Τετάρτη 19 Ιουλίου 2017

Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΠΕΡΙ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΜΙΑΣ «ΥΛΙΣΤΙΚΗΣ» ΛΟΓΙΚΗΣ ΣΤΗ ΣΥΡΙΑΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ (2)

Συνέχεια από Πέμπτη, 13 Ιουλίου2017

HENRY HUGONNARD-ROCHE
             (C.N.R.S. Paris)

Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΠΕΡΙ ΛΟΓΙΚΗΣ  ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΜΙΑΣ «ΥΛΙΣΤΙΚΗΣ» ΛΟΓΙΚΗΣ  ΣΤΗ ΣΥΡΙΑΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
                                                 ΙΙ
Image result for HENRY HUGONNARD-ROCHE          Η ανάγνωση όμως ορισμένων «λογικών» έργων, τής ίδιας περιόδου με τα κείμενα που προαναφέραμε, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το διάγραμμα που ακολουθεί ο Αμμώνιος, ή ο Αλ-Φαράμπι, δεν αναδεικνύει με σαφήνεια  τήν σύνθεση αυτών των έργων, ή δεν αντιστοιχεί με συνέπεια στις σκέψεις που τα εμπνέουν. Για να υποστηρίξουμε αυτή την άποψη θα ανατρέξουμε στο έργο, στη συριακή, του Παύλου του Πέρση, καθώς και σε αποσπάσματα από το έργο του ίδιου του Αλ-Φαράμπι.
     Το σώμα των «λογικών» έργων στη συριακή περιλαμβάνει ασφαλώς μεταφράσεις των πραγματειών τής εισαγωγικής στην λογική διδακτέας ύλης – ή τουλάχιστον τις πρώτες απ’ αυτές –, όπως η Εισαγωγή, οι Κατηγορίες, το Περί Ερμηνείας και τα Αναλυτικά Πρότερα, (μεταφράσεις που ξεκινούν τον VI αιώνα και αναθεωρούνται τον VII). Σε αυτή τη συλλογή περιλαμβάνονται επίσης σχόλια και πραγματείες με την ευρεία έννοια, δηλαδή είτε καθαυτό σχόλια, είτε έργα αναφερόμενα στο περιεχόμενο ορισμένων πραγματειών. Τα σχόλια αυτά έχουν όμως στο σύνολό τους ένα αξιοσημείωτο κοινό χαρακτηριστικό. Οι δύο αντιπροσωπευτικοί συγγραφείς του 6ου αιώνα, ο Proba και ο Παύλος ο Πέρσης, που συνέγραψαν μελέτες περί λογικής , ο πρώτος στην Αντιόχεια και ο δεύτερος στην Σελεύκεια-Κτησιφών,  παρέλειψαν, όπως φαίνεται (σύμφωνα με τις υπάρχουσες γραπτές πηγές) να αναφερθούν στις Κατηγορίες: ο Proba καταγράφει διάφορες μορφές σχολίων στην Εισαγωγή, το Περί Ερμηνείας και τα Αναλυτικά Πρότερα, ενώ ο Παύλος ο Πέρσης συνέθεσε μια εισαγωγή στην φιλοσοφία (που διασώθηκε στα αραβικά), μια Επεξήγηση του Περί Ερμηνείας, και μια Πραγματεία περί λογικής στην οποία πραγματεύεται τη συλλογιστική, χωρίς όμως όπως φαίνεται να περιλαμβάνει τις Κατηγορίες. Υπάρχουν και άλλες μαρτυρίες, ίσως ελάσσονος αξίας, οι οποίες όμως συμφωνούν με αυτή την παρατήρηση, και πιστοποιούν ότι οι Κατηγορίες δεν κατέχουν στο σώμα των λογικών έργων την θέση που τους απέδωσε η αρχική ιεράρχηση που προαναφέραμε. Επίσης, σε ορισμένα λεξικά λογικών όρων, που προορίζονται εμφανώς για την διδασκαλία αυτής της ύλης, ενώ η ορολογία που αφορά την λογική και την συλλογιστική είναι παρούσα, απουσιάζει η ορολογία που αντιστοιχεί στις Κατηγορίες.
     Αυτές οι πολύ σύντομες διαπιστώσεις επιβεβαιώνονται από ορισμένες παρατηρήσεις τού Αλ-Φαράμπι που αμφισβητούν την  άψογη αποτύπωση των μερών της λογικής, όπως την κατάγραψε η κανονιστική παράδοση και την οποία ο ίδιος ο Αλ-Φαράμπι παρουσίασε στο προαναφερθέν κείμενό του. Πράγματι, δίπλα στο απόσπασμα που αφορά στην κατάταξη των πραγματειών του Όργανον σε αντιστοιχία με τα μέρη τής λογικής, υπάρχουν άλλα αποσπάσματα στο έργο του φιλοσόφου στα οποία αμφισβητεί τη θέση των Κατηγοριών σε αυτή την κατάταξη. Στην εισαγωγή τού εκτεταμένου εξηγητικού σχολίου του στο Περί Ερμηνείας, ο Αλ-Φαράμπι επανέρχεται σε ορισμένα από τα κλασσικά θέματα προς μελέτη πριν από την ανάγνωση ενός έργου, και ερευνά μεταξύ άλλων το ζήτημα της χρησιμότητας. Κατά την άποψή του η χρησιμότητα ενός κείμενου εξαρτάται από το αν οι συλλογισμοί του περιλαμβάνονται και δομούνται από στοιχεία που εκτίθενται στο έργο Περί Ερμηνείας. Στη συνέχεια διερωτάται για την θέση τού έργου αυτού κατά την τάξη της ανάγνωσης. Το κείμενο του Αλ-Φαράμπι περιέχει δύο εκδοχές, που όμως και οι δύο αμφισβητούν την τοποθέτηση των Κατηγοριών πριν από το Περί Ερμηνείας. Το ένα από τα επιχειρήματα που θέτει σε αμφισβήτηση αυτή τη σειρά ανάγνωσης είναι ότι το αντικείμενο τού Περί Ερμηνείας είναι περισσότερο κατανοητό από αυτό των Κατηγοριών, και επομένως ο μελετητής τής λογικής θα πρέπει να ξεκινήσει από το Περί Ερμηνείας. Ένα άλλο επιχείρημα, ισχυρότερο από το προηγούμενο, είναι ότι η μελέτη του Περί Ερμηνείας δεν  προϋποθέτει ουδόλως την μελέτη των Κατηγοριών, διότι στο Περί Ερμηνείας ο Αριστοτέλης δεν περιλαμβάνει τίποτε από αυτά που αναφέρει στις Κατηγορίες για τα δέκα ανώτερα γένη. Ένα ακόμη επιχείρημα του Αλ-Φαράμπι είναι το εξής: οι Κατηγορίες πραγματεύονται δηλώσεις και ερωτήματα (δηλαδή προτάσεις που εμπεριέχουν την ανακοίνωση συμπερασμάτων), ενώ στο Περί Ερμηνείας εξετάζονται αυτές οι δηλώσεις μόνο από την άποψη της σύνθεσής τους, όπως ακριβώς και στα Αναλυτικά Πρότερα οι συλλογισμοί εξετάζονται από την άποψη της σύνθεσής και της μορφής, δηλαδή – όπως δηλώνει στη συνέχεια ο Αλ-Φαράμπι -  από την άποψη των μερών που απαρτίζουν τις προτάσεις, δηλαδή τα ονόματα και τα ρήματα, ή κατά μια γενικότερη έννοια, τα δευτερεύοντα επιμέρους στοιχεία τους. Χωρίς να επεκταθούμε περισσότερο στην έρευνα αυτού του θέματος που αναφέρει και εξετάζει ο Α΄-Φαράμπι, (ή μάλλον στις δύο παράλληλες μελέτες που περιλαμβάνουν τα χειρόγραφά του), θα περιοριστούμε στις δύο ακόλουθες παρατηρήσεις: 1) κατά μία άποψη η μελέτη των Κατηγοριών δεν μπορεί να προηγηθεί του Περί Ερμηνείας, διότι αυτά που ο Αριστοτέλης αναφέρει περί των ανώτερων γενών δεν είναι απαραίτητα για την κατανόηση του Περί Ερμηνείας· 2) υπάρχουν ορισμένοι που αντιπαραθέτουν τις Κατηγορίες, στο βαθμό που πραγματεύονται τα συστατικά του λόγου (προτάσεις και ερωτήματα), στο Περί Ερμηνείας, το οποίο ερευνά μέρη του λόγου, από την άποψη τής σύνθεσής τους, θεωρώντας τα στοιχεία του λόγου εκφράσεις δεύτερης επιλογής.
     Μετά την αναφορά σ’ αυτή την μαρτυρία του Αλ-Φαράμπι ας επανέλθουμε στα κείμενα του ίδιου του Παύλου του Πέρση, δηλαδή την πραγματεία επί του Περί Ερμηνείας, και την Πραγματεία περί λογικής. Στην Πραγματεία περί λογικής, ο Παύλος επιχειρεί την μελέτη της λογικής διατύπωσης που αποτελείται από το όνομα και το ρήμα, καθώς και της σύνθεσης των διατυπώσεων των συλλογισμών. Ως εισαγωγή όμως σε αυτές τις έρευνες, στο πρώτο μέρος του έργου του, πραγματεύεται αυτά που αποκαλεί «τα πλέον απαραίτητα για την επιστήμη της λογικής ονόματα». Πρόκειται κατ’ αρχήν για πέντε κατηγορήματα: γένη, είδη, διαφορές, καθαυτά και συμβεβηκότα, τα οποία ερμηνεύει εμπνεόμενος, όπως αναμένεται, από την Εισαγωγή. Στην συνέχεια αναφέρει πέντε ονόματα που προσδιορίζουν αυτά που οι έλληνες σχολιαστές αποκαλούν ομώνυμα, συνώνυμα, πολυώνυμα, ετερώνυμα και παρώνυμα (υπογραμμίζοντας ότι τα ομώνυμα, πολυώνυμα και ετερώνυμα δεν χρησιμοποιούνται συνήθως από τους φιλόσοφους).  Ένα τελευταίο στοιχείο που αναφέρεται σε αυτό το πρώτο εισαγωγικό μέρος της πραγματείας αφορά τα όντα στα οποία αντιστοιχούν τα ονόματα: εδώ ο Παύλος αναπαράγει την αριστοτελική διαίρεση των όντων σε ουσίες και συμβεβηκότα, την υποδιαίρεση των ουσιών σε πρώτες και δεύτερες ουσίες, και την υποδιαίρεση των συμβεβηκότων σύμφωνα με την αριστοτελική κατάταξη.
      Σημειώνουμε ότι μέχρι στιγμής ο Παύλος έχει προσφύγει σε δύο «δάνεια» από τις Κατηγορίες, την διάκριση των όντων που μόλις αναφέραμε και αυτή των ονομάτων από το πρώτο κεφάλαιο της πραγματείας του Αριστοτέλη. Η υποδιαίρεση εξ άλλου των συμβεβηκότων εμφανίζεται σαν μια απλή κατάταξη, χωρίς ιδιαίτερη σημασία σε σχέση με την λογική ανάλυση των προτάσεων, σε αντίθεση φυσικά με την υποδιαίρεση των ουσιών σε πρώτες και δεύτερες.
     Στο σχόλιό του στο Περί ερμηνείας εξ άλλου, ο Παύλος ο Πέρσης απαριθμεί τα έξη μέρη του λόγου: όνομα, ρήμα, αντωνυμία, επίρρημα, πρόθεση, πρόθεμα. Στη συνέχεια προσδιορίζει αμέσως ότι τα δύο κύρια μέρη είναι το όνομα και το ρήμα και ότι από αυτά τα δύο σημαντικότερο είναι το όνομα. Ο λόγος που το όνομα υπερέχει προκύπτει από τον ορισμό καθενός από αυτά τα μέρη, με την έννοια ότι το όνομα σημαίνει ένα πράγμα, δηλαδή μια πραγματικότητα ή υπόσταση, ενώ το ρήμα σημαίνει την ενέργεια ή το πάθος, δηλαδή ένα συμβάν που συνδέεται με τα πράγματα· όπως όμως παρατηρούμε στη συνέχεια, η διαίρεση των συμβεβηκότων σύμφωνα με τις αριστοτελικές κατηγορίες δεν χρησιμοποιείται καθόλου για τον χαρακτηρισμό του ρήματος ως κατηγόρημα. Σ’ αυτή την σύντομη περιγραφή που αναμειγνύει γραμματικές και σημασιολογικές έννοιες, ο Παύλος προσθέτει την διάκριση των ομωνύμων, συνωνύμων, πολυωνύμων, ετερωνύμων και παρωνύμων, χωρίς όμως να επεξηγεί τον λόγο, ή να ερμηνεύει τη χρήση αυτών των όρων, όπως ακριβώς και στην Πραγματεία περί λογικής. Στο υπόλοιπο κείμενο της πραγματείας του αναφέρεται στην ορθότητα και το σφάλμα των δηλωτικών διατυπώσεων καθώς και στις μορφές εναντιότητας αυτών των δηλώσεων – θέματα που αφορούν στην προπαρασκευή τής μελέτης των συλλογιστικών κατασκευών.
     Μελετώντας την Μικρή πραγματεία, που αποτελεί ένα είδος επιτομής του Αλ-Φαράμπι σχετικά με το Περί ερμηνείας, θα παρατηρήσουμε ομοιότητες με το έργο του Παύλου του Πέρση, από  άποψη δομής του κειμένου, ανεξάρτητα από τις διαφορές ως προς το περιεχόμενο. Έτσι, μετά από την απαρίθμηση των όρων που αφορούν σε απλές έννοιες (όνομα, ρήμα, πρόθεμα), ο Αλ-Φαράμπι εισάγει τις απόψεις του σχετικά με τούς όρους ομώνυμα, συνώνυμα, ετερώνυμα, πολυώνυμα, παρώνυμα. Ο Παύλος ο Πέρσης παρέλειψε να ερμηνεύσει την χρησιμότητα για τη λογική αυτών των όρων, στους οποίους κατατάσσονται κατ’ αυτόν τα ονόματα «που λέγονται για ένα πράγμα». Αντίθετα, ο Αλ-Φαράμπι επεξηγεί την σημασία αυτής της κατάταξης, πέρα από την θεωρία του νοήματος, συσχετίζοντάς τη με την κατηγορική θεωρία, γεγονός που μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι αυτή η ερμηνεία αντιστοιχεί στους λόγους για τούς οποίους οι όροι αυτοί κατέχουν μια θέση στην παράδοση διδασκαλίας της οποίας εκφραστής είναι ο Παύλος ο Πέρσης. Για παράδειγμα, όταν τα συμβεβηκότα εξετάζονται ανεξάρτητα από το υποκείμενο στο οποίο θεωρείται ότι αναφέρονται, χρησιμοποιείται το όνομα που εκφράζει το είδος του συμβεβηκότος που αναλογεί σ’ αυτό, όπως όταν λέμε «αυτό [το κόκκινο] είναι ένα χρώμα» (δηλαδή ότι το «χρώμα» προσδιορίζει εδώ ένα συμβεβηκός στον βαθμό που είναι ένα γένος που εμπεριέχει τα είδη του), αλλά όταν τα συμβεβηκότα εξετάζονται ως μέρη μιας ουσίας, χρησιμοποιείται το όνομα που προκύπτει, όπως όταν λέμε «αυτό είναι έγχρωμο» (που σημαίνει ότι το «έγχρωμο» προσδιορίζει εδώ ένα συμβεβηκός στο βαθμό που αποδίδεται σε ένα υποκείμενο).
    Επισημαίνουμε αφ’ ετέρου ότι ο Αλ-Φαράμπι, όπως και ο Παύλος ο Πέρσης, επιλέγει από την θεωρία των κατηγοριών ως απαραίτητη για την αναφορά του στο Περί ερμηνείας, μόνο την διάκριση ανάμεσα στις ουσίες και τα συμβεβηκότα.
     Τα αποσπάσματα των πραγματειών του Παύλου και του Αλ-Φαράμπι που αναφέρθηκαν αντιστοιχούν σε γενικές γραμμές στο πρώτο μέρος του Περί ερμηνείας, σύμφωνα με τον καταμερισμό του έργου, τόσο από τους έλληνες σχολιαστές όσο και από την αραβική παράδοση, όπως αυτή εμφανίζεται στις μεταφράσεις της πραγματείας και στο σχόλιο του Αλ-Φαράμπι. Το πρώτο αυτό μέρος του Περί ερμηνείας τελειώνει στο 6ο κεφάλαιο (κατά τις σύγχρονες εκδόσεις) με τον ορισμό της κατάφασης και της άρνησης (απόφασις), η οποία είναι αξιοσημείωτο (από την άποψη της σύγχρονης λογικής) ότι δεν εμφανίζεται με την μορφή της άρνησης μιας συγκεκριμένης πρότασης, διά της παραθέσεως ενός αρνητικού μορίου στην αρχή της πρότασης, αλλά με τον διαχωρισμό του υποκειμένου από το κατηγόρημα (τινός από τινος), ενώ η κατάφαση παρουσιάζεται ως ο συνδυασμός των δύο αυτών στοιχείων (τινός κατά τινος). Η άρνηση περικλείεται επομένως στην πρόταση και εισάγεται με το ρήμα ή το συνδετικό μόριο (ένα ρήμα σύνθετο που περιλαμβάνει και το αρνητικό μόριο). Στη βάση αυτή ώρισε στη συνέχεια ο Αριστοτέλης την αντίφαση ως την αντιπαράθεση μιας κατάφασης και μιας άρνησης, χωρίς να εισάγει τις έννοιες τους αληθούς και του ψευδούς (και έστω αντίφασις τούτο, κατάφασις και απόφασις αι αντικείμεναι). Η αντίληψη αυτή δεν συνεπάγεται ότι ανάμεσα σε δύο αντιφατικές προτάσεις η μία θα είναι αναγκαία αληθής και η άλλη ψευδής, όπως θα συνέβαινε αν η άρνηση είχε τοποθετηθεί ως ένας εξωτερικός παράγων στης πρότασης.
     Στο επόμενο μέρος του Περί ερμηνείας αρχίζει η εξέταση των αντιφατικών προτάσεων, προκειμένου να προσδιοριστεί σε ποιες περιπτώσεις μια από τις αντιφατικές προτάσεις θα πρέπει να είναι αναγκαία αληθής, στην περίπτωση που η άλλη είναι ψευδής και το αντίστροφο. Σε αυτό το κρίσιμο σημείο του κειμένου οι προσεγγίσεις του Παύλου του Πέρση και του Αλ-Φαράμπι είναι διαφορετικές. Εν συντομία, ο Αλ-Φαράμπι, όπως και ο Αριστοτέλης, κατατάσσει κατ’ αρχήν τις προτάσεις ανάλογα με το αν αφορούν σε καθολικά ή μερικά πράγματα (δηλαδή ανάλογα με το αν το υποκείμενό τους εκφράζει κάτι καθολικό ή κάτι μερικό, όπως για παράδειγμα «άνθρωπος» ή «Σωκράτης»), και επίσης ανάλογα με το αν οι ισχυρισμοί αυτών των προτάσεων είναι καθολικοί ή ατομικοί, δηλαδή αν η ποσοτική τους ένδειξη αφορά το «όλον» ή «κάτι». Δηλαδή η συμμετοχή ή η μη συμμετοχή των κατηγορημάτων σε τάξεις, ή σε τμήματα τάξεων των υποκειμένων προσδιορίζει τον βαθμό αληθείας των προτάσεων, και κατά συνέπεια και των αντιθέτων προτάσεων στο «λογικό τετράγωνο» που συνοψίζει τις διαφορετικές μορφές μιας δυνατής αντιπαράθεσης. Σε αυτή την εκτατική προσέγγιση αντιπαρατίθεται η προσέγγιση του Παύλου του Πέρση σύμφωνα με την οπoία η αλήθεια και το ψεύδος των προτάσεων εξαρτάται από την «υλική» σχέση που συνδέει το κατηγόρημα με το υποκείμενο.
     Πριν από την μελέτη της σημαντικής των αντιφατικών προτάσεων ο Παύλος ο Πέρσης εισάγει μια θεμελιώδη διαίρεση του περιεχομένου του λόγου. Γράφει: «Ο λόγος είναι εκ φύσεως τριών ειδών: αναγκαίος, δυνατός και αδύνατος». Και περιγράφει ως εξής αυτά τα τρία είδη:
     «Αναγκαίο είναι αυτό που υπάρχει και δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο, όπως το καλό, το κακό, το «δύο και δύο κάνουν τέσσερα». Δυνατό είναι αυτό που υπάρχει και μπορεί να είναι και κάτι άλλο, όπως για παράδειγμα: «αυτός που βαδίζει κάθεται», ή επίσης αυτό που δεν είναι αλλά μπορεί να γίνει, όπως κάποιος που δεν είναι ειδικός στη γραμματική αλλά μπορεί να γίνει. Αδύνατο λέγεται κάτι που δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει, όπως για παράδειγμα ο άνθρωπος να γίνει εκ φύσεως τετράποδος, ή δύο και δύο να κάνουν έξη».

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου