image result for πλατωναςΈχοντας κατοχυρώσει την αυθεντικότητα της έμμεσης παράδοσης του Πλάτωνα, επόμενο στάδιο της έρευνάς μας είναι το δογματικό περιεχόμενο των Λόγων Περί του Αγαθού. Θα ξεκινήσουμε από τα δοξογραφικά αποσπάσματα της αριστοτελικής πραγματείας Περί του Αγαθού, εμπλουτίζοντάς τα με την συνδρομή μαρτυριών της πλατωνικής παράδοσης. Όπως για παράδειγμα η καταγραφή του Σέξτου Εμπειρικού, στην οποία σκιαγραφείται η δομή της πραγματείας, ενώ η εκτενής περιγραφή του κειμένου αυτού μας επιτρέπει να συλλάβουμε το σύνολο της πλατωνικής οντολογίας. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε επίσης, κάθε φορά που αυτό θα είναι δυνατό, στο γραπτό έργο του Πλάτωνα.
     Περιεχόμενο της έρευνάς μας θα αποτελέσει κατ’ αρχήν η αναζήτηση των αρχών και η ιεράρχηση του Όντος, θέματα που βρίσκονται στο επίκεντρο της προφορική Διδασκαλίας. Ακολούθως θα αφιερώσουμε μια εκτεταμένη μελέτη στην θεωρία των ιδανικών Αριθμών, η οποία, παρότι ο Πλάτων όπως φαίνεται την διέτρεξε εν συντομία στους Λόγους Περί του Αγαθού, οι πολυάριθμες κριτικές του Αριστοτέλη μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι προκάλεσε έντονες συζητήσεις στην Ακαδημία. Τέλος, θα επιχειρήσουνε μιαν ανασκόπηση των διαφορετικών λειτουργιών των αρχών.
    Παράλληλα θα εξετάσουμε την δυνατότητα ύπαρξης μιας πλατωνικής ιεράρχησης του Όντος, και θα ερευνήσουμε σε ποιο βαθμό ο μαθηματικός χώρος αποτελεί για τον Πλάτωνα ένα πρότυπο «μείωσης» στην ενότητα, που θα επέτρεπε την κατανόηση της «μέθεξης» και του «χωρισμού», και σε ποιο βαθμό η «μαθηματικοποίηση» της οντολογίας είναι η λύση που συνέλαβε ο Πλάτων για να λύσει το πρόβλημα του Ενός και του Πολλαπλού. Και τέλος θα δούμε πώς η έννοια σύνοψις συνδυάζεται απολύτως με την προφορική διδασκαλία.   
Α. Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΚΑΙ Η ΠΛΑΤΩΝΙΚΉ ΙΕΡΑΡΧΙΣΗ ΤΟΥ ΟΝΤΟΣ
Ι. ΜΕΘΟΔΟΛOΓIKH ΘΩΡΗΣΗ
1. Πρώτο φιλοσοφικό βήμα: η αναζήτηση των έσχατων αρχών του πραγματικού
     Χάρη σε μαρτυρίες που προέρχονται από διαφορετικές πηγές, γνωρίζουμε με κάθε βεβαιότητα ότι, για απόλυτα συγκεκριμένους λόγους μεθοδολογίας, τα δύο πρώτα μέρη των Λόγων Περί του Αγαθού αφορούσαν στις αναίτιες βάσεις του πραγματικού. Στα αποσπάσματα Β 35-36 του Προτρεπτικού, ο Αριστοτέλης υιοθετεί την πλατωνική μέθοδο δικαιολογώντας της ως εξής:
     (…) Είναι απαραίτητο να υπάρχει η γνώση των αιτίων και των στοιχείων πριν από αυτή των πραγμάτων που τα ακολουθούν. Διότι τα πράγματα δεν αποτελούν μέρος των ύψιστων πραγματικοτήτων και δεν προέρχονται από αυτά οι πρώτες πραγματικότητες, ούτε γεννούνται και υφίστανται οι υπόλοιπες πραγματικότητες. Πράγματι, αν είναι αιτίες και πρώτα σε σχέση με άλλα όντα, είτε το πυρ, είτε ο αέρας, είτε κάποια άλλα «φυσικά» πράγματα, θα μας είναι εντελώς αδύνατον να γνωρίσουμε κάτι άλλο, πριν γνωρίσουμε αυτά τα πράγματα. Διότι πώς είναι δυνατόν να καταλάβει κάποιος τις λέξεις εάν δεν γνωρίζει τις συλλαβές, και τις συλλαβές εάν δεν γνωρίζει τα γράμματα;
     Υπάρχουν πολλές ανάλογες αναφορές στην δομή του Όντος και την δομή της γλώσσας στους Διαλόγους. Για παράδειγμα στον Θεαίτητο ο Σωκράτης αναφωνεί:
     (…) Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι σε σχέση με την πλήρη κατανόηση κάθε αντικειμένου μελέτης, η γνωστική διάκριση των στοιχείων του είναι περισσότερο εμφανής από αυτήν των συλλαβών του, και επίσης θεωρείται ότι υπερέχει· και αν δηλώσουμε ότι ενώ η συλλαβή είναι κάτι αναγνωρίσιμο, το στοιχείο-λέξη είναι από την πλευρά του κάτι το ουσιαστικά μη αναγνωρίσιμο, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι θέλοντας ή μη, αστειευόμαστε!
     Και στον Τίμαιο, ο Τίμαιος λέει:
     Ποια ήταν λοιπόν πριν από την γένεση του Ουρανού, η φύση του πυρός, του ύδατος, του αέρος και της γης; Θα πρέπει να ερευνήσουμε ποια ήταν καθαυτή και ποια ήταν, πριν από αυτή τη στιγμή, τα χαρακτηριστικά της. Κανείς μέχρι σήμερα δεν έχει όντως αποκαλύψει την προέλευση αυτών των σωμάτων· αλλά θεωρώντας ότι γνωρίζουμε αυτό που μπορεί να είναι το πυρ, καθώς και τι είναι καθένα απ’ αυτά, τα αποκαλούμε αρχές και στοιχεία του Σύμπαντος, ενώ εύλογα δεν ταιριάζει σ’ αυτά ούτε καν με είδη συλλαβών να απεικονιστούν, από κάποιον που έχει έστω λίγο μυαλό.
     Εκτός από τους Διαλόγους, η σύγκριση του φιλοσόφου με τον γλωσσολόγο  εμφανίζεται επίσης σε ένα κείμενο που σχετίζεται άμεσα με το απόσπασμα 48 c-e του Τίμαιου, και είναι η αρχή της μελέτης του Σέξτου Εμπειρικού.
     (249) Λέγεται ότι αυτοί που πραγματικά φιλοσοφούν μοιάζουν με αυτούς που επεξεργάζονται τον λόγο. Διότι όμοια μ’ αυτούς ξεκινούν ερευνώντας μεθοδικά τις λέξεις (από τις οποίες προκύπτει ο λόγος), και αφού οι λέξεις αποτελούνται από συλλαβές, εξετάζουν πρώτα τις συλλαβές, και επειδή από τις συλλαβές, όταν αποσυντεθούν, προκύπτουν τα στοιχεία που αρθρώνει η φωνή, προσπαθούν αυτά να γνωρίσουν πρώτα, με τον ίδιο τρόπο – λένε οι πυθαγόρειοι – οι πραγματικοί φυσικοί φιλόσοφοι, όταν αναζητούν την κατανόηση του συνόλου του Σύμπαντος, θα πρέπει να ξεκινήσουνε εξετάζοντας από ποια στοιχεία αποτελείται το Σύμπαν.
     Αυτά τα αποσπάσματα αποδεικνύουν ότι για τον Πλάτωνα, η έννοια της «αιτίας» είναι ταυτόσημη με του «στοιχείου», και ότι τα στοιχεία υπερέχουν στην κλίμακα του Όντος των σύνθετων πραγματικοτήτων, ή ακόμη – χάρη στην αντιστοιχία ανάμεσα στο Ον και την Αλήθεια στην σκέψη του Πλάτωνα – ανήκουν περισσότερο στην σφαίρα του νοητού, απ’ αυτές. Επομένως τα πράγματα που μετέχουν περισσότερο της νόησης είναι περισσότερο προσιτά στη γνώση από τα πράγματα που λαμβάνουν από αυτά την λογική τους υπόσταση. Ιδού γιατί το πρώτο μέλημα του φιλοσόφου είναι η αναζήτηση των αιτίων ή στοιχείων.
2.  Η «ευρετική» μέθοδος του Πλάτωνος
     Το ερώτημα είναι επομένως ποια ευρετική αρχή επιτρέπει την γνώση των στοιχείων. Το απόσπασμα Β 33 του Προτρεπτικού είναι μια πρώτη ένδειξη. Σ’ αυτό το Αριστοτέλης δηλώνει τα εξής:
     Αυτό που προηγείται κατέχει περισσότερο την προτεραιότητα μιας αιτίας από αυτό που έπεται· διότι πράγματι αν εκείνο απαλειφθεί, απαλείφεται ομοίως και αυτό που του παρέχει την υπόσταση: όπως οι γραμμές απαλείφονται αν αφαιρεθούν οι αριθμοί, τα επίπεδα αν αφαιρεθούν οι γραμμές, τα σώματα αν αφαιρεθούν τα επίπεδα, και αυτά που αποκαλούμε συλλαβές, αν απαλειφθούν τα γράμματα.
     Η συγγένεια αυτού του κειμένου με την αρχή της μακροσκελούς ανάλυσης από τον Αλέξανδρο των Λόγων Περί του Αγαθού, είναι εντυπωσιακή.
     Αυτοί πράγματι πιστεύουν (υπονοεί τον Πλάτωνα και τους πυθαγόρειους), ότι το Πρότερο και Ασύνθετο είναι αρχή. Αυτό λοιπόν που είναι το πρότερο από τα σώματα είναι τα επίπεδα – διότι αυτό που είναι πιο απλό και δεν απαλείφεται κατά την διαγραφή κάποιου άλλου είναι πρώτο από τη φύση του – πρότερο από τα επίπεδα είναι οι γραμμές, πρότερο από τις γραμμές είναι οι τελείες.
     Στην παράγραφο 65 του «Μαρκιανού Κώδικα» των Αριστοτελικών Κατηγοριών, συναντάμε και άλλα παραδείγματα του Πρότερου κατά φύση (πρότερον φύσει), όπως: «Το Εν πρότερον του Δύο», «Το πρότερον Μέρος του Όλου», «Το Γένος πρότερον του είδους». Σχετικά με αυτή την τελευταία σχέση ο Αριστοτέλης δηλώνει:
     Θα πρέπει επίσης να εξετάσουμε αν το είδος προηγείται εκ φύσεως του γένους, και αν εξαφανιζόμενο απαλείφει και το γένος· διότι, απ’ ότι φαίνεται συμβαίνει το αντίθετο (…)
     Στην πραγματικότητα η εξάλειψη του γένους και της ιδιαίτερης διαφοράς συνεπιφέρει και αυτήν του είδους, διότι πρόκειται για έννοιες που προηγούνται του είδους.
     Στην αναφορά του, ο Σέξτος Εμπειρικός ερμηνεύει κατά τον ίδιο τρόπο με τον Αριστοτέλη, την σχέση είδος-γένος:
     Είναι σαφές ότι δια της εξάλειψης του γένους εξαλείφονται μαζί του και όλα τα είδη· αντιθέτως, αν εξαλείψουμε το είδος δεν είναι βέβαιο ότι θα καταστραφεί και το γένος: διότι το είδος εξαρτάται από το γένος, και όχι το αντίστροφο.
     Η καθαρά πλατωνική προέλευση αυτής της αντίληψη δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί, επιπλέον δεν ο Αριστοτέλης στο απόσπασμα Δ 11, 1019a 2-4 των Μεταφυσικών, την αποδίδει άμεσα στον Πλάτωνα.
     Ως προς την φύση και την υπόσταση, υπάρχει επίσης το Πρότερον και το Ύστερον: με αυτή την έννοια πρότερα είναι τα πράγματα που μπορούν να υπάρξουν ανεξάρτητα από άλλα πράγματα, ενώ τα άλλα πράγματα δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς αυτά, διάκριση την οποία συνήθως χρησιμοποιεί και ο Πλάτων.
     Παρά τις διαφορές του ως προς την ορολογία, το κείμενο αυτό δεν διαφέρει σε τίποτα από τα προηγούμενα: το αποδεικνύουν τα αποσπάσματα Δ 1071a1-2 και 1071a 34-35.
     Όπως παρατηρούμε, ο κανόνας του μη συναναιρείσθαι, σύμφωνα τον οποίο η εξάλειψη, κατά την έννοια, ενός μέλους συνεπιφέρει και αυτήν του έτερου, και όχι το αντίστροφο, διαδραματίζει καίριο ρόλο την πλατωνική έρευνα των αρχών. Δια της εφαρμογής του, ο αληθινός φιλόσοφος μπορεί πράγματι να ανακαλύψει τα στοιχεία του πραγματικού. Έτσι για παράδειγμα, αφού η εξάλειψη του επίπεδου επισύρει αναγκαία και αυτήν του στερεού αντικειμένου, το επίπεδο είναι συστατικό στοιχείο του στερεού αντικειμένου, και κατά συνέπεια προηγείται αυτού, διότι «αυτό που είναι απλούστερο και δεν εξαλείφεται κατά την εξάλειψη άλλου πράγματος, είναι εκ φύσεως πρώτο». Εάν, επομένως, το Ασύνθετο, ή το Απλό προηγείται κατά την λογικο-οντολογική τάξη, το Σύνθετο αναγκαία θα έπεται: και όντως το στερεό αποτελείται από τα συστατικά στοιχεία του επίπεδου καθώς και από άλλα στοιχεία· και αυτά ακριβώς προηγούνται ως συστατικά στοιχεία και μέρη του στερεού.
      Θα πρέπει όμως τώρα να προσθέσουμε ότι κατά την μαθηματική έννοια το στερεό αντικείμενο δεν συντίθεται από επίπεδα. Είναι επομένως απαραίτητο να συμπεράνουμε ότι ο Πλάτων, που ήταν προσηλωμένος στην μαθηματική ακρίβεια, δεν θα μπορούσε να  αναφέρεται σε μια σύνθεση του γεωμετρικού στερεού από γεωμετρικά επίπεδα, τα οποία προστιθέμενα το ένα στο άλλο θα σχημάτιζαν ένα στερεό. Εντούτοις, το επίπεδο εξακολουθεί να είναι, κατά μία έννοια, η προϋπόθεση ύπαρξης ενός στερεού αντικειμένου: διότι δεν είναι δυνατόν να συλλάβουμε μια εικόνα τριών διαστάσεων, χωρίς να συλλαμβάνουμε ταυτόχρονα και μια εικόνα σε δύο διαστάσεις. Η αδυναμία αυτή δεν είναι ψυχολογικής τάξεως, αλλά μια αδυναμία πραγματική. Μια εικόνα τριών διαστάσεων δεν θα μπορούσε να υπάρξει αν δεν εμπεριείχε μια εικόνα δύο διαστάσεων. Χωρίς εικόνα δύο διαστάσεων δεν υφίσταται ούτε εικόνα τριών διαστάσεων· με άλλα λόγια η εξάλειψη της εικόνας των δύο διαστάσεων επισύρει και την εξάλειψη της εικόνας των τριών διαστάσεων. Από αυτή την άποψη, η αντικατάσταση των εννοιών προεπινοείται, προάγει κατά την επίνοιαν, από τους όρους προάγει και προϋφέστηκε στις παραγράφους 259-260 της αναφοράς του Σέξτου Εμπειρικού, είναι απολύτως κατανοητή. Η σχέση γένους και είδους είναι επίσης μια σχέση οριοθετούντος προς οριοθετούμενο, διότι για παράδειγμα είναι αδύνατον να συλλάβουμε την έννοια άνθρωπος χωρίς την έννοια του ζώντος. Το είδος δεν κατανοείται χωρίς το γένος, ή δεν μπορεί από οντολογική άποψη να υπάρξει χωρίς το γένος. Αλλά στην σχέση αυτή δεν υπάρχει αμοιβαιότητα, όπως σωστά παρατηρεί ο Σέξτος Εμπειρικός: « (…) αντιθέτως εάν εξαλείψουμε το είδος δεν αληθεύει ότι το γένος καταστρέφεται: διότι το είδος είναι αυτό που εξαρτάται από το γένος και όχι το αντίθετο». Μπορούμε επομένως εύκολα να ορίσουμε των έννοια του ζώντος, χωρίς να έχουμε υπ’ όψη αναγκαία την έννοια άνθρωπος και μπορούμε εξίσου «να συλλάβουμε το μήκος, όπως το αντιλαμβάνεται ο γεωμέτρης, χωρίς το πλάτος»
     Έτσι λοιπόν οι έννοιες του πρότερου και του ύστερου συνδέονται στενά με τον χωρισμό και την μέθεξη: ενώ το πρότερο είναι αυτό που υφίσταται χωριστά (χωρίς), το ύστερο είναι αυτό του οποίου η ύπαρξη οριοθετείται από άλλα πράγματα (την ουσίαν εξ εκείνων), και επίσης αυτό που μετέχει σε άλλα πράγματα. Και ο Αριστοτέλης,  στα Ηθικά Ευδήμεια, εφαρμόζει στις έννοιες του χωρισμού και της μέθεξης τον κανόνα του μη συναναιρείσθαι:
     (…) διότι μόλις εξαλειφθεί αυτό στο οποίο υπάρχει μέθεξη, θα εξαλειφθεί και αυτό που μετέχει στην ιδέα και δέχεται απ’ αυτήν το όνομά του.
     Καταλήγοντας, συμπεραίνουμε ότι κατά την έρευνα των αρχών, ο Πλάτων οδηγήθηκε από έναν «ορθολογικό ρεαλισμό», ο οποίος τον ωθούσε να διακρίνει στοιχεία πραγματικών σχέσεων μέσα στις εννοιολογικές σχέσεις, καθώς και στην θεώρηση της διαλεκτικής ανάλυσης ως ανάλυσης του όντος.
3. Η πλατωνική κριτική των ατομικών φιλοσόφων
     Η ανάλυση του Είναι σε όλο και περισσότερο στοιχειώδεις πραγματικότητες αποκαλύπτει την επίδραση που άσκησε ο Δημόκριτος στον Πλάτωνα. Αλλά η στάση του Πλάτωνα απέναντι στον ατομικό φιλόσοφο υπήρξε καθαρά επικριτική. Παρότι δεν γίνεται καμιά αναφορά στους Λόγους Περί του Αγαθού, θεωρούμε απαραίτητο να παρουσιάσουμε τα σημεία στα οποία η ερευνητική σκέψη του Πλάτωνα κατά την επεξεργασία των αρχών, υπερβαίνει την θεωρία των ατομικών.
     Για τον σκοπό αυτό θα ανατρέξουμε στο πρώτο μέρος της δοξογραφικής ανάλυσης του Σέξτου Εμπειρικού. Παρότι δεν είναι  δυνατή η άμεση σύνδεσή του με τις προφορικές πλατωνικές παραδόσεις, μπορεί να σχετισθεί με την αναίρεση της θεωρίας των σωματιδίων, που εμμέσως αναπτύσσεται στον Τίμαιο:
    (250) Το να λέγει κανείς ότι η αρχή των πάντων είναι ορατή, μας φαίνεται εντελώς αφύσικο. Διότι όλα τα ορατά πράγματα οφείλουν την σύστασή τους στα αόρατα, επειδή αυτό που συντίθεται από κάτι άλλο δεν μπορεί να είναι αρχή αλλά συστατικού εκείνου. Επομένως δεν μπορούμε να αποκαλέσουμε αρχές των πάντων τα ορατά πράγματα, αλλά τα πράγματα που συνιστούν το ορατό, και τα οποία ακριβώς δεν είναι ορατά· έτσι λοιπόν θεώρησαν (οι Πυθαγόρειοι) ότι οι αρχές των όντων είναι άδηλες και αφανείς – όχι όμως όλοι κατά τον ίδιο τρόπο. (252) Διότι αυτοί που θεώρησαν τα άτομα ή ομοιομέρειες, ή  μόρια, ή τα κοινώς νοητά σώματα, αρχές όλων των όντων, αφ’ ενός έπραξαν σωστά, εφ’ ετέρου έσφαλαν. Διότι στον βαθμό που διαπιστώνουν ότι οι αρχές είναι κρυφές (άδηλοι), βρίσκονται σε σωστή κατεύθυνση, αλλά στο μέτρο που αναγνωρίζουν ότι αυτές είναι σωματικές, σφάλουν. (253) Διότι όπως τα νοητά και άδηλα σώματα προηγούνται των αισθητών σωμάτων, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο θα πρέπει των νοητών σωμάτων να προηγούνται τα ασώματα πράγματα, κατά την ακόλουθη αναλογία: όπως τα στοιχεία της λέξεως δεν είναι λέξεις έτσι και τα στοιχεία του σώματος δεν είναι σώματα· και επειδή δεν μπορεί παρά να είναι είτε σωματικά, είτε ασώματα, θα καταλήξουμε ότι εξάπαντος είναι ασώματα. (254) Δεν είναι όμως δυνατόν να πούμε ότι τα άτομα συμβαίνει να είναι αιώνια, και ότι γι’ αυτό το λόγο – παρότι είναι σωματικά – είναι αρχές των πάντων. Διότι αφ’ ενός, ακόμη και αυτοί που αποκαλούν στοιχεία, είτε τα ομοιομερή, είτε τα μόρια, είτε και τα ελάχιστα άτμητα, δεν τους αναγνωρίζουν αιώνια υπόσταση, ούτε παραδέχονται ότι τα άτομα είναι ανώτερα στοιχεία απ’ αυτά.(255) αφ’ ετέρου, αν δεχθούμε ότι τα άτομα είναι αληθώς αιώνια, κατά τον ίδιο τρόπο που όσοι αποδέχονται ότι το σύμπαν είναι αγέννητο και αιώνιο δεν αναζητούν – αποβλέποντας σε μια θεωρητική σύλληψη – τις αρχές που το διέπουν, έτσι και εμείς, λένε οι πυθαγόρειοι , ως φιλόσοφοι των φυσικών επιστημών, αναζητούμε την θεωρητική σύλληψη αυτού που συνιστά αιώνια και νοητά αυτά τα σώματα. (256) Αυτό δε που τα συνιστά θα είναι είτε σωματικό είτε ασώματο· και δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι σωματικό, διότι τότε θα έπρεπε να δεχτούμε ότι εκτός από αυτά τα σώματα υπάρχουν και άλλα σώματα από τα οποία αυτά προέρχονται, και έτσι, καθώς η σκέψη μας θα εξελίσσεται προς το άπειρο, το σύμπαν θα παραμένει άναρχο· (257) μένει να αποδεχτούμε ότι η σύσταση των νοητών σωμάτων προέρχεται εξ ασωμάτων στοιχείων (…) Επομένως είναι εμφανές ότι οι αρχές των νοητών σωμάτων πρέπει να είναι ασώματες.
     Συνοψίζοντας, τα έσχατα στοιχεία του όντος θα πρέπει λοιπόν να είναι ασώματα, διότι εκτός του ότι οι αιτίες και τα αποτελέσματα είναι αναγκαία διαφορετικής φύσεως, επειδή οι σωματικές υποστάσεις είναι επ’ άπειρον διαιρετές, η αναζήτηση των στοιχείων θα ήταν χωρίς τέλος. Γι’ αυτό και ο Πλάτων θεώρησε ότι θα πρέπει να επιλέξει μια ριζικότερη τοποθέτηση από αυτή των ατομικών φιλοσόφων, και να προσθέσει ότι οι αρχές των σωμάτων δεν είναι μόνο αόρατες αλλά επίσης και ασώματες (νοητά και άδηλα σώματα). Στον Τιμόθεο συναντώνται συχνά αυτές οι έννοιες. Είναι γενικά αποδεκτό ότι τα τρίγωνα από τα οποία προέρχονται τα στοιχειώδη σώματα, δεν ανήκουν στο χώρο του αισθητού. Δικαίως επομένως ο Αλέξανδρος  ο Αφροδισιεύς ορίζει την πλατωνική ανάλυση του αισθητού κόσμου ως την από-σύνθεση των φαινομένων στα νοητά στοιχεία και αρχές τους.

(συνεχίζεται)  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου