Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος Λόγος Πρώτος - Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς (13)


Συνέχεια από: Τετάρτη, 25 Απριλίου 2018

34. Για να σου δώσουμε δε λόγο, μάλλον δε να σε καταξιώσουμε διδαχής· για ποιον λόγον ως επί το πλείστον ο μεν Υιός υμνείται από εμάς και διδάσκεται μετά τον Πατέρα, το δε Πνεύμα μετά τον Υιόν; Ο Θεός και Πατήρ, η αρχή των πάντων, είναι Πατήρ του μονογενούς Υιού, ο οποίος και πριν προστεθεί στον Πατέρα εννοείται πάραυτα (αμέσως). Πώς λοιπόν θα αφήσουμε εκείνον ο οποίος και πριν αναφερθεί ακόμη νοείται πλησιέστατα στον Πατέρα, για να θέσουμεν ευθύς μετά τον Πατέρα το Πνεύμα; Δια τούτο το Πνεύμα λέγεται μετά τον του Πατρός Υιόν· επειδή δηλαδή εμείς δεν δυνάμεθα να προφέρουμε συγχρόνως δια της γλώσσης και τα δύο, όπως ακριβώς προήλθον εκ του Πατρός, εάν θέσουμε το Πνεύμα συναπτόμενον με τον Πατέρα προ του Υιού, το Πνεύμα θα εφαίνετο Υιός· διότι το όνομα Πατήρ συνεισάγει ευθύς στην διάνοιαν τον Υιόν· προχωρούντες δε πάλιν, αν θέσουμε τον Υιόν εν συνεχεία ευθύς μετά το Πνεύμα, θα κάνουμε να νοείται Πατήρ το Πνεύμα. Διότι ο Υιός είναι Υιός Πατρός και συνεισάγει στη διάνοια τον Πατέρα, και μάλιστα τον προ αυτού λεγόμενον· ο δε Υιός τιθέμενος προσεχώς (εγγύς) του Πατρός και το μονογενές φυλάττει δι’ εαυτόν και την εκπορευτώς εκ Πατρός είναι του Πνεύματος δεν εμποδίζει. Αυτό λέγει και ο Γρηγόριος Νύσσης, το ύψος της διανοίας του οποίου δεν αντελήφθησαν οι λατινικώς φρονούντες, και διά τούτο, οποία ασέβεια, δέχονται το Πνεύμα μακράν του Πατρός και προσεχώς (εγγύς) του Υιού. Το γεγονός όμως ότι Πατήρ και Υιός εισάγουν αλλήλους στην διάνοια κατά τούτο ευρισκόμενα εγγύς, δεν σημαίνει ότι το Πνεύμα είναι μακράν του Πατρός και όχι αμέσως εξ αυτού. Αλλά περί τούτων θα μιλήσουμε ύστερα.

Τώρα δε θα αναφέρουμε και δευτέραν αιτίαν, για να σε συνετίσουμε δι’ όλων των μέσων, η οποία πάλι προέρχεται από την προλεχθείσα· το γένος ημών πρώτον Θεόν εγνώρισε τον Πατέρα και Πατέρα τον Θεόν, καθώς η θεότης αυτού εφανερώθη και επιστεύθη αμυδρώς, όπως συνέφερε σε εμάς. Διότι, καθώς είναι επίσης Πατήρ και προβολεύς, αν εκηρύττετο τότε σε εμάς, όχι ως Πατήρ αλλ’ ως προβολεύς ή εκπορευτής, πώς θα παραδεχόμεθα (επιτυγχάναμε) την επίγνωσιν τού εμφύτου πλούτου της θεότητος, ενώ δεν δυνάμεθα να την χωρέσουμε ακόμη λόγω της νηπιακής ηλικίας; Το όνομα “πατήρ” όμως και πλησίον μας είναι και το έχουμε τρόπον τινά κοινό με εκείνες τις εξ αυτού υποστάσεις οι οποίες σε αυτόν μεν είναι ομοούσιοι σε εμάς δε δεσποτικές. Εάν δε εκείνες μεν έχουν αυτό το όνομα φυσικώς, εμάς δε αξίωσε υπό φιλανθρωπίας να το καλούμε, γι’ αυτό και οι Ιουδαίοι έλεγαν, «εμείς Πατέρα έχομεν τον Θεόν». Πολύ σοφώς λοιπόν και τρόπον τινά υποκλέπτοντας την διάνοια ημών, μάλλον δε παρασύροντας εμάς από την δουλεία του πονηρού, την ψευδοδοξίαν και ψευδολατρίαν, στην δική του δεσποτείαν προς θεογνωσίαν, συνεισέφερε υποδηλωτικώς και την θεότητα του μονογενούς, καθώς αυτός εκηρύττετο Πατήρ. Μετ’ αυτόν εφανερώθη στον κόσμον ο Υιός, φανείς σε εμάς δια σαρκός και συναναστραφείς με εμάς· αυτός δε (ο Υιός) συν εαυτόν υπεδείκνυε και το Πνεύμα, πιστούμενος δια πάντων με λόγους και έργα ότι τούτο είναι φυσικώς συνημμένο και ομότιμο με εαυτόν και τον Πατέρα. Μετά τον Υιόν επεδήμησε στον κόσμο το άγιον Πνεύμα, παρά μεν του Υιού πεμπόμενον (στελλόμενον), ως μη αντίθεον ούτε αντίχριστον, και μάλιστα στελλόμενον όχι απλώς (γενικώς) και απολύτως, αλλά χρονικώς και προς ορισμένους και δι’ αιτίαν· παρά δε του Πατρός εκπορευόμενον όχι δι’ αιτίαν, ούτε χρονικώς ούτε προς ορισμένους, αλλά απλώς και απολύτως εντελώς, ως ομόθεον και ομοούσιον και εξαρτώμενον όπως και ο Υιός από την ιδίαν αιτίαν και αρχήν, παρ’ εαυτού δε ερχόμενον ως κύριον και αυτεξούσιον.

Υφίσταται δε και μία τρίτη αιτία για την οποίαν οι θεολόγοι ως επί το πλείστον παριστάνουν το συναφές και τέλειον και ομοούσιον της θεότητος του Πνεύματος προς τον Πατέρα μετά τον Υιόν και εκ των του Υιού· ότι μετά τον κατευνασμό και την ανασκευή της μανίας των πολλών κατά του Υιού, αφού η συμφυΐα και ομοτιμία τούτου προς τον Πατέρα πολυειδώς απεδείχθη και ασφαλέστατα κατεφάνη και εστηρίχθη, ξεκίνησε (ανερριπίσθη) φανερότερα ο κατά του θείου Πνεύματος πόλεμος. Διά τούτο λοιπόν και όλη η προσπάθεια των θεολόγων ήταν, όχι περί του τρόπου τής υπάρξεως του Πνεύματος, αλλά περί της ομοουσιότητος αυτού προς τον Υιόν, αν και οι Λατίνοι πιέζουν τα λόγια, σύροντες αυτών την διάνοια εις την δική τους κακόνοιαν.

35. Αλλά βεβαίως έτσι αποκαλυπτόμενος (εκπεφασμένος) σε εμάς ο σε τρεις υποστάσεις εις Θεός, έτσι και δοξάζεται. Και καθώς έτσι επί της μόνης ανειδέου και προσκυνητής Τριάδος υφίσταται μία εικόνα και μορφή — «διότι η Τριάς συνάπτεται μεν αδιαστάτως, συνυπάρχει δε αϊδίως, εικόνα δε προβάλλει (προφαίνει) μίαν και την αυτήν», λέγει ο Μέγας Αθανάσιος —, καθώς λοιπόν επί της σεπτής Τριάδος μία εικών υπάρχει, τον μεν Υιόν λέγουμε μορφή και εικόνα του Πατρός, το δε Πνεύμα εικόνα του Υιού. Διότι εγνώρισε εαυτήν σε εμάς όπως ευδόκησε και λέγουμε ότι το Πνεύμα έχει προς τον Υιόν τέτοιαν σχέσιν ως αυτός προς τον Πατέρα· πράγματι αμφότερα ομοίως έχουν προς τον Πατέρα, πλην του τρόπου της υπάρξεως, όπως έχει απεδειχθεί ανωτέρω διά περισσοτέρων. Προσεχώς (εγγύς) δε προς τον Πατέρα εγνώσθη σε εμάς ο Υιός και δι’ αυτού του γνωσθέντος προσεχώς εφανερώθη το άγιον Πνεύμα, κηρυχθέν και πεμφθέν εις το όνομα αυτού, όπως και αυτός ήλθε προηγουμένως εις το όνομα του Πατρός. Και λέγουμε ότι ο Υιός έχει όλα τα του Πατρός πλην της αιτίας, όλα δε τα του Υιού το Πνεύμα πλην της υιότητος. Διότι όλα τα του Πατρός έχουν ομοίως ο Υιός και το Πνεύμα πλην της αιτίας, η οποία συμπεριλαμβάνει αμφότερες τις υπαρκτικές καθ’ υπόστασιν διαφορές. 
Διά τούτο ενίοτε θέτουμε το Πνεύμα προ του Υιού, μολονότι σπανιώτερον, συχνότερον δε μετά τον Υιόν και τούτον μετά τον Πατέρα, έτσι ώστε ενθυμούμενοι συνεχώς και αδιαλείπτως τα τρία υπέρ ημών μέγιστα έργα, τις θεοπρεπείς και προνοητικές οικονομίες, να αποδίδουμε δια πάντων συντομωτάτη την ευχαριστίαν.

36. Ο Ευνόμιος δε και μετ’ αυτόν οι λατινόφρονες, μη ακούσαντες με σύνεσιν την τοιαύτην προς τον Θεόν ευχαριστίαν των πατέρων και μη δυνηθέντες να κατανοήσουν την οικονομία (μέθοδο) κατά τις αντιρρήσεις προς τους ετεροδόξους, συνήγαγον από εδώ κακώς ότι το άγιον Πνεύμα είναι τρίτον από τον Πατέρα, ούτε τούτο δεν κατενόησαν, ότι αν συνέβαινε τούτο και δια τούτου εδεικνύετο η φυσική τάξις του Υιού προς τον Πατέρα και του θείου Πνεύματος προς τον Υιόν, δεν θα ετίθετο ενίοτε ο Υιός μετά το Πνεύμα, το οποίον προαριθμείται, εφ’ όσον η συνεκφώνησις των τριών προσκυνητών προσώπων εναλλάσσεται στην θείαν Γραφήν, καθώς και ο μέγας στην θεολογίαν Γρηγόριος λέγει, ότι «τα ίδια και προαριθμούνται και υπαριθμούνται στην Γραφήν λόγω της ισοτιμίας της φύσεως»· στην παρουσία δε των από την Αίγυπτον επισκόπων και εμάς παραινεί να θεολογούμε έτσι, λέγων, «θεολόγησε μαζί με τον Παύλον τον ανελθόντα προς τρίτον ουρανόν, άλλοτε μεν συναριθμούντα τις τρεις υποστάσεις, και μάλιστα κατά εναλλακτική σειρά, χωρίς να τηρεί αυστηρώς τις τάξεις, προαριθμούντα, εναριθμούντα, υπαριθμούντα το ίδιον».

Αλλά δεν απονέμεται μόνον στον Υιόν το “δι’ ού” υπό της θείας Γραφής· διότι o θείος Κύριλλος λέγει στους Θησαυρούς, «(λέγεται) Χριστού το Πνεύμα, επειδή ο του Θεού Λόγος ενοικίζεται σε εμάς δια Πνεύματος». Χωρίς να λαμβάνουν αυτά υπ’ όψιν ο Ευνόμιος και το γένος των Λατίνων, εδογμάτισαν κακώς ότι το άγιον Πνεύμα είναι τρίτον εις την τάξιν και το αξίωμα, όχι την κατά την ομολογίαν τάξιν αλλά την φυσικήν. Από εδώ βέβαια ο μεν Ευνόμιος εδογμάτισε ότι είναι τρίτον από τον Πατέρα και κατά την φύσιν, ως διαφέρον δήθεν κατ’ αυτήν από αμφότερα, οι δε Λατίνοι κατασκευάζουν ότι το άγιον Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού.

(Συνεχίζεται)

Αρχαίο κείμενο
34. Ἵνα δέ σοι καί λόγον δῶμεν, μᾶλλον δέ καταξιώσωμεν διδάξαι˙ τίνος ἕνεκεν ὡς ἐπί πλεῖστον ὁ μέν Υἱός μετά τόν Πατέρα, τό δέ Πνεῦμα μετά τόν Υἱόν ἡμῖν ὑμνεῖται, καί μυεῖσθαι παραδέδοται; Ὁ Θεός καί Πατήρ, ἡ πάντων ἀρχή, Υἱοῦ Πατήρ ἐστι μονογενοῦς, ὅς καί πρίν ἤ προστεθῆναι τῷ Πατρί συννοεῖται πάραυτα. Πῶς οὖν ἀφέντες τόν καί πρίν ἤ λεχθῆναι προσεχέστατα τῷ Πατρί νοούμενον, εὐθύς ἄν τό Πνεῦμα μετά τόν Πατέρα θείημεν; Διά τοῦτο μετά τόν τοῦ Πατρός Υἱόν λέγεται τό Πνεῦμα˙ μή δυναμένων γάρ ἡμῶν ἄμφω προφέρειν διά γλώττης ἅμα, ὥσπερ ἄρα καί ἐκ τοῦ Πατρός προῆλθον, εἰ πρό τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα τῷ Πατρί συννημένον θείημεν, δόξαι ἄν Υἱός τό Πνεῦμα˙ τό γάρ "Πατήρ" ὄνομα εὐθύς συνεισάγεται τῇ διανοίᾳ τόν Υἱόν˙ προϊόντες δ᾿ αὖθις καί μετά τό Πνεῦμα προσεχῶς εὐθύς τιθέντες τόν Υἱόν, Πατέρα τό Πνεῦμα ποιήσομεν νοεῖσθαι. Ὁ γάρ Υἱός, Πατρός Υἱός καί συνεισάγει τῇ διανοίᾳ τόν Πατέρα καί μάλιστα τόν πρό αὐτοῦ λεγόμενον˙ ὁ δέ Υἱός προσεχῶς τῷ Πατρί τιθέμενος καί τό μονογενές ἑαυτῷ φυλάττει καί τό ἐκπορευτῶς ἐκ Πατρός εἶναι τό Πνεῦμα κωλύει. Ὅ καί ὁ Νυσσαέων Γρηγόριός φησιν, οὗτινος οἱ λατινικῶς φρονοῦντες τό ὕψος τῆς διανοίας μή χωρήσαντες, πόρρω μέν τοῦ Πατρός, ὤ τῆς ἀσεβείας, δοξάζουσι τό Πνεῦμα, προσεχές δέ τοῦ Υἱοῦ. Ἀλλ᾿ οὐχ ὅτι ὁ Πατήρ τε καί Υἱός ἄλληλα εἰσάγουσι τῇ διανοίᾳ κατά τοῦτο ὄντα προσεχῆ, διά τοῦτο πόρρω τό Πνεῦμα τοῦ Πατρός καί οὐκ ἀμέσως ἐξ αὐτοῦ. Ἀλλά περί μέν τούτων, ὕστερον.

Νῦν δ᾿ ἵνα καί δευτέραν αἰτίαν ἀποδῶμεν, ἥτις καί αὕτη, ἵνα διά πάντων συνετίσωμέν σε, διά τήν προειρημένην γέγονε˙ πρῶτον ἡμῶν τό γένος Θεόν ἔγνω τόν Πατέρα καί Πατέρα τόν Θεόν, τῆς αὐτοῦ θέοτητος φανερωθείσης τε καί πιστευθείσης ἀμυδρῶς, ὥς γε συνήνεγκεν ἡμῖν. Εἰ γάρ ἐπίσης ὤν Πατήρ καί προβολεύς, τόθ᾿ ἡμῖν οὐ Πατήρ ἀλλά προβολεύς ἤ ἐκπορεύων ἐκηρύττετο, πῶς ἄν παραδεξάμεθα, μή δυνάμενοί πω χωρῆσαι διά τό νηπιῶδες ἔτι, τήν ἐπίγνωσιν τοῦ ἐμφύτου πλούτου τῆς θεότητος; Τό δέ "πατήρ" ὄνομα καί πρός ἡμῶν ἐστι καί οἷον κοινόν ἔχομεν αὐτό ταῖς ἐξ αὐτοῦ ὁμοουσίοις μέν αὐτῷ ἡμῖν δέ δεσποτικαῖς ἐκείναις ὑποστάσεσιν. Εἰ κἀκεῖνοι μέν φύσει καί ὑπέρ ἡμᾶς ἔχουσιν αὐτό, ἡμῶν δ᾿ ὑπό φιλανθρωπίας καλεῖσθαι κατηξίωσε - διό καί Ἰουδαῖοι ἔλεγον, «ἡμεῖς Πατέρα ἔχομεν τόν Θεόν - σοφῶς οὖν ἄγαν καί οἷον ὑποκλέπτων τήν διάνοιαν ἡμῶν, μᾶλλον δέ ἡμᾶς ἀπό τῆς τοῦ πονηροῦ δουλείας καί ψευδοδοξίας καί ψευδολατρίας ἐπί τήν οἰκείαν δεσποτείαν πρός θεογνωσίαν ὑφαιρούμενος καί τήν τοῦ μονογενοῦς ὑπεμφαίνων συνεισέφερε θεότητα, Πατήρ κηρυττόμενος αὐτός. Μετ᾿ αὐτόν ὁ Υἱός πεφανέρωται τῷ κόσμῳ, διά σαρκός ἡμῖν ὀφθείς καί συναναστραφείς˙ ὅς σύν ἑαυτῷ καί τό Πνεῦμα ὑπεδείκνυ, λόγοις τε καί ἔργοις διά πάντων πιστούμενος, συνημμένον φύσει καί ὁμότιμον ἑαυτῷ καί τῷ Πατρί. Μετά τόν Υἱόν τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐπεδήμησε τῷ κόσμῳ, παρά μέν τοῦ Υἱοῦ πεμπόμενον, ὡς οὖν ἀντίθεον οὐδέ ἀντίχριστον, καί πεμπόμενον οὐχ ἁπλῶς καί ἀπολύτως, ἀλλά χρονικῶς καί πρός τινας καί δι᾿ αἰτίαν˙ παρά δέ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον οὐ δι᾿ αἰτίαν ὅλως, οὐδέ χρονικῶς ἤ πρός τινας, ἀλλ᾿ ἁπλῶς καί ἀπολύτως πάντῃ, ὡς ὁμόθεον καί ὁμοούσιον καί τῆς αὐτῆς οὐχ ἧττον ἐξημμένον τῷ Υἱῷ αἰτίας καί ἀρχῆς, παρ᾿ ἑαυτοῦ δέ ἐρχόμενον ὡς κύριον καί αὐτεξούσιον.


Ἐπεγένετο δέ καί τρίτη τις αἰτία τοῖς θεολόγοις, δι᾿ ἥν μετά τόν Υἱόν καί ἐκ τῶν τοῦ Υἱοῦ παριστᾶσιν ὡς ἐπί πλεῖστον τό συναφές καί τέλειον καί ὁμοούσιον Πατρί τῆς θεότητος τοῦ Πνεύματος˙ ὅτι μετά τό κατευνασθῆναι καί μετασκευασθῆναι τήν πλειόντων κατά τοῦ Υἱοῦ μανίαν, πολυειδῶς ἀποδειχθείσης καί ἀναφανείσης καί στηριχθείσης ἀσφαλέστατα τῆς τούτου πρός τόν Πατέρα συμφυΐας καί ὁμοτιμίας ὁ κατά τοῦ θείου Πνεύματος ἐμφανέστερον ἀνερριπίσθη πόλεμος. Ταῦτ᾿ ἄρα καί τοῖς θεολόγοις ὁ λόγος ἅπας, οὐ περί τοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως, ἀλλά περί τήν πρός τόν Υἱόν ὁμοουσιότητος τοῦ Πνεύματος, εἰ καί Λατῖνοι βιάζονται τάς ρήσεις, μεθέλκοντες αὐτῶν τήν διάνοιαν εἰς τήν οἰκείαν κακόνοιαν.


35. Ἀλλά γάρ οὕτως ἡμῖν ὁ ἐν τρισίν ὑποστάσεσιν εἷς Θεός ἐκπεφασμένος, οὕτω καί δοξάζεται˙ καί οὕτω μιᾶς εἰκόνος οὔσης καί μορφῆς ἐπί τῆς μόνης ἀνειδέου καί προσκυνητῆς Τριάδος – «ἡ γάρ Τριάς συνάπτεται μέν ἀδιαστάτως, σύνεστι δέ ἀϊδίως, εἰκόνα δέ προφαίνει μίαν καί τήν αὐτήν», Ἀθανάσιος ὁ μέγας λέγει – μιᾶς οὖν οὕτως εἰκόνος οὔσης ἐπί τῆς σεπτῆς Τριάδος, τόν μέν Υἱόν τοῦ Πατρός μορφήν (σελ. 156) τε καί εἰκόνα λέγομεν, τό δέ Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ. Οὕτω γάρ ἡμῖν ὡς εὐδόκησεν ἑαυτήν ἐγνώρισε καί οὕτως ἔχειν πρός τόν Υἱόν τό Πνεῦμα λέγομεν, ὡς αὐτός πρός τόν Πατέρα˙ ὁμοίως γάρ ἀμφότερα ἔχουσι πρός τόν Πατέρα, πλήν τοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως, ὡς ἀνωτέρω διά πλειόνων ἀποδέδεικται. Προσεχῶς δέ τῷ Πατρί ὁ Υἱός ἔγνωσται ἡμῖν καί διά τοῦ προσεχῶς τούτου ἐγνωσμένου τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐφανερώθη, κηρυχθέν τε καί πεμφθέν ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ, ὡς καί οὗτος πρῴην ἦλθεν ἐν τῷ τοῦ Πατρός ὀνόματι. Καί πάντα λέγομεν ἔχειν ἔχειν τόν Υἱόν τά τοῦ Πατρός ἄνευ τῆς ἄνευ τῆς αἰτίας, πάντα δέ τά τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα ἄνευ τῆς υἱότητος. Πάντα γάρ τοῦ Πατρός ὁμοίως ἔχει ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα ἄνευ τῆς αἰτίας, συμπεριβαλλούσης ἄμφω τάς ὑπαρκτικάς καθ᾿ ὑπόστασιν διαφοράς. Διό καί πρό τοῦ Υἱοῦ ἔστιν οὗ τίθεμεν τό Πνεῦμα, εἰ καί ὡς ἐπ᾿ ἔλαττον, ὡς δέ ἐπί πλεῖστον μετά τόν Υἱόν καί μετά τόν Πατέρα τοῦτον, ἵνα τῶν τριῶν ὑπέρ ἡμῶν μεγίστων ἔργων θεοπρεπῶν καί προμηθεστάτων οἰκονομιῶν, συνεχῆ καί ἀδιάλειπτον τήν μνήνην φέροντες, συντομωτάτην διά πάντων ἀποδιδῶμεν τήν εὐχριστίαν.

36. Εὐνόμιος δέ καί μετ᾿ αὐτόν οἱ λατινικῶς φρονοῦντες μή συνετῶς ἀκηκοότες τῆς πρός τόν Θεόν τοιαύτης εὐχαριστίας τῶν Πατέρων καί τῆς ἐν ταῖς πρός τούς ἑτεροδόξους ἀντιρρήσεσιν οἰκονομίας μή δυνηθέντες συνιδεῖν, συνήγαγον κακῶς ἐντεῦθεν τρίτον ἀπό Πατρός εἶναι τό Πνεῦμα τό ἅγιον, μηδέ τοῦτο συνιδόντες, ὡς εἴγε τοῦτο ἦν καί διά τοῦτο «ἡ φυσική τάξις τοῦ τε Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα καί τοῦ θείου Πνεύματος πρός τόν Υἱόν ἐδείκνυτο, οὐκ ἄν, ἐπαλλαττομένης ἐν τῇ θείᾳ Γραφῇ τῆς συνεκφωνήσεως τῶν τριῶν προσκυνητῶν προσώπων, ἔστιν οὗ μετά τό Πνεῦμα ὁ Υἱός ἐτίθετο, προαριθμουμένου δηλαδή τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καθάπερ καί ὁ πολύς ἐν θεολογίᾳ φησί Γρηγόριος, ὅτι «τά αὐτά καί προαριθμεῖται καί ὑπαριθμεῖται παρά τῇ Γραφῇ διά τήν ἰσοτιμίαν τῆς φύσεως»˙ ἐν δέ τῇ παρουσίᾳ τῶν ἀπ᾿ Αἰγύπτου (σελ. 158) ἐπισκόπων καί ἡμᾶς οὕτω παραινεῖ θεολογεῖν, «μετά Παύλου», λέγων, «θεολόγησον, τοῦ πρός τρίτον οὐρανόν ἀναχθέντος, ποτέ μέν συναριθμοῦντος τάς τρεῖς ὑποστάσεις, καί τοῦτο ἐνηλλαγμένως, οὐ τετηρημένως ταῖς τάξεσι, προαριθμοῦντος, ἐναριθμοῦντος, ὑπαριθμοῦντος τό αὐτό».

Ἀλλ᾿ οὐδέ τό "δι᾿ οὗ" μόνῳ τῷ Υἱῷ παρά τῆς θείας ἀπονενέμηται Γραφῆς˙ ὁ γάρ θεῖος Κύριλλος ἐν Θησαυροῖς φησι, «Χριστοῦ τό Πνεῦμα, ὡς τοῦ Θεοῦ Λόγου διά Πνεύματος ἡμῖν ἐνοικιζομένου». Τούτων οὖν Εὐνόμιός τε καί τό τῶν Λατίνων γένος, μηδένα ποιησάμενοι λόγον, τρίτον εἶναι τῇ τάξει καί τῷ ἀξιώματι τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐδογμάτισαν, οὐ τῇ κατά τήν ὁμολογίαν τάξει ἀλλά τῇ φυσικῇ, κακῶς. Ὅ γε μήν Εὐνόμιος ἐντεῦθεν τρίτον ἀπό τοῦ Πατρός εἶναι καί τῇ φύσει, ὡς ἀμφοτέρων κατ᾿ αὐτήν διαφέρον, προσεδογμάτισεν, οἱ δέ Λατῖνοι καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι τό Πνεῦμα τό ἅγιον κατασκευάζουσιν.

ΣΧΟΛΙΟ: Στήν παρούσα ανάρτηση, όπως καί στήν προηγούμενη, καταρρίπτεται απολύτως η ανόητη κακοδοξία καί η αίρεση πού απορρέει, περί ιεραρχίας στήν Αγία Τριάδα, τού Ζηζιούλα καί τού Ζήση, όπως καί η κακοδοξία τού εκσυγχρονισμού καθώς "...και μάλιστα στελλόμενον όχι απλώς (γενικώς) και απολύτως, αλλά χρονικώς και προς ορισμένους και δι’ αιτίαν·"
Σήμερα στήν ορθοδοξία κυκλοφορούν καί συγκρούονται τρείς διάδοχοι καί μνηστήρες τού θρόνου στά δεξιά τού Χριστού. Οι ιερείς διάδοχοι τών Αποστόλων, ο Ζηζιούλας διάδοχος τών Θεολόγων τής Εκκλησίας καί ο Ζήσης διάδοχος τών Πατέρων τής Εκκλησίας, οι οποίοι προστίθενται στήν παρέα τού διαδόχου τού Πέτρου. Ούτε ο Μ. Αλέξανδρος νά ήταν ο Κύριος καί η Εκκλησία Του η Πηνελόπη.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου