Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (71)

Συνέχεια από ,Πέμπτη 3 Αυγούστου 2017
                                      
                                      PAUL FRIEDLȀNDER
                                                ΠΛΑΤΩΝ
                                         ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ
                                 ΤΑ  ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ  ΚΕΙΜΕΝΑ
                                           Πρώτη περίοδος
ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΜΑΔΑ – Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΠΡΩΙΜΩΝ ΔΙΑΛΟΓΩΝ
                                   
                                         14.   Μ Ε Ν Ε Ξ Ε Ν Ο Σ
    
    
Πρόκειται για το πιο ‘ταραχώδες’ κείμενο του Πλάτωνα, και για την πιο παράδοξη ανάμεσα στις πολλές εικόνες του τού Σωκράτη: ο οποίος και εκφωνεί εδώ, ο εχθρός τών ωραίων λόγων και των πολιτικών ‘εκδηλώσεων’, το έτος 386, μισή δηλ. γενεά μετά τον θάνατό του, τον εορταστικό λόγο στην αθηναїκή πολιτεία τη μέρα που μνημονεύει τούς πεσόντες της. Και πλαισιώνεται από έναν σύντομο διάλογο αυτός ο μακρύς λόγος, όπου και αφηγείται στον Μενέξενο που τον ακούει με κάποια δυσπιστία, ότι έμαθε αυτόν τον λόγο απ’ την Ασπασία ο Σωκράτης. Είναι κατανοητό, ότι αμφισβητήθηκε για πάρα πολύ καιρό η γνησιότητα του κειμένου, αλλά ‘διασύρθηκε’ κιόλας κάποιες φορές, αντί να επιχειρηθή κάποια ‘εξήγηση’, ο διάλογος. Εκείνοι που ασχολήθηκαν σοβαρά με το κείμενο, προσπάθησαν να απλουστεύσουν την ‘ταραχή’ και τη ‘σύγχυση’. Είναι, είπαν, μια σάτιρα (Satire), ενάντια στην πατριωτική (patriotisch) ‘ευφράδεια’ ή ενάντια στην Αθήνα ή ενάντια και στα δυό. Ή και θέλησε εντελώς σοβαρά να δείξη ο Πλάτων, ότι μπορούσε να γράψη εξίσου καλά και εξίσου άσχημα έναν πανηγυρικό λόγο όπως οι άλλοι, υποτιμώντας εκ των υστέρων με τον ‘περιθωριακό’ διάλογο το ίδιο του το ‘κακοτέχνημα’. Και χρησιμοποιείται γι’ αυτήν την ‘εξήγηση’ το δεδομένο, ότι αυτο-χρονολογείται αυτό και μόνον ανάμεσα στα πλατωνικά κείμενα, ώστε να εννοηθούν σκοπιμότητες της στιγμής απ’ αυτό, είτε σαν να θέλησε να επιδράση στην αθηναїκή πολιτική εκείνων τών χρόνων, είτε και να απλώση συμφιλιωτικά το χέρι του προς την πατρική του πόλη ο Πλάτων. Όσον αφορά δε στην Ασπασία, πρόκειται πολύ πιθανώς για έναν λογοτεχνικό υπαινιγμό στον χαμένο διάλογο της Ασπασίας τού σωκρατικού Αισχίνη, με το οποίο και παραιτούμαστε κατηγορηματικά από μιαν ‘πραγματιστική’ ερμηνεία.
      Πριν να μπορέση ωστόσο να γίνη πιστευτή μια οποιαδήποτε μεμονωμένη άποψη αυτού τού είδους, πρέπει να τεθή ένα θεμέλιο. Ο «Μενέξενος» αποδεικνύει, όσον αφορά στην ‘εσωτερική’ βιογραφία τού Πλάτωνα, τη μεγάλην ένταση των σχέσεών του προς την πατρίδα του. Η Αθήνα είναι ένα από τα βασικά δεδομένα τής ζωής του. Είναι εκείνος ο Έλληνας (Hellene) και Αθηναίος, που γνωρίζει ακόμα και ηλικιωμένος, πως ο άνθρωπος ανήκει στο γένος του, και πως γένος και αγαθά ανήκουν στην κοινότητα της πόλης (…). Είχε γεννηθή ως Αθηναίος αριστοκράτης (Aristokrat), εντελώς ιδιαιτέρως για να υπηρετήση την πόλη, τράφηκε όμως ταυτόχρονα με μίσος εναντίον αυτής ακριβώς τής πόλεως, και ενίσχυσαν τα γεγονότα την αποστροφή του. Ως μαθητής τού Σωκράτη απέκτησε ταυτόχρονα, απ’ τη μια μεριά την πεποίθηση πως ανήκει στην ουσία τού φιλοσόφου ο σύνδεσμος με την πατρίδα, ενώ ο αποχωρισμός απ’ τον τόπο στην ουσία τού σοφιστή, του εμπόρου τών πνευματικών αγαθών, καθώς και την απροϋπόθετη – όπως την εκφράζει ο «Κρίτων» - υποχρέωση, όχι απέναντι σε μιαν αφηρημένη «σκέψη περί πόλεως», αλλά απέναντι σ’ αυτήν ακριβώς την Αθήνα· απέκτησε όμως ταυτόχρονα απ’ την άλλη μεριά, την εχθρότητα απέναντι στην Αθήνα, που καταδίκασε τον «πιο δίκαιον ανάμεσα στους ανθρώπους». Έμαθε μέσα από μιαν οδυνηρή εμπειρία, πως δεν μπορεί καθόλου να συμμετέχη σε μιαν τέτοιαν πόλη (7η Επιστ. 326 ΑΒ – Πολιτεία ΙΧ 592 Α), κι αναζητά την αληθινή πόλη, που δεν βρίσκεται σ’ αυτήν τη γη. Ζη όμως στην Αθήνα, ιδρύει στην Αθήνα την Ακαδημία του ως τον πυρήνα μιας νέας πόλεως, και είναι αδύνατον να σημαίνη μόνον έναν χώρο αυτό το «στην Αθήνα», αλλά ακόμα και στην αποστασιοποίηση απ’ τα δημόσια πράγματα, ένα γεγονός τής πιο ισχυρής πραγματικότητας. Μέσα από ένα τέτοιο ‘μίσος και αγάπη’ πρέπει να ερμηνευθή και ο «Μενέξενος». Που θα ήταν ένα θαύμα να ήταν ελεύθερος από ‘αξεδιάλυτες’ εντάσεις, οι οποίες και εξομαλύνονται σταδιακά στην ζωή κατ’ αρχάς και το έργο τού Πλάτωνα. Κι ενώ μένει απ’ τη μια μεριά ο καταστροφικός ‘μορφασμός’ τού δικαστή, που αναθεματίζει τους πιο φημισμένους πολιτικούς στον «Γοργία», και την ίδια τη Δημοκρατία στην «Πολιτεία», απελευθερώνεται η αρχική αγάπη στον γέροντα: που οικοδομεί το ιδανικό μιας ιδεατής πρωτο-Αθήνας στον «Τίμαιο» και τον «Κριτία», και αναδεικνύει ως μιαν παραδειγματική πόλη – πιο κοντά στην ιστορία – την Αθήνα τών Περσικών Πολέμων στους «Νόμους» (ΙΙΙ 698 Α κ.ε.), στην οποίαν και κυριαρχεί απεριόριστα, μακριά ακόμα απ’ την αχαλίνωτη «ελευθερία», ο σεβασμός και όπου βρίσκονται υπό τη ‘δουλεία’ τού νόμου οι πολίτες.
       Ο Μενέξενος έρχεται μόλις «απ’ την Αγορά και μάλιστα απ’ το Βουλευτήριο». Κι απ’ αυτό συμπεραίνει ο Σωκράτης, ότι είναι πλέον επαρκής σε «εκπαίδευση και φιλοσοφία» ο νεαρός αυτός άνδρας, κι ότι θα ήθελε μάλιστα, παρ’ όλην τη νεότητά του, να «κυβερνήση». Να «κυβερνήσουν» θέλουν στην αρχή τών ομωνύμων τους διαλόγων και ο Αλκιβιάδης και ο Θεάγης. Οι οποίοι και πείθονται με κόπο στη συνέχεια, ότι τούς είναι εντελώς επείγουσα προηγουμένως η εκπαίδευση, κι ότι πρέπει να προηγείται η «αυτοκυριαρχία» (η «αυτεξουσιότητα») πριν από κάθε «κυριαρχία» («εξουσία»). Ρωτά ωστόσο εδώ αντίθετα, για το Αν και το Πότε τής «κυβερνήσεώς» του ο Μενέξενος τον Σωκράτη. Τον οποίον και ευχαριστεί για τον «πολιτικό του λόγο» στο τέλος τού κειμένου, ευχόμενος μάλιστα πολλά ακόμα τέτοιου είδους απ’ αυτόν! Καθορίζεται λοιπόν ευθύς εξαρχής η σχέση ανάμεσα στην εκπαίδευση-μόρφωση και την πολιτική πράξη, εμφανίζεται ως ο παιδαγωγός για την πόλη ο Σωκράτης, κι έτσι πρέπει να θεωρήσουμε κι εμείς ως ένα μέσον διαμόρφωσης του ανθρώπου, πέρα απ’ όλα τα άλλα, τον ‘πανηγυρικό’ του.
         Το πιο παράξενο βέβαια απ’ όλα τα μέσα! Και μήπως υπάρχει κάτι το οτιδήποτε παρόμοιο μ’ αυτήν την εντελώς παράξενη συνολική μορφή σε όλο το πλατωνικό έργο; Βεβαιότατα, γιατί δεν θα καταλαβαίναμε καν σωστά, αν δεν τον βλέπαμε ως μια μορφολογική προτύπωση του «Φαίδρου», τον «Μενέξενο». Και δεν είναι ίσως τυχαίο, ότι ‘συναντώνται’ ήδη τα εισαγωγικά λόγια: «Προς τα πού πας και από πού έρχεσαι, αγαπητέ Φαίδρο;» «Απ’ τον Λυσία, Σωκράτη μου, τον γυιό τού Κέφαλου». – «Απ’ την Αγορά έρχεσαι ή από κάπου αλλού, Μενέξενε;» «Απ’ την Αγορά, Σωκράτη μου, και μάλιστα απ’ το Βουλευτήριο». Στον διάλογο «Φαίδρος» παρουσιάζει κατ’ αρχάς έναν ‘ερωτικό λόγο’ τού Λυσία ο ομώνυμος ‘ήρωας’, τον οποίον και τον έχει συνθέσει με όλην του την ησυχία (εν πολλώ χρόνω κατά σχολήν – 228 Α) ο Λυσίας. Όταν δε ενθουσιάζεται κοροїδευτικά ο Σωκράτης (εκπλαγήναι – 234 D), ανταπαντά με μιαν ανάλαφρη ‘κατηγορία’ (ούτω δή δοκεί παίζειν) ο Φαίδρος. Αισθάνεται όμως τη δύναμη μέσα του ο Σωκράτης, να μπορή να πη κι αυτός έναν εξίσου τουλάχιστον καλό δικό του λόγο (έχειν ειπείν – 235 C) δίπλα σε κείνον τού Λυσία. Έχει ‘γεμίσει’ από κάποια ξένα ρεύματα όπως ένα δοχείο, χωρίς να γνωρίζη να πη ακόμα, πώς και από ποιον τα έχει ‘μάθει’. Εκφωνεί λοιπόν έναν λόγο στο επίπεδο του λόγου τού Λυσία, και μόνον την τρίτη φορά προσθέτει κάτι που το εννοεί πραγματικά, «κάτι που πίνεται,  απέναντι στο ‘αλατισμένο’». Στον «Μενέξενο» ‘ομολογούν’ (homolog) οι πανηγυρικοί επιτάφιοι λόγοι προς τον λόγο τού Λυσία, όπως τούς έχει προετοιμάσει «εκ πολλού χρόνου» (234 C) ο ‘επαγγελματίας’ ρήτορας. Τους μνημονεύει εδώ με προσποιητό ενθουσιασμό (εξέστηκα κηλούμενος- 235 Α) ο Σωκράτης, τον οποίον ενθουσιασμό αποκαλεί ως «τον συνηθισμένον εμπαιγμό τού Σωκράτη προς τους ρήτορες» ο άλλος (αεί σύ προσπαίζεις τούς ρήτορας). Και βρίσκεται ξαφνικά έτοιμος κι ο ίδιος για έναν τέτοιον λόγο ο Σωκράτης (οίω τ’ είναι ειπείν – 235 Ε), χωρίς να τον διαθέτη όμως απ’ τον ‘εαυτό’ του, αλλά – απ’ την Ασπασία. Τον εκφωνεί, και υπόσχεται στο τέλος πολλούς ακόμα ωραίους πολιτικούς λόγους απ’ την ίδια πηγή! Και προσδιορίζεται έτσι και ο ‘τόπος’ τού λόγου που εκφώνησε: αντιστοιχεί στον μεσαίο λόγο στον «Φαίδρο». Δεν διαφέρει άρα ριζικά απ’ τους άλλους λόγους, μόνον που είναι ‘καλύτερος’. Όταν προαναγγέλη όμως στο τέλος τούς πολλούς και ωραίους «πολιτικούς λόγους» που θα εκφωνήση στο μέλλον ο Σωκράτης, μας καθοδηγεί να τους αναζητήσουμε σ’ ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο ο «Φαίδρος», και μας παρακινεί να σκεφτούμε τη μόρφωση για την πόλη η αρχή, που πρέπει βέβαια να συνδεθή με το τέλος, του «Μενέξενου».
       Μάθαμε όμως και για την Ασπασία κάτι. Γιατί, τί είναι αυτή η παράξενη ‘εφεύρεση’ του Πλάτωνα, να παίρνη μαθήματα λόγου απ’ τη χήρα τού Περικλή το 386 ο Σωκράτης; Μας το ξεκαθαρίζει ο «Φαίδρος»: Είναι στη θέση τού «Κάποιου» η Ασπασία, τον οποίον και ξεχωρίζει ειρωνικά ως συνήθως απ’ τον εαυτό του, για να κρυφτή πίσω του, ο πλατωνικός Σωκράτης. Και λέγεται Ασπασία αυτός ο Κάποιος εδώ, για να δημιουργηθή ένας σύνδεσμος στο φανταστικό παιχνίδι, ανάμεσα στον πιο φημισμένον Επιτάφιο, εκείνον τού Περικλή, και τον σωκρατικό. Τον ενέπνευσε η Ασπασία αυτόν εδώ – όπως ακριβώς είχε εμπνεύσει και εκείνον! Και για να γνωρίσουμε καλώς και πλήρως πώς έχει το πράγμα μ’ αυτήν τη ‘ρητορική’ διδασκαλία, βρίσκουμε δίπλα της και τη ‘μουσική’ διδασκαλία τού Κώνοα του κιθαριστή (Κοnnos der Kitharist). Γνωρίζουμε απ’ τον «Ευθύδημο», το πώς μιλά συγκριτικά γι’ αυτήν τη διδασκαλία, εκεί όπου πηγαίνει στη σχολή τών εριστικών ‘μονομάχων’ ο Σωκράτης. Να μαθαίνη τη λύρα ο ηλικιωμένος Σωκράτης: κατάγεται πράγματι απ’ την κωμωδία (Komdie) αυτή η παράδοξη εικόνα. Είναι ισχυρό το κωμικό στοιχείο στον «Ευθύδημο», και αποτελεί επίσης ένα κομμάτι κωμωδίας η Ασπασία δίπλα στον Κώνοα εδώ στον «Μενέξενο». Μπορεί να ‘παίζη’ ακριβώς όπως και με τις τέχνες τής Εριστικής (Eristik), με τις τέχνες τής Ρητορικής ο πλατωνικός Σωκράτης. Και μπορεί να επενεργή μάλιστα πράγματα που δεν επενεργούν ούτε κι οι ίδιοι οι δάσκαλοι του λόγου και εδώ και εκεί. Προσελκύοντας σ’ αυτό που τον ενδιαφέρει πραγματικά μ’ αυτά τα ‘ασύμμετρα’ πάντως μέσα. Και συντελεί κατόπιν ο τελευταίος (εντός τού συνολικού διαλόγου…) διάλογος στο να αναλυθή άλλη μια φορά η πραγματικότητα αυτής τής διδασκάλισσας. Στην οποίαν άλλωστε μισο-πιστεύει ή και δεν πιστεύει καθόλου κι ο ίδιος ο Μενέξενος. Θα διαβαστή λοιπόν εντελώς διαφορετικά, ανάλογα με το αν αποδίδεται στην Ασπασία ή στον Σωκράτη, αυτός ο ‘πανηγυρικός’. Και θα περιμένουμε να είναι εντελώς διαφορετικοί και οι «πολιτικοί λόγοι» που μας υπόσχεται για το μέλλον ο Σωκράτης, απ’ αυτόν εδώ τον πανηγυρικό λόγο: κάτι το πλησιέστερο ως προς το νόημά του σωκρατικό.
      Ας δούμε όμως τώρα τον ίδιον τον ‘πανηγυρικό’ λόγο τού Σωκράτη, που ακολουθεί ως προς τη διάταξη και τη διεξαγωγή του το πρότυπο των συνηθισμένων Επιταφίων (Epitaphien) και Εγκωμίων (Enkomien). – Έπαινος της «ευγενούς καταγωγής» (ευγένεια): αυτό είναι το πρώτο. Είναι περήφανοι για την αυτοχθονία τους (Autochtonie) οι Αθηναίοι. Η γη που τους γέννησε και τους έθρεψε, τους παίρνει ξανά στην αγκαλιά της. Και γίνεται έτσι έπαινος της μεγάλης μητέρας ο έπαινος της ευγενούς καταγωγής.
       Η «ευγενής καταγωγή» είναι, όπως το γνωρίζουμε από πολλούς διαλόγους, δώρο και κίνδυνος μαζί. Στον «Λύσι» (205 Β κ.ε.) γίνεται ο έπαινος των προγόνων ένα ακροσφαλές, αμφίβολο ‘παιχνίδι’, στον «Αλκιβιάδη» (104 ΑΒ – 123 DE) ‘εκθέτει’ η επιφανής καταγωγή μαζί με το «μεγαλείο και την ομορφιά» τούς νεαρούς ανθρώπους· γιατί πρέπει να επιβεβαιωθούν και να ανυψωθούν με την αρετή (Arete) όλα αυτά τα ‘δώρα’. Στον «Ευθύδημο» (279 Α κ.ε.) φανερώνεται, πως δεν είναι η υγεία, η ομορφιά, η ευγενής καταγωγή και όλα αυτά που ονομάζουμε «αγαθά», κατά κανέναν τρόπο πραγματικά αγαθά χωρίς την «καλήν επιτυχία» (ευτυχία), χωρίς τη σωστή τους δηλ. χρήση, χωρίς δηλ. «γνώση» (σοφία). Έτσι ‘θεωρεί’ ο ευγενής Πλάτων την παλιάν ευγένεια σε μιαν εποχή, όπου το να ανήκης σε ευγενές γένος δεν σήμαινε πια υποχρέωση αλλά μόνον απαίτηση και δικαίωμα. Στον «Θεαίτητο» (174 Ε) φαίνεται στον φιλόσοφο, που κοιτάζει το σύνολο, γελοίο όταν κάποιος εγκωμιάζεται επειδή έχει 7 πλούσιους προγόνους, ή επειδή μπορεί να αποδώση με 25 μέλη στον Ηρακλή το γενεαλογικό του δέντρο. Στην «Πολιτεία» ιδρύεται όμως η νέα ευγένεια. Όλοι οι πολίτες αυτής τής πόλης κατάγονται, όπως μάς δείχνει εκεί ο μύθος (414 Β κ.ε.), απ’ τη μητέρα γη. Και σ’ αυτό βασίζεται και η αδελφοσύνη όλων. Μόνον που προσδιορίζεται κατόπιν, ανάλογα με το αν φέρουν χρυσάφι, ασήμι ή χαλκό, η θέση τού καθενός μέσα στο σύνολο.
       Δεν χρειάζεται να την έχη μάθει κανείς απ’ τον Σωκράτη, μπορεί να την έχη μάθει απ’ τους ίδιους τους ρήτορες τη φράση: «Αποδείχθηκαν άξιοι και ικανοί, επειδή κατάγονται από άξιους» (237 Α 6). Και δεν χρειάζεται παρά να γνωρίζουμε εκείνους τούς πρώιμους διαλόγους τού Πλάτωνα για να ξεύρουμε, πόσο επικίνδυνο είναι, το να ακούη κανείς μαγεμένος το εγκώμιο της ίδιας του της ευγένειας και αυτοχθονίας στα αυτιά του. Ακούγοντας όμως με τη φωνή τού Σωκράτη αυτό το εγκώμιο, αντιλαμβάνεται και την αξίωση που ενυπάρχει στην Ευγένεια (Eugenia) και στον μύθο για τη μητέρα γη. Και παρατηρούμε, με πόσο μεγαλύτερη απ’ οποιονδήποτε άλλον σοβαρότητα εκφέρεται αυτή η μυθική γενεαλογία (Genealogie) απ’ τον πλατωνικό Σωκράτη.
       Ως πρώτο εγκώμιο της χώρας ακούγεται το ότι είναι «θεοφιλής», την αγαπά ο θεός, και το αποδεικνύει αυτό η διαμάχη τών θεών γι’ αυτήν τη χώρα. Δεύτερο εγκώμιο, το ότι δεν γέννησε άγρια θηρία, γέννησε όμως τον άνθρωπο, που ξεπερνά σε λογική τις άλλες υπάρξεις και δεν τιμά παρά το δίκαιο και τους θεούς. Κι απόδειξη γι’ αυτό, ότι είχε ως γνήσια μητέρα και την τροφή γι’ αυτό που γέννησε αυτή η χώρα: σίτον και έλαιον. Και οδήγησε κατόπιν στους θεούς τα παιδιά της η μεγάλη μητέρα γη, ως κυρίαρχους και ως δασκάλους στις χειροτεχνίες και την υπηρεσία τών όπλων.
        Έχει μια νέα σημασία για τον Πλάτωνα η λέξη «θεοφιλής». «Αν ζη κανείς δίκαια και με ευπρέπεια, ζη και θεοφιλώς» (Αλκιβ. 134 D). Δεν περιέχει λοιπόν μιαν ευχαρίστως αντιλαμβανόμενη στη συνηθισμένη γλώσσα ΄διάκριση’, στην οποίαν και μπορεί να επαναπαυθή κανείς, αλλά θέτει τη ‘σφραγίδα’ σε μιαν πληρότητα, για την οποίαν έχουμε τη δυνατότητα, αλλά είναι και ερωτηματικό το αν την κατέχουμε. «Είναι φίλος τού θεού, γιατί τού μοιάζει ο ευπρεπής· ενώ δεν του μοιάζει και είναι αντίθετός του ο απρεπής και άδικος», λέγεται στους «Νόμους» (VI 716 D). Ο απλοїκός ωστόσο ανθρωπομορφισμός (Anthropomorphismus), με τον οποίον και αναμιγνύει ο επιτάφιος εδώ λόγος με ‘μιαν ανάσα’ τη λέξη «θεοφιλής» με την ιδέα για τη «διαμάχη τών θεών» (έρις καί κρίσις), υπόκειται στην ‘ακυρωτική’ κρίση τού διαλόγου «Ευθύφρων» (7 D κ.ε.), που ριζοσπαστικοποιείται κατόπιν σε κριτική τού παραδεδομένου μύθου τών θεών στην «Πολιτεία». Όποιος ‘επιτρέπει’ να ερίζουν οι θεοί, γι’ αυτόν καθίσταται μια αντίφαση καθ’ εαυτή η έννοια «θεοφιλής».
         Aν αυτο-ακυρώνεται απαρατήρητα με τα λόγια τού ‘ρήτορα’ Σωκράτη εκείνη η δημοφιλής μυθολογία (Mythologie), φέρει ωστόσο ήδη σπερματικά εντός της τον μελλοντικό μύθο για την αρχέγονη Αθήνα η εσωτερική αντίφαση. Δεν απέκτησαν, λέγεται στον «Κριτία» (109 BC), «με τη διαμάχη, αλλά με τον κλήρο τού δικαίου» τις χώρες που τους ανήκουν οι θεοί. Κι ανήκει έτσι ως «κοινή κτήση» τόσο στον Ήφαιστο όσο και στην Αθηνά η Αττική. Μετατρέπεται λοιπόν στο αντίθετό του ο μύθος για τη διαμάχη τών δυό: έχουν «κοινή φύση», καθώς προέρχονται απ’ τον ίδιον πατέρα τών θεών, και τους χαρακτηρίζει εξίσου και τους δυό «η αγάπη για την τέχνη» και «η αγάπη για τη γνώση». Οι θεοί ως διδάσκαλοι: εμβαθύνεται έτσι κι αυτή η ‘άποψη’ του «Μενέξενου». Διαισθανόμαστε δε, μέσα στο μυθικό του κάλυμμα, ως αρχή και σκοπό το Αγαθό (Agathon). Και γίνεται μόνον έτσι, όταν είναι πάλι πρότυπα οι θεοί, ευλογία αντί για κίνδυνος ο άλλος ‘έπαινος’ της χώρας, η αυτοχθονία τών κατοίκων και η καρποφορία τής γης (110 Ε κ.ε.).
        Στον έπαινο της καταγωγής και της παιδαγωγίας ακολουθεί στον «Μενέξενο» κάτι που ανήκει πολύ κοντά και στα δυό, ο έπαινος του πολιτεύματος. Συνίσταται αμετάβλητο από αρχαιοτάτων χρόνων, «αναφερόμενο στο κοινό» το αθηναїκό πολίτευμα. Μπορεί να παίρνη διάφορα ονόματα, δεν είναι όμως στ’ αλήθεια παρά «μια θεμελιωμένη στη συναίνεση των μαζών αριστοκρατία (Aristokratie)». Πρόκειται για ένα ‘ευτυχές’ μείγμα από στοιχεία, που παρουσιάζονται αλλιώς διαχωρισμένα. Το μοναρχικό στοιχείο (monarchisch) εκπροσωπείται εδώ από τον «βασιλιά», έστω κι αν εκλέγεται κι αυτός τώρα. Ο πραγματικός κυρίαρχος είναι το «πλήθος». Τα αξιώματα όμως τα αναλαμβάνουν ή τα ‘περιβάλλονται’ οι καλύτεροι, ή ακριβέστερα θεωρούμενο, «εκείνοι που φαίνονται να είναι οι καλύτεροι». Η καταγωγή απ’ την κοινή μητέρα (ισογονία) εξασφαλίζει και εγγυάται την ισότητα μπροστά στους νόμους (ισονομία) και δεν αποκλείει το να ‘εξουσιάζουν’ οι καλύτεροι.  -  (( Σημ. τ. μετ.: Το αντίθετο απ’ αυτό που ‘πέτυχε’ θεσμοθετημένα ο σύγχρονος άνθρωπος, την απόλυτη κυριαρχία τού χρήματος, που οδηγεί σε απίστευτες καταστροφές ολόκληρη την ανθρωπότητα… )) .


       ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου