Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2017

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (78)

Συνέχεια από Τρίτη,7 Νοεμβρίου 2017
                                      
                                       PAUL FRIEDLȀNDER
                                                ΠΛΑΤΩΝ
                                         ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ
                                 ΤΑ  ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ  ΚΕΙΜΕΝΑ
                                           Πρώτη περίοδος

           ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ - «ΕΓΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ»

                                           17.  Γ Ο Ρ Γ Ι Α Σ
                                                ( συνέχεια )

     Ό,τι κερδήθηκε μέχρι τώρα, έχει να αντιμετωπίση τον πιο οξύ ακόμα πόλεμο ενάντια στη ‘συνεπή’ ανηθικότητα (Immoralismus), ή ενάντια, για να το πούμε κι αλλιώς, στην αλαζονική ‘θέση’ (These) τού ανώτερου δικαίου τού ισχυροτέρου ανθρώπου (το ‘δίκαιο’ του ισχυροτέρου…). Το ότι είμαστε κοντά στην απόφανση και την κρίση, το ομολογούν και οι δυό ‘ανταγωνιστές’. Λέει αμέσως ξεκινώντας ο Καλλικλής: «Αν μιλάς στα σοβαρά, κι αν είναι αληθινό αυτό που λες, τότε είναι (εντελώς…) αναποδογυρισμένη η ζωή ανθρώπων όπως εμείς» (481 C). Του απαντάει όμως, παίζοντας στα σοβαρά ο Σωκράτης, πως δεν έχει να κάνη μόνο μ’ αυτόν τον ίδιον, αλλά με μια δύναμη που ξεπερνάει τον καθέναν ξεχωριστά: τη δύναμη της φιλοσοφίας ο Καλλικλής. Κι αν δεν την αντικρούση αυτήν τη δύναμη (αν δεν την αντιμετωπίση…), θα βρίσκεται πάντα σε αντίφαση με τον ίδιον του τον εαυτό· κάτι που θα ήταν όμως το πιο δεινό για τον άνθρωπο   (Σημ. τ. μετ.: Βλέπουμε άλλη μια φορά, πώς η αλήθεια έρχεται από έξω για τον άνθρωπο, από ανώτερες απ’ αυτόν ‘δυνάμεις’ ή ‘περιοχές’, όπως είναι εδώ η δύναμη της φιλοσοφίας· κι αν δεν σταθή τίμια απέναντι σ’ αυτό που τον ξεπερνά ο άνθρωπος, ώστε να κριθή και ο ίδιος, θα ζη μιαν ζωή γεμάτη εσωτερικές αντιφάσεις, μιαν άκρως δυστυχισμένη δηλαδή ζωή… ‘Θύραθεν’, καθώς λέει και ο Αριστοτέλης για τον νου… )) . Κι όταν τελειώνη αργότερα (487 Α κ.ε.) τον προγραμματισμένο του λόγο ο Καλλικλής, τον ‘τιμά’ για τρία πράγματα, για την κρίση του, την ευμένειά του (την καλή του προαίρεση…) και την ειλικρίνειά του (παρρησία) ο Σωκράτης. Αν συμφωνή λοιπόν κι ο Καλλικλής, τότε θα έχη εξεταστή επαρκώς το ‘πράγμα’. Είναι άρα σαφέστατο, ότι αυτή είναι και η στιγμή τής απόφανσης.
      Περιβάλλεται (και ‘ασφαλίζεται’…) απ’ αυτές τις υποδείξεις τού Σωκράτη ο ‘μεγάλος’ λόγος τού Καλλικλή. Που ‘κρίνει’ την ‘αμφιμαχία’ τού Γοργία και του Πώλου, οι οποίοι και συμβαδίζουν αμφότεροι με την επικρατούσα ηθική, αλλά και την προσπάθεια του Σωκράτη, που χρησιμοποίησε την ίδια τους την ασάφεια για να τους καταβάλη. Διαχωρίζει δε σαφώς αναμεταξύ τους τα δυό επίπεδα κρίσης και συζήτησης (συν-ζήτηση…), που ανάμεσά τους αμφιταλαντέυονται οι άλλοι, ως Φύση (Physis) και Νόμο (Nomos) ο Καλλικλής. Όπου φυσική, που σημαίνει ευδοκιμούσα, γνήσια και πρωτογενής, θεμελιωμένη στο αληθινό Είναι, είναι η ηθική τών ‘κυρίων’, η κυρίαρχη ηθική, για τους οποίους είναι όχι μόνο χειρότερο, αλλά και πιο αποκρουστικό το να αδικούνται απ’ το να αδικούν. Φανερώνει δε μια γενεαλογία (Genealogie) τής ηθικής το πώς υπήρξαν και Ασθενείς οι Πολλοί, οι οποίοι και διαστρέβλωσαν (παραχάραξαν και νόθευσαν…) ακόμα και το «καταστατικό» (συμβίωσης…) αλλά και τη γλώσσα τών ανθρώπων με το ισχύον σύστημα. Δεν οδηγεί όμως παρά η αρκετή «φύση» και η «ίδια ανάπτυξη» ενός ανθρώπου στο να ‘αναλάμπη’ πάντοτε το φυσικό δίκαιο (τό τής φύσεως δίκαιον). Είχε μιλήσει μάλιστα, στον παλαιότερον εκείνον διάλογο, μέσα απ’ το ίδιο ‘φρόνημα’ του κυρίαρχου ανθρώπου ο Θρασύμαχος. Ενώ είναι καινούργια τώρα η αντιπαράθεση φύσεως και ‘καταστατικού’ τής ζωής στη διατύπωση του Καλλικλή. Με το οποίο και καθίστανται οξύτερα αλλά και πιο ‘απατηλά’ όλα. Γιατί ονόμασε τότε ως «αδικία» τη «θέληση να έχης περισσότερα και να κυριαρχής», χαρακτηρίζοντας ωστόσο, με μιαν μικρήν τρόπον τινά ‘παραλλαγή’, ως αυτό που συνήθως συμβαίνει αυτήν την αδικία ο Θρασύμαχος. Και ονομάζει τώρα την ίδιαν πλεονεξία (Pleonexie) ως το «εκ φύσεως δίκαιο», προσδίδοντάς του μιαν υψηλότερη μεν ευγένεια, αλλά και μιαν ακόμα πιο ισχυρή παραπλανητικότητα ο Καλλικλής. Εικονογραφώντας την μάλιστα (την πλεονεξία…) με το μυθικό πρότυπο του Ηρακλή, του άρπαγα του κοπαδιού τού Γηρυόνη, και αντιστρέφοντάς την με μιαν τολμηρή χρήση τεσσάρων λέξεων του Πινδάρου, αναφερομένων σε κείνον τον μύθο, στο αντίθετό της. «Ο νόμος φτιάχνει δίκαιο απ’ αυτό που είναι το βιαιότερο απ’ όλα», (νόμος δικαιών τό βιαιότατον), λέει ο Πίνδαρος· κάτι που ακουγόταν για πρώτη φορά και ήταν (πράγματι…) παράτολμο. Και σε «ασκεί βία ο νόμος σ’ αυτό που είναι το δικαιότατο» (νόμος βιαιών τό δικαιότατον) το μετασχηματίζει ο Καλλικλής.
      Η άλλη διαφορά είναι αυτή που ολοένα και επανέρχεται: Αντιπαρατίθενται ηθικές αρχές στους προηγούμενους διαλόγους. Απ’ τις οποίες και ‘φτιάχνει’ μορφές ζωής (βίους), στις οποίες και ενσαρκώνονται αυτές οι αρχές, ο «Γοργίας». Παραλαμβάνει δηλ. απ’ τον Σωκράτη την αντίθεση πολιτικού και φιλοσόφου, και την αναβιβάζει σε αντίθεση πρακτικού και θεωρητικού ανθρώπου ο Καλλικλής, βλέποντας μάλιστα τη λογομαχία τών διδύμων Αμφίωνα και Ζήθου στο θεατρικό έργο τού Ευριπίδη (την «Αντιόπη», της οποίας σώθηκαν μόνον αποσπάσματα…) ως το μυθικό της πρότυπο. Και είναι απόλυτα συνεπές προς όλα όσα συζητήθηκαν, η συγκεκριμενοποίηση της βασικής αντίθεσης των δύο ‘ηθικών’ σ’ αυτά τα ζεύγη αντίθεσης. Δεν ‘εξαφανίζει’ βέβαια εντελώς τη φιλοσοφία ο Καλλικλής. Που δεν τη θεωρεί μεν ως περιεχόμενο ζωής, θεωρεί όμως πως μορφώνει τη νεότητα – όπου και ενυπάρχει ίσως ήδη πάλι μια ορισμένη υποχώρηση, όπως υποχώρησε και γενικά άλλωστε, ξεκινώντας να συνομιλή με τον Σωκράτη. Γιατί άνθρωποι που είναι πράγματι αυτό που θα επιθυμούσε να είναι ο Καλλικλής, δεν θα επιτρεπόταν και δεν θα το έκαναν (ποτέ…) κάτι τέτοιο. Αφού δέχονται, συζητώντας, έναν νόμο, με τον οποίον και ‘ηττώνται’. Είναι ‘καλή’ όμως και γενικά η πρόθεση του Καλλικλή απέναντι στον Σωκράτη, και εύχεται να τον ελκύση μ’ ένα ‘οικείο του επιχείρημα’ (argumentum ad hominem - ;) προς το μέρος του: ότι δεν μπορείς να αμυνθής (να υπερασπιστής τον εαυτό σου…), αν δεχτής επίθεση (αν εξαντληθής και εξασθενήσης…). Και αναδύεται έτσι στο βάθος, σαν βασανιστικό μάλλον ‘πείραμα’ (experimentum crucis), η ίδια η δίκη τού Σωκράτη σ’ αυτήν τη ‘λογομαχία’, και βλέπουμε πως πρόκειται για ένα ζήτημα ζωής και θανάτου, όπου και συναντώνται όπως σ’ ένα κομβικό σημείο ο αγώνας ανάμεσα στην ανηθικότητα και τη δικαιοσύνη, ο αγώνας ανάμεσα στην πρακτική πολιτική και τη φιλοσοφία, ο αγώνας ανάμεσα στους Αθηναίους και τον Σωκράτη τελικά   (( Σημ. τ. μετ.: Πραγματικά ‘εξέθεσε’ τον εαυτό του απόλυτα ο Σωκράτης, υπηρετώντας την αλήθεια και τη ‘φωνή τού θεού’ εντός του… Ανέλαβε όλα τα ‘ρίσκα’ και έμεινε μέχρι το τέλος πιστός στην πόλη που τον καταδίκασε… Μάθημα εσαεί… )) .
      Της αποφασιστικής ‘επίθεσης’ προηγείται, όπως τόσο συχνά, μια διευκρίνηση και μια εξέλιξη της εχθρικής τοποθέτησης, σε συνδυασμό με ‘ελαφρές’ αψιμαχίες. Τί σημαίνει άλλωστε η φράση, πως αυτή είναι η πραγματικά δίκαιη κατάσταση, το να έχη περισσότερα αυτός που υπερέχει και να κυβερνά τον κατώτερο; Και είναι άραγες το ίδιο ο καλύτερος (βελτίων), ο πιο δυνατός (κρείττων) και ο πιο ισχυρός (ισχυρότερος);  (( Σημ. τ. μετ.: Όπως βλέπουμε, εδώ τα πράγματα δεν αντιμετωπίζονται μέσα από ‘ιδεολογίες’ και a priori ανθρώπινες κατασκευές, αλλά ερευνώνται τίμια και σε βάθος, ως προς την αλήθεια και ως προς τον σκοπό τους, που είναι το αγαθό… )) . Αυτό παραδέχεται ο Καλλικλής, ‘αφήνοντας’ στην αρχαїκή (archaisch) της ακόμα ασάφεια την έννοια «καλός», και αντιλαμβανόμενος έτσι τον οποιονδήποτε μόνον τρόπο υπεροχής ή διακρίσεως. Ενώ θέλει να ‘καθαρίση’ αυτήν την έννοια ο Σωκράτης. Στον «Θρασύμαχο» ακολούθησε τον ορισμό, ότι ταυτίζεται με το όφελος του ισχυροτέρου η δικαιοσύνη, μια ‘μοχθηρή’ ερμηνεία τού Σωκράτη, που εξανάγκασε σε μεγαλύτερη σαφήνεια τον σοφιστή. Και το ίδιο συμβαίνει, μόνον πιο αιχμηρά, κι εδώ: Αν καταλαβαίνη δηλ. κανείς αριθμητικά την υπεροχή, σαν υπεροχή που ασκείται απ’ τους πολλούς απέναντι σε έναν μεμονωμένο και αναγκαστικά πιο αδύναμο, τότε θα ταυτίζεται με τη δουλικήν ηθική τών πολλών το δίκαιο του ισχυροτέρου να κυβερνά. Είναι άρα εντελώς αδιευκρίνιστη ακόμα – όπως προκύπτει απ’ τη δυνατότητα ακριβώς τέτοιων σοφισμάτων – η έννοια, και συμφωνούν απλώς – φαινομενικά τουλάχιστον – να θεωρήσουν ως «υπερέχοντες» (υπέρτερους, ανώτερους…) τους «φρονιμώτερους» και οι δύο (498 Ε κ.ε.). Τί σημαίνει όμως τώρα πάλι «φρόνιμος» και τί σημαίνει «να θέλω να έχω περισσότερα (απ’ τους άλλους…) και να θέλω να υπερέχω»;   (( Σημ. τ. μετ.: Οι άνθρωποι νομίζουμε ότι γνωρίζουμε κι ότι υπάρχει ακρίβεια στα λεγόμενά μας… Ο Σωκράτης γνωρίζει όμως ότι (κανείς…) δεν γνωρίζει, κι ότι ‘αποστολή’ μας είναι να ερευνήσουμε και να ρωτήσουμε, αν θέλουμε να γίνουμε άνθρωποι δια της ‘αληθείας’… )) . Γιατί μπορεί να το παρεξηγήση, σκεπτόμενος με τις δικές του ‘γνώσεις’ και τα αντίστοιχα δικά του ‘προτερήματα’, εντελώς κωμικά κανείς αυτό. Εννοεί λοιπόν μάλλον ως «αυτόν που γνωρίζει τα πολιτικά πράγματα» τον «φρόνιμο» ο Καλλικλής, προσθέτοντας μάλιστα, για να μην παρεξηγηθή ως μια άσκοπη φροντίδα η γνώση, και τον χαρακτηρισμό «ανδρείοι» εκεί, και συνδέοντάς τα με την «κυριαρχία» και με το «να έχη κανείς περισσότερα» όλα. Αρκούν όμως αυτές και μόνον οι προσθήκες, για να ‘υποσκάψουν’ την τόσο κοντινή καθ’ εαυτή στον Σωκράτη διατύπωση για την κυριαρχία τών φρονίμων. Και για να πη τελικά αυτό που πραγματικά ‘πιστεύει’ ο Καλλικλής, θέτει το αποφασιστικό ερώτημα, αν θα πρέπη να «κυριαρχή και στον εαυτό του» (να είναι σώφρων) ο κυρίαρχος, ο Σωκράτης   (( Σημ. τ. μετ.: Κι έτσι εστράφη ο άνθρωπος εις εαυτόν, για να μπορέση να αναζητήση, αν το θελήση, μέσα από εκεί τον δρόμο προς τον νοητόν κόσμο και προς το Αγαθό… Κι αυτά συνέβησαν μια για πάντα στην ‘ιστορία’ τής ανθρωπότητας, με σκληρά επίγεια τιμήματα, κι ανοίγοντας ολοένα τούς δρόμους και τα μονοπάτια… )) . Γιατί αυτό είναι τελικά το κριτήριο (Kriterium), για το αν κατανοούνται σωκρατικά οι λέξεις «έξυπνος» και «ανδρείος», και όχι ως μια ειδική ας πούμε ευφυία η εξυπνάδα ή ένα φυσικό προσόν η ανδρεία. Και νά που γίνεται σαφές, ότι είναι στην πραγματικότητα η ζωή τής ηδονής το ύψιστο για τον Καλλικλή, και δεν υφίστανται παρά ως αναστολές και εμπόδια τού πόθου του για ηδονή το «μέτρο» και η «δικαιοσύνη», και μόνον ως μέσα ικανοποίησης αυτού τού πόθου η «ανδρεία» και η «κρίση». Στοχεύει στην ενότητα των αρετών σε μιαν αρετή – και βλέπουμε εκ νέου, τί σημαίνει το πρόβλημα του ‘Πρωταγόρα»! – ο Σωκράτης, ενώ διαλέγει ανάμεσα στις αρετές κατά το μέτρο τής ηδονής (Hedone) ο Καλλικλής: που θα μπορούσε να πη, πως «επιτρέπεται αυτό που μας αρέσει», μαζί με τον (Τορκουάτο…) Τάσσο τού Γκαίτε.
      Πρόκειται για την απόφαση, «πώς πρέπει να ζη κανείς»: και εισάγει μ’ αυτό τον πραγματικόν αγώνα ο Σωκράτης. ‘Αναβιβάζονται’ ωστόσο ακόμα και τώρα τα ‘μέσα’ τού αγώνα. Η πρώτη κίνηση δεν τελεσφορεί. Μερικές εικόνες, δημιουργημένες και μεθερμηνευμένες απ’ τον ορφικο-πυθαγόρειο κόσμο, που συμβολίζουν με διάτρητα αγγεία την ζωή τού ηδονικού ανθρώπου, με σώα και αβλαβή δε αγγεία την ζωή τού λογικού, περιέχουν μεν σαφώς την αντίθεση, την οποία και αναπτύσσουν οι επόμενες αποδείξεις, χωρίς όμως και να τις υποκαθιστούν. Ο ίδιος ο Σωκράτης δεν τις θεωρεί δε ‘εξαναγκαστικές’ (ότι δεν διαθέτουν υποχρεωτικήν ισχύ…). Και ακριβώς λόγω τού ότι δεν επιδρούν στον αντίπαλο, καθιστούν σαφή απ’ τη μια τη δυνατότητα της διαλεκτικής και το πού τοποθετείται κατά τον Πλάτωνα ο μύθος, ενώ ‘επιτρέπουν’ απ’ την άλλη να εμφανισθή ακόμα πιο ισχυρή η αντίσταση: η ζωή τής τάξης και της ευπρέπειας αρμόζει μόνο στις πέτρες και στους νεκρούς για τον Καλλικλή. Είναι όμως και για το σύνολο αυτού τού καλλιτεχνήματος σημαντικές, καθώς προετοιμάζουν ήδη σ’ ένα πρώιμο σημείο ‘χαμηλόφωνα’ εκείνο, που θα παρουσιασθή με συγκεντρωμένη τη δύναμη στον μεγάλο μύθο τού διαλόγου.
      Δεν είναι ‘δριμεία’ όπλα οι μύθοι, δριμύ και οξύ όπλο είναι μόνον η διαλεκτική. Θέλει να εξαναγκάση τον εκπρόσωπο της ηδονικής αρχής να παραδεχθή ως αποκρουστικές τις αποκρουστικές ηδονές ο Σωκράτης, και δεν διστάζει να τον ‘εξωθήση’ προς τη φαγούρα τού ψωριασμένου και τη σεξουαλική επιθυμία τού κίναιδου (Kinäde). Ακόμα κι αν παρατηρείται, το πόσο ευχαρίστως θα επιθυμούσε να τα αποκλείση ή να τα παραβλέψη ως ευτελή και χυδαία αυτά ο άλλος, παραμένει ωστόσο, «για να μην έρθη σε αντίφαση προς τον ίδιον του τον εαυτό» (495 Α), στη θέση (These) που είχε, χωρίς να ανήκη όμως πλέον ‘εσωτερικά’ εξ ολοκλήρου σ’ αυτήν. Δεν επιτρέπεται, για να το πούμε κι αλλιώς, να παραδεχτή καμμιά διαφορά αξίας, αν θέλη να επιβεβαιωθή, και πρέπει να συμπεριλάβη και τις χυδαιότερες ακόμα ηδονές στη ‘θέση’ του ο (πραγματικός…) ηδονικός. Γιατί αναγνωρίζει ένα κριτήριο αλλιώς, που δεν θα μπορούσε όμως να βρεθή παρά έξω απ’ την ηδονή. Συνδυάζονται μάλιστα, ακόμα περισσότερο, η ηδονή και η απέχθεια στη φαγούρα και την ψώρα (Φίληβος 46 D). Και θα μπορούσε άρα να αποδείξη κανείς, ότι δεν είναι καν ηδονή αλλά κάτι το ανάμεικτο αυτό που εδώ επιδιώκεται, και να θυμηθή έτσι και τα πρώτα λόγια τού Σωκράτη στον «Φαίδωνα». Διασάλευσε έτσι, αν και αποκρούσθηκε φαινομενικά, την εχθρική τοποθέτηση αυτή η ‘εφόρμηση’. Για να ακολουθήση η αποφασιστική τώρα ‘επίθεση’, που η κατεύθυνσή της υποδηλώθηκε ήδη με τα προηγούμενα. Και έχει επισημάνει ιδιαιτέρως εδώ την ‘κρίσιμη στιγμή’ ο Πλάτων, με το να προσπαθή μάταια, καθώς αυτή πλησιάζει, να διαφύγη απ’ την ‘τανάλια’ αυτής τής συλλογιστικής (Syllogistik) ο Καλλικλής (497 Α κ.ε.).
     Διασαφηνίζεται αρχικά, ακόμα μια φορά, η ‘θέση’ τού Καλλικλή, ο οποίος ταυτίζει το «καλό» και το «ηδονικό». (Και να προσθέσουμε εδώ, ότι παρατηρήθηκε πράγματι προηγουμένως μια διάκριση εκ μέρους του ανάμεσα σε καλύτερους και σε χειρότερους φίλους. Οξύνεται όμως τώρα στο έπακρο η αρχική του θέση. Γιατί θα είναι εύκολος κι ο αγώνας ενάντια σε κάθε ‘ανάμεικτη’ μορφή, αν ανατραπή εκείνη ακριβώς η ‘θέση’.) Θεωρεί όμως πως είναι διαφορετική η «γνώση» απ’ την «ανδρεία», και πως διαφέρουν επίσης κι αυτές απ’ το ευχάριστο κι απ’ το καλό. (Πορεύονται άρα παράλληλα και αντίθετα αναμεταξύ τους γι’ αυτόν τα ‘αξιολογικά συστήματα’, ενώ συναντώνται στο κοινό τους κέντρο, το Αγαθόν, για τον Σωκράτη). Εξουδετερώνουν ωστόσο δυό έντεχνα παρουσιασμένες αποδείξεις αυτήν τη θέση: η ευημερία κι η κακοτυχία, το καλό και το κακό, η ευτυχία κι η δυστυχία είναι κατ’ αρχάς αντίθετα, και αποκλείουν το ένα το άλλο (495 Ε). Θα μπορούσαν βέβαια να υπάρχουν ανάμεικτα η ηδονή κι η δυσαρέσκεια. Αλλά όχι μόνον ‘χάνεται’ στην ηδονή και την ευχαρίστηση η αποστροφή – ενώ μπορεί τελικά να μετατραπή και η ευτυχία σε δυστυχία -, αλλά ‘χάνεται’ ταυτόχρονα, με την κατάπαυση της δίψας, τόσο η δυσαρέσκειά της όσο και η χαρά τής ικανοποίησης. Το οποίο και συνεπάγεται πως είναι διαφορετικά το καλό και το ευχάριστο: πως αντιτίθεται δηλ. το απολύτως σταθερό (το καλό…) στο απολύτως ρευστό (το ευχάριστο…). – Ενώ είναι καλός κατά δεύτερον (497 Ε), «με την παρουσία τού καλού» (αγαθών παρουσία) κάποιος. Αν ταυτίζονται λοιπόν πράγματι το καλό και το ηδονικό ή ευχάριστο, τότε θα είναι κανείς καλός και με την παρουσία τού ηδονικού! Συμφώνησαν ωστόσο προηγουμένως, πως είναι μεν καλός ο έξυπνος και ανδρείος, κακός δε ο δειλός και κουτός, ο Σωκράτης κι ο Καλλικλής. Κι ακόμα κι αν δεν σκέφτονταν ακριβώς το ίδιο μ’ αυτόν τον προσδιορισμό οι δυό τους, αναγνώρισε έτσι ωστόσο πως σχετίζεται με κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ την ευχαρίστηση το καλό ο Καλλικλής. Για να μπορή να τον οδηγήση τώρα εύκολα στον παραλογισμό (ad absurdum) ο Σωκράτης. Εφ’ όσον μπορεί να διαθέτη, εξίσου όπως κι ο κακός (ο δειλός και κουτός), ευχαρίστηση και δυσαρέσκεια ο καλός (ο έξυπνος κι ανδρείος), και μάλιστα περισσότερη δυσαρέσκεια απ’ τον κακό ο καλός και μεγαλύτερη ευχαρίστηση  απ’ τον καλό ο κακός, ακολουθεί κι ο παραλογισμός: μπορεί άρα να είναι κακός ο καλός και καλός ο κακός, και πιο κακός μάλιστα απ’ τον κακό ο καλός και καλύτερος απ’ τον καλό ο κακός (αν έχη μεγαλύτερη ευχαρίστηση απ’ τον καλό κι αν ταυτίζεται η ευχαρίστηση ή ηδονή με το καλό…). Και αποδεικνύεται, με μιαν τέτοια παράλογη συνέπεια, ο παραλογισμός εκείνης τής ταύτισης   (( Σημ. τ. μετ.: Όπως βλέπουμε, ο Σωκράτης δεν αφήνει τίποτα να πέση έτσι κάτω, στο ‘κενό’… Γι’ αυτό διαλέγεται, εξιχνιάζοντας μαζί με τον άλλον την πιστότητα των λόγων μας, ξεπερνώντας την κάθε παρούσα σύγχυση και φωτίζοντας τον νου τής ψυχής μας… )) . Είναι εντελώς διαφορετικό το καλό και τέλειο (το εντελές…) απ’ την ηδονή, και ‘απορροφάται’, το λιγότερο, εκείνο σ’ αυτήν (ανεξάρτητα απ’ το αν δεν βλέπη επί τού παρόντος να ‘συγκλίνουν’ καθ’ οιονδήποτε τρόπο το καλό και η ηδονή ο Σωκράτης). Οξύνεται μάλιστα ακόμα περισσότερο αυτή η γνώση, όταν κατανοή κανείς, πως μοιάζει μόνο φαινομενικά η «παρουσία» τού καλού, με την οποίαν και είναι κανείς καλός, με την «παρουσία» τής ευχαρίστησης και δυσαρέσκειας, με τις οποίες χαίρεται ή λυπάται κανείς. Αν είναι δηλ. είτε καλός είτε κακός κανείς, κι αν μπορή ωστόσο εξίσου να χαίρεται ή να λυπάται ο καλός όπως κι ο κακός, γίνεται τότε σαφές, ότι καθορίζει ‘μονοσήμαντες’ σχέσεις προς ασύγχυτα μεταξύ τους και αμετάβλητα, έξω απ’ αυτούς, που είναι καλοί ή κακοί, ‘μεγέθη’ «η παρουσία τού καλού ή και του κακού», ενώ εννοεί μεταβλητές καταστάσεις, που ‘ταξιδεύουν’ όπως οι σκιές απ’ τα σύννεφα πέρα απ’ τις αντιθέσεις τού Ναι και του Όχι, η «παρουσία τής ευχαρίστησης και της δυσαρέσκειας».
      Aς ξεχωρίσουμε μια ή δυό στιγμές απ’ αυτές τις (λογικές…) ‘απαγωγές’, που δείχνουν με ιδιαίτερη σαφήνεια, πόσο συχνά θα έπρεπε να απαντάη  διαφορετικά απ’ ό,τι ο Καλλικλής κανείς. Λέει π.χ. (στο 496 D) ο Σωκράτης: «Πρέπει να ρωτήσω παραπέρα, ή παραδέχεσαι, ότι είναι βασανιστική κάθε έλλειψη και κάθε πόθος;» («…ή ομολογείς άπασαν ένδειαν και επιθυμίαν ανιαρόν είναι;»…). Και απαντά, «Το παραδέχομαι. Μη ρωτάς άλλο!», ο Καλλικλής. Ακριβώς μ’ αυτό υπαινίσσεται κάτι για μας τους αναγνώστες ο Πλάτων: μήπως δεν υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στη βασανιστική ‘απληστία’ τού διψασμένου για μια γουλιά νερό και σε κείνον «τον πόθο για το Όλον» (Συμπ. 192 Ε), εκείνον «τον πόθο για την καλλίστη ζωή» (7η Επιστολή, 327 D), εκείνες τις ‘προσπάθειες’, που επιζητούν τη γνώση και είναι ταυτόχρονα «πόθος, νοσταλγία και χαρά» (Πολιτεία Ι 328 D); Και ρωτάει κατόπιν τον Καλλικλή ο Σωκράτης, αν παύονται, ταυτόχρονα με την κατάπαυση της ‘απληστίας’ του, και η ηδονή (η χαρά, η ικανοποίηση…) και η δυσαρέσκεια στον διψασμένο και πεινασμένο (497 Α). Όπου απαντάει τελικά με ένα Ναι, αφού όμως αντιστάθηκε κατ’ αρχάς με βία απέναντι σε τέτοιες ‘ανάξιες’ ερωτήσεις ο Καλλικλής. Μήπως υπάρχει λοιπόν και σ’ αυτήν την ‘άμυνα’ μια αναφορά σε μια χαρά, που δεν καταπαύεται όπως η ηδονή μετά την πόση τού ύδατος, αλλά ‘ανέρχεται’ στην ευδαιμονία (Eudämonie) τής ύψιστης γνώσης;
      Ανήλθε σ’ έναν ριζοσπαστισμό, με τον οποίον δεν συμφωνεί κατά βάθος ο Καλλικλής. Αναγνώρισε άλλωστε ήδη ο ίδιος, έστω και στη βάση τών αισθήσεων, τη διαφορά ανάμεσα σε ευγενείς και μη ευγενείς ηδονές (ΙΙΙ 2b). Και εξηγεί τώρα, πως δεν αρνείται κανείς μια τέτοια διαφορά, και δεν ήταν καν πραγματική του γνώμη η ταύτιση «καλού» και «ευχάριστου». Και είναι αληθινώτερο απ’ ό,τι κι ο ίδιος υποψιάζεται αυτό. Δεν βλέπει όμως, πως δεν μπορεί να βεβαιωθή πλέον, αφού καταρρίφθηκε η ριζοσπαστική θέση, ούτε κι η μετρημένη. Γιατί είναι σαφές, πως πρέπει να επιδιώκη κανείς, αν υπάρχουν καλές και κακές ηδονές, τις καλές. Μόνον όταν γνωρίση κανείς το «καλό» και  το «ηδονικό» δεν μπορεί να έχη αμφιβολία, για το ποιο απ’ τα δυό εξουσιάζει. Και είναι αρκετό εδώ, να αναφερθή σε κείνο που κατέστη σαφές στον διάλογο με τον Πώλο (468 Β) ο Σωκράτης: ότι είναι δηλ. το Καλό και το Αγαθό το ‘τέλος’ (Telos) κάθε πράξης. Και δεν αποτελεί καθόλου σύμπτωση, ότι χαρακτηριζόταν προηγουμένως συχνότερα με τον πληθυντικό (τά αγαθά) η ‘περιοχή’ τού Καλού, ενώ εμφανίζεται τώρα, σημαίνοντας τη μοναδικότητά του και την ταύτιση προς τον εαυτό του, στον ενικό αριθμό, προσδιορίζοντας την κατεύθυνση της κάθε πράξης, μπροστά μας.


      ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου