Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017

Τ Ο Π Ε Π Λ Ο Τ Η Σ Ι Σ Ι Δ Α Σ (5)

ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ

Pierre Hadot

                                                          ΙI
                               Τ Ο  Π Ε Π Λ Ο  Τ Η Σ  Φ Υ Σ Η Σ
 3. ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΚΑΙ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

1. Μυστικά των θεών
     
Κατά την εποχή που προηγείται τής επεξεργασίας του νοήματος της φύσης, την οποία περιγράψαμε εν συντομία, επικρατούσε η άποψη ότι μόνο οι θεοί είχαν πρόσβαση στη μυστική λειτουργία των ορατών και αoράτων πραγμάτων και ότι την απέκρυπταν από τους ανθρώπους. Ήδη στην Οδύσσεια, όταν ο Ερμής διδάσκει στον Οδυσσέα πώς να αναγνωρίσει τη φύση, δηλαδή την όψη του «φυτού τής ζωής», του λέει: «Για τους θνητούς είναι δύσκολο να το αποκτήσουν· αλλά οι θεοί τα πάντα μπορούν».
     Όπως με θλίψη δηλώνει ο Αλκμαίων ο Κροτωνιάτης, τον 6ο ή 5ο π. Χ. αιώνα: «Οι θεοί κατέχουν την άμεση γνώση τόσο στον αόρατο χώρο όσο και στον χώρο των θνητών πραγμάτων. Αλλά εμείς, εξ αιτίας τής ανθρώπινης ιδιότητάς μας, παραμένουμε περιορισμένοι σε εικασίες».
     Δεν πρόκειται απλώς για μια θεωρητική γνώση, αλλά επίσης και για τη γνώση που αφορά στα πλέον απαραίτητα πράγματα τής ζωής. Οι θεοί στον Όμηρο διαθέτουν τη σοφία, δηλαδή την τεχνογνωσία, την επιδεξιότητα στην κατασκευή αντικειμένων που βελτιώνουν τη ζωή των ανθρώπων, είτε πρόκειται για πλοία, είτε για μουσικά όργανα, είτε για μεταλλικές κατασκευές. Και ενώ, χάρη στη γνώση τους, οι θεοί έχουν μιαν εύκολη ζωή, οι άνθρωποι, ως αδαείς, έχουν μια ζωή δύσκολη. Όπως σημειώνει ο Ησίοδος, οι άνθρωποι κατόρθωσαν να υποκλέψουν μερικά μυστικά των θεών χάρη στον Προμηθέα:
     «Οι θεοί έκρυψαν αυτό που δίνει ζωή στους ανθρώπους· διαφορετικά θα ήταν δυνατόν χωρίς κόπο να εργάζεσαι μια μέρα και χωρίς να κάνεις τίποτε να έχεις τροφή για ολόκληρο το χρόνο […]. Αλλά ο Δίας το έκρυψε την ημέρα που με οργισμένη ψυχή ανακάλυψε ότι τον κορόιδεψε ο Προμηθέας με τις πονηρές σκέψεις. Από την ημέρα εκείνη δημιούργησε στους ανθρώπους θλιβερές έγνοιες. Τους έκρυψε τη φωτιά. Αλλά ο θαρραλέος γιός του Ιαπετού κατόρθωσε να την κλέψει από τον Δία, για χάρη των ανθρώπων, κρύβοντάς την στην κοιλότητα ενός ραβδιού, ξεγελώντας το μάτι του θεού που εξαπολύει τον κεραυνό».
     Ακόμη και για τον ίδιο τον Πλάτωνα, το μυστήριο των φυσικών διαδικασιών είναι απροσπέλαστο για τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος δεν διαθέτει κανένα τεχνικό μέσο που θα του επέτρεπε να  το αποκαλύψει. Στον Τίμαιο αναφέρει τα εξής σχετικά με τα χρώματα:
     «Αν κάποιος προσπαθούσε να ελέγξει έμπρακτα αυτά τα πράγματα, θα απεδείκνυε ότι αγνοεί τη διαφορά ανάμεσα στην ανθρώπινη και τη θεία φύση. Διότι μόνο ένας θεός γνωρίζει πώς να συνθέσει  σε Ένα και να διαλύσει σε πολλά τα διάφορα στοιχεία. Ενώ κανένας άνθρωπος δεν είναι σε θέση να κάνει τίποτε από αυτά τα δύο και ασφαλώς δεν θα είναι ποτέ και στο μέλλον».
     Η αντίληψη αυτή διατρέχει την αρχαιότητα. Ο Σενέκας, αναφερόμενος σε διάφορες θεωρίες σε σχέση με τους κομήτες, δηλώνει: «Υπάρχουν στ’ αλήθεια; Μονάχα οι θεοί το γνωρίζουν, αυτοί που είναι οι μόνοι που κατέχουν την αλήθεια». Στα κείμενά του υποστηρίζει ότι η άγνοιά μας περί των φυσικών διαδικασιών αποτελεί μέρος της γενικότερης άγνοιάς μας περί των θείων πραγμάτων και ιδιαίτερα περί του ανώτερου Θεού.
     Η αντίληψη περί της υπάρξεως «μυστικών της φύσεως», στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια, δεν σήμανε την εξαφάνιση της ύπαρξης  «θείων μυστικών». Επανέρχεται στις αρχές του 17ου αιώνα, όταν, κατά την έκρηξη της βιομηχανικής επανάστασης, οι φιλόσοφοι και οι επιστήμονες, την στιγμή που για διάφορους λόγους  πίστεψαν ότι ανακάλυψαν, δια της εμπειρικής μεθόδου, αυτό που αποκαλούν τα «μυστικά της φύσης», αποδέχτηκαν ότι υπάρχει ένα αδιαπέραστο μυστικό, το μυστικό της παντοδύναμης θέλησης του Θεού.
2. Μυστικά της φύσης
     Με την εμφάνιση της φιλοσοφικής αντίληψης περί της φύσεως, δεν γίνεται πλέον λόγος περί θείων μυστικών αλλά περί μυστικών της φύσεως. Σταδιακά η προσωποποιημένη Φύση θα αναδειχθεί η ίδια σε κάτοχο των μυστικών της. Η προσωποποίηση της Φύσης συνοδεύεται από την υπόθεση ότι η δυσκολία να γνωρίσουμε τη φύση οφείλεται κατά κάποιο τρόπον στον προσωπικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς της, που επιδιώκει να αποκρύπτεται και προστατεύει τα μυστικά της. Βρισκόμαστε τώρα μπροστά σε μια νέα ερμηνεία του αφορισμού 123 του Ηράκλειτου: «Η Φύση αγαπά να κρύβεται».
     Η έννοια μυστικό της φύσης εμφανίζεται λοιπόν σε μια μεταγενέστερη εποχή, τον 1ο αιώνα π. Χ., και συνηθέστερα τους Λατίνους συγγραφείς, οι οποίοι όμως ασφαλώς την δανείστηκαν από τους Έλληνες στωικούς ή επικούρειους ή ακόμη και πλατωνικούς. Για παράδειγμα ο Κικέρων, ακολουθώντας τον Αντίοχο Ασκαλωνίτη, αναφέρεται σε «πράγματα που κρύφτηκαν και καλύφθηκαν από την ίδια τη φύση». Ο Λουκρήτιος υποστηρίζει ότι «η ζηλόφθονη Φύση μάς υπέκλεψε τη θέαση των ατόμων», ή ακόμη ότι ο Επίκουρος «ανέσυρε όλα τα πέπλα που κάλυπταν τη Φύση» και επίσης ότι «παραβίασε τις ασφαλισμένες θύρες της Φύσης». Ο Οβίδιος διηγείται για τον Πυθαγόρα, ότι «ανακάλυψε με τα μάτια της ψυχής το θέαμα που η φύση αρνήθηκε στα ανθρώπινα βλέμματα». Στην Φυσική Ιστορία του Πλίνιου  του Πρεσβύτερου γίνεται λόγος, σε σχέση με τους πλανήτες, για τα μυστικά της φύσης και τους νόμους στους οποίους υπέταξε η ίδια τον εαυτό της.
     Τα μυστικά της φύσης είναι διαφόρων ειδών. Ορισμένα από αυτά θα μπορούσαμε να πούμε ότι ανήκουν στα αόρατα μέρη της φύσεως. Κάποια είναι αόρατα, διότι βρίσκονται πολύ μακριά στο χώρο και στον χρόνο. Και κάποια άλλα είναι απρόσιτα, επειδή είναι απειροελάχιστα, όπως τα άτομα του Επίκουρου, για τα οποία ο Λουκρήτιος λέει ότι «η φθονερή Φύση θέλησε να μας αποκρύψει το θέαμα», ή ακόμη διότι είναι κρυμμένα στο εσωτερικό των σωμάτων ή της γης. Όπως λέει ο Κικέρων:
     «Όλα αυτά, Λούκουλλε, παραμένουν κρυφά, καλυμμένα με πέπλα και σκεπασμένα από πυκνά σκοτάδια, διότι καμία όψη του ανθρώπινου πνεύματος δεν είναι αρκετά ισχυρή, έτσι ώστε να διεισδύσει στον ουρανό ή μέσα στη γη. Γνωρίζουμε ότι έχουμε ένα σώμα, αλλά αγνοούμε την ακριβή θέση των οργάνων μας καθώς και την συγκεκριμένη λειτουργία του καθενός απ’ αυτά. Για τούτο οι γιατροί […] είναι υποχρεωμένοι να κάνουν τομές για να ελέγξουν την κατάσταση των οργάνων. Αλλά, λένε οι εμπειρικοί γιατροί ,ούτε έτσι είναι δυνατόν να γνωρίσουμε την ακριβή κατάσταση των οργάνων, διότι είναι πιθανόν, όταν τα αποκαλύπτουμε αφαιρώντας τους αυτό που τα σκεπάζει, να μεταλλάσσονται».
     Μυστικά της φύσης επομένως μπορούν να θεωρηθούν τα αόρατα μέρη της, που διαφεύγουν της παρατήρησης, αλλά επηρεάζουν τα ορατά φαινόμενα. Η δια της βίας επιβεβλημένη παρατήρηση – όπως υπονοεί ο Κικέρων, αναφερόμενος στους εμπειρικούς – κινδυνεύει να διαταράξει το υπό παρατήρηση φαινόμενο. Αυτό θα είναι και το κατά παράδοση επιχείρημα των στοχαστών που αντιτίθενται στους πειραματισμούς.
     Τα αόρατα πράγματα μπορούν εξ άλλου να γίνουν ορατά, όπως οι κομήτες, οι οποίοι, όπως παρατηρεί ο Σενέκας, εμφανίζονται σπάνια, ενώ αγνοούμε πλήρως τον τόπο καταφυγής τους όταν δεν είναι ορατοί. Αλλά, συνεχίζει, δεν είναι οι μόνες πραγματικότητες του σύμπαντος που διαφεύγουν της προσοχής μας:
     «Αρκετά άλλα όντα παραμένουν άγνωστα σ’ εμάς ή, κάτι ακόμη πιο αξιοθαύμαστο, καλύπτουν την όρασή μας και ταυτόχρονα της διαφεύγουν. Είναι μήπως τόσο λεπτεπίλεπτα, που το ανθρώπινο μάτι δεν μπορεί να τα συλλάβει; Ή η μεγαλειότης τους κρύβεται σε ένα υπερβολικά ιερό για τον άνθρωπο καταφύγιο, από όπου ρυθμίζουν τα του χώρου τους, δηλαδή είναι αυτάρκη, απρόσιτα στους πάντες, εκτός από το πνεύμα; […] Πόσα ζώα δεν έχουμε ακόμη ανακαλύψει! Πόσα αντικείμενα υπάρχουν που η εποχή μας τα αγνοεί πλήρως!».
     Μυστικά της φύσης όμως είναι και τα ανεξήγητα φαινόμενα, τα οποία δεν έχουν λογική ερμηνεία. Οι «αιτίες» τους παραμένουν κρυφές, είτε επειδή, παρότι είναι υλικές, παραμένουν αόρατες εξ αιτίας του απειροελάχιστου μεγέθους τους, όπως τα άτομα του Δημόκριτου ή του Επίκουρου, είτε η ύπαρξή τους δεν είναι αισθητή, αλλά νοητή, όπως οι Ιδέες του Πλάτωνα, ή οι Μορφές (τα Είδη) του Αριστοτέλη. Πλατωνικοί, Επικούρειοι και Στωικοί αναγνωρίζουν από κοινού ότι τα αισθητά φαινόμενα έχουν αιτίες και δεν αποτελούν συνέπειες της ιδιοτροπίας κάποιων θεών. Αναφερόμενος στους σεισμούς ο Σενέκας διακηρύσσει:
     «Οι θεοί δεν έχουν καμιάν ανάμειξη σε αυτά τα συμβάντα, οι δονήσεις του ουρανού και της γης δεν αποτελούν συνέπεια της οργής τους. Τα φαινόμενα αυτά έχουν τις δικές τους αιτίες. […] Αιτία του δικού μας τρόμου είναι η άγνοια. Δεν θα ήταν καλύτερα να γνωρίζουμε, για να μην έχουμε φόβο; Πόσο καλύτερο θα ήταν να γνωρίσουμε τις αιτίες! {…} Ας αναζητήσουμε λοιπόν αυτό που έρχεται από τα βάθη να τραντάξει τη γη».
     Είτε τελικά πρόκειται για φαινόμενα ανεξήγητα ή απροσπέλαστα, είτε ακόμη για αιτίες και ειδικότερα για μυστικές άγνωστες δυνάμεις, η ιδέα του μυστηρίου της φύσης προϋποθέτει πάντοτε μιαν αντίθεση ανάμεσα στο ορατό, αυτό που διαφαίνεται, το φαινόμενο, και αυτό που κρύβεται πίσω από αυτή την εμφάνεια, το αόρατο. Αυτή η αντίθεση εμφανίζεται ήδη από τις αρχές της ελληνικής σκέψης. Αφ’ ενός, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, οι πρώτοι Έλληνες στοχαστές υπογραμμίζουν την δυσχέρεια που υπάρχει ως προς τη γνώση πραγμάτων που είναι κρυφά σ’ εμάς (άδηλα), αφ’ ετέρου όμως θεωρούν ότι τα «φαινόμενα» μπορούν να μας αποκαλύψουν πράγματα κρυμμένα, σύμφωνα με την παροιμία που αποδίδεται στον Αναξαγόρα και τον Δημόκριτο, της οποίας όμως έγινε χρήση καθ’ όλη τη διάρκεια της Αρχαιότητας, και ιδιαίτερα από τους Επικούρειους φιλοσόφους: «Αυτό που φαίνεται αποκαλύπτει αυτό που είναι κρυφό» (όψις αδήλων τα φαινόμενα). Όπως απέδειξε ο Hans Diller, μπορούμε να αναγνωρίσουμε εδώ την απαρχή μιας επιστημονικής μεθόδου που στηρίζεται στον αναλογικό συλλογισμό. Ο Αριστοτέλης είναι ο κατ’ εξοχήν φιλόσοφος που έμεινε πιστός σ’ αυτή τη μέθοδο, κατά την οποία από τα ορατά φαινόμενα συνάγεται μια αόρατη αιτία, και όχι το αντίστροφο. Για παράδειγμα, χάρη στη μελέτη της συγκεκριμένης συμπεριφοράς του ανθρωπίνου όντος μπορούμε να συνάγουμε συμπεράσματα περί της ουσίας της ανθρώπινης ψυχής.
3. Η Φύση ως μυστικό
     Η επισταμένη μελέτη ενός ορισμένου φαινομένου είναι σε θέση να μας οδηγήσει στην ανακάλυψη ενός άλλου φαινομένου, λιγότερο εμφανούς, που όμως το προσδιορίζει. Αλλά, τουλάχιστον για τους στωικούς, το μέγα μυστήριο της φύσης συνίσταται στην αλληλεπίδραση όλων των αιτίων, στη συνολική κοσμική διαδικασία, στο οργανικό Όλον, και την αποφασιστική δράση της πρώτης αιτίας, δηλαδή της Φύσης ως δημιουργού, τεχνίτη, ως αιτία δημιουργίας της πλήρους εξέλιξης του σύμπαντος, δηλαδή τελικά ως του ίδιου του Θεού με τον οποίο ταυτίζουν τη Φύση. Γράφει σχετικά ο Σενέκας:
      «Δεν γνωρίζουμε ποια είναι η αρχή χωρίς την οποία τίποτε άλλο δεν μπορεί να είναι.. Μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ελάχιστα γνωρίζουμε για μικρά θραύσματα πυρός [τους κομήτες], ενώ αυτό που είναι το μέγιστο στον κόσμο, ο Θεός, παραμένει σ’ εμάς κρυφό».
     Το μέγα μυστήριο της Φύσεως είναι λοιπόν η ίδια η Φύση, δηλαδή η δύναμη, ο αόρατος λόγος, του οποίου ο ορατός κόσμος δεν είναι παρά η εξωτερική εκδήλωση. Αυτή ακριβώς η αόρατη φύση είναι που «αγαπά να κρύβεται», που αποφεύγει τα βλέμματα. Έχει επομένως η φύση μια διπλή όψη: εμφανίζεται στις αισθήσεις μας μέσα από την πλούσια ποικιλία του θεάματος που μας προσφέρουν ο ζων κόσμος και το σύμπαν, και παράλληλα, πίσω από αυτήν την εμφάνεια κρύβει την ουσιαστικότερη, την βαθύτερη και δημιουργικότερη πλευρά της.
3. Τα μυστικά της φύσης στο Μεσαίωνα και τη Σύγχρονη Εποχή
     Η μεταφορική αυτή αναφορά στα «μυστικά της φύσεως», που πρωτοεμφανίζεται κατά την ελληνιστική εποχή, θα καθορίσει τις περί της φύσεως έρευνες της φυσικής, των φυσικών επιστημών, επί τουλάχιστον δύο χιλιετίες. Σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον έργο του ο William Eamon ερευνά την εξέλιξη αυτής της αντίληψης στον Μεσαίωνα και τις αρχές της σύγχρονης εποχής (Επιστήμη και τα Μυστικά της Φύσης στον Μεσαίωνα και τον Πρώιμο Σύγχρονο Πολιτισμό, Princeston, 1994). Από τον 15ο ως τον 17ο αιώνα η παράδοση αυτή παραμένει σταθερή: μια πληθώρα γραπτών κειμένων αναφέρεται στα μυστικά και τα θαύματα της φύσης. Ίσως αυτό να οφείλεται στην εξαιρετική επιτυχία που σημείωσε μια μελέτη του Μεσαίωνα που μεταφράστηκε από τα αραβικά και αποδώθηκε εσφαλμένα στον Αριστοτέλη, με τον τίτλο Secretum Secretotum (το Μυστικό των Μυστικών). Όλα αυτά τα έργα που έχουν ως τίτλο «Μυστικά της φύσης» ή «Θαύματα της φύσης», πραγματεύονται ιατρικές, αλχημιστικές και μαγικές συνταγές.
     Η λογοτεχνία αυτή απορρέει από μια μακρόχρονη παράδοση που καλλιεργήθηκε στην Αρχαιότητα, από τον 2ο αιώνα π. Χ., και πραγματεύεται μιαν επιστήμη που στόχο έχει να «ανακαλύψει τις μυστικές και θαυματουργικές δυνάμεις των όντων της φύσεως, δηλαδή τις φύσεις τους, τις ιδιότητες και τις απόκρυφες αρετές τους, καθώς και τις φιλικές ή εχθρικές σχέσεις που αυτές οι φύσεις έχουν με τα τρία γένη. Άνθρωπος, ζώα, φυτά και πετρώματα (ακόμη και τα μέταλλα) θεωρούνται πλέον ως  φορείς μυστηριακών δυνάμεων, επιφορτισμένων με την αποστολή της θεραπείας κάθε είδους δεινών και ασθένειας, με την εξασφάλιση αγαθών, ευτυχίας, τιμών και μυθικής εξουσίας στον άνθρωπο» (A.J. Festugière, Η Αποκάλυψη του Ερμή του Τρισμέγιστου, Παρίσι 1950 και 1990, σελ. 196). Πρόκειται κυρίως για συλλογές mirabilia (θαυμάτων), παράξενων και εξαιρετικών φυσικών φαινομένων. Το συγγραφικό αυτό έργο, που εμφανίζεται ήδη περί το 200 π. Χ. με τον Βώλο από την Μένδη, μας έγινε γνωστό κυρίως από τα αποσπάσματα ή τους υπαινιγμούς μεταγενέστερων συγγραφέων, όπως ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, στο έργο τού οποίου οι φιλικές και οι εχθρικές σχέσεις παίζουν πρωτεύοντα ρόλο.
     Και την εποχή ακριβώς που ανθίζει η επιστήμη, τον 17ο και 18ο αιώνα, όπως εύστοχα αποδεικνύει ο William Eamon στο ίδιο έργο, η σύγχρονη επιστήμη, ως κληρονόμος των απόκρυφων επιστημών και της μαγείας, θα αναλάβει το έργο της αποκάλυψης των μυστικών της φύσεως. Από αντικείμενα έρευνας της φιλοσοφικής φυσικής, αλλά και των ψευδο-επιστημών της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα, θα γίνουν κατ’ αυτόν τον τρόπο, αντικείμενο της νέας μαθηματικής και μηχανικής φυσικής. Ο Φράνσις Μπέικον, για παράδειγμα, θα δηλώσει ότι η φύση δεν αποκαλύπτει τα μυστικά της παρά μόνο δια του μαρτυρίου των πειραματισμών. Και ο Πασκάλ θα πει: «Τα μυστικά της φύσης είναι κρυφά […] οι εμπειρίες που μας επιτρέπουν να τα αντιληφθούμε πολλαπλασιάζονται συνεχώς· και επειδή αυτές αποτελούν τις μοναδικές αρχές της φυσικής, ανάλογα πολλαπλασιάζονται και οι συνέπειές τους» (Απόσπασμα μιας Πραγματείας του κενού, Παρίσι 1974). Μπορούμε επίσης να παραθέσουμε τον Πιέρ Γκασσεντί, που αποκαλεί res natura occultae (πράγματα κρυμμένα από τη φύση), χρησιμοποιώντας μια διατύπωση του Κικέρωνα, τα πράγματα που, παρότι δεν προσφέρονται στην άμεση παρατήρηση, συνδέονται με ορισμένα φαινόμενα που μπορούν να παρατηρηθούν.
     Καθώς διανύουμε τον 19ον αιώνα, η μεταφορική σημασία εγκαταλείπεται σταδιακά, παράλληλα με την εξάλειψη από την επιστήμη της παρουσίας ενός θείου δημιουργού. Παραχωρεί τη θέση της, τόσο στο χώρο της φιλοσοφίας όσο και της τέχνης, όπως θα δούμε στη συνέχεια, στην έννοια ενός μυστηρίου του κόσμου, ή του όντος, ή της ύπαρξης.


(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου