Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Τ Ο Π Ε Π Λ Ο Τ Η Σ Ι Σ Ι Δ Α Σ (11)

ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Pierre Hadot

                                                          ΙIΙ
                                «Η ΦΥΣΗ ΑΓΑΠΑ ΝΑ ΚΡΥΒΕΤΑΙ»

7. ΤΟ ΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ

1. Η φύση, οι θεοί και οι παραδοσιακές λατρείες
    
Αφού μας διηγήθηκε την ιστορία του Νουμήνιου που είδε σε όνειρο εκπορνευμένες τις θεότητες των Ελευσίνιων, επειδή  ερμήνευσε με φιλοσοφικούς όρους το τελετουργικό των μυστηρίων τους, ο Macrobius παραθέτει για τον Πορφύριο τα εξής:
     «Η έντονη επιθυμία των θεοτήτων να αναγνωρίζονται και να τιμώνται μέσα από τους μύθους που οι Αρχαίοι έπλαθαν για τον λαό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι τους αφιέρωσαν ομοιώματα και αγάλματα (παρότι τέτοιες μορφές ήταν ξένες προς τη φύση τους), τους απέδωσαν ηλικίες ( παρότι δεν γνώριζαν γέννηση και θάνατο), και τις κόσμησαν με ενδύματα και στολίδια (παρότι δεν είχαν σώματα)».
     Εδώ εμφανίζεται ένα νέο στοιχείο: οι θεοί που αντιστοιχούν στις διαφορετικές δυνάμεις της φύσεως έχουν την απαίτηση να αναγνωρίζονται και να τιμώνται σύμφωνα με την καθιερωμένη λατρευτική παράδοση της πόλης. Τούτο σημαίνει ότι αφ’ ενός οι φιλόσοφοι θα πρέπει να αναφέρονται στη φύση διατηρώντας τα ονόματα των θεών που συνδέονταν από την παράδοση με τα στοιχεία και τις δυνάμεις της φύσεως, και αφ’ ετέρου ότι η αποκήρυξη αυτών των  λατρευτικών παραδόσεων, όπως συνέβη με τους χριστιανούς, ισοδυναμεί με πλήρη αδυναμία γνωριμίας της Φύσεως. Η κατά την παράδοση θρησκεία είναι επομένως μια φυσική των εικόνων, που παραδίδεται στους λαούς μέσα από τους μύθους και τα αγάλματα των θεών, μια μυθοπλαστική φυσική που αποκαλύπτεται από τους θεούς στις απαρχές της ανθρωπότητας, και της οποίας το νόημα αντιλαμβάνονται μόνον οι σοφοί δια της αλληγορικής ερμηνείας.
   Εκ πρώτης όψεως μια τέτοια αντίληψη φαίνεται απολύτως παρανοϊκή. Ποια σχέση θα μπορούσε να υπάρχει ανάμεσα στις θρησκευτικές τελετές του ελληνισμού και τη γνώση της Φύσεως; Πώς μπορεί να είναι η  ίδια Φύση αυτή που ταυτόχρονα κρύβεται πίσω από ζωντανές μορφές, αγάλματα θεών και θρησκευτικές τελετές; Επομένως, αφού οι διάφορες θρησκείες απέδωσαν στους θεούς τους τις μορφές ανθρώπων,  ζώων ή και φυτών, ένας αρχαίος φιλόσοφος θα μπορούσε ορθά να αναρωτηθεί αν δεν επρόκειτο για την ίδια ασώματη δύναμη που αναδύεται μέσα από τις αισθητές μορφές της φύσης, ή δια των αγαλμάτων των θεών. Εξ άλλου οι σύγχρονοι νατουραλιστές τόνισαν τον χαρακτήρα επίδειξης αυτών των ζωντανών μορφών καθώς και την ύπαρξη τελετουργικών εθίμων και παραδόσεων στο ζωικό βασίλειο.    
      Επομένως ένας σύγχρονος φιλόσοφος θα μπορούσε να συμπεράνει ότι υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα σε ορισμένα είδη συμπεριφοράς των όντων της φύσεως και τις θρησκευτικές τελετές. Θα μπορούσαμε έτσι να φαντασθούμε ένα είδος συνέχειας ανάμεσα στις ανθρώπινες τελετές και το τελετουργικό της φύσεως. Όλα αυτά που θεωρούνται συμβατικά, τεχνητά ή αυθαίρετα, όπως η ιεροτελεστία, ο μύθος, η φαντασία, η τέχνη, η ποίηση, η θρησκεία, δεν θα μπορούσαν να έχουν προεγγραφεί μέσα στη διαδικασία γένεσης των ζωντανών φυσικών μορφών και της συμπεριφοράς τους; Και επομένως η δημιουργική ανθρώπινη φαντασία θα μπορούσε να αποτελεί προέκταση αυτής της δυνατότητας που κατέχει η φύση να δημιουργεί μορφές.
     Αλλά ας επιστρέψουμε στον Πορφύριο. Παραθέτοντας τον αφορισμό του Ηράκλειτου, «Η Φύση αγαπά να κρύβεται», μήπως δεν επιθυμούσε μόνο να αποδείξει ότι ο λόγος περί της Φύσεως πρέπει να ενδυθεί τον μύθο, αλλά ταυτόχρονα να δικαιώσει, σε αντίθεση με τον χριστιανισμό που είχε αρχίσει να διαδίδεται, τον παραδοσιακό πολυθεϊσμό και ολόκληρο το φάσμα του αρχαίου πολιτισμού, με τους ναούς, τα αγάλματα, τις τραγωδίες και την ποίησή του.
     Εάν οι ασώματες και θείες δυνάμεις που συνιστούν τη Φύση καλύπτονται από ορατές μορφές, καλύπτονται επίσης από τις τελετές της παραδοσιακής λατρείας και τα μυστήρια. Εξ άλλου ο Πορφύριος είχε συνδέσει τον μυστικό χαρακτήρα των θρησκευτικών τελετών με την απόκρυψη των ίδιων των δαιμόνων. Η Φύση κρύβεται διότι οι θείες και δαιμονικές ψυχές που την αποτελούν έχουν ανάγκη από σωματικότητα και πρέπει να γίνουν κατ’ αρχήν γνωστές μέσα από τους μύθους. Οι ίδιοι οι δαίμονες επιθυμούν να παραμένουν στην αφάνεια και ο συμβολισμός των θρησκευτικών τελετών ανταποκρίνεται σε αυτή την ιδιότητα των δαιμόνων:
     «Οι δαίμονες που κυριαρχούν στη Φύση μάς αποκαλύπτουν τα χαρίσματά τους, είτε στον ύπνο είτε στο ξύπνιο, μέσα από φανταστικές εμφανίσεις, ή σκοτεινούς χρησμούς, αλλάζοντας το νόημα των πραγμάτων, μορφοποιώντας το άμορφο, με παραποιημένες μορφές και άλλες επινοήσεις, με τις εικόνες που τους αντιστοιχούν, διαδικασίες από τις οποίες βρίθουν οι ιερές τελετές και τα μυστικά δράματα των διαδικασιών μυήσεως, δράματα που επιδρούν στην ψυχή των μυουμένων, ακριβώς επειδή τα διακρίνει το μυστήριο και το απροσπέλαστο».
     Στον Ιάμβλιχο οι δαίμονες εμφανίζονται ως οι ζηλόφθονοι φύλακες των μυστικών της φύσεως, μυστικών που καλύπτονται από άρρητα μυστήρια, όπως τα μυστήρια της Ίσιδας και της Αβύδου (ιερή πόλη της αρχαίας Αίγυπτου όπου σύμφωνα με την παράδοση βρίσκεται ο τάφος του Όσιρι) ,διότι, όπως λέει, μέσα σ’ αυτά τα μυστήρια περιλαμβάνεται κατ’ εξοχήν η οργάνωση του σύμπαντος:
     «Αυτό που συντηρεί το σύμπαν (εννοώ το γεγονός ότι τα άρρητα παραμένουν πάντοτε κρυφά και ποτέ η ανέκφραστη ουσία των θεών δεν μετέχει της έκφρασης), οι γήινοι δαίμονες δεν ανέχονται να ακούσουν ότι θα μπορούσε είτε να αλλάξει, είτε να αποκαλυφτεί».
    «Αυτό που συντηρεί το σύμπαν» σημαίνει λοιπόν ότι το μυστικό της φύσεως δεν θα πρέπει να αποκαλυφθεί. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τρομοκρατούνται με τη μαγεία οι δαίμονες και υποτάσσονται δια των απειλών, όπως της αποκάλυψης των μυστηρίων της Ίσιδας, και του μυστικού της Αβύδου.
2. Απολογία του παγανισμού και ανοχή:  Θεμίστιος και Σύμμαχος
     Ο αφορισμός του Ηράκλειτου τίθεται λοιπόν στην υπηρεσία μιας απολογίας του παγανισμού. Απολογίας εξ άλλου αμφιλεγόμενης, διότι αφ’ ενός αποβλέπει στην προάσπιση της λατρείας των θεών, αφ’ ετέρου όμως θεωρεί ότι η απόκρυψη των θεών μέσα σε ζώσες μορφές, μέσα σε μύθους και τελετουργίες, αποτελεί μιαν απάτη της Φύσης, που επιδιώκει να κολακέψει το ανθρώπινο αίσθημα με τις καλαίσθητες αισθητές μορφές και τις μυθικές αφηγήσεις. Όπως και η ίδια η Φύση, η λατρεία των θεών μετέχει ασφαλώς στη συμπαντική τάξη, αλλά στα μάτια των φιλοσόφων τοποθετείται σε κατώτερη μοίρα. Παρότι συμμορφώνεται με τα έθιμα της πόλης, ο φιλόσοφος προτιμά να είναι  κήρυκας του ύψιστου Θεού, εκείνου που δεν τιμάται με αγάλματα και δεν γνωρίζεται δια μέσου των μύθων.
       Μισόν αιώνα μετά τον Πορφύριο, ο πλατωνικός και ειδωλολάτρης φιλόσοφος Θεμίστιος, παραθέτει και αυτός τον αφορισμό του Ηράκλειτου ως απολογία του παγανισμού. Αξιοσημείωτο είναι ότι τον παραθέτει στη διάρκεια μιας ομιλίας του στην Κωνσταντινούπολη της 1η Ιανουαρίου του 364, με αφορμή την ανάληψη της εξουσίας από τον Ιωβιανό, έναν χριστιανό αυτοκράτορα. Επωφελείται της ευκαιρίας για να εξυμνήσει τη θρησκευτική ανοχή, και καλεί με εύσχημο τρόπο τον αυτοκράτορα να σεβαστεί τον νόμο του Θεού, που παραχωρεί σε κάθε ψυχή το προνόμιο της επιλογής του αντικειμένου λατρείας. Ο στόχος είναι κοινός, λέει, αλλά οι δρόμοι για την κατάκτηση του διαφορετικοί. Μήπως ο Όμηρος δεν είχε πει ότι: καθένας θυσιάζει και σε κάποιον διαφορετικό θεό; Και συνεχίζει.
     «Η Φύση, κατά τον Ηράκλειτο, επιθυμεί να κρύβεται, και πριν από τη Φύση, ο πλάστης, που δημιούργησε τη Φύση, και τον οποίο τιμούμε και θαυμάζουμε πάνω από όλα τα άλλα, διότι η γνώση του δεν είναι εύκολη, ούτε προφανής, ούτε μας προσφέρεται: δεν μπορούμε να την αγγίξουμε χωρίς κόπο ούτε απλώνοντας μόνο το χέρι».
     Ο Θεμίστιος επιχειρεί εδώ να θεσπίσει μια προσέγγιση δύο αυθεντιών της αρχαιότητας: του Ηράκλειτου και του Πλάτωνα. Και πράγματι ο τελευταίος έχει πει ότι η ανακάλυψη του δημιουργού και πατέρα του σύμπαντος είναι μεγάλο κατόρθωμα, και όταν κανείς τον ανακαλύψει είναι αδύνατο να τον διαδώσει στους πάντες. Δεν κρύβεται επομένως μόνο η Φύση και οι κατώτεροι θεοί της, αλλά και ο ίδιος ο Δημιουργός, αυτός που την έπλασε. Δεν υπάρχει επομένως καμιά βεβαιότητα στα θέματα της θρησκείας. Όλες οι ανθρώπινες προσπάθειες που τιμούν θεότητες έχουν την ίδια αξία. Αυτό το απολογητικό πνεύμα συναντάται και πάλι μερικά χρόνια αργότερα, στη λατινική Δύση, όταν ο ειδωλολάτρης ρωμαίος ύπατος Σύμμαχος θα διαμαρτυρηθεί κατά της απόφασης του Αυτοκράτορα να αφαιρέσει από την αίθουσα της ρωμαϊκής Γερουσίας τον βωμό της Νίκης:
     «Ατενίζουμε τους ίδιους αστερισμούς, ο ουρανός μας είναι κοινός, ο ίδιος κόσμος μάς περιβάλλει. Τί σημασία έχει από ποιαν οδό της σοφίας θα πορευθούμε στην αναζήτηση της αλήθειας; Δεν υπάρχει μόνον ένας δρόμος αναζήτησης ενός τόσο μεγάλου μυστηρίου».
     Αυτό το αξιοθαύμαστο κείμενο, που θα έπρεπε να χαραχτεί με χρυσά γράμματα στις εκκλησίες, τις συναγωγές, τα τζαμιά και τους ναούς στο ξεκίνημα αυτής της τρίτης χιλιετίας, που ανατέλλει κάτω από τις δυσοίωνες προοπτικές των θρησκευτικών ερίδων, έχει πιθανότατα πηγή έμπνευσης, και αυτό, την ανάμνηση του αφορισμού του Ηράκλειτου.
     Η υπερβατική θεότητα επιδιώκει ακριβώς αυτή την ποικιλία των θρησκευτικών δοξασιών, των δρόμων της σοφίας. Για τον Θεμίστιο, όπως και για τον Πλωτίνο, η πληθώρα των επιμέρους θεών είναι αυτή που αφήνει να διαφανεί η υπερβατικότητα του ύψιστου Θεού.
     Επομένως υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στην απολογητική του Θεμίστιου και του Πορφύριου. Για τον τελευταίο η Φύση και οι κατώτερες θεότητές της επιθυμούν να τιμώνται μέσα από τις παραδοσιακές μορφές των μύθων και  τις τελετές της ελληνικής και ρωμαϊκής θρησκείας, που επέλεξαν και  υπαγόρευσαν στους αρχαίους σοφούς. Κατά τον Θεμίστιο αντίθετα, οι ανώτερες και οι κατώτερες θεότητες δεν προτιμούν κάποιο συγκεκριμένο τρόπο λατρείας. Αποδέχονται τις διαφορετικές  λατρευτικές παραδόσεις.
3. Η «τελεστική». Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός
     Δύο χρόνια νωρίτερα, το 362, ο αυτοκράτορας Ιουλιανός είχε και αυτός επικαλεστεί τον αφορισμό του Ηράκλειτου, σε ένα τελείως διαφορετικό πνεύμα:
    « Η Φύση αγαπά να κρύπτεται, διότι δεν ανέχεται το μυστήριο της ουσίας των θεών να παραδίδεται με απογυμνωμένους όρους σε ανίερα ώτα».
      Και εδώ βλέπουμε τον αφορισμό του Ηράκλειτου να τίθεται στην υπηρεσία της ειδωλολατρικής απολογητικής. Το τέλος της πρότασης που παραθέτουμε δείχνει με σαφήνεια το νόημα που αποκτά για τον αυτοκράτορα Ιουλιανό η διατύπωση: «Η Φύση αγαπά να κρύβεται».  Για τον Ιουλιανό σημαίνει ότι θα πρέπει η αναφορά στους θεούς να γίνεται με τρόπο αινιγματικό, μυθικό και συμβολικό, έτσι ώστε αυτό που είναι πραγματικά οι θεοί, δηλαδή η ουσία τους, να μην εκφράζεται «με όρους απογυμνωμένους».  Και αυτοί οι απογυμνωμένοι όροι δεν θα πρέπει να παραδίδονται σε ανίερα αυτιά: μόνον όποιος έχει εξαγνισθεί μπορεί να ανακαλύψει, δια  της αλληγορικής ερμηνείας, το βαθύ νόημα των μύθων και των ιεροτελεστιών. Ξαναβρίσκουμε εδώ το δίδαγμα του ονείρου του Νουμήνιου όπως το περιγράφει ο Πορφύριος.
     Όπως και ο Πορφύριος, ο Ιουλιανός διερωτάται σε ποιον τομέα της φιλοσοφίας αναλογεί η αφήγηση των μύθων. Αλλά σε αντίθεση με τον Πορφύριο, βεβαιώνει ότι ούτε η φυσική, ούτε η λογική, ούτε τα μαθηματικά, που αποτελούν κατά κάποιον τρόπο «επιστημονικούς» τομείς της φιλοσοφίας, δεν αποδέχονται τη χρήση του μύθου. Μόνον η ηθική και το τελεστικό και μυστηριακό μέρος της θεολογίας αποδέχονται, καθένα με τον δικό του τρόπο, τη μυθική αφήγηση.
     Τί εννοεί όμως ο Ιουλιανός όταν αναφέρεται στο τελεστικό και μυστηριακό μέρος της θεολογίας; Τα δύο αυτά επίθετα είναι πιθανότατα συνώνυμα, διότι στη συνέχεια της ομιλίας του, επικαλούμενος την πατρότητα του Ιάμβλιχου, ο Ιουλιανός συνδέει την «τελεστική» με τον Ορφέα, «ο οποίος θέσπισε τις ιερότερες μυήσεις», δηλαδή τα Ελευσίνια μυστήρια. Τα μυστήρια αυτά περιλάμβαναν  λεγόμενα, αποκαλύψεις και δρώμενα, τελετές, ιεροτελεστίες και αναπαραστάσεις. Είναι αλήθεια ότι ο όρος «τελεστικός» έχει νόημα ασαφές, διότι στον λόγο του Περί του Βασιλέως-Ηλίου τον χρησιμοποιεί σχετικά με μια θεωρία για τη θέση του ήλιου στο σύμπαν, θεωρία που αποδίδει τους Χαλδαϊκούς Χρησμούς, προσθέτοντας: «Αυτοί που υποστηρίζουν τέτοιες θεωρίες λέγουν ότι τις έλαβαν από θεούς ή από δαίμονες», επομένως δια της θείας αποκαλύψεως. Η ίδια λέξη θα μπορούσε να προσδιορίζει επίσης τελετές και ιεροτελεστίες που ανήκουν είτε στην παραδοσιακή θρησκείας – όπως εκπροσωπείται από τον Ιεροκλή της Αλεξανδρείας, που δέχθηκε την επίδραση του Ιάμβλιχου και υποστηρίζει ότι η τελεστική περιλαμβάνει το σύνολο των τελετών που αφιερώνονται σε τοπικές θεότητες – είτε τα μυστήρια ή τα ορφικά ποιήματα, ή ακόμη και τους Χαλδαϊκούς Χρησμούς. Αλλά μελετώντας τη συνέχεια του κειμένου του Ιουλιανού παρατηρούμε ότι αναφέρεται «στη φύση που είναι άρρητη και άγνωστη στους “χαρακτήρες”», δηλαδή στα μαγικά σημεία και σύμβολα, τα οποία εξ αιτίας τις συγγένειάς τους με τους θεούς, «θεραπεύουν τις ψυχές και τα σώματα και προσκαλούν τους θεούς», δηλαδή την εμφάνιση των θεών. Τούτο σημαίνει ότι η τελεστική, όπως απέδειξε ο Pierre Boyancé, έχει στενή σχέση με τη χρήση σημείων και συμβόλων: όπως τα σχέδια, τα γράμματα και τα ρητά που τοποθετούνταν έξω ή μέσα στα αγάλματα, εξασφαλίζοντας την παρουσία των θεών. Γι’ αυτό και στον Πρόκλο η τελεστική συνδέεται άμεσα με την τέχνη εμψύχωσης των αγαλμάτων.
     Οι αναπαραστάσεις αυτές είναι συνήθεις στην πλατωνική παράδοση, η οποία πίστευε ότι τα Ελευσίνια Μυστήρια, και γενικότερα οι τελετές της λατρείας και οι μορφές των αγαλμάτων, καθώς και η διακόσμηση και τα σύμβολα που περιέβαλαν τα αγάλματα, είχαν επιλεγεί από σοφούς, σε μια μακρινή Αρχαιότητα, σε σχέση με την ύπαρξη του σύμπαντος. Αυτή η πλατωνικής έμπνευσης ιδέα εμφανίζεται ήδη στον Βάρρωνα, που υποστηρίζει ότι αρχαίοι σοφοί συνέλαβαν τις μορφές των αγαλμάτων των θεών και τα χαρακτηριστικά τους έτσι ώστε, όταν τα παρατηρεί κανείς με τα σωματικά μάτια να μπορεί να δει την Ψυχή του κόσμου και τα μέρη της, που αντιπροσωπεύονται από πραγματικούς θεούς. Σε μια μεταγενέστερη εποχή, συναντάται, για παράδειγμα στον Πλωτίνο, η αντίληψη ότι οι αρχαίοι σοφοί, αναζητώντας την παρουσία των θεών, ανακάλυψαν, παρατηρώντας τη φύση του όλου, ότι η Ψυχή μπορεί να είναι παντού παρούσα, και ότι ήταν εύκολο να τη συλλάβουν  όλα τα πράγματα, αρκεί να κατασκευαστεί  κάποιο αντικείμενο, το οποίο δια της “συμπαθείας” θα ήταν ικανό να ελκύσει ένα μέρος της. Οι ιδιαίτερες θεότητες εμφανίζονται εδώ ως εκπορεύσεις της Ψυχής του Όλου, και τα αγάλματα των θεών εξασφαλίζουν την παρουσία τους, υπό την προϋπόθεση ότι ένα αντικείμενο μέσα σ’ αυτά διαθέτει κάποια συγγένεια με την Ψυχή του Όλου. Στο κείμενο του Πορφύριου που αναφέρεται στην κατά τον Ηράκλειτο απόκρυψη της φύσεως, τόσο οι θεοί όσο και η Ψυχή του κόσμου βρίσκονται επίσης σε στενή σχέση, και η παραδοσιακή θρησκεία εμφανίζεται σαν μια φυσική τους εικόνων.
     Οι πρακτικές και οι προγονικές αυτές τελετές προορίζονται, κατά τους νεοπλατωνικούς, να εξαγνίσουν το όχημα της ψυχής, δηλαδή τα διάφορα σκεπάσματα και τα σώματά της, για να καταστήσουν δυνατή την εκ νέου άνοδό της προς τους θεούς και προς τον Θεό. Ο Ιουλιανός αποφεύγει να δώσει συγκεκριμένο ορισμό σ’ αυτή την «τελεστική και μυστηριακή θεολογία», μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι υπονοεί μια διαδικασία που αφορά τόσο στην ψυχή όσο και στο σώμα: η πρώτη διαδικασία περιλαμβάνει μια δημιουργική επεξήγηση των μύθων και η δεύτερη την πρακτική εφαρμογή των παραδοσιακών τελετών καθώς και τις θεουργίες. Δι’ αυτής της μεθόδου εξασφαλίζεται αφ’ ενός ο εξαγνισμός του αστρικού σώματος της ψυχής και αφ’ ετέρου η ανύψωσή της προς την υψίστη αρχή. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Ιουλιανός αναφέρεται σε αυτή την ανύψωση όταν γράφει ότι, το παράδοξο και τερατώδες των μύθων
     «μας υποχρεώνει να αποδεχθούμε ότι, υπό την καθοδήγηση των θεών, εμφανίζεται το φως της μύησης, ή μάλλον της τελειοποίησης της νόησης, και επίσης αυτού που είναι ανώτερο κι από τη νόηση: αυτού του ελάχιστου ίχνους του Ενός-Αγαθού, ίχνους που μετέχει αδιάσπαστα στο όλο, αυτού του πληρώματος της ψυχής, που χάρη στην υπερέχουσα, την πέρα από την ύλη και υπερβατική παρουσία του Ενός-Αγαθού, περιλαμβάνεται σε Αυτό-εδώ».
     Είναι φανερό ότι ο Ιουλιανός επικαλείται εδώ έναν θείο φωτισμό που θα οδηγήσει σε μια μυστική ένωση με την υψίστη αρχή.
     Σύμφωνα λοιπόν με τον ύστερο νεοπλατωνισμό, η τελεστική θεολογία περιλαμβάνει κατ’ αρχήν τον μυθικό λόγο και τις θρησκευτικές τελετές,  στα οποία έχουν πρόσβαση οι αμύητοι, αποκτώντας έτσι  κατά ανεξήγητο τρόπο σχέση με τη θεία παρουσία, τουλάχιστον των κατωτέρων θεοτήτων. Αλλά για τον φιλόσοφο, η πρακτική αυτών των τελετών και των ενεργειών, που φωτίζεται από την ερμηνεία τους, οδηγεί στη γνώση των ανωτέρων θεοτήτων.
      Ο Πορφύριος από την πλευρά του πίστευε ότι η φιλοσοφία, δηλαδή ο πνευματικός μόχθος, ήταν αρκετός, χωρίς τη βοήθεια των μύθων και των τελετουργιών, για να οδηγήσει στην ένωση με το υπερβατικό θείο στοιχείο. Ο Ιουλιανός, ακολουθώντας τον Ιάμβλιχο, του οποίου αποδέχεται ρητά τη θεωρία, πιστεύει ότι η ανθρώπινη ψυχή βρίσκεται πολύ βαθειά μέσα στην ύλη, για να μπορέσει διά  των ιδίων μέσων να προσεγγίσει αυτόν τον ύψιστο στόχο. Έχει την ανάγκη της θείας συνδρομής, δηλαδή της αποκαλύψεως των μύθων, συνοδευόμενης από τις τελετουργίες και τα μυστήρια που έχουν προδιαγράψει οι θεϊκές δυνάμεις. Ο Ιάμβλιχος επομένως και οι οπαδοί του, όπως ο Ιουλιανός, και αργότερα ο Πρόκλος, αναβαθμίζουν τη σημασία του μύθου. Δεν υποβαθμίζεται δηλαδή πλέον, όπως στον Πορφύριο, στην κατώτερη θεολογία, αλλά μπορεί επίσης να βρίσκεται και στην ανώτερη εκδοχή της, προκειμένου να προσεγγίσει το επίπεδο της μυήσεως.
     Οι νεοπλατωνικοί επεχείρησαν να προστατέψουν την παραδοσιακή θρησκεία από την εισβολή της χριστιανικής θρησκείας, διότι πίστευαν σθεναρά ότι η λατρεία των θεών συνδέεται με την ενέργεια της Ψυχής του κόσμου, που συντηρεί το σύμπαν. Έτσι έφτασαν στο σημείο να καταστήσουν τον αφορισμό του Ηράκλειτου το έμβλημα της ειδωλολατρικής αντίστασης. Ο Νίτσε είχε πει ότι ο χριστιανισμός είναι ένας πλατωνισμός προς χρήση του λαού. Για τους νεοπλατωνικούς, οι μύθοι και οι ειδωλολατρικές τελετές λειτούργησαν επίσης ως ένας πλατωνισμός προς χρήση του λαού, και επιπλέον, ακόμη πιο συγκεκριμένα, ως ένα είδος κεκαλυμμένης φυσικής.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου