Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Τ Ο Π Ε Π Λ Ο Τ Η Σ Ι Σ Ι Δ Α Σ (23)

ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Pierre Hadot
Συνέχεια από Τρίτη, 17 Απριλίου 2018

                                                          VΙ
Η ΟΡΦΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ. ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ, ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

13. Η ΦΥΣΙΚΗ, ΣΥΓΚΥΡΙΑΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ (επιστήμη της συγκυρίας)

1. Οι δύο μέθοδοι αποκάλυψης των μυστικών τής φύσης
     
Η αναζήτηση τών μυστικών τής φύσης ακολούθησε όπως είπαμε δύο μεθόδους: αυτήν που ονομάσαμε προμηθεϊκή και αυτήν που αποκαλέσαμε ορφική. Στο προηγούμενο κεφάλαιο διατρέξαμε την ιστορική πορεία τής πρώτης, πορεία που ξεκινά από τις απαρχές τής αρχαίας ελληνικής μηχανικής και φτάνει στη μηχανιστική επανάσταση του 17ου αιώνα, που άνοιξε τον δρόμο στον τεχνικό και βιομηχανικό κόσμο στον οποίο ζούμε σήμερα.
     Θα περιγράψουμε τώρα την άλλη μέθοδο, η οποία αναζητά τα μυστικά τής φύσης δια τής αισθητικής αντίληψης, μακριά από εργαλεία, κάνοντας χρήση τών πηγών τού φιλοσοφικού και ποιητικού λόγου, ή τών εικαστικών τεχνών. Από τον Τίμαιο του Πλάτωνα ως την Ποιητική Τέχνη του  Πωλ Κλωντέλ, καθώς επίσης και στη Γενικευμένη Αισθητική του Roger Caillois, θα ανακαλύψουμε μια διαφορετική παράδοση, της οποίας η μέθοδος προσέγγισης  τής φύσεως διακρίνεται ριζικά από την προμηθεϊκή παράδοση.
     Ορισμένες στιγμές εν τούτοις οι δύο παραδόσεις συναντώνται και αλληλοσυμπληρώνονται. Αυτή η αμοιβαία επίδραση διαγράφεται ήδη στον Τίμαιο τού Πλάτωνα, προσδιορίζεται στις περί φύσεως μελέτες ενός στωικού όπως ο Σενέκας, επανεμφανίζεται με ενάργεια στα έργα των μηχανικών και των καλλιτεχνών τής Αναγέννησης, όπως ο Λεονάρντο ντα Βίντσι ή ο Άλμπρεχτ Ντύρερ, και εξακολουθεί να παραμένει ζωντανή στις μέρες μας, είτε πρόκειται για τη μαθηματική προοπτική της φύσης, είτε για τον ορισμό «αρχών» και θεμελιωδών κανόνων συμπεριφοράς και εξέλιξης τής φύσης.
2. Ο Τίμαιος τού Πλάτωνα
     Ο Τίμαιος αντιπροσωπεύει το κατ’ εξοχήν παράδειγμα αυτού που αποκάλεσα ορφική αντίληψη. Η γέννηση του κόσμου καθώς και όλες οι φυσικές διαδικασίες αποτελούν θεία μυστικά. Αλλά ο άνθρωπος δεν δύναται να αντιληφθεί παρά μόνον αυτά που παράγει η δική του τέχνη. Και επομένως δεν διαθέτει τα τεχνικά μέσα που θα του επέτρεπαν να ανακαλύψει τα κατασκευαστικά μυστικά των θεών.
    «Αν κάποιος προσπαθούσε να υποβάλει αυτά τα πράγματα στον έλεγχο της εμπειρίας, θα απεδείκνυε ότι αγνοεί τη διαφορά μεταξύ ανθρώπινης και θείας φύσης. Διότι μόνον ο θεός γνωρίζει και μπορεί να συνθέσει τα πολλά σε Ένα, αλλά και να αποσυνθέσει το Ένα σε πολλά. Ενώ κανείς από τους ανθρώπους δεν είναι ικανός ούτε θα είναι ποτέ να κάνει κάτι από τα δύο».
     Το μοναδικό διαθέσιμο μέσο για τον άνθρωπο είναι ο λόγος. Έτσι λοιπόν, όταν τίθεται το ζήτημα του μυστηρίου τής κατασκευής του κόσμου, θα πρέπει να επιδιωχθεί η μίμηση τής γενέσεως τού σύμπαντος, δηλαδή ενός θείου όντος, δια της γενέσεως τού λόγου, που σημαίνει ότι θα πρέπει να επιδιώξουμε να ανακαλύψουμε μέσα από την κίνηση τού λόγου, την κίνηση της γενέσεως των πραγμάτων. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και ο διάλογος στον Τίμαιο έχει ποιητική μορφή, δηλαδή αποτυπώνεται παράλληλα σαν ένας διάλογος και σαν ένα ποίημα, ένα παίγνιο της τέχνης που μιμείται το παίγνιο της τέχνης του θείου ποιητή του σύμπαντος. Γι’ αυτό και ο Πλάτων πιστεύει ότι ο θεός Κόσμος γεννάται μέσα από τον διάλογό του.
     «Αυτός ο θεός που κάποτε γεννήθηκε πραγματικά, και μόλις τώρα έρχεται να γεννηθεί μέσα από τον διάλογό μας» (Κριτίας, 106a).
     Ερχόμαστε για πρώτη φορά σε συνάντηση με ένα ζήτημα που θα διαγράψει σημαντικό ρόλο στη συνέχεια της μελέτης μας, το ζήτημα του έργου τής τέχνης, σε πεζό ή ποιητικό λόγο, που αποτελεί ένα μέσο γνωριμίας με τη Φύση, μιας γνώσης που κατά τον Πωλ Κλωντέλ δεν είναι παρά μια «συν- γέννηση» (co-naissance, connaissance=γνώση, γνωριμία), διότι ο καλλιτέχνης νυμφεύεται τη δημιουργική κίνηση τής Φύσης, και το γεγονός τής γέννησης του έργου τέχνης δεν είναι τελικά παρά μια στιγμή τού συμβάντος τής γέννησης  της Φύσης.
     Αυτός ακριβώς ο διάλογος, λέει ο Πλάτων, ανήκει στο λογοτεχνικό είδος τού «εύλογου μύθου» (εικός μύθος). Όπως παρατηρεί ο Francis Macdonald Cornford, φαίνεται ότι εδώ ο Πλάτων υπονοεί ότι ο διάλογός του ανήκει στην παράδοση τών μεγάλων θεογονικών ποιημάτων τών προσωκρατικών Ησιόδου, Ξενοφάνη και Παρμενίδη, οι οποίοι χρησιμοποιούν στα έργα τους τον όρο «αληθοφανής», η ακόμη και «αναληθής». Ο ίδιος ο Πλάτων ειρωνεύεται το εγχείρημά του, αλλά η ειρωνεία αυτή δεν μειώνει τη σημασία που αποδίδει σ’ αυτό το παίγνιο, το οποίο συνίσταται στη διαμόρφωση ενός εύλογου μύθου. Γεγονός είναι πάντως ότι ο Πλάτων επιμένει στον κατά προσέγγιση και απλώς αληθοφανή  χαρακτήρα σχετικά με όλα όσα αφορούν στη γνώση μας περί της διαδικασίας γενέσεως του σύμπαντος :
     «Εάν λοιπόν δεν δυνηθούμε να αποδώσουμε παντελώς εξακριβωμένους και από κάθε άποψη συνεπείς προς εαυτόν συλλογισμούς – για πολλά και διάφορα και για τους θεούς και για τη γένεση του σύμπαντος – μην απορήσεις. Εάν όμως δεν καταλήξουμε σε κάτι κατώτερο από τις εύλογες πιθανότητες, ας μείνουμε ευχαριστημένοι, ενθυμούμενοι ότι τόσο εγώ που μιλώ όσο και εσείς που με κρίνετε, έχουμε ανθρώπινη φύση,, και επομένως δεν θα πρέπει να αναζητούμε σ’ αυτές τις περιπτώσεις κάτι περισσότερο από τον εύλογο μύθο, ο οποίος και είναι αυτός που μας προσφέρεται». 
     Σε ό,τι αφορά στις επιμέρους φυσικές διεργασίες, ο Πλάτων επιμένει και εδώ στο γεγονός ότι δεν θα διακινδυνεύσει μιαν ερμηνεία που να μην είναι παρά αληθοφανής. Και προβαίνει στην ακόλουθη παρατήρηση σχετικά με τα ορυκτά:
     «Κατά τον ίδιον τρόπο και τα υπόλοιπα σώματα αυτού του είδους δεν είναι δύσκολο να τα προσδιορίσουμε σύμφωνα με τη μορφή του “εύλογου μύθου”. Όταν κάποιος – επιδιώκοντας να αναπαυθεί από τους συλλογισμούς των αΐδιων όντων – ασχοληθεί με τους εύλογα πιθανούς συλλογισμούς που αφορούν στη γένεση των πραγμάτων, αποκτά αμεταμέλητη ηδονή, εγκαθιστώντας στον βίο του ένα είδος μετρημένης και λογικής σχόλης».
     Ο Τίμαιος αποτελεί επομένως μιαν περιγραφή που αρκείται στην αληθοφάνεια. Για τον ίδιον ακριβώς λόγο και ο Αριστοτέλης στην Ποιητική επιλέγει μάλλον το ποιητικό ύφος αντί του ιστορικού, αφηγούμενος όχι αυτό ακριβώς που συνέβη – που μόνον ένας θεός θα μπορούσε να περιγράψει – αλλά αυτό που θα μπορούσε ή θα έπρεπε να συμβεί.
     Έτσι ο Πλάτων περιγράφει την ιδανική γένεση, και όταν θα χρειαστεί να προσδιορίσει ποια είναι τα τρίγωνα που συντελούν στη σύσταση τών στοιχείων, αναλογίζεται ότι η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα περιλαμβάνει τα ομορφότερα από τα σκαληνά τρίγωνα, και παρατηρεί μάλιστα ότι θα θεωρήσει όχι ως εχθρό αλλά ως φίλο αυτόν που θα του υποδείξει ακόμη πιο όμορφα, θέτοντας με αυτό τον τρόπο τα όρια των υποθέσεών του και την απαλλαγμένη από επιστημονική ιδιοτέλεια μορφή των ερευνών του.
     Ο εύλογος λόγος στοχεύει στη δημιουργία ενός προτύπου με την σύγχρονη έννοια του όρου, δηλαδή ενός σχήματος δυνητικού που θα μας επέτρεπε να συλλάβουμε τη γένεση του κόσμου. Ο Καρτέσιος, για διαφορετικούς λόγους, υπό την απειλή δηλαδή της Ιεράς Εξέτασης, θα ακολουθήσει την ίδια διαδικασία στο έργο του Λόγος περί της μεθόδου, προσδίνοντας στην Πραγματεία του περί του κόσμου «τη μορφή ενός μύθου προσφερόμενου προς τέρψη και απαλλαγμένου από κάθε είδος ιστορικής αξίωσης», όπως παρατηρεί ο Etienne Gilson σχολιάζοντας το κείμενο του Καρτέσιου.
     «Κατέληξα στην απόφαση […] να μιλήσω μόνο για το τί θα συνέβαινε σε έναν νέο [κόσμο], αν τώρα ο Θεός αποφάσιζε να συγκεντρώσει σε κάποιο τόπο φανταστικό αρκετή ύλη για να τον συνθέσει […]. Κατόπιν υπέδειξα πώς το μεγαλύτερο μέρος από την ύλη αυτού το χάους θα μπορούσε, σύμφωνα με τους νόμους Του, να διατεθεί και να κατανεμηθεί έτσι, ώστε να ομοιάσει προς τους γνωστούς σε εμάς ουρανούς».
     Παρομοίως και στον Τίμαιο, όπως  υπογραμμίζει ο Jϋrgen Mittelstrass, ο Πλάτων δεν προσπαθεί να περιγράψει τον κόσμο όπως ακριβώς είναι, αλλά με τη μορφή που θα είχε εάν είχε κατασκευαστεί ορθολογικά, δηλαδή σύμφωνα με το πρότυπο που εκπροσωπούν οι Ιδέες.
     Στην αρχή τού παρόντος κεφαλαίου αναφερθήκαμε στα σημεία σύγκλισης των δύο μεθόδων προσέγγισης της φύσης.  Ο Τίμαιος του Πλάτωνα αποτελεί ένα πρώτο παράδειγμα. Και αυτή ακριβώς η σύγκριση του Πλάτωνα με τον Καρτέσιο μάς επιτρέπει να διακρίνουμε, παρά την αχανή απόσταση που τους χωρίζει, μιαν αναλογία διαδικασιών. Η μηχανιστική ερμηνεία, όπως και η «ιδεατή» ερμηνεία, ενστερνίζεται μόνο την αληθοφάνεια και δεν είναι παρά υποθετική. Εξηγεί τα φαινόμενα στη βάση μιας κάποιας συγκεκριμένη υποθετικής λειτουργίας και κατά το δυνατόν στη βάση μιας μαθηματικής σχέσης. Και παραδέχεται, όπως είδαμε, ότι στην πραγματικότητα η διαδικασία μπορεί να είναι διαφορετική, και ότι και μια άλλη υπόθεση με το ίδιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να εφαρμοστεί.
     Ο Πλάτωνας βασίζει την περιγραφή του, όπως και ο γεωμέτρης, σε αναπόδεικτα αξιώματα, όπως η αρχή τής αιτιότητας και η διάκριση ανάμεσα στο «είναι» και το «γίγνεσθαι» - όπως παρατηρεί ο Πρόκλος –, χρησιμοποιώντας στη συνέχεια μυθικά στοιχεία: τον Δημιουργό, την  Τροφό, τον Κρατήρα, καθώς και στοιχεία μαθηματικά, όπως για παράδειγμα τα τρίγωνα που προορίζονται για την ερμηνεία της σύνθεσης των στοιχείων. Οι Luc Brisson και F. Walter Meyerstein  υποστηρίζουν ότι ο Τίμαιος υπήρξε το πρότυπο μελλοντικών επιστημονικών θεωριών, ακόμη και των σύγχρονων, κυρίως επειδή στηρίζεται κατ’ αρχήν σε αναπόδεικτα αξιώματα, τα οποία όμως μπορούν να συντελέσουν στην οικοδόμηση μιας λογικής και αληθοφανούς κατασκευής του σύμπαντος, δηλαδή τελικά μιας «εφεύρεσης».
     Ένα άλλο σημείο σύγκλισης των δύο μεθόδων είναι η ιδέα ότι τα μαθηματικά πρότυπα μπορούν να περιγράψουν τα φαινόμενα. Ο γεωμέτρης Θεός του Πλάτωνα θα καταλήξει να είναι ο αιώνιος γεωμέτρης, όπως είδαμε, της εποχής του Διαφωτισμού. Η δομή τής πραγματικότητας θα αποκτήσει τελικά μαθηματική υπόσταση. Και η ανεπαλήθευτη υπόθεση του Πλάτωνα θα μετατραπεί από τους μηχανιστές σε έναν αυστηρό υπολογισμό.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου