Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ - Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως (36)


ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ
Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως

Κείμενο
Μετάφραση (Αρχιμ. Δωρόθεος Πάπαρης)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36. Περὶ πάθους καὶ ἐνεργείας
Για το πάθος και την ενέργεια.

Τὸ πάθος ὁμωνύμως λέγεται· λέγεται γὰρ πάθος καὶ τὸ σωματικὸν
Το πάθος είναι λέξη με πολλές σημασίες· πάθος ονομάζουμε και αυτό που
ὡς τὰ νοσήματα καὶ τὰ ἕλκη, λέγεται πάλιν πάθος καὶ τὸ ψυχικόν, ἥ
συμβαίνει στο σώμα, όπως αρρώστιες και πληγές, και αυτό που γίνεται στην
τε ἐπιθυμία καὶ ὁ θυμός. ῎Εστι δὲ κοινῶς μὲν καὶ γενικῶς πάθος ζῴου,
ψυχή, όπως η επιθυμία και ο θυμός. Γενικά και το ίδιο για όλα, πάθος ενός
ᾧ ἕπεται ἡδονὴ καὶ λύπη· ἕπεται γὰρ τῷ πάθει λύπη. Καὶ οὐκ αὐτὸ
όντος είναι αυτό που έχει επακόλουθο την ηδονή και τη λύπη· διότι η λύπη
τὸ πάθος ἐστὶ λύπη· τὰ γὰρ ἀναίσθητα πάσχοντα οὐκ ἀλγεῖ. Οὐκ
ακολουθεί το πάθος. Και δεν είναι η λύπη το ίδιο το πάθος· διότι αυτά που
δεν έχουν αισθήσεις, όταν πάσχουν, δεν πονούν. Επομένως, το πάθος
ἄρα τὸ πάθος ἐστὶν ἄλγημα, ἀλλ᾿ ἡ τοῦ πάθους αἴσθησις. Δεῖ δὲ
δεν είναι πόνος, αλλά (πόνος είναι) η αντίληψη του πάθους. Και πρέπει το
τοῦτο ἀξιόλογον εἶναι, ἤγουν μέγα, ἵνα τῇ αἰσθήσει ὑποπέσῃ.  
πάθος να είναι αξιόλογο, δηλαδή μεγάλο, για να το αντιληφθούν οι αισθήσεις.

Τῶν δὲ ψυχικῶν παθῶν ὅρος ἐστὶν οὗτος· πάθος ἐστὶ κίνησις τῆς
Ο ορισμός των ψυχικών παθών είναι ο εξής: πάθος είναι η αισθητή κίνηση της
ὀρεκτικῆς δυνάμεως αἰσθητὴ ἐπὶ φαντασίᾳ ἀγαθοῦ ἢ κακοῦ. Καὶ
επιθυμητικής δυνάμεως της ψυχής για να φαντασθούμε κάτι καλό ή κακό. Και
ἄλλως· πάθος ἐστὶ κίνησις ἄλογος τῆς ψυχῆς δι᾿ ὑπόληψιν καλοῦ ἢ
αλλιώς: πάθος είναι άλογη κίνηση της ψυχής για να κατανοήσει το καλό ή το
κακοῦ. ῾Η μὲν ὑπόληψις τοῦ καλοῦ τὴν ἐπιθυμίαν κινεῖ, ἡ δὲ τοῦ κακοῦ
κακό. Η κατανόηση βέβαια του καλού διεγείρει την επιθυμία, ενώ του κακού
ὑπόληψις τὸν θυμόν. Τὸ δὲ γενικὸν, ἤγουν κοινὸν πάθος, οὕτως
το θυμό. Το γενικό, δηλαδή το κοινό πάθος, έχει τον ακόλουθο ορισμό: πάθος
ὁρίζεται· πάθος ἐστὶ κίνησις ἐν ἑτέρῳ ἐξ ἑτέρου. ᾿Ενέργεια δέ ἐστι
είναι κίνηση που προκαλείται από τον έναν στον άλλον. Ενέργεια πάλι είναι
κίνησις δραστική· δραστικὸν δὲ λέγεται τὸ ἐξ αὑτοῦ κινούμενον.
δραστική κίνηση· και δραστικό ονομάζεται αυτό που κινείται από μόνο του.
Οὕτως καὶ ὁ θυμὸς ἐνέργεια μέν ἐστι τοῦ θυμοειδοῦς, πάθος δὲ τῶν
Έτσι βέβαια και ο θυμός αποτελεί ενέργεια του θυμοειδούς, αλλά είναι πάθος
δύο μερῶν, τῆς ψυχῆς καὶ προσέτι παντὸς τοῦ σώματος, ὅταν ὑπὸ
και των δύο μερών, δηλαδή της ψυχής και προπαντός όλου του σώματος,
τοῦ θυμοῦ βιαίως ἄγηται πρὸς τὰς πράξεις· ἐξ ἑτέρου γὰρ ἐν ἑτέρῳ
όταν ο θυμός το εξωθεί με βία σε πράξεις· το ένα δηλαδή προξένηση κίνηση
γέγονεν ἡ κίνησις, ὅπερ λέγεται πάθος.
στο άλλο, γεγονός που ονομάζεται πάθος.

Καὶ καθ᾿ ἕτερον δὲ τρόπον ἡ ἐνέργεια πάθος λέγεται· ἐνέργεια μὲν
Και με διαφορετικό τρόπο η ενέργεια ονομάζεται πάθος· ενέργεια δηλαδή
γάρ ἐστι κατὰ φύσιν κίνησις, πάθος δὲ, παρὰ φύσιν. Κατὰ τοῦτον οὖν
είναι η φυσική κίνηση, ενώ πάθος η παρά φύση. Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτά,
τὸν λόγον ἡ ἐνέργεια πάθος λέγεται, ὅταν μὴ κατὰ φύσιν κινῆται,
η ενέργεια λέγεται πάθος, όταν δεν κινείται φυσικά, είτε από τον εαυτό της
εἴτε ἐξ ἑαυτοῦ, εἴτε ἐξ ἑτέρου. Τῆς οὖν καρδίας ἡ μὲν κατὰ τοὺς
είτε από κάποιον άλλον. Για παράδειγμα, η κίνηση της καρδιάς με τους
σφυγμοὺς κίνησις φυσικὴ οὖσα ἐνέργειά ἐστιν, ἡ δὲ κατὰ τοὺς
σφυγμούς αποτελεί φυσική κίνηση, ενώ η κίνηση της με τους παλμούς,
παλμοὺς ἄμετρος οὖσα καὶ οὐ κατὰ φύσιν πάθος ἐστὶ καὶ οὐκ
επειδή είναι ακονόνιστη και αφύσικη, αποτελεί πάθος και όχι ενέργεια.
ἐνέργεια.  

Οὐ πᾶσα δὲ κίνησις τοῦ παθητικοῦ πάθος καλεῖται, ἀλλ᾿ αἱ
Κάθε κίνηση όμως του παθητικού μέρους της ψυχής δεν ονομάζεται πάθος,
σφοδρότεραι καὶ εἰς αἴσθησιν προβαίνουσαι· αἱ γὰρ μικραὶ καὶ
αλλά οι πιο δυνατές που γίνονται αντιληπτές· οι μικρές και ανεπαίσθητες
ἀνεπαίσθητοι οὐδέπω πάθη εἰσί· δεῖ γὰρ ἔχειν τὸ πάθος καὶ μέγεθος
κινήσεις δεν είναι ακόμη πάθη· πρέπει δηλαδή το πάθος να έχει και αξιόλογο
ἀξιόλογον. Διὸ πρόσκειται τῷ ὅρῳ τοῦ πάθους κίνησις αἰσθητή·
μέγεθος. Γι’ αυτό προσθέτουμε στον ορισμό του πάθους και τον
αἱ γὰρ μικραὶ κινήσεις λανθάνουσαι τὴν αἴσθησιν οὐ ποιοῦσι πάθος.  
προσδιορισμό "αισθητή κίνηση"· καθώς οι μικρές κινήσεις, επειδή διαφεύγουν
την αντίληψή μας, δεν δημιουργούν πάθος.

Χρὴ γινώσκειν, ὅτι ἡ ἡμετέρα ψυχὴ διττὰς ἔχει τὰς δυνάμεις, τὰς μὲν
Οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι η ψυχή μας έχει δύο ειδών δυνάμεις, τις
γνωστικάς, τὰς δὲ ζωτικάς. Καὶ γνωστικαὶ μέν εἰσι νοῦς, διάνοια,
γνωστικές και τις ζωτικές. Γνωστικές είναι ο νους, η διάνοια, η γνώμη,
δόξα, φαντασία, αἴσθησις, ζωτικαὶ δὲ, ἤγουν ὀρεκτικαὶ, βούλησις καὶ
η φαντασία και η αίσθηση. Ζωτικές, δηλαδή επιθυμητικές, είναι η βούληση
προαίρεσις. ῞Ινα δὲ σαφέστερον γένηται τὸ λεγόμενον,
και η προαίρεση. Για να κάνουμε μάλιστο πιο συγκεκριμένο αυτό που λέμε,
λεπτολογήσωμεν τὰ περὶ τούτων. Καὶ πρῶτον περὶ τῶν γνωστικῶν
ας αναφερθούμε με λεπτομέρειες σ’ αυτές. Και πρώτα να μιλήσουμε για τις
εἴπωμεν.  
γνωστικές δυνάμεις.

Περὶ μὲν οὖν φαντασίας καὶ αἰσθήσεως ἱκανῶς ἤδη ἐν τοῖς
Αρκετά ήδη είπαμε προηγουμένως για την φαντασία και την αίσθηση.
προλελεγμένοις εἴρηται. Διὰ τῆς αἰσθήσεως τοίνυν ἐν τῇ ψυχῇ
Με την αίσθηση, λοιπόν, δημιουργείται στην ψυχή πάθος,
συνίσταται πάθος, ὃ καλεῖται φαντασία· ἐκ δὲ τῆς φαντασίας γίνεται
το οποίο ονομάζουμε φαντασία· και από τη φαντασία δημιουργείται η ιδέα.
δόξα. Εἶτα ἡ διάνοια ἀνακρίνασα τὴν δόξαν, εἴτε ἀληθής ἐστιν, εἴτε
Στη συνέχεια, η διάνοια, αφού εξετάσει την ιδέα, αν είναι αληθής ή ψευδής,
ψευδής, κρίνει τὸ ἀληθές· ὅθεν καὶ διάνοια λέγεται ἀπὸ τοῦ διανοεῖν
καταλήγει στην αλήθεια· γι’ αυτό λέγεται και διάνοια, επειδή εξετάζει και
καὶ διακρίνειν. Τὸ οὖν κριθὲν καὶ ὁρισθὲν ἀληθὲς νοῦς λέγεται. 
ξεχωρίζει (την αλήθεια). Εκείνο, λοιπόν, που αποδείχθηκε και βρέθηκε
αληθινό ονομάζεται νους (διανόημα).

῎Αλλως δέ· Χρὴ γινώσκειν, ὅτι ἡ μὲν πρώτη τοῦ νοῦ κίνησις νόησις
Και με άλλη διατύπωση· πρέπει να γνωρίζουμε ότι η πρώτη κίνηση του νου
λέγεται· ἡ δὲ περί τι νόησις ἔννοια λέγεται, ἥτις ἐπιμείνασα καὶ
λέγεται νόηση· η νόηση πάλι για κάτι λέγεται λογισμός, ο οποίος, αν
τυπώσασα τὴν ψυχὴν πρὸς τὸ νοούμενον ἐνθύμησις προσαγορεύεται.
παραμείνει και σχηματίσει στην ψυχή παράσταση σχετική με το νοούμενο,
῾Η δὲ ἐνθύμησις ἐν ταὐτῷ μείνασα καὶ ἑαυτὴν βασανίσασα καὶ
καλείται σκέψη. Η σκέψη πάλι, αν μείνει προσηλωμένη στο ίδιο και ελέγξει
ἀνακρίνασα φρόνησις ὀνομάζεται. ῾Η δὲ φρόνησις πλατυνθεῖσα ποιεῖ
και εξετάσει τον εαυτό της, λέγεται φρόνηση. Η φρόνηση πλέον, αν
τὸν διαλογισμὸν, ἐνδιάθετον λόγον ὀνομαζόμενον, ὃν ὁριζόμενοί
διευρυνθεί, σχηματίζει διαλογισμό, που τον ονομάζουμε ενδιάθετο λόγο και
φασι, κίνημα ψυχῆς πληρέστατον, ἐν τῷ διαλογιστικῷ γινόμενον,
τον ορίζουμε ως πλήρη κίνηση της ψυχής που συμβαίνει στο μέρος του
ἄνευ τινὸς ἐκφωνήσεως, ἐξ οὗ τὸν προφορικὸν λόγον φασὶ
διανοητικού, χωρίς τίποτε να εκφωνείται· αυτός, λένε, δημιουργεί τον
προέρχεσθαι τὀν διὰ γλώσσης λαλούμενον. 
προφορικό λόγο, ο οποίος ομιλείται με τη γλώσσα.

Εἰπόντες τοίνυν περὶ τῶν γνωστικῶν δυνάμεων εἴπωμεν καὶ περὶ
Αφού, λοιπόν, είπαμε για τις γνωστικές δυνάμεις, ας μιλήσουμε και για τις
τῶν ζωτικῶν, ἤγουν ὀρεκτικῶν.  
ζωτικές, δηλαδή τις επιθυμητικές.

Χρὴ γινώσκειν, ὅτι τῇ ψυχῇ ἐνέσπαρται φυσικῶς δύναμις ὀρεκτικὴ
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι κάποια δύναμη έχει σπαρεί μέσα στην ψυχή από τη
τοῦ κατὰ φύσιν ὄντος καὶ πάντων τῶν οὐσιωδῶς τῇ φύσει
φύση· αυτή επιθυμεί αυτό που είναι φυσικό και συγκρατεί όλα όσα ανήκουν
προσόντων συνεκτική, ἥτις λέγεται θέλησις· ἡ μὲν γὰρ οὐσία τοῦ τε
κατ’ ουσίαν στη φύση μας· λέγεται θέληση. Η ύπαρξή μας, δηλαδή, επιθυμεί
εἶναι καὶ ζῆν καὶ κινεῖσθαι κατὰ νοῦν τε καὶ αἴσθησιν ὀρέγεται, τῆς
να υπάρχει με το νου και την αίσθηση· να ζει και να κινείται ποθώντας τη
οἰκείας ἐφιεμένη φυσικῆς καὶ πλήρους ὀντότητος. Διόπερ καὶ οὕτως
δική της φυσική και τέλεια ύπαρξη. Γι’ αυτό και ο ορισμός του φυσικού
ὁρίζονται τοῦτο τὸ φυσικὸν θέλημα· θέλημά ἐστιν ὄρεξις λογική τε
θελήματος είναι ο εξής: θέλημα είναι λογική επιθυμία των ζωτικών, που
καὶ ζωτικὴ ἐκ μόνων ἠρτημένη τῶν φυσικῶν. ῞Ωστε ἡ μὲν θέλησίς
εξαρτάται μόνον απ’ όσα ανήκουν στη φύση μας. Επομένως, η θέληση είναι
ἐστιν αὐτὴ ἡ φυσικὴ καὶ λογικὴ ὄρεξις πάντων τῶν τῆς φύσεως
η ίδια η φυσική και λογική επιθυμία όλων των συστατικών της φύσεώς μας,
συστατικῶν, ἡ ἁπλῆ δύναμις· ἡ γὰρ τῶν ἀλόγων ὄρεξις μὴ οὖσα
η απλή δύναμη· αντίθετα, η επιθυμία των άλογων όντων, επειδή δεν είναι
λογικὴ οὐ λέγεται θέλησις.  
λογική, δεν λέγεται θέληση.

Βούλησις δέ ἐστι ποιὰ φυσικὴ θέλησις, ἤγουν φυσικὴ καὶ λογικὴ ὄρεξίς
Η βούληση είναι κάποια φυσική θέληση, δηλαδή φυσική και λογική επιθυμία
τινος πράγματος. ῎Εγκειται μὲν γὰρ τῇ τοῦ ἀνθρώπου ψυχῇ δύναμις
κάποιου πράγματος. Υπάρχει, δηλαδή, μέσα στην ψυχή του ανθρώπου δύναμη
τοῦ λογικῶς ὀρέγεσθαι. ῞Οτε οὖν φυσικῶς κινηθῇ αὕτη ἡ λογικὴ
της λογικής επιθυμίας. Όταν, λοιπόν, η λογική επιθυμία κινηθεί φυσικά προς
ὄρεξις πρός τι πρᾶγμα, λέγεται βούλησις· βούλησις γάρ ἐστιν ὄρεξις
κάποιο πράγμα, λέγεται βούληση· βούληση, δηλαδή, είναι η λογική επιθυμία
καὶ ἔφεσίς τινος πράγματος λογική.  
και ο πόθος κάποιου πράγματος.

Λέγεται δὲ βούλησις καὶ ἐπὶ τῶν ἐφ᾿ ἡμῖν καὶ ἐπὶ τῶν οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν,
Η βούληση χρησιμοποιείται και για όσα εξαρτώνται από μας και για όσα δεν
τουτέστι καὶ ἐπὶ τῶν δυνατῶν καὶ ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων. Βουλόμεθα
εξαρτώνται, δηλαδή και γι’ αυτά που είναι δυνατόν να γίνουν και γι’ αυτά
δεν είναι. Επιθυμούμε, για παράδειγμα,
γὰρ πολλάκις πορνεῦσαι ἢ σωφρονῆσαι ἢ ὑπνῶσαι ἤ τι τῶν
πολλές φορές να πορνεύσουμε ή να εγκρατευθούμε ή να κοιμηθούμε ή κάτι
τοιούτων· καὶ ταῦτα τῶν ἐφ᾿ ἡμῖν εἰσι καὶ δυνατά. Βουλόμεθα δὲ καὶ
παρόμοιο· αυτά εξαρτώνται από μας και μπορούν να γίνουν. Θέλουμε, ακόμη,
βασιλεῦσαι· τοῦτο οὐκ ἔστι τῶν ἐφ᾿ ἡμῖν. Βουλόμεθα δὲ τυχὸν καὶ
να γίνουμε βασιλιάδες· αυτό όμως δεν εξαρτάται από μας. Επιθυμούμε τέλος
μηδέποτε ἀποθανεῖν· τοῦτο τῶν ἀδυνάτων ἐστίν. 
να μην πεθάνουμε ποτέ· αυτό όμως είναι από τα αδύνατα.

῎Εστι δὲ ἡ βούλησις τοῦ τέλους, οὐ τῶν πρὸς τὸ τέλος. Τέλος μὲν οὖν
Η βούληση αναφέρεται στον σκοπό, όχι σ’ αυτά που οδηγούν στον σκοπό.
ἐστι τὸ βουλητὸν ὡς τὸ βασιλεῦσαι, ὡς τὸ ὑγιᾶναι· πρὸς τὸ τέλος δὲ
Σκοπός βέβαια είναι το αντικείμενο της βουλήσεως, όπως να βασιλεύσουμε ή
τὸ βουλευτὸν, ἤγουν ὁ τρόπος, δι᾿ οὗ ὀφείλομεν ὑγιᾶναι ἢ
να γίνουμε υγιείς. Στον σκοπό οδηγεί η σκέψη, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο
βασιλεῦσαι· εἶτα μετὰ τὴν βούλησιν ζήτησις καὶ σκέψις. Καὶ μετὰ
πρέπει να γίνουμε υγιείς ή να βασιλέψουμε. Έπειτα, μετά από τη βούληση,
ακολουθεί η έρευνα και η εξέταση. Και μετά απ’ αυτά, αν εξαρτάται από μας,
ταῦτα, εἰ τῶν ἐφ᾿ ἡμῖν ἐστι, γίνεται βουλὴ, ἤγουν βούλευσις. Βουλὴ
ακολουθεί βουλή, δηλαδή απόφαση. Και "βουλή" είναι επιθυμία για να
δέ ἐστιν ὄρεξις ζητητικὴ περὶ τῶν ἐφ᾿ ἡμῖν πρακτῶν γινομένη·
ερευνήσουμε αυτά που πρέπει να πράξουμε. Σκέφτεται, δηλαδή, κάποιος,
βουλεύεται γάρ, εἰ ὤφειλε μετελθεῖν τὸ πρᾶγμα ἢ οὔ. Εἶτα κρίνει τὸ
αν πρέπει ν’ ασχοληθεί με την υπόθεση ή όχι. Έπειτα σκέφτεται το καλύτερο,
κρεῖττον, καὶ λέγεται κρίσις. Εἶτα διατίθεται καὶ ἀγαπᾷ τὸ ἐκ τῆς
και αυτό λέγεται διάκριση. Στη συνέχεια, αποδέχεται και αγαπά αυτό που
βουλῆς κριθέν, καὶ λέγεται γνώμη· ἐὰν γὰρ κρίνῃ καὶ μὴ διατεθῇ πρὸς
έκρινε με τη σκέψη του, και αυτό ονομάζεται συγκατάθεση. Αν βέβαια δεν
τὸ κριθὲν, ἤγουν ἀγαπήσῃ αὐτό, οὐ λέγεται γνώμη. Εἶτα μετὰ τὴν
αποφασίσει ν’ αποδεχθεί την κρίση του, δηλαδή δεν την αγαπήσει, τότε
δεν ονομάζεται συγκατάθεση. Έπειτα, μετά την αποδοχή, έρχεται
διάθεσιν γίνεται προαίρεσις, ἤγουν ἐπιλογή· προαίρεσις γάρ ἐστι δύο
η προαίρεση, δηλαδή η επιλογή· προαίρεση δηλαδή είναι η εκλογή του ενός
προκειμένων τὸ αἱρεῖσθαι καὶ ἐκλέγεσθαι τοῦτο πρὸ τοῦ ἑτέρου.
μεταξύ δύο πραγμάτων, να προτιμήσουμε αυτό αντί για το άλλο. Κατόπιν,
Εἶτα ὁρμᾷ πρὸς τὴν πρᾶξιν, καὶ λέγεται ὁρμή. Εἶτα κέχρηται, καὶ
σπεύδει να το κάνει πράξη, και αυτό ονομάζεται ορμή. Έπειτα, εκπληρώνει
λέγεται χρῆσις. Εἶτα παύεται τῆς ὀρέξεως μετὰ τὴν χρῆσιν.
την επιθυμία, και αυτό λέγεται χρήση. Τέλος, μετά τη χρήση, η επιθυμία
σταματά.

᾿Επὶ μὲν οὖν τῶν ἀλόγων ὄρεξις γίνεταί τινος, καὶ εὐθέως ὁρμὴ πρὸς
Στην περίπτωση βέβαια των αλόγων ζώων, όταν έχουν επιθυμία κάποιου
τὴν πρᾶξιν· ἄλογος γάρ ἐστιν ἡ ὄρεξις τῶν ἀλόγων, καὶ ἄγονται
πράγματος, αμέσως ορμούν να την πραγματοποιήσουν· διότι η επιθυμία
των αλόγων ζώων είναι άλογη και κατευθύνεται
ὑπὸ τῆς φυσικῆς ὀρέξεως. Διὸ οὐδὲ θέλησις λέγεται ἡ τῶν ἀλόγων
από τη φυσική επιθυμία. Γι’ αυτό η επιθυμία των αλόγων ζώων δεν
ὄρεξις, οὐδὲ βούλησις· θελήσις γάρ ἐστι λογικὴ καὶ αὐτεξούσιος
ονομάζεται θέληση ούτε βούληση· διότι η θέληση είναι λογική και αυτεξούσια
φυσικὴ ὄρεξις. ᾿Επὶ δὲ τῶν ἀνθρώπων λογικῶν ὄντων ἄγεται
φυσική επιθυμία. Στους ανθρώπους όμως, οι οποίοι έχουν λογική, η φυσική
μᾶλλον ἡ φυσικὴ ὄρεξις ἤπερ ἄγει· αὐτεξουσίως γὰρ καὶ μετὰ λόγου
τους επιθυμία μάλλον κατευθύνεται παρά κατευθύνει· διότι αυτή κινείται
κινεῖται, ἐπειδὴ συνεζευγμέναι εἰσὶν αἱ γνωστικαὶ καὶ ζωτικαὶ
ελεύθερα και λογικά, επειδή μέσα στον άνθρωπο οι γνωστικές και ζωτικές
δυνάμεις ἐν αὐτῷ. Αὐτεξουσίως οὖν ὀρέγεται καὶ αὐτεξουσίως
δυνάμεις επικοινωνούν μεταξύ τους. (Ο άνθρωπος), λοιπόν, ελεύθερα
βούλεται καὶ αὐτεξουσίως ζητεῖ καὶ σκέπτεται καὶ αὐτεξουσίως
επιθυμεί, ελεύθερα θέλει, ελεύθερα ερευνά και εξετάζει, ελεύθερα σκέφτεται,
βουλεύεται καὶ αὐτεξουσίως κρίνει καὶ αὐτεξουσίως διατίθεται καὶ
ελεύθερα διακρίνει, ελεύθερα παίρνει θέση απέναντι στα πράγματα,
αὐτεξουσίως προαιρεῖται καὶ αὐτεξουσίως ὁρμᾷ καὶ αὐτεξουσίως
ελεύθερα εκλέγει, ελεύθερα σπεύδει (για εκπλήρωση των επιθυμιών) και
πράττει ἐπὶ τῶν κατὰ φύσιν ὄντων.  
ελεύθερα ενεργεί σ’ αυτά που είναι σύμφωνα με τη φύση του.

Χρὴ δὲ γινώσκειν, ὅτι ἐπὶ Θεοῦ βούλησιν μὲν λέγομεν, προαίρεσιν δὲ
Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι στο Θεό αποδίδουμε βούληση και όχι
κυρίως οὐ λέγομεν· οὐ γὰρ βουλεύεται ὁ Θεός. ᾿Αγνοίας γάρ ἐστι τὸ
προαίρεση· διότι ο Θεός δεν σκέφτεται. Η σκέψη αποτελεί γνώρισμα της
βουλεύεσθαι· περὶ γὰρ τοῦ γινωσκομένου οὐδεὶς βουλεύεται. Εἰ δὲ ἡ
άγνοιας· κανείς όμως δεν σκέφτεται για κάτι που το γνωρίζει. Εάν, λοιπόν,
βουλὴ ἀγνοίας, πάντως καὶ ἡ προαίρεσις. ῾Ο δὲ Θεὸς πάντα εἰδὼς
η σκέψη είναι γνώρισμα της αγνοίας, οπωσδήποτε είναι και η προαίρεση.
ἁπλῶς οὐ βουλεύεται.  
Αλλά ο Θεός, ο οποίος τα γνωρίζει όλα απολύτως, δεν σκέφτεται.

Οὔτε δὲ ἐπὶ τῆς τοῦ Κυρίου ψυχῆς φαμεν βουλὴν ἢ προαίρεσιν· οὐ
Αλλά ούτε στην ψυχή του Κυρίου αποδίδουμε σκέψη ή προαίρεση· διότι δεν
γὰρ εἶχεν ἄγνοιαν. Εἰ γὰρ καὶ τῆς ἀγνοούσης τὰ μέλλοντα φύσεως
είχε άγνοια. Αν και η (ανθρώπινη) φύση του αγνοούσε τα μέλλοντα να
ἦν, ἀλλ᾿ ὅμως καθ᾿ ὑπόστασιν ἑνωθεῖσα τῷ Θεῷ Λόγῳ πάντων τὴν
συμβούν, όμως, επειδή ενώθηκε υποστατικά με το Θεό Λόγο, είχε τη γνώση
γνῶσιν εἶχεν οὐ χάριτι, ἀλλ᾿, ὡς εἴρηται, διὰ τὴν καθ᾿ ὑπόστασιν
όλων όχι χαριστικά αλλά, όπως λέγεται, εξαιτίας της υποστατικής ενώσεώς
ἕνωσιν· ὁ αὐτὸς γὰρ ἦν καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Διὸ οὐδὲ γνωμικὸν
της· διότι ο ίδιος ήταν και Θεός και άνθρωπος. Γι’ αυτό και δεν είχε γνωμικό
εἶχε θέλημα. Θέλησιν μὲν γὰρ εἶχε τὴν φυσικὴν, τὴν ἁπλῆν, τὴν ἐν
θέλημα. Είχε βέβαια απλή φυσική θέληση, την ίδια που συναντάμε
πάσαις ταῖς ὑποστάσεσι τῶν ἀνθρώπων ὁμοίως θεωρουμένην, τὴν
σε κάθε ανθρώπινη υπόσταση· αλλά η αγία του ψυχή δεν είχε γνώμη,
δὲ γνώμην, ἤγουν τὸ θελητὸν, οὐκ εἶχεν ἡ ἁγία αὐτοῦ ψυχὴ ἐναντίον
δηλαδή επιθυμητό, το οποίο (να μπορεί να είναι) αντίθετο στο θείο του
τοῦ θείου αὐτοῦ θελήματος οὐδὲ ἄλλο παρὰ τὸ θεῖον αὐτοῦ θέλημα.
θέλημα ή κάτι το διαφορετικό από το θείο του θέλημα.
῾Η γὰρ γνώμη συνδιαιρεῖται ταῖς ὑποστάσεσι πλὴν τῆς ἁγίας καὶ
Διότι η γνώμη χωρίζεται μαζί με τις υποστάσεις (πρόσωπα), εκτός από τα
ἁπλῆς καὶ ἀσυνθέτου καὶ ἀδιαιρέτου θεότητος· ἐκεῖ γὰρ τῶν
πρόσωπα της αγίας, απλής, ασύνθετης και αδιαίρετης Θεότητος· επειδή
ὑποστάσεων μὴ εἰς ἅπαν διαιρουμένων καὶ διισταμένων, οὐδὲ τὸ
οι υποστάσεις της Θεότητος είναι αδιαίρετες και αχώριστες, ούτε και η
θελητὸν διαιρεῖται. Κἀκεῖ μέν, ἐπειδὴ μία ἡ φύσις, μία καὶ ἡ φυσικὴ
θέλησή τους χωρίζεται. Και στη θεότητα βέβαια, επειδή η φύση είναι μία, μία
θέλησις· ἐπειδὴ δὲ καὶ αἱ ὑποστάσεις ἀδιάστατοί εἰσιν, ἓν καὶ τὸ
είναι και η φυσική τους θέληση. Και επειδή οι υποστάσεις είναι αχώριστες,
θελητὸν καὶ μία ἡ κίνησις τῶν τριῶν ὑποστάσεων.
είναι και μία η θέλησή και η κίνηση (ενέργεια) των τριών υποστάσεων.

᾿Επὶ δὲ τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ μὲν ἡ φύσις μία, μία καὶ ἡ φυσικὴ
Στην περίπτωση των ανθρώπων μάλιστα, επειδή μία είναι η φύση, μία είναι
θέλησις· ἐπειδὴ δὲ αἱ ὑποστάσεις κεχωρισμέναι εἰσὶ καὶ διεστήκασιν
και η θέληση· επειδή όμως τα πρόσωπα των ανθρώπων είναι χωριστά και
ἀλλήλων κατά τε τόπον καὶ χρόνον καὶ τὴν πρὸς τὰ πράγματα
διαφέρουν μεταξύ τους στον τόπο, το χρόνο, τη σχέση τους προς τα
διάθεσιν καὶ ἕτερα πλεῖστα, τούτου ἕνεκα διάφορα τὰ θελήματα καὶ
πράγματα και άλλα πολλά, εξαιτίας αυτού έχουμε και διαφορετικά θελήματα
αἱ γνῶμαι. ᾿Επὶ δὲ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ  Χριστοῦ, ἐπειδὴ μὲν
και γνώμες. Σχετικά όμως με το πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού,
διάφοροι αἱ φύσεις, διάφοροι καὶ αἱ θελήσεις αἱ φυσικαὶ τῆς αὐτοῦ
επειδή οι φύσεις διαφέρουν, διαφέρουν και οι φυσικές θελήσεις της θείας
θεότητος καὶ τῆς αὐτοῦ ἀνθρωπότητος, ἤγουν αἱ θελητικαὶ δυνάμεις·
και της ανθρωπίνης φύσεώς του, δηλαδή οι θελητικές δυνάμεις. Επειδή όμως
ἐπειδὴ δὲ μία ἡ ὑπόστασις καὶ εἷς ὁ θέλων, ἓν καὶ τὸ θελητὸν, ἤγουν
μία είναι η υπόσταση του προσώπου του και ένας αυτός που θέλει, ένα είναι
τὸ γνωμικὸν θέλημα, τῆς ἀνθρωπίνης αὐτοῦ θελήσεως ἑπομένης
και αυτό που θέλει, δηλαδή το γνωμικό του θέλημα· διότι η ανθρώπινη
δηλαδὴ τῇ θείᾳ αὐτοῦ θελήσει καὶ ταῦτα θελούσης, ἃ ἡ θεία αὐτοῦ
θέλησή του ακολουθεί τη θεία του θέληση και θέλει αυτά, τα οποία η θεία του
ἤθελε θέλησις θέλειν αὐτήν.  
θέληση ήθελε να θέλει αυτή (η ανθρώπινη).

Χρὴ δὲ γινώσκειν, ὡς ἕτερον μέν ἐστιν ἡ θέλησις, ἕτερον δὲ βούλησις,
Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε ότι άλλο είναι η θέληση και άλλο η βούληση,
ἕτερον δὲ τὸ θελητὸν καὶ ἕτερον τὸ θελητικὸν καὶ ἕτερον ὁ θέλων.
άλλο το θελητό, άλλο το θελητικό και άλλο ο θέλων.
Θέλησις μὲν γάρ ἐστιν αὐτὴ ἡ ἁπλῆ δύναμις τοῦ θέλειν, βούλησις δὲ
Θέληση, δηλαδή, είναι η ίδια η απλή δύναμη να θέλουμε, ενώ βούληση είναι
ἡ περί τι θέλησις, θελητὸν δὲ τὸ ὑποκείμενον τῇ θελήσει πρᾶγμα,
η θέληση για κάτι· θελητό πάλι είναι το αντικείμενο της θελήσεως, δηλαδή
ἤγουν ὅπερ θέλομεν· οἷον κινεῖται ἡ ὄρεξις πρὸς βρῶσιν· ἡ μὲν ἁπλῶς
αυτό που θέλουμε· για παράδειγμα, η επιθυμία κινείται για φαγητό· η απλή
ὄρεξις ἡ λογικὴ θέλησίς ἐστιν, ἡ δὲ πρὸς βρῶσιν ὄρεξις βούλησίς ἐστιν,
επιθυμία είναι λογική θέληση, ενώ η επιθυμία για φαγητό είναι βούληση·
αὐτὴ δὲ ἡ βρῶσις θελητόν ἐστι, θελητικὸν δὲ τὸ ἔχον τὴν θελητικὴν
η ίδια η τροφή είναι το θελητό, ενώ θελητικό είναι αυτό που έχει τη δύναμη
δύναμιν, οἷον ὁ ἄνθρωπος. Θέλων δὲ αὐτὸς ὁ κεχρημένος τῇ θελήσει.
της θελήσεως, για παράδειγμα ο άνθρωπος. Θέλων πάλι είναι αυτός που
χρησιμοποιεί τη θέληση.  

Δεῖ εἰδέναι, ὡς τὸ θέλημα, ποτὲ μὲν τὴν θέλησιν δηλοῖ, ἤτοι τὴν
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το θέλημα άλλοτε σημαίνει τη θέληση, δηλαδή τη
θελητικὴν δύναμιν καὶ λέγεται θέλημα φυσικόν, ποτὲ δὲ τὸ θελητὸν
θελητική δύναμη και ονομάζεται φυσικό θέλημα· άλλοτε πάλι σημαίνει το
καὶ λέγεται θέλημα γνωμικόν.   
επιθυμητό και ονομάζεται γνωμικό θέλημα.

Πηγή

H ΔΙΑΝΟΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΝΟΥΣ. ΜΕΓΑΛΟ ΛΑΘΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ. ΟΥΤΕ Η ΔΟΞΑ ΕΙΝΑΙ ΙΔΕΑ, ΟΥΤΕ Η ΕΝΝΟΙΑ ΛΟΓΙΣΜΟΣ. ΠΟΛΛΕΣ ΑΣΑΦΕΙΕΣ. ΒΟΗΘΑ ΟΜΩΣ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου