Πριν την ελληνική παλιγγενεσία οι στόχοι της εκπαίδευσης ήταν προφανείς, η εθνική συνειδητοποίηση και η διεκδίκηση της εθνικής ανεξαρτησίας. Αυτοί αλλάζουν στα χρόνια της επανάστασης του 1821 κι εστιάζονται, πλέον, στο «φωτισμό» του γένους, την πνευματική του ανύψωση, για να ανταποκριθεί επιτυχώς στις απαιτήσεις της ειρηνικής περιόδου που ερχόταν και στην «ανάγκη» να συμβαδίσει με τους άλλους πολιτισμένους ευρωπαϊκούς λαούς.[1]
Το πρώτο Σύνταγμα του 1822 δεν προέβλεπε αυτοτελές Υπουργείο Παιδείας και οι αρμοδιότητές του είχαν εκχωρηθεί στο Υπουργείο Εσωτερικών, που κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να οργανώσει τη στοιχειώδη εκπαίδευση. Ο μινίστρος (Υπουργός) των Εσωτερικών Γεώργιος Δικαίος, Παπαφλέσσας (1788-1825), προτείνει: «Είναι ανάγκη να γίνει αρχή και να συσταθούν και να εξοικονομηθούν σχολεία, όσα και όπως η περίστασις συγχωρεί».
Συγχρόνως η Πελοποννησιακή Γερουσία, αυτός ο Οργανισμός Διοίκησης που συγκροτήθηκε από τους επαναστατημένους Έλληνες της Πελοποννήσου το 1821, ενδιαφέρθηκε για την εκπαίδευση, σύστησε σχολεία, όπου μπορούσε και αναζήτησε άξιους δασκάλους για να διδάξουν στους μαθητές ελληνικά, μαθηματικά και ξένες γλώσσες. Προέτρεπε τη νεολαία να μορφωθεί, οι παρεχόμενες σπουδές ήταν δωρεάν, αφού «κάθε μαθητής δεν θα ξοδεύσει άλλο τι, παρά δια τα βιβλία του και την ζωοτροφίαν του».
Η οργάνωση της εκπαίδευσης γίνεται συστηματικότερη με την Εθνοσυνέλευση του Άστρους, το 1823, που καθιέρωνε και την «αλληλοδιδακτική» μέθοδο. Σύμφωνα με αυτήν ο δάσκαλος βοηθιέται από τους μεγαλύτερους και καλύτερους μαθητές του στο έργο του, τους «πρωτόσχολους». Έτσι, μπορούσε να λειτουργήσει ένα σχολείο οικονομικότερα με μεγάλο αριθμό μαθητών, αλλά με ένα μόνο δάσκαλο. Η μέθοδος αυτή πρωτοεφαρμόστηκε στην Αγγλία τον 17ο αιώνα, αλλά τελειοποιήθηκε στην Γαλλία του Sarazin. Η μέθοδο του τελευταίου μεταφράστηκε στην Ελλάδα, για να εφαρμοστεί συστηματικότερα η αλληλοδιδακτική επί Καποδίστρια (1776-1831), την οποία εισήγαγε επίσημα ο Ιωάννης Κοκκώνης (1796-1864), γενικός Επιθεωρητής των Σχολείων.
Η δημιουργία της Πενταμελούς Επιτροπής με πρόεδρο τον δυναμικό ιερωμένο Άνθιμο Γαζή (1764-1828) έδωσε ιδιαίτερη ώθηση στα θέματα της εκπαίδευσης. Καθιέρωσε τρεις βαθμίδες μόρφωσης, στην πρωτοβάθμια ο μαθητής μάθαινε να διαβάζει , να γράφει και να λογαριάζει∙ στη δευτεροβάθμια, που περιλάμβανε τα Λύκεια, ένα σε κάθε πρωτεύουσα επαρχίας, ο μαθητής θα διδασκόταν τα αρχαία ελληνικά, τα λατινικά, στοιχεία των Φυσικών Επιστημών και της Φιλοσοφίας και τα Γαλλικά. Προβλεπόταν και τριτοβάθμια με την ίδρυση Πανεπιστημίου με τέσσερις Σχολές, της Νομικής, της Φιλοσοφικής, της Θεολογικής και της Ιατρικής, αλλά οι συγκυρίες δεν επέτρεπαν να υλοποιηθεί αυτός ο υψηλός στόχος. Θυμίζουμε ότι την ίδια χρονιά, το 1824, όχι τυχαία, ιδρυόταν στην Ιόνιο Πολιτεία, στα Επτάνησα, που διοικούσαν οι Άγγλοι, από τον Γκίλφορντ (1766-1827),[2] τον Διοικητή, η Ιόνιος Ακαδημία με τις ίδιες Σχολές. Έτσι, το πρώτο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα στα νεότερα χρόνια που ιδρύθηκε στον ελλαδικό χώρο βρισκόταν σε περιοχή κάτω από ξένη (αγγλική) διοίκηση!
Συγκινητική ήταν και η συμβολή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στην προσπάθεια «φωτισμού» του γένους. Διέθεσαν μεγάλα χρηματικά ποσά για τη συντήρηση σχολείων, απηύθυναν εκκλήσεις στους ανθρώπους των γραμμάτων για χορήγηση βιβλίων, και κάποιο διέθεταν και τα δικά τους στις σχολικές βιβλιοθήκες.
Όλη αυτή η φιλεκπαιδευτική προσπάθεια έχει αφετηρία της τον Διαφωτισμό, που υπήρξε «πανταχού παρών» στην κρίσιμη αυτή στιγμή του ελληνισμού. Δεν παραγνωρίζεται και το γεγονός ότι οι προσπάθειες αυτές εύρισκαν τις αντιδράσεις των αντιπάλων του Διαφωτισμού, φανερές ή υπονοούμενες, αλλά οι υποστηρικτές της παιδείας προσπαθούσαν να τις αντιμετωπίσουν με τη πειθώ των λόγων, που προκύπτει από την αίσθηση υπεροχής και ότι εργάζονται ανιδιοτελώς για το καλό του κοινωνικού συνόλου, αφού «Το φως είναι προκριτώτερον από το σκότος».[3]
"..Μετά από αιώνες δουλείας (τρεις σε κάποιες περιοχές, τέσσερις σε άλλες), ο Ορθόδοξος λαός μας βρίσκεται σε δυσχερή θέση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό τη μια, η φτώχεια, η καταπίεση και η αμάθεια οδηγούν πολλούς στον εξισλαμισμό, για λίγη οικονομική άνεση και αξιοπρεπή διαβίωση. Περιοχές ολόκληρες κοντεύουν να ξεχάσουν τα ελληνικά ή έχουν συντριπτικό ποσοστό αναλφαβητισμού και αδυνατούν ν' αντιμετωπίσουν τους ξένους μισιονάριους που ζητούν να τους προσηλυτίσουν σε άλλα δόγματα και να τους αφελληνίσουν. (Είναι γνωστό πως το 1821 οι ρωμαιοκαθολικοί κάτοικοι των Κυκλάδων βοήθησαν τους Τούρκους ή, στην καλύτερη περίπτωση, τήρησαν ευμενή προς αυτούς ουδετερότητα.)
Από την άλλη, έρχονται οι σπουδαγμένοι στην Εσπερία και, στα σχολεία που ιδρύουν στις διάφορες πόλεις, μαζί με τις νέες ανακαλύψεις των φυσικών επιστημών και τις προόδους των μαθηματικών, προπαγανδίζουν τον αγνωστικισμό ή την αθεΐα. Γιατί η σχολαστική θεολογία που γνώρισαν στη Δύση, δομημένη σε κάποιες αρχές και αξιώματα που δήθεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν οτιδήποτε, μια θεολογία, αποτέλεσμα διανοητικών διεργασιών, άρα κτιστή και ανεπαρκής για τον άνθρωπο, κατέρρεε στις συνειδήσεις πολλών μορφωμένων και, μαζί της, η πίστη τους στην ύπαρξη του Θεού. Όμως η Ορθόδοξη θεολογία είναι άλλη. Αλλά τα κείμενα που τη διασώζουν αυθεντικά σπάνιζαν αυτά τα χρόνια.
Αν δει κανείς τις εκδόσεις της Τουρκοκρατίας, θα διαπιστώσει ότι ο πιστός λαός τρεφόταν πνευματικά κυρίως από λειτουργικά κείμενα, βίους Αγίων, με αρκετά μυθολογικά στοιχεία, ηθικολογικά κηρύγματα και ευσεβείς διηγήσεις, με κάποιες τους να έχουν στοιχεία τρόμου. Όσο κι αν αρκετοί βίωναν την ατμόσφαιρα των ιερών ακολουθιών και δέχονταν τη χάρη του Θεού που μετέδιδαν, ελάχιστοι καταλάβαιναν πλήρως τα κείμενα. Τα έργα των μεγάλων Πατέρων ήσαν άγνωστα είτε γιατί οι σχετικά λίγες μέχρι τότε έντυπες εκδόσεις ήσαν δυσεύρετες, είτε γιατί τα περισσότερα δεν είχαν εκδοθεί και βρίσκονταν σε δυσπρόσιτα χειρόγραφα. Ένας λόγος για τον οποίο βασικά κείμενα της Ορθοδοξίας παρέμεναν ανέκδοτα ήταν ότι, εκτός από τη Βενετία, οι άλλες ρωμαιοκαθολικές πόλεις, όπου κυρίως εκδίδονταν τα ελληνικά βιβλία, υπάκουαν στις παπικές εντολές που δεν επέτρεπαν την έκδοση Ορθοδόξων κειμένων, ούτε καν λειτουργικών.."
http://o-nekros.blogspot.gr/2011/07/blog-post_8619.html
Ξεχάστηκε καί αγνοήθηκε η αρχαιοελληνική παιδεία. Η οποία στήριξε τό Βυζάντιο καί δυστυχώς διέφυγε στήν Δύση. Αυτό τό ιστορικό λάθος πληρώνουμε. Ακόμη καί ο Αγιος Πόποβιτς στηρίζει τήν παιδεία στήν αγιότητα. Δέν διακρίνει τά δύο επίπεδα. Παρότι ο ίδιος μορφώθηκε στήν νεοορθοδοξία όπως καί οι μαθητές του.Ο μόνος αντίπαλος τού Διαφωτισμού είναι η αρχαία φιλοσοφία. Σήμερα δέν διαθέτουμε Πατέρες διότι η δογματική αλήθεια τής Εκκλησίας χειρίστηκε τήν γλώσσα τής αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας τήν οποία αγνοούμε καί η δογματική έκφρασή της μάς είναι ακατανόητη. Καί όχι μόνον αυτό αλλά προσλάβαμε μέ ανοιχτή αγκαλιά τόν Ρωμανίδη ο οποίος υποτιμούσε βαθειά τούς Ελληνες παρότι τούς αγνοούσε. Καί σήμερα γίνονται τερατώδεις προσπάθειες νά θεολογήσουμε μέ τόν Κάντ καί τόν Χάιντεγκερ. Είμαστε ανιστόρητοι καί ανόητοι. Θύματα τού Κοραή καί τού αντι-κοραισμού.
ΑπάντησηΔιαγραφήAυτή σου η τοποθέτηση αμέθυστε πρέπει να γίνει αντικείμενο έρευνας και μελέτης για να λάβουν εμπεριστατομένη απάντηση οι κάθε είδους νεορθόδοξοι και δυτικίζοντες φιλόσοφοι.
ΑπάντησηΔιαγραφή