Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017

Είναι και Χρόνος (2)

Συνέχεια από:Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017

Περί του ομώνυμου βιβλίου τού Martin Heidegger
Του Gerhard Krüger
στο περιοδικό Theologische Blätter, 1929, σελίδες 57-64


Δεν θέλουμε να πούμε πώς εδώ κρύβεται μια νέα φιλοσοφία τής θρησκείας, ούτε καν πως εδώ υπάρχει κάτι που η θεολογία θα μπορούσε να «προσλάβει»: αλλά, στο σημείο αυτό μιλά ένας φιλόσοφος, ο οποίος κατά την θεμελίωση τής επιστήμης του, έχει μπροστά στα μάτια του την πραγματική προβληματική τής ύπαρξης τού Χριστιανισμού. Και αυτό δεν το κάνει όπως γίνεται σήμερα, δηλαδή διαπραγματευόμενος προγραμματικά τήν προβληματική αυτή ως ένα όλο. Αντιθέτως κάνει μια συγκεκριμένη, υψηλώς φιλοσοφική ερμηνεία τών φαινομένων, όπως ερμηνεύει και ένας θεολόγος. Στο σημείο αυτό έγκειται από θεολογικής άποψης ο κίνδυνος, αλλά και η μοναδική γονιμότητα τού βιβλίου αυτού για το πρόβλημα τής ερμηνευτικής. Ο Heidegger αναφέρεται στο πρόβλημα αυτό, όταν λέει για την παρούσα κατάσταση (Sein und Zeit, S. 10): «Η θεολογία αναζητά μια πιο πρωταρχική ερμηνεία τού είναι τού ανθρώπου προς τόν Θεό, μια ερμηνεία που προκαθορίζεται από το νόημα τής πίστεως και η οποία παραμένει μέσα σε αυτό. Αρχίζει σιγά σιγά να καταλαβαίνει πάλι το συμπέρασμα τού Λούθηρου, πως η συστηματική  δογματική της στηρίζεται σε ένα θεμέλιο, το οποίο δεν αναδύθηκε από μια πρωταρχικώς στηριζόμενη ερώτηση στην πίστη και η εννοιολόγιση τού οποίου όχι μόνο δεν αρκεί για την θεολογική προβληματική, αλλά την κρύβει και την παραμορφώνει.» Αν τα λόγια αυτά τού Heidegger λένε περισσότερα από την συνηθισμένη αναφορά στην παραμορφωτική επίδραση τής ελληνικής σκέψης πάνω στον Χριστιανισμό, οφείλεται στην μεθοδολογική πρωταρχικότητα τής έρευνα στο σημείο αυτό. Ο Heidegger είναι φαινομενολόγος, αλλά θα τον καταλάβουμε μόνο εάν θεωρήσουμε την φαινομενολογία με τον τρόπο τού Heidegger, δηλαδή μέ «την σύλληψή της ως δυνατότητας», εάν δεν την κατανοήσουμε σαν μια προκαθορισμένη «κατεύθυνση», αλλά σαν ένα «πως» τής σύλληψης τών πραγμάτων (Είναι και Χρόνος, Παράγραφος 7). Ως θέμα αυτής τής σύλληψης ονομάζει ο Heidegger το Είναι, και ως τον «ορίζοντα» τής έρευνάς του, που πρέπει να αποκτηθεί, δηλαδή ως τον κύκλο εκείνου, από το οποίο μπορεί πρωταρχικώς να κατανοηθεί, τόν ονομάζει Χρόνο.
Αν θέλει κανείς να μάθει τι σχέση έχει το περί τού «Είναι» ερώτημα με το θεολογικό πρόβλημα τής ερμηνευτικής, και τι σημαίνει αυτή η ερώτηση, πρέπει να την κατανοήσει κατ’ αρχάς ως «επανάληψη»  μιας ιστορικά προϋπάρχουσας ερώτησης, της θεμελιώδους ερώτησης τού Πλάτωνα και τού Αριστοτέλη (Ε. και Χ., παρ. 1). Προ της συγγραφής τού βιβλίου τού Heidegger βρίσκεται μια έντονη ερμηνευτική διερεύνηση τών κύριων σταθμών τής ιστορίας τού δυτικού πνεύματος. Το δεύτερο μέρος τού βιβλίου, που ακόμα λείπει, αναμένεται να παρουσιάσει μερικά αποσπάσματα τής ιστορίας αυτής. Ο Heidegger, όπως και ο Dilthey, αναφέρεται «αποδομώντας» τα ιστορικά στα πρωταρχικά μοτίβα τής ερμηνείας τού κόσμου και τής ζωής. Ο Heidegger όμως το κάνει με ένα πολύ πιο ριζικό τρόπο, πηγαίνοντας πολύ πιο κοντά στις ρίζες από τον Dilthey. Όταν ο Heidegger θέλει να εμφανίσει την ανεπαίσθητη κυριαρχία τής παράδοσης, για να μπορέσει να φιλοσοφήσει ως προς τις απαρχές, στην βάση τής προσπάθειάς του αυτής βρίσκεται η επίγνωση τής ουσιώδους ιστορικότητας τής ανθρώπινης ύπαρξης (Dasein). Αυτή η ύπαρξη δεν έχει μόνο ένα παρελθόν «από πίσω της», το οποίο «επιδρά» περιστασιακά, αλλά είναι, είτε ρητώς είτε μη ρητώς εκφρασμένο, το παρελθόν της(Ε. και Χ., παρ. 6). Η ύπαρξη αυτή μπορεί μόνο τότε να είναι ο εαυτός της, όταν καθιστά «επαναληπτικά» διαφανείς τις πρωταρχικές τάσεις τού παρελθόντος της ως δικές της δυνατότητες.
Το ερώτημα περί τού Είναι στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη είναι ένα ενιαίο θεμελιώδες ερώτημα, που «έδινε πνοή» στην έρευνά τους. Σε αυτούς είναι το ερώτημα περί της θεμελιώδους έννοιας «ον» (seiend), περί του νοήματος τού είναι, «ουσία». Αν και η ελληνική οντολογία συνεχίζει  να κυριαρχεί μέχρι τις μέρες μας, δεν αντιλαμβανόμαστε πια ως ερώτημα το αριστοτελικό ερώτημα περί της ουσίας των όντων (Sein des Seienden). Πρόθεση τού Heidegger στο πρώτο μέρος τού βιβλίου του, είναι να το θέσει εκ νέου και μέσα στην συνειδητή κατανόηση τού νοήματός του.  Η σημασία αυτού τού φαινομενικά αφηρημένου ερωτήματος δεν είναι ξένη για την θεολογία: σήμερα δεν μιλάμε μόνο για το γεγονός πως η ελληνική έννοια τού πράγματος και τής ουσίας, είναι ακατάλληλη για τον προσωπικό χαρακτήρα τού Θεού και τής θρησκείας, αλλά ερευνούμε, εάν τα αντικείμενα τής θεολογίας και τής πίστεως υπάρχουν καν, με ποια έννοια δηλαδή «είναι». Ο Θεός ως «πρόσωπο» δεν είναι απλώς «υπαρκτός». Η αποκάλυψη Του στους ανθρώπους δεν «είναι» τέτοια, ώστε να μπορεί να  «διαπιστωθεί» ψυχολογικά ή ιστορικά. 

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου