Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2018

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ (42)


ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
τού Enrico Berti.

]

          Στους σοφιστικούς ελέγχους οι οποίοι είναι πρακτικά το τελευταίο βιβλίο των Τοπικών και όπου εκτίθενται οι σοφιστικές αναιρέσεις, δηλαδή οι εριστικές, οι λανθασμένες, ο Αριστοτέλης επαναλαμβάνει ότι οι διδασκαλικές επιχειρηματολογίες, δηλαδή οι επιστημονικές, ξεκινούν από τις ιδιαίτερες αρχές κάθε επιστήμης και όχι από τις γνώμες αυτού που απαντά, ενώ οι διαλεκτικές ή οι πειραστικές, δηλαδή οι ελεγκτικές, οι δοκιμαστικές, συμπεραίνουν μίαν αντίφαση από προϋποθέσεις που είναι ένδοξα ή πάντως είναι γνώμες, από αυτόν που απαντά και πρέπει αναγκαίως να γίνουν αποδεκτές από εκείνον που απαιτεί ότι γνωρίζει (δηλαδή από εκείνον ο οποίος εξετάζεται). [Σοφ. ελ. 165 b 1-7].
 Ας σημειώσουμε την καθαρή αντίθεση, αλλά επίσης πώς τα Ένδοξα, παρότι δέν είναι αρχές, υπολογίζονται σαν έγκυρες προϋποθέσεις, τις οποίες δέν μπορεί να αρνηθεί κανείς. Η αληθινή διαφορά δέν είναι λοιπόν, όπως πολλοί πιστεύουν, στον βαθμό της αλήθειας, σαν να μήν είναι σχεδόν αληθινά τα ένδοξα, αλλά μόνον αληθοφανή, αλλά στο γεγονός ότι οι αρχές είναι αυτονόητες καθ'αυτές, ενώ τα ένδοξα παίρνουν την αξία τους από το ότι πρέπει να γίνουν αποδεκτά στο πλαίσιο μιας συζητήσεως. Πάντοτε στο ίδιο έργο ο Αριστοτέλης δείχνει την καθολικότητα τής διαλεκτικής, δηλώνοντας ότι αυτή δέν ασχολείται με όλες τις αναιρέσεις, αλλά μόνον με εκείνες οι οποίες βασίζονται στις κοινές αρχές και γι'αυτό δέν ανήκουν σε καμμία επιστήμη ιδιαίτερη. Διότι υπάρχουν αναιρέσεις ακριβώς τών ξεχωριστών επιστημών, οι οποίες αναιρούν την άρνηση κάποιου θεωρήματος που αποδεικνύεται ξεκινώντας από τις ιδιαίτερες αρχές τής εν λόγω επιστήμης, αλλά δέν ασχολείται η διαλεκτική μ'αυτές! (Σοφ. ελ. 9). Και είναι ακριβώς αυτός ο "κοινός" χαρακτήρας, δηλαδή ο καθολικός, αυτό που εμποδίζει την διαλεκτική να είναι μία επιστήμη!
          Για τον Αριστοτέλη μόνον οι ιδιαίτερες αρχές δηλαδή οι ορισμοί τών αντικειμένων τών ξεχωριστών επιστημών και η πρόσληψη τής υπάρξεώς των, μπορούν να χρησιμεύσουν για αληθινές προϋποθέσεις τών αποδείξεων, διότι οι αποδείξεις πρέπει να αναπτυχθούν πάντοτε στο εσωτερικό ενός και του ιδίου γένους (Αν. ύστερα Ι, 17). Η διαλεκτική όμως, ασχολούμενη με το πάν, μπορεί να χρησιμοποιήσει μόνον τις κοινές αρχές οι οποίες είναι κοινές σε όλες τις συζητήσεις, δηλαδή την αρχή τής μή-αντιφάσεως και του μέσου ή της τρίτου αποκλείσεως, οι οποίες, όπως είδαμε, δέν μπορούν να χρησιμεύσουν σαν προϋποθέσεις σε καμμία απόδειξη, και γι'αυτό η διαλεκτική δέν μπορεί να αποδείξει τίποτε με άμεσο τρόπο!
          Ο Αριστοτέλης επαναλαμβάνει αυτό το δόγμα στην συνέχεια σε ένα χωρίο το οποίο αποτελεί την διαυγέστερη και πληρέστερη έκθεση τής διαφοράς ανάμεσα στην διαλεκτική και την επιστήμη! "Έτσι λοιπόν, ο διαλεκτικός δέν ασχολείται με ένα ορισμένο γένος, ούτε αποδεικνύει τίποτε, ούτε είναι αυτός σαν εκείνον που γνωρίζει το καθόλου, καθότι ούτε όλα τα όντα περιέχονται σε κάποιο γένος ένα, ούτε ακόμη και αν ήταν, είναι δυνατόν αυτά όλα να βρίσκονται κάτω από τις ίδιες αρχές. Συνεπώς καμμία τέχνη ανάμεσα σε εκείνες που αποδεικνύουν κάποια φυσική πραγματικότητα δεν είναι ερωτηματική. Σ'αυτή την περίπτωση, λοιπόν δέν είναι λογικό να παραχωρήσουμε ένα οποιοδήποτε από τα δύο μέρη τής αντιφάσεως, καθότι η επιχειρηματολογία, δέν γεννάται και απο τις δύο. Αντιθέτως η διαλεκτική ερωτά, ενώ εάν απέδειχνε, δέν θα ερωτούσε! Εάν όχι όλες τις προϋποθέσεις, τουλάχιστον τις πρώτες και τις ιδιαίτερες αρχές! Εάν λοιπόν ο εξετάζων, δέν μπορούσε να τις παραχωρήσει, η διαλεκτική δέν θα είχε πλέον τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων θα μπορούσε ακόμη να συζητήσει εναντίον τής αντιρρήσεως!" (Σοφ. ελ. 11, 172 α 11-21). Όπως βλέπουμε, οι λόγοι της διαφοράς ανάμεσα στην διαλεκτική και την επιστήμη είναι η καθολικότης τού αντικειμένου τής πρώτης ενάντια στον περιορισμό τού αντικειμένου τής δεύτερης και η αναγκαιότης εκ μέρους τής πρώτης να εξασφαλίσει την συμφωνία τού ερωτώντος μέσω τής ερωτήσεως τών προϋποθέσεων.
          Ακόμη και στο τέλος τών Σοφιστικών ελέγχων ολοκληρώνοντας ολόκληρη την πραγματεία τής διαλεκτικής, ο Αριστοτέλης δηλώνει: "είχαμε αποφασίσει να ανακαλύψουμε κάποια ικανότητα διαλόγου γύρω απ'αυτό που τέθηκε με μορφή προβλήματος ξεκινώντας από προτάσεις υφιστάμενες καθότι άξιες τού μεγαλύτερου σεβασμού (εξ ενδοξοτάτων): αυτό είναι εξάλλου το έργο τής διαλεκτικής εάν την θεωρήσουμε καθαυτή και της τέχνης τού ελέγχου. Και επειδή πρέπει να ετοιμαστούμε σ'αυτή, λόγω τής ομοιότητός της με την σοφιστική, έτσι ώστε να μήν είμαστε μόνον ικανοί να ελέγξουμε διαλεκτικά αλλά και σαν να γνωρίζουμε (ώς ειδώς), γι'αυτό όχι μόνον θέσαμε σαν προϋπόθεση τής πραγματείας όσα είπαμε, δηλαδή να είμαστε ικανοί να οδηγήσουμε μία διαφωνία (δηλαδή να ζητήσουμε την αιτία: τον λόγον ... λαβείν), αλλά και να υπερασπιστούμε την θέση μας όταν υφίστάμεθα την επιχειρηματολογία (δηλαδή όταν λόγον υπέχοντες), χρησιμοποιώντας πάντοτε με τον ίδιο τρόπο τις πιό σεβαστές προϋποθέσεις". Στην συνέχεια, σαν να δείχνει τον θεμελιωτή αυτής της διαλεκτικής, ο Αριστοτέλης προσθέτει: "ο λόγος αυτού έχει τονισθεί, καθότι και γι'αυτόν τον λόγο ο Σωκράτης ρωτούσε αλλά δέν απαντούσε : δήλωνε ότι δέν γνώριζε". Τέλος με την πεποίθηση ότι υπήρξε ο πρώτος που ανέπτυξε συστηματικά αυτή την πρόοδο, ολοκληρώνει: "αυτής της πραγματείας δέν είναι αλήθεια ότι ήταν εν μέρει ανεπτυγμένη και εν μέρει όχι, αλλά τίποτε απο όλο αυτό υπήρχε" (Σοφ. ελ. 34, 183 α 37 - b 36).

          Επι πλέον, αυτός επιστρέφει στην διαφορά ανάμεσα στην διαλεκτική και την επιστήμη σε όλα του τα έργα! Για παράδειγμα στα Αναλυτικά πρότερα, όπου δηλώνει ότι η παράκληση μιας αρχής στις αποδείξεις αφορά τα πράγματα τα οποία υπάρχουν κατ'αλήθειαν, ενώ στις διαλεκτικές συζητήσεις αφορά εκείνες που γίνονται κατά δόξαν (γνώμη).
          Στο περί ψυχής μάλιστα δηλώνει ότι "αρχή κάθε αποδείξεως είναι η ουσία, έτσι ώστε όλοι οι ορισμοί απο τους οποίους δέν προκύπτει η δυνατότης να γνωρίσουμε τα τυχαία συμβάντα και ούτε να τα φανταστούμε με ευκολία, εννοείται ότι είναι διατυπωμένοι με τρόπο διαλεκτικό και κενό (διαλεκτικώς και κενώς)" (Περί ψυχής 402 b 25- 403 a 2).
          Τέλος στην Μεταφυσική περιέχεται η διάσημη δήλωση σύμφωνα με την οποία "η σοφιστική και η διαλεκτική κινούνται γύρω από το ίδιο γένος τής φιλοσοφίας, αλλά αυτή διαφέρει από την δεύτερη από τον τύπο τής ιδιότητος και από την πρώτη από την επιλογή τού τρόπου ζωής : και πράγματι η διαλεκτική είναι εξεταστική (πειραστική) αναφορικά με τα ίδια πράγματα για τα οποία η φιλοσοφία είναι γνωριστική, ενώ η σοφιστική είναι μία φαινομενική φιλοσοφία, αλλά δέν είναι πραγματική" (Μετ. 1004 b 25-26). Δέν υπάρχει αμφιβολία λοιπόν ότι σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η διαλεκτική δέν είναι καθαυτή μία μορφή γνώσεως, ή στο δυνατόν είναι μία γνώση, ας πούμε, αρνητική, όπως ήταν η σωκρατική διαλεκτική, δηλαδή ένα απομασκάρεμα της φαινομενικής γνώσεως και μία μείωση στην πραγματική μή-γνώση! Η θέση τού Σωκράτη είναι έτσι λοιπόν επαναπροσδιορισμένη και πλήρως καταξιωμένη, μέσω τής αντιπαραθέσεώς της απο το ένα μέρος στην σοφιστική διαλεκτική, η οποία απαιτεί να είναι μία γνώση χωρίς να είναι πραγματικά, και από το άλλο στην πλατωνική διαλεκτική, η οποία είναι, οπωσδήποτε μία γνώση, αλλά είναι αταίριαστη στο περιεχόμενό της καθώς δέν διακρίνει επαρκώς τις πολλές σημασίες τού Είναι και το πρωτείο που διαθέτει ανάμεσα τους η ουσία! Αυτό σημαίνει η αναφορά στο Μετ. 1004 b 8-10 : και το σφάλμα αυτών που ερευνούν (γύρω απο το ταυτόν, το διάφορον και τις άλλες ιδιότητες του όντος και του Ενός, δηλαδή οι διαλεκτικοί) γι'αυτά τα ζητήματα με έναν τρόπο που δέν είναι φιλοσοφικός, δέν σφάλλουν σ'αυτό το σημείο, αλλά στο ότι η ουσία είναι πρώτη και για την οποία δέν λένε τίποτε!
          Αυτό φυσικά δέν αποκλείει την δυνατότητα αυτή να χρησιμοποιηθεί και για τον σκοπό τής γνώσεως, μάλιστα δέ και για την οικοδομή τής Επιστήμης, όπως πάλι ο ίδιος ο Αριστοτέλης δηλώνει στην αρχή τών Τοπικών.Και σε άλλα διάφορα σημεία τα οποία δέν αναφέρονται, ίσως διότι υπάρχει ο φόβος ότι υπάρχει αθεράπευτη αντίθεση! Στην πραγματικότητα το γεγονός ότι η διαλεκτική καθαυτή δέν είναι επιστήμη, δέν είναι ασυμβίβαστο με την δυνατότητα ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί χάριν τής Επιστήμης! Ακόμη και ο συλλογισμός καθαυτός, δέν μας αναγνωρίζει οτιδήποτε, αλλά τίποτε δέν μας απαγορεύει να τον χρησιμοποιήσουμε στις αποδείξεις και ότι σ'ένα τέτοιο πλαίσιο μπορεί να παράγει αληθινή επιστήμη! Ας δούμε τι λέει επ'αυτού ο Αριστοτέλης!

Αμέθυστος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου