Συνέχεια από Κυριακή, 1 Απριλίου 2018
Πρόλογος
Αλλά, ω Θεέ του παντός, ο μόνος δότης και φύλακας της αληθινής θεολογίας και των σχετικών με αυτήν δογμάτων και όρων, η μόνη μοναρχικωτάτη Τριάς, όχι μόνον διότι μόνη άρχεις του παντός, αλλά και διότι έχεις μέσα σου (εν σεαυτή) μίαν μόνον υπεράρχιον αρχήν, την μόνην αναίτιον μονάδα, από την οποίαν προάγονται και εις την οποίαν ανάγονται αχρόνως και αναιτίως ο Υιός και το Πνεύμα, Πνεύμα το άγιον, το κύριον, που έχει την ύπαρξιν εκπορευτώς εκ Θεού Πατρός, και δι’ Υιού δίδεται και πέμπεται και φαίνεται στους ορθώς πιστεύοντας εις σέ· Υιέ μονογενές, ο οποίος έχεις την ύπαρξιν γεννητώς εκ Θεού Πατρός και δια του αγίου Πνεύματος διαμορφώνεσαι και κατοικείς και βλέπεσαι αοράτως μέσα στις καρδίες των πιστευόντων εις σέ· Πάτερ αγέννητε μόνε και ανεκπόρευτε, και με λίγα λόγια, αναίτιε, ο μόνος πατήρ των ανεκφοιτήτων και ομοτίμων σου φώτων, έν κράτος, μία δύναμις, η δημιουργός των κτιστών (ποιητών) και από την χείρα σου προερχομένων φώτων, η πάσης γνώσεως δοτείρα, η πολυειδείς ιδέες παραγάγουσα γνωστικών και γνωστών (γνωρίμων) πραγμάτων και που καταλλήλως και φυσικώς στους γινώσκοντες έθεσες τις γνώσεις. Στους μεν νοερούς απλές και απαθείς νοήσεις, στους δε αισθητούς πολυμερείς και παθητές αισθήσεις, και σε εμάς τους μικτούς αμφότερα [Οι πολυειδείς ιδέες των γνωστικών και γνωρίμων πραγμάτων, τίθενται από το Δημιουργό μέσα σ’ εκείνα που έχουν την ικανότητα να γνωρίζουν, με τρόπο φυσικό και κατάλληλο προς την ιδιαίτερη φύση τους. Γι’ αυτό στα νοερά όντα δίνονται απλές και «απαθείς» νοήσεις, στα αισθητά δίνονται πολυμερείς και «παθητές» αισθήσεις, ενώ στα μικτά από νου και αίσθηση δίνονται τόσο τα απλά και «απαθή», όσο τα πολυμερή και τα «παθητά»]· η (δύναμις) που με άφατο χρηστότητα χαρίζεις σε μόνα τα λογικά σου κτίσματα την περί σέ κατά το δυνατόν (εγχωρούν) γνώσιν, δώσε και σε εμάς τώρα πλέον την ικανότητα να θεολογήσουμε αρτίως ως προς εσέ ευαρέστως και συμφώνως προς εκείνους που σε ευαρέστησαν καθ’ όλους τους αιώνες με έργα και λόγους· ούτως ώστε και εκείνους που δεν θεολογούν ως προς εσέ θεαρέστως να ελέγξουμε, και εκείνους που σε ζητούν αληθινώς (εν αληθεία) να στηρίξουμε προς την αλήθειαν, για να σε αναγνωρίσουμε όλοι ως μίαν μόνην πηγαίαν θεότητα, τον μόνον Πατέρα και προβολέα, και τον Υιόν σου, ένα και μόνον Υιόν αλλ’ όχι και προβολέα, και το ένα άγιον Πνεύμα σου, και πρόβλημα (εκπόρευμα) μόνον, αλλ’ όχι και ποίημα· και να δοξάσουμε ένα Θεόν, εν μία μεν και απλή, πλουσία δε, ούτως ειπείν και άνετον θεότητα και να αντιδοξαζόμαστε από σε με πλουσία θέωσιν καί τρισσόφωτο φωτοχυσία, νυν και αεί και εις τους ακατάληπτους αιώνες. Αμήν.
Κοινή είναι βεβαίως η ευχή αυτή σε όλους όσοι σέβονται μίαν αρχήν. Σεις όμως, οι οποίοι δέχεσθε δύο αρχές επί της θεότητος, τί λέγετε; Τί σημασία έχει, αν δεν ισχυρίζεστε τούτο φανερά, αλλά συνάγεται αυτό από όσα λέγετε; Τοιαύτα είναι τα απόκρυφα (βαθέα) του Σατανά, τα του πονηρού μυστήρια, τα οποία ψιθυρίζει σε όσους τείνουν προς αυτόν τα ώτα, χωρίς να χαλαρώνει και παραλύει τον τόνο της φωνής, αλλά υποκρύπτων το βλαβερόν του νοήματος. Έτσι και στην Εύα, όπως νομίζω εγώ, ψιθύρισε.
Αλλ’ εμείς, διδαχθέντες από την θεοσοφία των Πατέρων να μην αγνοούμε τα νοήματα (εφευρήματα) αυτού, τα οποία είναι τελείως αφανή στους πολλούς κατά την αρχή, ποτέ δεν πρόκειται να σας δεχθούμε ως κοινωνούς, όσον χρόνο λέγετε ότι το Πνεύμα (είναι) και εκ του Υιού.
Άραγε διδάσκοντες έτσι, δεν προσθέτετε (διατελείτε προστίθεντες) φανερώς κατά πρώτον στην περί το άγιον και προσκυνητόν Πνεύμα αποκαλυπτική (εκφαντορική) θεολογία του Χρίστου η οποία είναι η αυτοαλήθεια; Αυτού ο οποίος ενώ είναι προαιώνιος Θεός έγινε για εμάς και θεολόγος, ο οποίος ενώ είναι η ίδια η αλήθεια κατέστη από φιλανθρωπία προς χάριν μας κήρυξ της αλήθειας, ο οποίος ήλθε στον κόσμο διά τούτο ακριβώς, για να μαρτυρήσει χάριν της αληθείας, του οποίου την αληθινή φωνή αντιλαμβάνεται όποιος είναι από την μερίδα της αληθείας και ζητεί αυτήν πραγματικά;
Άραγε λοιπόν δεν έρχεσθε κατά πρώτον σε σύγκρουση με αυτόν που πρώτος εθεολόγησε κατ’ αυτόν τον τρόπον; «Το Πνεύμα της αληθείας, λέγει, το οποίον εκπορεύεται από τον Πατέρα» (Ιω. 15,26). Έπειτα (έρχεσθε σε αντίθεσιν) με τους μαθητές και αποστόλους του οι οποίοι υπήρξαν αυτόπτες και αυτήκοοι του, μάλλον δε πριν από αυτούς και με το ίδιο το άγιον Πνεύμα, το οποίον και ήλθε σύμφωνα με την επαγγελία που τους εδόθη από τον Σωτήρα, το οποίον και τους εδίδαξε τα πάντα, το οποίον όμως δεν τους εδίδαξε τούτο (που εσείς λέγετε): ότι (το Αγ. Πνεύμα) δεν εκπορεύεται από μόνον τον Πατέρα των φώτων, αλλά και από τον Υιόν. Διότι αν αυτό τους είχε διδάξει έτσι, αυτοί θα δίδασκαν και εμάς παρομοίως.
Πραγματικά, αφού εδιδάχθησαν και εφωτίσθησαν, απεστάλησαν και δια τούτο, για να διδάξουν όπως εδιδάχθησαν, για να φωτίσουν όπως εφωτίσθησαν, για να κηρύξουν με παρρησία (δημόσια) όσα συνέβη ν’ ακούσουν εις το ους, δηλαδή όχι εις επήκοον όλων, για να ειπούν στο φώς, δηλαδή φανερά σε όλους, όσα τους έχουν λεχθεί στο σκότος (εν τη σκοτία), όπως θα μπορούσα να πω εγώ, δι’ αποκαλύψεως εις υπέρφωτον γνόφον, έστω και παραβολικώς και ως σκοτεινός λόγος του Σολομώντος που καθίσταται σαφής σε όποιον μετέχει της σοφίας. Εάν θέλεις μάλιστα, η σκοτία (το σκότος) ας σημαίνει την ανακοίνωσιν της αληθείας ιδιαιτέρως (κατά μόνας) και αποκρύφως, χωρίς να γνωσθή στους πολλούς.
Για να επιστρέψουμε τώρα στο θέμα μας, πώς τολμάτε σεις να δέχεσθε τούτο, το οποίον δεν έχει λεχθεί από αυτούς που διεκήρυξαν με παρρησία και δημόσια την αλήθεια, το όποιον δεν ανήγγειλε το Πνεύμα που απάγγειλε πάσαν την αλήθειαν, το όποιον δεν εμαρτύρησε ούτε γνωστοποίησε αυτός ο γνωστοποιήσας όλα όσα άκουσε παρά του Πατρός στους αγαπητούς και ήλθε διά τούτο, για να μαρτυρήσει υπέρ της αληθείας;
Πώς τολμάτε να εισαγάγετε τόσον εκφυλιστική προσθήκη εις τον όρον της πίστεως, τον οποίον οι πρόκριτοι πατέρες συνέγραψαν πνευματοκινήτως σε κοινήν συνέλευσιν και παρέδωσαν σε όλους όσοι έχουν προτιμήσει να ορθοτομούν τον λόγον της αληθείας, ως σύμβολον αψευδούς γνώμης περί Πατρός και Υιού και άγιου Πνεύματος, βάσανον ειλικρινούς θεογνωσίας και ασφαλούς ομολογίας;
(Συνεχίζεται)
Αρχαίο κείμενο
ΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ.
Προλ.
Πρόλογος
Αλλά, ω Θεέ του παντός, ο μόνος δότης και φύλακας της αληθινής θεολογίας και των σχετικών με αυτήν δογμάτων και όρων, η μόνη μοναρχικωτάτη Τριάς, όχι μόνον διότι μόνη άρχεις του παντός, αλλά και διότι έχεις μέσα σου (εν σεαυτή) μίαν μόνον υπεράρχιον αρχήν, την μόνην αναίτιον μονάδα, από την οποίαν προάγονται και εις την οποίαν ανάγονται αχρόνως και αναιτίως ο Υιός και το Πνεύμα, Πνεύμα το άγιον, το κύριον, που έχει την ύπαρξιν εκπορευτώς εκ Θεού Πατρός, και δι’ Υιού δίδεται και πέμπεται και φαίνεται στους ορθώς πιστεύοντας εις σέ· Υιέ μονογενές, ο οποίος έχεις την ύπαρξιν γεννητώς εκ Θεού Πατρός και δια του αγίου Πνεύματος διαμορφώνεσαι και κατοικείς και βλέπεσαι αοράτως μέσα στις καρδίες των πιστευόντων εις σέ· Πάτερ αγέννητε μόνε και ανεκπόρευτε, και με λίγα λόγια, αναίτιε, ο μόνος πατήρ των ανεκφοιτήτων και ομοτίμων σου φώτων, έν κράτος, μία δύναμις, η δημιουργός των κτιστών (ποιητών) και από την χείρα σου προερχομένων φώτων, η πάσης γνώσεως δοτείρα, η πολυειδείς ιδέες παραγάγουσα γνωστικών και γνωστών (γνωρίμων) πραγμάτων και που καταλλήλως και φυσικώς στους γινώσκοντες έθεσες τις γνώσεις. Στους μεν νοερούς απλές και απαθείς νοήσεις, στους δε αισθητούς πολυμερείς και παθητές αισθήσεις, και σε εμάς τους μικτούς αμφότερα [Οι πολυειδείς ιδέες των γνωστικών και γνωρίμων πραγμάτων, τίθενται από το Δημιουργό μέσα σ’ εκείνα που έχουν την ικανότητα να γνωρίζουν, με τρόπο φυσικό και κατάλληλο προς την ιδιαίτερη φύση τους. Γι’ αυτό στα νοερά όντα δίνονται απλές και «απαθείς» νοήσεις, στα αισθητά δίνονται πολυμερείς και «παθητές» αισθήσεις, ενώ στα μικτά από νου και αίσθηση δίνονται τόσο τα απλά και «απαθή», όσο τα πολυμερή και τα «παθητά»]· η (δύναμις) που με άφατο χρηστότητα χαρίζεις σε μόνα τα λογικά σου κτίσματα την περί σέ κατά το δυνατόν (εγχωρούν) γνώσιν, δώσε και σε εμάς τώρα πλέον την ικανότητα να θεολογήσουμε αρτίως ως προς εσέ ευαρέστως και συμφώνως προς εκείνους που σε ευαρέστησαν καθ’ όλους τους αιώνες με έργα και λόγους· ούτως ώστε και εκείνους που δεν θεολογούν ως προς εσέ θεαρέστως να ελέγξουμε, και εκείνους που σε ζητούν αληθινώς (εν αληθεία) να στηρίξουμε προς την αλήθειαν, για να σε αναγνωρίσουμε όλοι ως μίαν μόνην πηγαίαν θεότητα, τον μόνον Πατέρα και προβολέα, και τον Υιόν σου, ένα και μόνον Υιόν αλλ’ όχι και προβολέα, και το ένα άγιον Πνεύμα σου, και πρόβλημα (εκπόρευμα) μόνον, αλλ’ όχι και ποίημα· και να δοξάσουμε ένα Θεόν, εν μία μεν και απλή, πλουσία δε, ούτως ειπείν και άνετον θεότητα και να αντιδοξαζόμαστε από σε με πλουσία θέωσιν καί τρισσόφωτο φωτοχυσία, νυν και αεί και εις τους ακατάληπτους αιώνες. Αμήν.
Κοινή είναι βεβαίως η ευχή αυτή σε όλους όσοι σέβονται μίαν αρχήν. Σεις όμως, οι οποίοι δέχεσθε δύο αρχές επί της θεότητος, τί λέγετε; Τί σημασία έχει, αν δεν ισχυρίζεστε τούτο φανερά, αλλά συνάγεται αυτό από όσα λέγετε; Τοιαύτα είναι τα απόκρυφα (βαθέα) του Σατανά, τα του πονηρού μυστήρια, τα οποία ψιθυρίζει σε όσους τείνουν προς αυτόν τα ώτα, χωρίς να χαλαρώνει και παραλύει τον τόνο της φωνής, αλλά υποκρύπτων το βλαβερόν του νοήματος. Έτσι και στην Εύα, όπως νομίζω εγώ, ψιθύρισε.
Αλλ’ εμείς, διδαχθέντες από την θεοσοφία των Πατέρων να μην αγνοούμε τα νοήματα (εφευρήματα) αυτού, τα οποία είναι τελείως αφανή στους πολλούς κατά την αρχή, ποτέ δεν πρόκειται να σας δεχθούμε ως κοινωνούς, όσον χρόνο λέγετε ότι το Πνεύμα (είναι) και εκ του Υιού.
Άραγε διδάσκοντες έτσι, δεν προσθέτετε (διατελείτε προστίθεντες) φανερώς κατά πρώτον στην περί το άγιον και προσκυνητόν Πνεύμα αποκαλυπτική (εκφαντορική) θεολογία του Χρίστου η οποία είναι η αυτοαλήθεια; Αυτού ο οποίος ενώ είναι προαιώνιος Θεός έγινε για εμάς και θεολόγος, ο οποίος ενώ είναι η ίδια η αλήθεια κατέστη από φιλανθρωπία προς χάριν μας κήρυξ της αλήθειας, ο οποίος ήλθε στον κόσμο διά τούτο ακριβώς, για να μαρτυρήσει χάριν της αληθείας, του οποίου την αληθινή φωνή αντιλαμβάνεται όποιος είναι από την μερίδα της αληθείας και ζητεί αυτήν πραγματικά;
Άραγε λοιπόν δεν έρχεσθε κατά πρώτον σε σύγκρουση με αυτόν που πρώτος εθεολόγησε κατ’ αυτόν τον τρόπον; «Το Πνεύμα της αληθείας, λέγει, το οποίον εκπορεύεται από τον Πατέρα» (Ιω. 15,26). Έπειτα (έρχεσθε σε αντίθεσιν) με τους μαθητές και αποστόλους του οι οποίοι υπήρξαν αυτόπτες και αυτήκοοι του, μάλλον δε πριν από αυτούς και με το ίδιο το άγιον Πνεύμα, το οποίον και ήλθε σύμφωνα με την επαγγελία που τους εδόθη από τον Σωτήρα, το οποίον και τους εδίδαξε τα πάντα, το οποίον όμως δεν τους εδίδαξε τούτο (που εσείς λέγετε): ότι (το Αγ. Πνεύμα) δεν εκπορεύεται από μόνον τον Πατέρα των φώτων, αλλά και από τον Υιόν. Διότι αν αυτό τους είχε διδάξει έτσι, αυτοί θα δίδασκαν και εμάς παρομοίως.
Πραγματικά, αφού εδιδάχθησαν και εφωτίσθησαν, απεστάλησαν και δια τούτο, για να διδάξουν όπως εδιδάχθησαν, για να φωτίσουν όπως εφωτίσθησαν, για να κηρύξουν με παρρησία (δημόσια) όσα συνέβη ν’ ακούσουν εις το ους, δηλαδή όχι εις επήκοον όλων, για να ειπούν στο φώς, δηλαδή φανερά σε όλους, όσα τους έχουν λεχθεί στο σκότος (εν τη σκοτία), όπως θα μπορούσα να πω εγώ, δι’ αποκαλύψεως εις υπέρφωτον γνόφον, έστω και παραβολικώς και ως σκοτεινός λόγος του Σολομώντος που καθίσταται σαφής σε όποιον μετέχει της σοφίας. Εάν θέλεις μάλιστα, η σκοτία (το σκότος) ας σημαίνει την ανακοίνωσιν της αληθείας ιδιαιτέρως (κατά μόνας) και αποκρύφως, χωρίς να γνωσθή στους πολλούς.
Για να επιστρέψουμε τώρα στο θέμα μας, πώς τολμάτε σεις να δέχεσθε τούτο, το οποίον δεν έχει λεχθεί από αυτούς που διεκήρυξαν με παρρησία και δημόσια την αλήθεια, το όποιον δεν ανήγγειλε το Πνεύμα που απάγγειλε πάσαν την αλήθειαν, το όποιον δεν εμαρτύρησε ούτε γνωστοποίησε αυτός ο γνωστοποιήσας όλα όσα άκουσε παρά του Πατρός στους αγαπητούς και ήλθε διά τούτο, για να μαρτυρήσει υπέρ της αληθείας;
Πώς τολμάτε να εισαγάγετε τόσον εκφυλιστική προσθήκη εις τον όρον της πίστεως, τον οποίον οι πρόκριτοι πατέρες συνέγραψαν πνευματοκινήτως σε κοινήν συνέλευσιν και παρέδωσαν σε όλους όσοι έχουν προτιμήσει να ορθοτομούν τον λόγον της αληθείας, ως σύμβολον αψευδούς γνώμης περί Πατρός και Υιού και άγιου Πνεύματος, βάσανον ειλικρινούς θεογνωσίας και ασφαλούς ομολογίας;
(Συνεχίζεται)
Αρχαίο κείμενο
ΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ.
Προλ.
Ἀλλ᾿ ὦ Θεέ τοῦ παντός, ὁ
μόνος δοτήρ καί φύλαξ τῆς ἀληθινῆς θεολογίας καί τῶν κατ᾿ αὐτήν δογμάτων καί ρημάτων,
ἡ μόνη μοναρχικωτάτη τριάς, οὐ μόνον ὅτι μόνη τοῦ παντός ἄρχεις, ἀλλ᾿ ὅτι καί μίαν
ἐν σεαυτῇ μόνην ἔχεις ὑπεράρχιον ἀρχήν, τήν μόνην ἀναίτιον μονάδα, ἐξ ἧς προάγεσθον
καί εἰς ἥν ἀνάγεσθον ἀχρόνως καί ἀναιτίως ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα, Πνεῦμα τό ἅγιον,
τό κύριον, τό ἐκ Θεοῦ Πατρός ἐκπορευτῶς τήν ὕπαρξιν ἔχον, καί δι᾿ Υἱοῦ τοῖς ὀρθῶς
πιστεύουσιν εἰς σέ καί διδόμενον καί πεμπόμενον καί φαινόμενον˙ Υἱέ μονογενές, ἐκ
Θεοῦ Πατρός γεννητῶς τήν ὕπαρξιν ἔχων καί διά τοῦ ἁγίου Πνεύματος ταῖς καρδίαις
τῶν εἰς σέ πιστευόντων ἐμμορφούμενος καί ἐνοικῶν καί ἀοράτως ὁρώμενος˙ Πάτερ ἀγέννητε
μόνε καί ἀνεκπόρευτε, καί, τό σύμπαν εἰπεῖν, ἀναίτιε, ὁ μόνος πατήρ τῶν ἀνεκφοιτήτων
καί ὁμοτίμων σοι φώτων, ἕν κράτος, μία δύναμις, ἡ δημιουργός τῶν ποιητῶν καί ὑπό
χεῖρά σοι φώτων, ἡ πάσης γνώσεως δότειρα, ἡ
πολυειδεῖς ἰδέας παραγαγοῦσα γνωστικῶν τε καί γνωστῶν καί καταλλήλως τοῖς γινώσκουσι
καί φυσικῶς ἐνθεῖσα τάς γνώσεις, τοῖς μέν νοεροῖς ἁπλᾶς καί ἀπαθεῖς νοήσεις, τοῖς
δέ αἰσθητικοῖς πολυμερεῖς καί παθητάς αἰσθήσεις, τοῖς δέ μικτοῖς ἡμῖν ἀμφότερα˙
ἡ καί τήν περί σοῦ κατά τό ἐγχωροῦν γνῶσιν μόνοις τοῖς λογικοῖς σου κτίσμασιν ἀφάτῳ
χρηστότητι χαριζομένη, δός καί ἡμῖν ἀρτίως
εὐαρέστως σοι θεολογῆσαι καί τοῖς ἀπ᾿ αἰῶνος ἔργῳ σοι καί λόγῳ εὐαρεστήσασι συμφώνως˙
ὡς ἄν καί τούς μή θεαρέστως σε θεολογοῦντας ἀπελέγξωμεν, καί τούς ἐν ἀληθείᾳ σε
ζητοῦντας πρός τήν ἀλήθειαν στηρίξωμεν, ἵνα
σε γινώσκωμεν πάντες μίαν μόνην πηγαίαν θεότητα, τόν μόνον Πατέρα τε καί προβολέα,
καί σοῦ Υἱόν ἕνα καί Υἱόν μόνον, ἀλλ᾿ οὐχί καί προβολέα, καί σόν ἕν Πνεῦμα ἅγιον,
καί πρόβλημα μόνον, ἀλλ᾿ οὐχί καί ποίημα˙ καί δοξάζοιμεν ἕνα Θεόν, ἐν μιᾷ μέν
καί ἁπλῇ, πλουσίᾳ δ᾿, ἵν᾿ οὕτως εἴπω, καί ἀστενοχωρήτω θεότητι, καί ἀντιδοξαζοίμεθα
παρά σοῦ ἐν πλουσίᾳ θεώσει καί τρισσοφαεῖ φωτοχυσίᾳ, νῦν καί εἰς τούς ἀκαταλήπτους
αἰῶνας. Ἀμήν.
Κοινή μέν ἥδε ἡ εὐχή πᾶσι τοῖς μίαν σέβουσιν ἀρχήν. Ὑμεῖς δέ τί φατε οἱ τάς δύο λέγοντες ἐπί τῆς θεότητος
ἀρχάς;
Τί γάρ, εἰ μή φανερῶς τοῦτο
λέγετε, ἀλλ᾿ ἐξ ὧν λέγετε τοῦτο συνάγεται; Τοιαῦτα τά βαθέα τοῦ Σατανᾶ, τά τοῦ πονηροῦ
μυστήρια, ἅ τοῖς ὑπέχουσιν αὐτῷ τά ὦτα ψιθυρίζει οὐ χαλῶν καί ὑπεκκλύων τόν τόνον
τῆς φωνῆς, ἀλλά τό βλαβερόν ὑποκρύπτων τοῦ νοήματος. Οὕτως καί τῇ Εὔᾳ, ὡς ἐγᾦμαι,
ἐψιθύρισεν.
Ἀλλ᾿ ἐμεῖς διδαχθέντες ὑπό τῆς θεοσοφίας τῶν Πατέρων αὐτοῦ τά νοήματα
μή ἀγνοεῖν, ἀφανῆ τήν ἀρχήν ὡς ἐπίπαν τοῖς πολλοῖς τυγχάνοντα, οὐδέποτ᾿ ἄν ὑμᾶς
κοινωνούς δεξαίμεθα μέχρις ἄν καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα λέγητε.
Ἆρα γάρ οὕτω λέγοντες οὐ φανερῶς διατελεῖτε προστιθέντες πρῶτον μέν
τῇ περί τοῦ ἁγίου καί προσκυνητοῦ Πνεύματος ἐκφαντορικῇ θεολογίᾳ τῆς αὐτοαληθείας
Χριστοῦ,
ὅς Θεός ὤν προαιώνιος δι᾿ ἡμᾶς καί θεολόγος ἐγεγόνει, ὅς αὐτόχρημα ὤν ἀλήθεια διά
φιλανθρωπίαν κῆρυξ ἡμῖν ἀναπέφηνε τῆς ἀληθείας, ὅς διά τοῦτο εἰς τόν κόσμον ἦλθεν,
ἵνα μαρτυρήσῃ τῇ ἀληθείᾳ, οὗ καί πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας καί ταύτην ἐν ἀληθείᾳ
ζητῶν, ἐπαΐει τῆς ἀληθινῆς φωνῆς;
Ἆρ᾿ οὖν οὐ πρώτῳ μέν τούτῳ
ἀντιπίπτετε τῷ καί πρώτῳ πάντων οὕτω θεολογήσαντι («τό Πνεῦμα γάρ, φησί, τῆς ἀληθείας,
ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται»), ἔπειτα τοῖς αὐτόπταις καί αὐτηκόοις γεγενημένοις
μαθηταῖς καί ἀποστόλοις αὐτοῦ, μᾶλλον δέ πρό τούτων καί αὐτῷ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, ὅ
καί ἦλθε κατά τήν δεδομένην ὑπό τοῦ Σωτῆρος αὐτοῖς ἐπαγγελίαν, ὅ καί ἐδίδαξεν αὐτούς
τά πάντα, ὅ τοῦτο οὐκ ἐδίδαξεν ὡς οὐκ ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται τῶν φώτων,
ἀλλά καί ἐκ τοῦ Υἰοῦ; Εἰ γάρ οὕτω τούτους ἐδίδαξε, καί ἡμᾶς ἄν οὗτοι ὁμοίως ἐδίδαξαν.
Ἐπεί καί διά τοῦτο διδαχθέντες
τε καί φωτισθέντες ἀπεστάλησαν, ἵνα διδάξωσιν ὡς ἐδιδάχθησαν, ἵνα φωτίσωσιν ὡς ἐφωτίσθησαν,
ἵνα κηρύξωσιν ἐν παρρησίᾳ, ὅ εἰς τό οὖς ἀκούσειαν, τουτέστιν οὐκ ἐν ἐπηκόῳ πάντων,
ἵν᾿ εἴπωσιν ἐν τῷ φωτί, δηλονότι φανερῶς τοῖς πᾶσιν, ἅ τούτοις εἴρηται ἐν τῇ σκοτίᾳ,
ὡς ἔγωγ᾿ ἄν φαίην, δι᾿ ἀποκαλύψεως ἐν ὑπερφώτῳ γνόφῳ, ἔστω δέ καί παραβολικῶς, καί
οἷος ὁ παρά τῷ Σολομῶντι σκοτεινός λόγος ὁ τῷ μετειληχότι τῆς σοφίας τρανούμενος.
Εἰ δέ βούλει, τό κατά μόνας ἡ σκοτία δηλούτω
καί ἀποκρύφως καί μήπω τοῖς πολλοῖς ἐγνωσμένως.
Ἀλλά πρός ὅ νῦν ἡμῖν ὁ λόγος,
ὅ μή τούτοις εἴρηται τοῖς παρρησιασαμένοις τήν ἀλήθειαν, ὅ μή ἀνήγγειλε τό Πνεῦμα
τό πᾶσαν ἀπαγγεῖλαν τήν ἀλήθειαν, ὅ μή ἐμαρτύρησεν ἤ ἐγνώρισεν ὁ πάντα ὅσα ἤκουσε
παρά τοῦ Πατρός τοῖς ἀγαπητοῖς γνωρίσας, καί διά τοῦτο ἐλθών, ἵνα μαρτυρήσῃ τῇ ἀληθείᾳ,
πῶς ὑμεῖς τοῦτο τολμᾶτε λέγειν οὕτως ἔκφυλον εἰσάγοντες προσθήκην ἐν τῷ τῆς πίστεως
ὅρῳ, ὅν οἱ πρόκριτοι πατέρες κοινῇ συνειλεγμένοι
πνευματοκινήτως, σύμβολον ἀψευδοῦς δόξης τῆς εἰς Πατέρα καί Υἱόν καί ἅγιον Πνεῦμα
καί βάσανον εἰλικρινοῦς θεογνωσίας καί ὁμολογίαν ἀσφαλῆ πᾶσι τοῖς ὀρθοτομεῖν προῃρημένοις
τόν λόγον τῆς ἀληθείας συνεγράψαντό τε καί παραδεδώκασιν;
Ποσο πιο απλα να μιλησει ο ανθρωπος...γιατι επιμενουν και κρατουν στο σκοτος τοσο κοσμο;για να μη χασει την εξουσια ο παπας λενε καποιοι...
ΑπάντησηΔιαγραφή