Δευτέρα 17 Ιουλίου 2017

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (17)- H νέα αίρεση

Συνέχεια από Δευτέρα, 3 Ιουλίου 2017

                                           HANS URS VON BALTHASAR
                                     ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  (THEOLOGIK)
                                                 Τρίτος Τόμος
             ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ  (DER GEIST DER WAHRHEIT)
        (Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2)    Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
                                                      Johannes Verlag, 1987

                                       2.  OΙ ΠΑΤΕΡΕΣ. ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

                                         α)  Τριαδικός τρόπος υπόστασης

     Μπορούμε τώρα να κατανοήσουμε τον κόπο τών Πατέρων και τη φροντίδα και την επιφύλαξή τους ως προς τον προδιορισμό τής φύσης τού Πνεύματοις, να τα κατανοήσουμε καλύτερα μάλιστα από ορισμένες πρόχειρες διατυπώσεις τής οψιμότερης  (( ; ))  θεολογίας. Δεν θα αναφερθούμε εδώ άλλη μια φορά στους πρώτους ‘ερμηνευτές’, που ήθελαν οι ίδιοι να είναι εμπνευσμένοι μάλλον μάρτυρες παρά αντικειμενικοί θεολόγοι, αλλά στην εποχή μετά τη Νίκαια, οπότε και δεν ήταν δυνατόν να ‘περιμένη’ περισσότερο, μετά τον προσδιορισμό τής ομοουσιότητας Πατρός και Υιού, μια ‘δήλωση’ και για το Πνεύμα.
      Πρέπει να αναλογιστούμε κατ’ αρχάς τις ομόφωνες ΄δηλώσεις’ τών Πατέρων, που μαρτυρούν την αμηχανία τους, να διατυπώσουν κάτι και για το «πρόσωπο» του Πνεύματος. Στο ‘κατώφλι’ βρίσκεται ο Κύριλλος Ιεροσολύμων (που πέρασε οριστικά στο ‘κόμμα΄τών Νικαέων το 381). Μια βασική ιδέα διαπερνά τις δυό του κατηχήσεις για το Άγιο Πνεύμα (16 και 17): ότι υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός εκφράσεων για το Πνεύμα στις Γραφές, αλλά δεν πρέπει να ‘συγχυσθή’ κανείς μ’ αυτήν την πολλαπλότητα, γιατί «είναι μόνον ένα» το Πνεύμα (16, 3.24 – 17, 2-3). Αλλά ακόμα κι αν «χρειαζόμαστε πράγματι τη δωρεά τού Πνεύματος, για να μιλήσουμε γι’ αυτό, είναι αδύνατο να μιλήσουμε όπως αντιστοιχεί στη ‘μεγαλειώδη’ του ύπαρξη (φύση, ουσία…)» (16, 1), μπορούμε μόνο να διατρέξουμε τα λόγια τής Γραφής. «Μην ξεχνάτε» ωστόσο, μπροστά στα πολλά ‘λόγια’, «ότι δεν μετέχεται το Πνεύμα, αλλά η επενεργούμενη δι’ αυτού χάρις» (17, 12). Είναι αδύνατο να ορισθή η υπόστασή του (Hypostase), και πρέπει άρα να αρκεσθούμε, στο να την προφυλάξουμε απ’ τις διάφορες πλάνες. «Είναι αρκετό το να Το γνωρίζης. Δεν πρέπει να θέλης όμως να εξερευνάς με περιέργεια τη φύση ή την ουσία τού Πνεύματος… Και δεν θέλουμε να τολμήσουμε να μιλήσουμε για ό,τι δεν είναι γραμμένο» (16, 24).
     (( Σημ. τ. μετ.: Ο άνθρωπος αυτός αναφέρεται εδώ στον άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων, όχι για να διδαχθή αλλά για να διδάξη! Παραθέσαμε και σε προηγούμενη ανάρτηση κάποιες παραγράφους απ’ το εν λόγω κείμενο, τις «Κατηχήσεις», και θα παραθέσουμε κι εδώ, ενδεικτικά, την πρώτη παράγραφο απ’ την 16η κατήχηση, για να δούμε με τα ίδια μας τα μάτια (τής ψυχής…) το πόσο διαφέρει η εν Κυρίω ταπείνωση των Πατέρων μας απ’ την υπερηφάνεια εκείνων που θέλουν να ‘διδάξουν’ οι ίδιοι τον κόσμο, στο όνομα μάλιστα του Χριστού! Η μέρα με τη νύχτα, το φως με το σκοτάδι… «Πνευματικής αληθώς χρεία τής Χάριτος, ίνα περί Πνεύματος Αγίου διαλεχθώμεν ουχ ίνα το κατ’ αξίαν είπωμεν, αδύνατον γαρ, αλλ’ ίνα τα από τών θείων Γραφών ειπόντες ακινδύνως διέλθωμεν. Φόβος γαρ αληθώς μέγας εν τοις Ευαγγελίοις γέγραπται του Χριστού σαφώς ειρηκότος· “ός δ’ αν είπη λόγον κατά τού Πνεύματος του Αγίου, ουκ αφεθήσεται αυτώ, ούτε εν τω αιώνι τούτω ούτε εν τω μέλλοντι”. Και έστι πολλάκις δέος μή ποτέ τις ή εξ αγνοίας ή εκ νομιζομένης ευλαβείας ειπών, ό μή χρή περί αυτού, λάβη την καταδίκην. Ο Κριτής ζώντων και νεκρών Ιησούς Χριστός απεφήνατο ότι ουκ έχει άφεσιν. Εάν ούν τις πταίη, ποίαν έχει την ελπίδα;» - Θέλει προσοχή, γιατί οι άνθρωποι αυτοί, όπως ο Μπαλτάσαρ, ‘ψαρεύουν’ επιλεκτικά λέξεις και φρασούλες, με μοναδικό σκοπό να εξυπηρετήσουν τα ήδη προδιαγεγραμμένα τους σχέδια, σκέψεις κ.τ.λ…. ))
     Ενώ ανοίγει τον δρόμο προς την ‘ιδέα’ (Idee) τής «ομοουσιότητας» του Πνεύματος με τον Πατέρα και τον Υιό, απέχοντας ωστόσο μ’ έναν εκδηλωτικά ευσεβή λόγο απ’ όλες τις ‘απερίσκεπτες’ εκφράσεις στο πρώτο του γράμμα (επιστολή…) προς τον Σεραπίωνα ο Αθανάσιος (1, 27), προχωρά στο βασικό του έργο για το Άγιο Πνεύμα αποφασιστικά προς μια θεολογία τού Πνεύματος ο Βασίλειος. Που γνωρίζει, όπως και ο Κύριλλος, ότι μπορούμε να μιλήσουμε μόνον «εν Πνεύματι» για το Πνεύμα (27, 66), κι ότι μπορούμε να ξεκινήσουμε απλώς απ’ τις επιδράσεις του· όταν μιλάμε δε για την «εκπνοή απ’ το στόμα τού Θεού», σημαίνει αυτό σίγουρα μιαν «ζωντανή σοφία, δασκάλα τού αγιασμού, που δηλώνει μεν την εσωτερικήν εγγύτητα προς τον Θεό, ενώ μένει άρρητος ο τρόπος τής υπάρξεως (tropos tes hyparxeos)» (18, 46), μια ‘έκφραση’ που τη συναντάμε ήδη στον Αθανάσιο και που θα εμπλουτισθή απ’ τους επόμενους. «Άρρητη και άγνωστη είναι τόσο η ‘κοινότητα’ του Πνεύματος (με τον Πατέρα και τον Υιό) όσο και η διαφορετικότητά του (απ’ αυτούς)», προσθέτει ο Βασίλειος (Επιστολή 38, 4). Και εντυπωσιάζει εδώ η ενότητα ακριβώς τού Πνεύματος μέσα στην απέραντη ποικιλία τών χαρισμάτων του, εξίσου ισχυρά όπως τον Κύριλλο Ιεροσολύμων και τον Βασίλειο. Μια ενότητα, που την ‘εξισώνει’ ακριβώς ο Βασίλειος με την ενότητα του Πατρός και την ενότητα του Υιού   (( τρεις ξεχωριστές ‘ενότητες’!... )) , και με την οποίαν παραμένει ένα αναποκάλυπτο μυστικό   (( ενώ τα άλλα ‘πρόσωπα’ τα γνωρίζουμε!... ))  το «τελειοποιούν τη δοξασμένη και μακάρια Τριάδα» Πνεύμα.
     (( Σημ. τ. μετ.: Εδώ κρύβεται η προσπάθεια για ένωση όλων τών ‘Εκκλησιών’ σε μιαν ‘καινούργια’, ενιαία, παγκόσμια ‘Εκκλησία’, ο ‘γνωστός’ μας Οικουμενισμός, όπου το Άγιο Πνεύμα θα ‘ενώση’, «ένα και το αυτό στην ποικιλία τών χαρισμάτων του», ακριβώς στην ‘εποχή’ του, την ‘εποχή τού Αγίου Πνεύματος’, όλα τα ‘μέρη’, και την Ορθοδοξία, σε ένα! Κάτι τόσο ‘απλό’ και τόσο ‘οφθαλμοφανές’, που απορεί κανείς για το ότι οι ‘ταγοί’ μιλούν ακόμη, μηδενός εξαιρουμένου - ! - , για μιαν άνευ περιεχομένου ‘παναίρεση’, ‘τυφλοί’ προς ‘τυφλούς’… ))
       Kι ενώ γνωρίζει μεν τη θεοποιό δύναμη του Πνεύματος ο Βασίλειος, ‘συγκρατείται’ όμως σοφά απ’ το να το ονομάση άμεσα Θεό   (( Δεν έχουν τον Θεό τους στην αυθαιρεσία!... )) , δεν διστάζει πια απ’ αυτήν την άποψη ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, που ξεύρει ωστόσο πως δεν εξηγεί έτσι  (( ; ))  τον τρόπο τής θεїκής του ύπαρξης. Παραμένει στον λόγο της Γραφής για την «εκπόρευση» του Πνεύματος απ’ τον Πατέρα (Ιωάν. 15, 26 – «…αλλ’ ίνα πληρωθή ο λόγος ο γεγραμμένος εν τω νόμω αυτών, ότι εμίσησάν με δωρεάν. όταν δε έλθη ο παράκλητος όν εγώ πέμψω υμίν παρά τού πατρός, το Πνεύμα τής αληθείας ό παρά τού πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυρήσει περί εμού· και υμείς δε μαρτυρείτε, ότι απ’ αρχής μετ’ εμού εστε»…), αλλά τί σημαίνει αυτό; Είναι σίγουρο, πως δεν είναι κάποιο δημιούργημα αυτό το Πνεύμα. «Πές μου όμως εσύ, τί σημαίνει η αγεννησία τού Πατρός, και θα σου δείξω τότε κι εγώ τη γέννηση του Υιού και την εκπόρευση του Πνεύματος, θα είμαστε όμως έτσι κι οι δυό παράφρονες, αν θελήσουμε να κοιτάξουμε με περιέργεια τα μυστήρια του Θεού» (Λόγος 31, 8 – Και συνεχίζεται ως εξής το απόσπασμα: «τίς ούν η εκπόρευσις; ειπέ σύ την αγεννησίαν τού Πατρός, καγώ την γέννησιν του Υιού φυσιολογήσω, και την εκπόρευσιν του Πνεύματος, και παραπληκτίσομεν άμφω εις Θεού μυστήρια παρακύπτοντες· και ταύτα τίνες; οι μηδέ τα εν ποσίν ειδέναι δυνάμενοι, μηδέ ψάμμον θαλασσών, και σταγόνας υετού, και ημέρας αιώνος εξαριθμήσαι, μη ότι γε Θεού βάθεσιν εμβατεύειν, και λόγον υπέχειν τής ούτως αρρήτου και υπέρ λόγον φύσεως»…). Καμμιά εγκόσμια παρομοίωση ή εικόνα δεν μπορεί να επαρκέση για την πραγματικότητα του Πνεύματος  (( άντε πάλι το Πνεύμα ξεχωριστά… )) , και μόνον η απλή και σταθερή πίστη μπορεί να μας μεταφέρη, πέρα απ’ όλα τα εγκόσμια, στο τριαδικό μυστικό (ό.π. 31, 33 – Τελειώνει δε ως εξής αυτός ο λόγος τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου – θεολογικός πέμπτος περί Αγίου Πνεύματος - : «τέλος ουν έδοξέ μοι κράτιστον είναι τας μεν εικόνας χαίρειν εάσαι και σκιάς, ως απατηλάς και της αληθείας πλείστον αποδεούσας, αυτόν δε της ευσεβεστέρας εννοίας εχόμενον, απ’ ολίγων ρημάτων ιστάμενον, οδηγώ τω Πνεύματι χρώμενον, ήν εντεύθεν έλλαμψιν εδεξάμην, ταύτην εις τέλος διαφυλάσσοντα, ως γνησίαν κοινωνόν και συνόμιλον, τον αιώνα τούτον διαπορεύεσθαι διατέμνοντα, και τους άλλους πείθειν εις δύναμιν προσκυνείν Πατέρα, και Υιόν, και Πνεύμα άγιον, την μία Θεότητά τε και δύναμιν· ότι αυτώ πάσα δόξα, τιμή, κράτος, εις τους αιώνας τών αιώνων. Αμήν»…).
      Δεν τα λέει δε διαφορετικά και το αποδιδόμενο στον Δίδυμο βιβλίο για την Αγία Τριάδα: «Μάταια τίθεται το ερώτημα, ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στη γέννηση και την εκπόρευση· γιατί όπως είναι άγνωστος ο τρόπος, έτσι είναι άγνωστη και η διαφορά, αν μπορούμε μάλιστα καν να υποθέσουμε και να πούμε κάτι γι’ αυτόν τον τρόπο. Είναι δε επηρμένο, το να παραθέτουμε λόγους και αιτίες για πράγματα, που βρίσκονται πέρα από κάθε αιτιολόγηση και αντίληψη».
       Η ίδια παράδοση συνεχίζεται όμως και στον Μάξιμο τον Ομολογητή, που λέει για το Πνεύμα, πως «εκπορεύεται απ’ τον Πατέρα δια του γεγεννημένου Υιού με άρρητον τρόπο», για να ‘εκβάλη’ (η παράδοση!...), όσον αφορά στους Έλληνες Πατέρες, στον Ιωάννη Δαμασκηνό, που λέει στην Ομολογία του για τη θεїκή Τριάδα, πως «υφίσταται μια διαφορά μεταξύ τής γεννήσεως (του Υιού) και της εκπορεύσεως (του Πνεύματος)· τί είδους όμως είναι αυτή η διαφορά, δεν το γνωρίζουμε καθόλου»   (( Σημ. τ. μετ.: Στην «Έκδοση ακριβή τής ορθοδόξου πίστεως» ‘μιλά’ σε ένα κείμενο έντεκα σελίδων ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός για την Αγία Τριάδα – κεφάλαιο Α’ 8. Από όλο αυτό ο Μπ. αποσπά μόνον ό,τι ο ίδιος ‘θέλει’. Λέει δε ο άγιος Ιωάννης στο ‘συγκεκριμένο’ σημείο: «Και ότι μεν έστι διαφορά γεννήσεως και εκπορεύσεως, μεμαθήκαμεν· τίς δε ο τρόπος τής διαφοράς, ουδαμώς. Άμα – ταυτόχρονα – δε και η Υιού εκ του Πατρός γέννησις, και η του Αγίου Πνεύματος εκπόρευσις» - Δυστυχώς οι Γερμανοί έρχονται και ξανάρχονται για να επιβάλλουν το δικό τους θέλημα, το απολύτως καταστροφικό και αυτο-καταστροφικό… )) .
     Δεν είναι λιγότερο εύγλωττοι  (( ! ))  εδώ οι Λατίνοι, με τη μόνη διαφορά, ότι συμβαίνει εδώ και απ’ τον Υιό η άρρητη εκπόρευση του Πνεύματος, γιατί «γεννώντας τον δίνει ο Πατήρ στον Υιό, το να εκπορεύεται κι απ’ αυτόν το Πνεύμα», λέει ο Αυγουστίνος   (( Φτάνουμε σιγά-σιγά στο ότι είναι όλα τα ίδιο, σ’ Ανατολή και Δύση, κι ανάξια να μας χωρίζουν… )) . Παρ’ όλο όμως που προέρχεται (εκπορεύεται…) κι απ’ τους δυό, δεν είναι Υιός και των δυό  (( ; )) , «αλλά εξέρχεται κι απ’ τους δυό. Ποιος θα μπορούσε όμως να εξηγήση, μιλώντας για την εξοχώτατη ύπαρξη, το πού βρίσκεται η διαφορά μεταξύ γεννήσεως και εκπορεύσεως;   (( Οπότε, ό,τι δεν ‘καταλαβαίνουμε’, το συγχέουμε;… ))  Δεν γεννώνται όλα όσα εξέρχονται, έστω κι αν εξέρχεται ό,τι γεννάται. Έτσι δεν είναι και όλα τα δίποδα άνθρωπος, έστω κι αν είναι κάθε άνθρωπος δίποδος   (( Υπάρχουν ωστόσο και τα δίποδα ‘τέρατα’… )) . Τόσα γνωρίζω, αλλά δεν γνωρίζω να διακρίνω ανάμεσα σ’ αυτήν τη γέννηση κι αυτήν την εκπόρευση, και δεν επαρκώ   (( Το υποκείμενο ‘πληγώνεται’… )) . Επειδή είναι και τα δυό άρρητα, μπορούμε να πούμε – όπως λέει ο Προφήτης για τον Υιό: Ποιος μπορεί να εκφράση τη γέννησή του; (Jes 53) – με την ίδιαν ακριβώς αλήθεια και για το Πνεύμα: Ποιος μπορεί να περιγράψη την εκπόρευσή του;» Και ‘υποβοηθά’ εδώ ο Hilarius παραδεχόμενος, πως καλύτερα να σιωπούμε, και πως μόνον οι δάσκαλοι της πλάνης θα υποχρέωναν κάποιον να μιλήση. Όσον αφορά δε στο Πνεύμα, «το θεωρώ λανθασμένο», λέει, «να συζητούμε για τον τρόπο ύπαρξής του· υπάρχει (για μας), καθ’ όσον δίδεται, λαμβάνεται και διατηρείται». Ας μείνουμε καλύτερα στα λόγια τού Ευαγγελίου. Και λέει όπως οι Έλληνες στο τέλος τού δωδέκατου βιβλίου του για την Αγία Τριάδα: «Επιμένω σ’ αυτό μέσα στην άγνοιά μου· κατέχω την πραγματικότητα, παρ’ όλο που δεν την καταλαβαίνω».  Και λέει τελικά  (( ! ))  και ο Νικήτας τής Remesiana: «Ακόμα κι αν είναι παράτολμο να συζητήση κανείς γι’ Αυτόν, που συντροφεύει τον Πατέρα και τον Υιό, … πρέπει να δώσουμε ωστόσο έναν ‘λογαριασμό’. Πιστεύουμε (λοιπόν…) ότι το Άγιο Πνεύμα, ο Παράκλητος (Paraklet), εξέρχεται απ’ τον Πατέρα, ότι δεν είναι ο Υιός, ούτε και ο Υιός τού Υιού, αλλά το Πνεύμα, που δεν έχει επιτραπή σε κανέναν άνθρωπο να γνωρίση πώς έχει ‘φτιαχτή’ και πόσο μεγάλη είναι η εκπόρευσή του. Υπάρχει ως ιδιαίτερο και αληθινό πρόσωπο το Πνεύμα, … συνδεδεμένο σε κάθε ενέργεια με τον Πατέρα και τον Υιό. Και είναι άσκοπο, να του αρνηθούμε το θεїκό του όνομα ή τη θεїκή του τιμή» (σ.σ.: Ed. BurnCambridge 1905, 18, 21-22. Δεν μιλά διαφορετικά, παρ’ όλες τις ‘θεωρίες’ του, ο Μεσαίωνας. Για τον Άνσελμο εκπορεύεται “quodam inerrabili modo” απ’ τον Πατέρα και τον Υιό το Πνεύμα).   (( Σημ. τ. μετ.: Προσοχή! Οι άνθρωποι αυτοί δεν μετακινούνται ρούπι! Γιατί αλλιώς θα καραρρεύση ως χάρτινος πύργος – sola scriptura – το οικοδόμημα πάνω στο οποίο κάθονται! Κι ας λένε όσα ψέμματα θέλουν οι ‘δικοί’ μας που δήθεν συνομιλούν μαζί τους – για να περάσουν οι δικές τους θέσεις και σε εμάς! Δεν έχουμε πλέον επισκόπους να μας ‘εκπροσωπούν’, δηλαδή να μας ‘φυλάνε’… )) .
    Γιατί η τόσο μακρά παραμονή σ’ αυτήν την άγνοια; Ο λόγος είναι, ότι αυτό που ονομάζουν τρόπος τής υπάρξεως (tropos tes hyparxeos) – θεїκός τρόπος «προσωπικής» ύπαρξης – οι Πατέρες, είναι γι’ αυτούς μια άλλοτε διαφορετική και άλλοτε ιδιαίτερη θεїκή υπόσταση (Hypostase), κι ότι δεν είναι θεολογικά δυνατός ο προσδιορισμός αυτής τής ιδιαιτερότητας. Και μας δείχνει ήδη παραδειγματικά ο αγώνας τού Βασιλείου και του Γρηγορίου Νύσσης κατά τού Ευνομίου και του ορθολογικού καθορισμού τού τρόπου ύπαρξης του Πατέρα στην έννοια της αγεννησίας (Agennesie), με την οποίαν και θα διαβλεπόταν η ‘ύπαρξή’ του, ότι σκοπεύουν μεν στην «ιδιαιτερότητα» που θεμελιώνει στον Θεό την κάθε υπόσταση τα λόγια τής Γραφής, πως δεν μπορούμε όμως και να ‘διαβλέψουμε’ καθόλου μ’ αυτό στην ουσία τους. Και χρησιμοποιείται έτσι η έκφραση τρόπος τής υπάρξεως (και άλλοι ανάλογοι χαρακτηρισμοί, όπως ιδιότης idiotes και ιδίωμα idioma), για να υποδηλωθούν τρεις διαφορετικοί τρόποι να υπάρχη (να είναι…) ο Θεός, όχι όμως και με την έννοια ενός υπερ-όρου, υπό τον οποίον και θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν ενιαία (univok – με ενιαία φωνή…) διάφορες ‘περιπτώσεις’. Προχωρά δε τόσο μακριά ο Γρηγόριος Νύσσης ώστε να αναιρή πάλι, αφού είχε χρησιμοποιήσει κάπου αλλού για τη συγκεκριμένη ενότητα της θεїκής φύσης την εικόνα τής (συγκεκριμένης επίσης κατά κάποιον τρόπο γι’ αυτόν) ενότητας της ανθρώπινης φύσης σε περισσότερα αυτοτελή πρόσωπα, αυτήν ακριβώς την παρομοίωση, ώστε να μην κατανοηθούν όπως παρομοιάζονται τρεις άνθρωποι αναμεταξύ τους τα τρία θεїκά πρόσωπα: Μοιάζει (λέει…) με μιαν τροφό η Γραφή, που ‘τραυλίζει’ ενίοτε με τα παιδιά της, και αποδίδει μάτια και αυτιά και άλλα σωματικά μέλη στον Θεό. «Έτσι μιλά κατά τη γνώμη μας, για να ωφεληθούν και οι πιο αδύναμοι», για τρία πρόσωπα, ενώ είναι σημαντικότερη η μαρτυρία για την ενότητα.


     ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου