Συνέχεια από Παρασκευή, 16Ιουνίου 2017
HANS URS VON BALTHASAR
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
Τρίτος Τόμος
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1)
Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
Johannes Verlag, 1987
ΙΙ.
ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΩΣ ΠΡΟΣΩΠΟ
Η μέχρι
τώρα επιλογή μας για μιαν Πνευματολογία (Pneumatologie), που έβλεπε κεντρικά
και ‘συγκεντρωτικά’ ως τον ερμηνευτή τής
αυτοφανέρωσης του Θεού στον Ιησού
Χριστό το Πνεύμα – και έπρεπε να τελείται αναγκαστικά ως εισαγωγή στη
σφαίρα τού μυστηρίου (Mysterium)
αυτή η ‘ερμηνεία’ -, έχει παραμερίσει μέχρι τώρα το ερώτημα για το «ποιος» είναι (τέλος πάντων αυτό…) το
Πνεύμα. Κι αν τέθηκε εισαγωγικά το πρόβλημα, αν μπορή να ορισθή ως η ‘δυνητική’ αρχή μιας εσωτερικής «κατανόησης» της θεїκής
φανέρωσης αυτός ο ‘ερμηνευτής’, παρέμενε ήδη υπό ερώτησιν, αν μπορή να
καταστή ταυτόχρονα το «αντικείμενο»
θεολογικής σκέψης αυτή η ‘αρχή’ ((
Τί ‘ωραία’… )) . Καθώς φωτίστηκε όμως ήδη απ’ τη Γραφή και, με προοδευτική
σαφήνεια, απ’ τη σκέψη τών Πατέρων, ότι πρέπει να είναι η ίδια θεїκή μια αρχή που
(μας…) ‘εισάγει’ στον Θεό, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πλέον το ερώτημα
για το «Ποιος» είναι το Πνεύμα. Δεν έμοιαζε δύσκολη η απάντηση απ’ την πλευρά
τής Παλαιάς Διαθήκης: ήταν ακριβώς μια ιδιαίτερη
και μόνον άποψη, αλλά κι ένας ιδιάιτερος τρόπος ενέργειας, της αμέριστης
θεїκής δύναμης ή τής παντοδύναμης Θεότητας το Πνεύμα. Κατέστη όμως κρίσιμο το
ερώτημα, αν επαρκή αυτή η παραδεδομένη κατανόηση, στην Καινή Διαθήκη. Φαινόταν
αρχικά να μην εγείρεται καμμιά ‘αντίρρηση’ απέναντι σ’ αυτό: γιατί δεν θα
μπορούσε να ‘πληρώση’, με τη μέχρι τούδε έννοια, τον Πρόδρομο Ιωάννη (Λουκ. 1,
15), αλλά και τον πατέρα του (Λουκ. 1, 67) και τη μητέρα του (Λουκ. 1, 41) η
θεїκή δύναμη (είτε ονομάζεται πνεύμα είτε
δύναμις), να επισκιάση τη Μαρία
(Λουκ. 1, 35), να ‘ενθουσιάση’ προφητικά τον Συμεών (Λουκ. 2, 25-26), και να
κατέλθη τελικά κατά τη Βάπτιση στον
Ιησού (Λουκ. 3, 22), για να τον καταστήση ικανό να ‘πληρώση’ με θεїκή
δύναμη τις πράξεις του (Ματθ. 12, 28);
(( Σημ. τ. μετ.: Όλα είναι δυνατά… Δεν υπάρχει εδώ ομοούσια Τριάς… )) .
Προκύπτουν ωστόσο δυό ‘ενδοιασμοί’ απέναντι σ’ αυτήν την ‘απλή’ κατανόηση: αν
διακρίνεται κατά το γεγονός τής Ενανθρωπήσεως ο Θεός ως ο Πατέρας απ’ τον Ιησού
ως τον «Υιό τού Θεού» (Μαρκ. 1, 1 – Λουκ. 1, 35), τότε πρέπει να ‘ταιριάζη’ αυτό το Πνεύμα τού Θεού ουσιωδώς σε κείνον, που ονομάζεται τώρα Πατήρ και ο οποίος
το εξαποστέλλει, με τη μεγαλύτερη σαφήνεια στη σκηνή τής Βαπτίσεως, στον Ιησού,
τον «αγαπημένο Υιό» (ή μήπως δούλο; παίς;
). Διακρίνεται καθαρά η διδασκαλία περί Αγίας Τριάδος τής Ανατολικής Εκκλησίας (προέλευση του Πνεύματος από μόνον τον
Πατέρα), παρουσιάζεται ωστόσο ταυτόχρονα και η επικίνδυνη σκέψη ενός
Αντοπτιανισμού: δεν εισέρχεται έτσι στην ίδια σειρά με τους πνευματοφόρους
Προφήτες και με τα προικισμένα με το Πνεύμα πρόσωπα (Personen) που απαριθμούνται στην αρχή
τού Ευαγγελίου τού Λουκά ο Ιησούς; ((
Πονηρός ο… - με το συμπάθειο - βλάχος!... ))
Αν θέλουμε να το αποφύγουμε αυτό και να ‘απονείμουμε’ στον Ιησού ως τον
Υιό τού Θεού την ίδια σχέση προς το
«Πνεύμα τού Θεού» όπως προς τον Πατέρα, γίνεται ακατανόητο το γεγονός κατά τη
Βάπτιση, και αμφίβολο εκτός αυτού, αν μπορή να ισχύη (και κατά ποιον τρόπο)
ακόμα τώρα ως μια δύναμη κι ένα ΄βάθος’ τού ενός, αδιαφοροποίητου Θεού (όπως
στην Παλαιά Διαθήκη) το Πνεύμα τού Θεού, εφ’ όσον ‘ξεπεράσθηκε’ αποφασιστικά
αυτή η εικόνα τού Θεού. Και εγείρεται έτσι ένα ήδη επισημασμένο στα «Πρελούδιά»
μας ερώτημα: Πρέπει να εκληφθή πλέον ως κάτι που εκφράζει την αμέριστη
πληρότητα (την «ουσία» - das
Wesen) τού Θεού το θεїκό
Πνεύμα (Pneuma),
ή ως κάτι στον Θεό, που δεν είναι ούτε ο Πατήρ ούτε ο Υιός, ή μήπως θά ’πρεπε να είναι ταυτόχρονα και
τα δυό αυτό το «Κάτι»: ένα Τρίτο
δίπλα στον Πατέρα και τον Υιό, και η ανακεφαλαίωση κατά κάποιον τρόπο
ταυτόχρονα όλης τής (τριαδικής) θεότητας; Συνδέεται δε αναπόφευκτα με την
τριαδική θέαση του Θεού στην Καινή Διαθήκη, αποκτώντας μάλιστα μια σπουδαία
βαρύτητα εντός τής «Θεο-λογικής»,
αυτό το ερώτημα.
(( Σημ. τ. μετ.: Είναι ‘αξιοθαύμαστο’ το
πόσο αγνοούν όλοι αυτοί οι ‘θεο-λογούντες’ τού Προτεσταντισμού και του
Λατινισμού τούς εξαιρετικούς λόγους τών Πατέρων, όπως τον λόγο τού αγίου
Γρηγορίου Παλαμά περί Αγίου Πνεύματος… Και είναι ακόμα πιο ‘αξιοθαύμαστο’ ή
και… ‘αξιόπικρο’ το ότι τούς αγνοούμε και εμείς οι σημερινοί Νεο-έλληνες και…
Νεο-ορθόδοξοι… Και μιλάμε έτσι πια την ίδια γλώσσα με τη Δύση, τουλάχιστον οι
κατέχοντες τα ‘πόστα’, ‘ενωμένοι’ ήδη με κείνους που εγκατέλειψαν τη Μία και
Αληθινή Εκκλησία τού Κυρίου, ενώ υπάρχει ταυτόχρονα και παράλληλα και ένας
εντελώς ακατήχητος πλέον ‘λαός’… Προχωράμε εν τάχει σε «πολύ δύσκολους
καιρούς», όχι μόνο για την πατρίδα μας, αλλά και για την πίστη μας πλέον, όπως
μάς προειδοποίησε εξάλλου και ό άγιος Παḯσιος… ))
1. H ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ
Η προσωποποίηση, τρόπον τινά, του Πνεύματος
στην όψιμη Παλαιά Διαθήκη και τον Ιουδαїσμό δεν μας ενδιαφέρουν πια εδώ, επειδή
δεν επιζητούν να υπερβούν κατά κανέναν τρόπον τον αυστηρό Μονοθεїσμό, και γιατί
δεν ξεχωρίζουν επίσης από άλλες προσωποιήσεις (τής σοφίας, της ‘Σεκίνα’ κ.α. –
Για τη ‘Σεκίνα’, τη θηλυκή έκφραση του Θεού κατά την Καμπάλα, βλ. άρθρο στον
«Κόκκινο ουρανό»…). Μόνη μας αναφορά είναι
πλέον η Καινή Διαθήκη. Και γι’ αυτό είναι πλέον ασήμαντες, εν όψει τού
τριαδικού προβλήματος, οι ήδη επισημασμένες, πιθανές προελεύσεις τού όρου
Παράκλητος (Paraklet)
π.χ., από ιουδαїκές ή πρωїμότερες παλαιοδιαθηκικές πηγές.
Ας πούμε εδώ εκ των προτέρων, ότι δεν
ενδιαφέρεται για έναν εγγύτερον προσδιορισμό τής «προσωπικότητας» του Αγίου
Πνεύματος η Καινή Διαθήκη, ή τουλάχιστον τόσο λίγο, όσο και γενικά για μια
συστηματική τριαδική διδασκαλία. Υπάρχει μια πλατειά ‘σφαίρα’ (Sphäre), στην οποίαν και εμφανίζεται
ως μια, τρόπον τινά απρόσωπη δύναμη του Θεού το Πνεύμα (αδιάφορο αν είναι μια
δύναμη που ανήκει αποκλειστικά ή κυρίως στον Θεό Πατέρα ή τη διαθέτει επίσης και ο
Υιός, τουλάχιστον ο αναστάς Υιός), ως η δύναμις (dynamis),
με την οποίαν και ‘προικίζει’ ο Θεός, ο
Πατήρ, τον Υιό για την επίγειά του δράση, και στην οποίαν (εν τη οποία…)
ανασταίνει ο ίδιος Πατήρ τον νεκρό Υιό, εφοδιάζοντάς τον μετά, ως τον
Ανυψωθέντα, με την κυριότητα της ίδιας δύναμης, που ‘ταιριάζει’ σ’ αυτόν, τον
Πατέρα (( Για να βλέπουμε καθαρά, τί ‘πιστεύουν’,
οι άπιστοι… )) . Και μάλιστα τόσο πολύ
(( τον εφοδιάζει!... )) , ώστε να γεννιέται ένα δεύτερο, εμφανιζόμενο
για πρώτη φορά στην Καινή Διαθήκη, όχι όμως και με τις ‘διακρίσεις’ εκείνες που
θα ευχόμασταν, πρόβλημα: φαίνεται να
είναι τόσο ‘προικισμένος’ με τη δύναμη του Θεού ο Υιός, ώστε να μοιάζη ταυτισμένος (σχεδόν;) μαζί
της: «Ο Κύριος είναι το Πνεύμα» (Β’ Κορ. 3, 17 – «Έχοντες ουν τοιαύτην ελπίδα
πολλή παρρησία χρώμεθα, και ου καθάπερ Μωϋσής ετίθει κάλυμμα επί το πρόσωπον
εαυτού προς το μη ατενίσαι τούς υιούς Ισραήλ εις το τέλος τού καταργουμένου.
αλλ’ επωρώθη τα νοήματα αυτών. άχρι γαρ τής σήμερον το αυτό κάλυμμα επί τη
αναγνώσει τής παλαιάς διαθήκης μένει, μη
ανακαλυπτόμενον ότι εν Χριστώ καταργείται, αλλ’ έως σήμερον, ηνίκα
αναγινώσκεται Μωϋσής, κάλυμμα επί την
καρδίαν αυτών κείται· ηνίκα δ’ αν
επιστρέψη προς Κύριον, περιαιρείται το
κάλυμμα. ο δε Κύριος το Πνεύμά εστιν· ού
δε το Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία. ημείς δε πάντες ανακεκαλυμμένω προσώπω
την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις
δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος»…)
(( Σημ. τ. μετ.: Είναι σαν να ‘απαντάη’ και το απόσπασμα αυτό σ’ αυτούς
τούς ανθρώπους, σήμερα, που δεν
θέλουν ωστόσο να κάνουν ούτε ένα βήμα για να απομακρυνθούν απ’ την κακοδοξία
τους… )) · αν και φαίνεται να γίνεται μια διάκριση πάλι αμέσως μετά (ό.π. 3, 17
και 18 – «…το Πνεύμα Κυρίου»…).
Tα
πολυάριθμα κείμενα, όπου συνδέει στενά το Πνεύμα με τη δύναμη (dynamis)
του Θεού η Καινή Διαθήκη, δεν επιτρέπεται να αναχθούν, μέσα από πεπλανημένες
(και επηρεασμένες ίσως απ’ τη Στοά) θεωρίες, σε μια «σωματοειδή» ‘σφαίρα’, όπου αποκλείει ωστόσο και μια απλή ακόμα
αναδρομή στην Παλαιά Διαθήκη, εκ των προτέρων κάτι τέτοιο για το «Πνεύμα» και
τη «Δύναμη» του Γιαχβέ. Δεν μπορούν κατά κανέναν τρόπο να ονομασθούν απρόσωπα το Πνεύμα και η δύναμη του
Γιαχβέ· είναι ο ίδιος πάντοτε το υποκείμενό τους. Κι εφ’ όσον βρίσκεται μόνιμα
αυτή η προσωπική ιδέα στο ‘υπόβαθρο’
της καινοδιαθηκικής σκέψης, δεν μπορεί και να ‘βυθισθή’ ξαφνικά στο απρόσωπο,
ακόμα κι όταν δεν ταυτίζεται πλέον
με τον Πατέρα ή με τον Χριστό, το Πνεύμα. Δεν θά ’πρεπε γι’ αυτό να θεωρείται
ως μια μετάβασις εις άλλο γένος (metabasis eis allo genos) το ότι εμφανίζεται σε άλλα
σημεία ως μια «προσωποειδής ύπαρξη ή
φύση» η θεїκή, πνευματική δύναμη. Μπορούμε να ‘κρατήσουμε’ κατ’ αρχάς
λοιπόν αυτόν τον χαρακτηρισμό «προσωποειδής» (ακόμα και για όσα λέει ο Ιωάννης
περί Παρακλήτου), εφ’ όσον δεν είναι δυνατόν να παρεκκλίνουμε σε κάτι το καθαρά
απρόσωπο, ενώ δεν δηλώνεται σαφώς μια παρόμοια, απ’ την άλλη
πλευρά, προς τον Πατέρα και τον Υιό ‘προσωπικότητα’
στην Καινή Διαθήκη.
Υπάρχουν δυό ‘πιεστικά’ ως προς το ερώτημα
σημεία: εμφανίζεται ως μια θεїκή πραγματικότητα, «τοποθετούμενη» ανάμεσα
στον Θεό Πατέρα και τον Θεό Υιό το Πνεύμα
(που φωνάζει αυτό μέσα μας «Αββά, ο Πατήρ» τον Πατέρα ως «Πνεύμα τού Υιού»:
Γαλ. 4, 6), διατηρώντας όμως ακριβώς σ’ αυτόν τον προσδιορισμό κάτι το
‘ασύλληπτο’: «το Πνεύμα πνέει όπου θέλει, ακούς τη φωνή του, αλλά δεν γνωρίζεις
από πού έρχεται και πού πάει» (Ιωάν. 3, 8). Κι αυτό δεν ορίζει την (προσωπική)
προπαντός ελευθερία του, αλλά και το ασύλληπτό του μάλλον ως Πρόσωπο, «την απόλυτη αδιαφάνεια της προσωπικής ιδιαιτερότητας του Αγίου Πνεύματος»
κατά τον H. Mȕhlen.
Και ενισχύεται αυτό κατά το δεύτερο πρόβλημα:
της ενότητας και διακρίσεως ανάμεσα στον προικισμένον με πνεύμα, και προπαντός
τον ‘ανυψωμένον’ Υιό και στο Άγιο Πνεύμα. Εδώ έχει ‘μιλήσει’ με εξαιρετική
ομοφωνία για μια «δυναμική και μόνον ταύτιση» η ‘εξήγηση’ (Exegese – ‘ερμηνεία’…), καθώς συμπεριέχει
πάντοτε, ακόμα και η ύψιστη ανάμεσα στους δυό προσέγγιση (όπως στο Β’ Κορ. 3,
17 και στο Α’ Κορ. 15, 45), και μια διάκριση. «Ο Χριστός είναι ο φορέας, ο
κάτοχος, ο κήρυκας και ο πάροχος του Πνεύματος», κατά τον A. Wikenhauser, όχι όμως το ίδιο το Πνεύμα. Για να φανερωθή πλήρως στον Ιωάννη η
διαφορά: πρέπει να ‘φύγη’ ο Χριστός, για να μπορέση να έρθη το Πνεύμα, και
θα «πάρη από εμένα το Πνεύμα», για να τα ‘εξηγήση’ στους πιστούς. Όταν «εμφυσά»
στους Μαθητές το Πάσχα το Πνεύμα ο Ιησούς, δείχνει μ’ αυτό ότι διαθέτει (έχει
δικαίωμα επ’ αυτού…) το Πνεύμα, χωρίς να ταυτίζεται ωστόσο κατά κανέναν τρόπο
μαζί του. Και δεν οδηγεί αυτός «εις πάσαν την αλήθειαν», που είναι βέβαια ο
ίδιος, αλλά το Πνεύμα. Kι όταν (μάλιστα…) ονομάζεται –
στην τρίτη και τέταρτη ρήση περί Παρακλήτου – αυτός που μαρτυρά για τον Ιησού
το Πνεύμα, γίνεται ‘ξεκάθαρη’ η διάκριση. Μπορεί λοιπόν να εμφανίζεται λιγότερο
‘ισχυρή’ στον Παύλο αυτή η προφανής στον Ιωάννη διαφορά, επειδή (ακριβώς…) περιγράφεται εδώ η λαμπρότητα του
Αναστημένου (Χριστού…) ως η πλήρης
συμμετοχή του στο Πνεύμα, και η εμμένουσα παραμονή στον εαυτό του (εν Χριστώ – en Christoi) ως παραμονή ταυτόχρονα
στο Πνεύμα (εν πνεύματι – en pneumati) - (( Σημ. τ. μετ.: Οι Γερμανοί, δυστυχώς,
αποφάσισαν στην ιστορία τους να ‘ξεπεράσουν’ τούς Έλληνες, αρχαίους και
μεσαιωνικούς, διαστρέφοντας τα
‘επιτεύγματα’ και τις ‘ανακαλύψεις’ ή ‘αποκαλύψεις’ τους, που ήταν και είναι
ωστόσο όλα δώρα και αντίδωρα προς το σύνολο των ανθρώπων, ή καλύτερα: προς
όποιον το θελήσει. Αυτή η άκρατη μεγαλομανία έχει οδηγήσει ήδη σε αμέτρητες
καταστροφές την ανθρωπότητα. Ξεχωρίζουν μέσα στον γερμανικό λαό κάποιοι μόνο,
που έστω και ‘μοναχικά’, έστω και ‘περιθωριακά’ κάνουν το αποφασιστικό βήμα να
ζήσουν και να εργαστούν πνευματικά όπως αρμόζει σε αληθινούς ανθρώπους·
γινόμενοι έτσι κι οι ίδιοι πραγματικοί άνθρωποι, προσφέροντας και στους
υπόλοιπους τους καρπούς τών κόπων τους… )) .
Δεν ενδιαφέρεται ωστόσο πλέον να
προσδιορίση εγγύτερα αυτήν τη ‘μυστηριώδη’ ταυτότητα
στη διαφορά η Καινή Διαθήκη· γιατί πρόκειται κυρίως για μαρτυρία και όχι
για θεωρία. Που θα διαδώση ‘διεξοδικά’ τις ηθικές
επενέργειες και απαιτήσεις τής
πνευματικής δωρεάς τόσο τού Ιησού όσο και του Πατρός (Ρωμ. 8, 9. 5, 5 – «…οι
γαρ κατά σάρκα όντες τα της σαρκός φρονούσιν, οι δε κατά πνεύμα τα του
πνεύματος. το γαρ φρόνημα της σαρκός θάνατος, το δε φρόνημα του πνεύματος ζωή
και ειρήνη· διότι το φρόνημα της σαρκός έχθρα εις Θεόν· τω γαρ νόμω τού Θεού
ουχ υποτάσσεται· ουδέ γαρ δύναται· οι δε εν σαρκί όντες Θεώ αρέσαι ου δύνανται.
υμείς δε ουκ εστέ εν σαρκί, αλλ’ εν πνεύματι, είπερ Πνεύμα Θεού οικεί εν υμίν.
ει δέ τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ έστιν αυτού. ει δε Χριστός εν
υμίν, το μεν σώμα νεκρόν δι’ αμαρτίαν, το δε πνεύμα ζωή δια δικαιοσύνην. ει δε
το Πνεύμα τού εγείραντος Ιησούν εκ νεκρών οικεί εν υμίν, ο εγείρας τον Χριστόν
εκ νεκρών ζωοποιήσει και τα θνητά σώματα υμών δια το ενοικούν αυτού Πνεύμα εν
υμίν»…), στις οποίες και μπορεί να αναγνωρίση κανείς, το τί μπορεί να χορηγήση
το Πνεύμα τού Θεού και το Πνεύμα τού Χριστού στην Εκκλησία. Αναβλέποντας τώρα
απ’ αυτές τις επενέργειες προς τον Θεό τής Καινής Διαθήκης, μπορούν να
ονομασθούν πολυάριθμα βέβαια σημεία όπου και ‘απαριθμούνται’ ο Πατήρ, ο Υιός
και το Πνεύμα· συνάθροισε μάλιστα ένα πλήθος από τέτοιες τριαδικές διατυπώσεις
απ’ τις Επιστολές και απ’ τον Ιωάννη ο K.H. Schelke· παρατηρώντας ωστόσο ότι «τους
λείπει ακόμα μια αυστηρά διατυπωμένη έκφραση, και δεν εννοούνται ακόμα αυστηρά
δογματικά… Ο αιώνιος Πατέρας αποκαλύφθηκε στον Υιό· και το Πνεύμα είναι η παρουσία τού Θεού στην Εκκλησία.
‘Αποχωρίζεται’ ωστόσο εδώ από μιαν καθαρή λειτουργικότητα, προσωποποιείται και
‘ανεξαρτητοποιείται’ το Πνεύμα». Αλλά και η τριαδική διατύπωση για το Βάπτισμα
στο τέλος τού κατά Ματθαίον Ευαγγελίου (28, 19 – «…πορευθέντες μαθητεύσατε
πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του
Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν· και ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τάς
ημέρας έως τής συντελείας τού
αιώνος. αμήν.»…) θα μπορούσε να σημαίνη κατ’ αρχάς την ομολογούμενη γενική πίστη τής Εκκλησίας κατά την
υποδοχή τού Βαπτίσματος.
Το πώς περίπου να σκεφτούμε ή τουλάχιστον
να περιγράψουμε την παντοδύναμη και ζωοποιό θεїκή δύναμη, που εκδηλώνεται ήδη
κατά την αποστολή τού Ιησού απ’ τον Πατέρα, και κατά τον δοξασμό αργότερα του
Υιού και την αποστολή τού Πνεύματος στην Εκκλησία, αυτό το αφήνει ‘ανοιχτό’ η
Καινή Διαθήκη. Η οποία και αρκείται στο να ‘περικυκλώση’ απλώς από πολλές, και
φαινομενικά αντίθετες συχνά πλευρές τη ‘μυστική’ πραγματικότητα του Πνεύματος.
Διαθέτει έτσι προπάντων μια
χαρακτηριστική γι’ αυτό ελευθερία το Πνεύμα, που εκφράζεται στο ασύλληπτο της
πνοής του («όπου θέλει») στον Ιωάννη (3, 8), και γνωστοποιείται με τις ‘ανυπολόγιστες καταβάσεις’ του, και
την παροχή συγκεκριμένων οδηγιών ή απαγορεύσεων στις Πράξεις τών Αποστόλων·
αποδεικνύεται δε με την απελευθέρωση του
πιστού απ’ τη σκλαβιά τών αμαρτιών, όπως τις γεννά ο εξωτερικός νόμος, και
την ικανότητα για χριστιανική αγάπη στον Παύλο, αγάπη που εκπληρώνει με την
ελεύθερη υπεροχή της ολόκληρο τον νόμο (Γαλ. 5, 13 κ.ε. – «Υμείς γαρ επ’
ελευθερία εκλήθητε, αδελφοί· μόνον μη την ελευθερίαν εις αφορμήν τη σαρκί, αλλά
δια της αγάπης δουλεύετε αλλήλοις. ο
γαρ πας νόμος εν ενί λόγω πληρούται, εν τω αγαπήσεις τον πλησίον σου ως
σεαυτόν. ει δε αλλήλους δάκνετε και κατεσθίετε, βλέπετε μη υπ’ αλλήλων
αναλωθήτε»…). Καθ’ όσον είναι ελεύθερο και ελευθερώνει, δεν μπορεί να
προσδιοριστή πλέον με βάση τον Νόμο το Πνεύμα. Ενώ μια άλλη ‘γενική’ άποψη
είναι το ότι επιτυγχάνεται μια προσωπική
ανταλλαγή μέσω τού Πνεύματος. Που επενεργεί, ως ο ιωάννειος ‘εξηγητής’ και
‘εισαγωγέας’, με μιαν πολύ βαθύτερην έννοια απ’ ό,τι ένας δάσκαλος που διδάσκει
αλήθειες, και το μαρτυρούν αυτό οι ιωάννειες «ενυπάρχουσες (‘εμπειρικές’…)
διατυπώσεις». Μπορούμε να πούμε πως ανήκει κυρίως στην Χριστολογία αυτό το
Πνεύμα, που μας εισάγει ωστόσο στον εσώτατο
Ιησού, στην ‘ανταλλαγή’ του με τον Πατέρα, που την αποκαλύπτει με ολόκληρη
την προσωπικότητά του, οδηγώντας μας ταυτόχρονα στην προσωπική σχέση τού «παιδιού»
προς τον Πατέρα (( Σημ. τ. μετ.:
«Έχω προσωπική σχέση μαζί σου» σημαίνει στα νέα ελληνικά ότι έχουμε «προσωπικό
πάρε-δώσε» και κάνουμε διάφορες «ανταλλαγές» και «συναλλαγές», κάθε είδους και
«ποιότητας»… )) . Εγείρεται έτσι εκ νέου το ερώτημα, αν μπορούν να κατανοηθούν
καθαρά προσωπικά τέτοιες λειτουργίες. Καθώς ατενίζει μάλιστα ο ίδιος ο Ιησούς
(ακόμα και ο Εξυψωμένος) προς τον «μεγαλύτερό» του Πατέρα και παροτρύνει και
τους Μαθητές να ατενίσουν μαζί του, κάτι το οποίο «μπορεί να πραγματοποιηθή
μόνο μέσω τού απεσταλμένου απ’ τον Υιό Πνεύματος», «εντελώς ανάλογα προς την
παύλεια διαπίστωση» στον Ιωάννη, αλλά και αντίστοιχα της απαιτούμενης στο Ιωάν.
4, 23 κ.ε. προσευχής «στο Πνεύμα και στην αλήθεια» του Θεού, ο οποίος και
«είναι» (ως ο παντοτινά Μεγαλύτερος και Μείζων) ο ίδιος «Πνεύμα», που δεν
μπορούν αμφότερα να αναχθούν απλώς στη Χριστολογία.
Μια περαιτέρω ‘ένταση’ συναντάται στη
διαφορά, σε όλους τούς Ευαγγελιστές, ανάμεσα στην πλήρη παρουσία τού Πνεύματος
στον επίγειο Ιησού και στην έκχυσή του στην Εκκλησία, «επί πάσαν» δηλ. «σάρκα»,
με την Ανάσταση και τη δοξασμένη Εξύψωση του Ιησού. Η θεїκή ‘υπαρξιακή’ δύναμη
που κατήλθε στον Ιησού κατά τη Βάπτιση, και που δεν ταυτίζεται μαζί του,
«εκχέεται» (στις ρήσεις περί Παρακλήτου και στις Πράξεις τών Αποστόλων) τόσο ως
το Πνεύμα για το οποίο παρακαλούμε και το οποίο αποκτούμε απ’ τον Πατέρα, όσο
και ως το ίδιο του το Πνεύμα στις καρδιές και στον κόσμο: μια μη ταυτιζόμενη λοιπόν ούτε με τον Πατέρα ούτε με τον Υιό, αρμόζουσα ωστόσο και στους δυό και
‘συνενώνοντάς’ τους δύναμη (( Σημ.
τ. μετ.: Άχ! Ας θυμηθούμε ξανά τα περίφημα λόγια τού αγίου Μαξίμου,
αποθησαυρισμένα στη σελ. 104 του «Υποκειμένου που εκκλησιάζεται»… )) Και εγείρεται έτσι συνεχώς απ’ την Καινή
Διαθήκη το ερώτημα: Τί είναι (τέλος πάντων…) αυτή η δύναμη; Και γιατί μάς
παρουσιάζεται μόνο στην ποικιλία τών υπαινιττομένων απόψεων και δεν ονομάζεται
πουθενά κεντρικά; Μήπως δεν είναι καν δυνατόν αυτό; (( Προσοχή! Δεν είναι αφελείς οι άνθρωποι,
αλλά δουλεύουν προς έναν συγκεκριμένον σκοπό… )) .
Και κάτι τελευταίο: το Πνεύμα είναι
«Πνεύμα τού αγιασμού» στην Καινή Διαθήκη (Ρωμ. 1, 4. 2, 13), και είναι έτσι αναγκαστικά το ίδιο «Άγιο Πνεύμα»
(Λουκ. 10, 21. 11, 13. Ιωάν. 20, 22 κ.α.), και άρα θεїκό, όπως θα το δείξουν
διεξοδικά οι Πατέρες, Πνεύμα. Αν θεωρήσουμε όμως, πως μπορεί να αγιάζη
προσωπικά μια «απρόσωπη» θεїκή δύναμη, πρέπει να θέσουμε και μια δυαδικότητα
στον Θεό: έναν Πατέρα, που δεν έχει τίποτα άλλο παρά έναν Υιό, κάτι το
ακατανόητο για την ανθρώπινη λογική και επίσης απαράδεκτο μετά τη φανέρωση των
‘τριαδικών απεικονίσεων’ (imagines
trinitatis) στον
προηγούμενο τόμο, καθώς αποφέρει μιαν ακατανόητη εικόνα τού Θεού η δομή τού
δημιουργήματος. Και καμμιά χριστιανική θεολογία, είτε ‘καθολική’ (katholisch) είτε μη ‘καθολική’, δεν
διεκπεραίωσε ποτέ κάτι τέτοιο, αλλά προτίμησε
να επιστρέψη, αρνούμενη τον ορισμό τής Νίκαιας
(( το Σύμβολο της Πίστεως… ))
, σ’ έναν παλαιοδιαθηκικό Μονοθεїσμό (Monotheismus). Όποιος δεν θέλει να συμπράξη σ’ αυτήν την οπισθοχώρηση, είναι
υποχρεωμένος να υπερβή προς μιαν Τριαδικότητα τη Δυαδικότητα του Θεού (( Πώς να τους λυπηθής;… )) . Και τίθεται
έτσι για πρώτη φορά το πιεστικό εδώ
πρόβλημα, τί ή ποιος είναι το Πνεύμα. Κάτι που γίνεται εντελώς σαφές,
όταν αναγνωρισθή ότι δεν μπορούμε να διαπραγματευθούμε ως μια φαινομενικά
‘κοινήν’ έννοια, όπως στο κοσμικό, ή στο ανθρώπινο τουλάχιστον πεδίο, το «πρόσωπο» στον Θεό. Μήπως δεν το
επισημαίνει άλλωστε ήδη αυτό, το ότι
παραμένει δίχως ‘πρόσωπο’ και δίχως ‘όψη’ στη Γραφή το Πνεύμα; Που γίνεται αισθητό μέσα απ’ τα τρία άλλα
στοιχεία επάνω στη ‘στέρεη’ γη: θύελλα που φυσά (φυσομανά…), άνεμος,
αναβρασμός, φωτιά που καίει, νερό που κυλά και χύνεται· επισημαίνεται το
ακατάληπτό του με όλα αυτά (( Ξεχάστηκε
παντελώς η εμπειρία τού προφήτη Ηλία εδώ… )) . Ενώ έχουμε και συνδυασμό τών
τριών στοιχείων: εμφανίζεται ως φωτιά και νερό το Πνεύμα στην υπόσχεση του
Βαπτίσματος (πρβλ. Λουκ. 12, 49-50 – «εκείνος δε ο δούλος, ο γνους το θέλημα
του κυρίου εαυτού και μη ετοιμάσας μηδέ ποιήσας προς το θέλημα αυτού, δαρήσεται
πολλάς· ο δε μη γνους, ποιήσας δε άξια πληγών, δαρήσεται ολίγας. παντί δε ώ
εδόθη πολύ, πολύ ζητηθήσεται παρ’ αυτού, και ώ παρέθεντο πολύ, περισσότερον
αιτήσουσιν αυτόν. Πυρ ήλθον βαλείν επί
την γην, και τί θέλω ει ήδη ανήφθη! βάπτισμα δε έχω βαπτισθήναι, και πώς
συνέχομαι έως ού τελεσθή! δοκείτε ότι ειρήνην παρεγενόμην δούναι εν τη γη;
ουχί, λέγω υμίν, αλλ’ ή διαμερισμόν. έσονται γαρ από τού νυν πέντε εν οίκω ενί
διαμερισμένοι, τρεις επί δυσί και δύο επί τρισί, διαμερισθήσονται πατήρ επί υιώ
και υιός επί πατρί, μήτηρ επί θυγατρί και θυγάτηρ επί μητρί, πενθερά επί την
νύμφην αυτής και νύμφη επί την πενθεράν αυτής»…), ως θυελλώδης άνεμος και φωτιά
την Πεντηκοστή· ή να συνδέονται με το Πνεύμα: βάπτισμα εν «πνεύματι και πυρί»,
και «χείμαρροι ζωντανού ύδατος», που σημαίνουν το Πνεύμα (Ιωάν. 7, 38 κ.ε.). Kαι επιστρέφουμε έτσι σε όσα
είπαμε παραπάνω μ’ αυτήν την ‘απουσία προσώπου’: ένας ασύλληπτος και
‘απρόσωπος’ (δίχως όψη…) Θεός ακτινοβολεί σ’ αυτόν που ‘φέρει πρόσωπο’ (τον
Χριστό!...) τη δόξα τού Θεού, που εμείς την αντικατοπτρίζουμε και στην οποία
μπορούμε να μετατραπούμε (Β’ Κορ. 3, 17 κ.ε.), ‘εξηγεί’ όμως τον Θεό αυτή η
‘όψη’, που «δεν τον έχει δη ποτέ κανείς» (Ιωάν. 1, 18), επειδή «κατοικεί», παρ’
όλο που έγινε προσιτός, «στο απρόσιτο φως» (Α’ Τιμ. 6, 16). ‘Εισάγει’ δε και
‘εξηγεί’ έτσι και μόνον έτσι τα ανεξιχνίαστα «βάθη τού Θεού» (Α’ Κορ. 2, 10 –
«…ει γαρ έγνωσαν, ουκ αν τον Κύριον της δόξης εσταύρωσαν· αλλά καθώς γέγραπται,
ά οφθαλμός ουκ οίδε και ούς ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, ά
ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν. ημίν δε ο Θεός απεκάλυψε δια του
Πνεύματος αυτού· το γαρ Πνεύμα πάντα ερευνά, και τα βάθη τού Θεού»…) το Πνεύμα.
(( Σημ. τ. μετ.: Δυό μικρά σχόλια: 1) Είναι
εκπληκτική η ομοιότης και αποδεικνύεται άλλη μια φορά πού κυρίως ή και
αποκλειστικά στηρίχθηκαν εκείνοι που στα σύγχρονά μας χρόνια παρουσίασαν
διδασκαλίες περί ‘προσώπου’ και τόσα άλλα, με ορθόδοξο ένδυμα -!- στον τόπο
μας. Και 2): Είναι φανερό ότι οι άνθρωποι αυτοί, της ‘Δύσεως’, στερούμενοι νοός
και διακρίσεως, πέφτουν σε αλλεπάλληλες συγχύσεις προσπαθώντας μόνο με το
μυαλό, τη ‘σκέψη’ – που δεν είναι καν σκέψη…-, να μιλήσουν με βάση τη sola scriptura για όλα
εκείνα που ο Κύριος μάς είπε: Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω… )) .
( συνεχίζεται, με το επόμενο κεφάλαιο: Οι
Πατέρες. Το μυστικό πρόσωπο )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου