Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

Ευρωπαϊσμός: Η παιδική ασθένεια του Ελληνισμού

Στον Ευρωπαϊσμό ομνύει ο κάθε Τζήμερος και οι φαιδροί νεοφιλελέδες, στον Ευρωπαϊσμό ορκίζονταν οι εκσυγχρονιστές του Σημίτη, στον Ευρωπαϊσμό υποτάσσονταν οι ακροδεξιοί του Σαμαρά, στον Ευρωπαϊσμό πίνουν νερό οι ποταμίσιοι Χίπστερς και οι κηπουροί του Γιωργάκη, τον αλληλέγγυο Ευρωπαϊσμό ευαγγελίζεται, ακόμη, και η κυρίαρχη αφήγηση του ΣΥΡΙΖΑ.



Καταρχάς, να υπογραμμίσουμε κάτι που αν και είναι αυτονόητο, ακούγεται στ’ αυτιά μας μάλλον κάπως περίεργα. Το να είναι κανείς «Ευρωπαίος» –όποια έννοια και αν αποδίδουμε στον όρο- δεν είναι καθεαυτό κάτι καλύτερο ή ανώτερο από το να είναι Αφρικανός, Ασιάτης, Αμερικανός ή Αυστραλός. Ή μήπως όχι;

Αυτό το υποφώσκον ερωτηματικό, η πιθανότητα δηλαδή να εισπράττουμε –να θεσμίζουμε φαντασιακά- τον Ευρωπαϊσμό, πιθανόν σε ασυνείδητο επίπεδο, ως κάτι «μοναδικά μοναδικό», ενάντια και στο ίδιο το εξισωτικό πρόταγμα του, ενάντια στο ευρωπαϊκό καθώς το λέμε κεκτημένο, ίσως να αποκρύπτει κάτι βαθύτερο την νεοελληνική συλλογική ψυχοσύνθεση. 

Όλοι, νομίζω, γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες, τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά του πολιτικού φάσματος, μιας ρητορικής που διαχέεται και διαπερνά οριζόντια το σύνολο σχεδόν του πολιτικού συστήματος. Στον Ευρωπαϊσμό ομνύει ο κάθε Τζήμερος και οι φαιδροί νεοφιλελέδες, στον Ευρωπαϊσμό ορκίζονταν οι εκσυγχρονιστές του Σημίτη, στον Ευρωπαϊσμό υποτάσσονταν οι ακροδεξιοί του Σαμαρά, στον Ευρωπαϊσμό πίνουν νερό οι ποταμίσιοι Χίπστερς και οι κηπουροί του Γιωργάκη, τον αλληλέγγυο Ευρωπαϊσμό ευαγγελίζεται, ακόμη, και η κυρίαρχη αφήγηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Είμαι βέβαιος ότι οι πιτσιρικάδες του μέλλοντος μας θα ακούνε «Ευρωπαϊσμός» και θα ρωτάνε με κυνικό «δέος»: Ποιός είναι αυτός ο τύπος ρε μεγάλε;

Μάλιστα είναι τέτοια η νοηματοδοτική, σχεδόν υπαρξιακή, ισχύς της έννοιας «Ευρωπαϊσμός»  που καταλήγουν αρκετοί να επικρίνουν τον ΣΥΡΙΖΑ για αντιευρωπαϊσμό, ενώ δεν είναι καθόλου τυχαία η προσπάθεια ταύτισης της Αντιμνημονιακής πολιτικής με αντιευρωπαϊκά χαρακτηριστικά. 

Τι συμβαίνει λοιπόν, στην ελληνική κοινωνία, αν θέλει κανείς να υπερβεί τα μάλλον εύκολα σχήματα του τύπου των «ευρωλιγούρηδων» κ.λπ.; Τι συμβαίνει και αποδεχόμαστε συλλογικά τον Ευρωπαϊσμό, όχι απλά ως ένα ταυτοτικό μας χαρακτηριστικό, αλλά ως περίπου υπαρξιακό μας προαπαιτούμενο; Ένα «κάτι» εκ των ων ουκ άνευ! Δεν υπήρξε άραγε, ποτέ άλλοτε, η ελληνική κοινωνία χωρίς αυτόν τον προσανατολισμό; Γιατί μοιάζει να κινδυνεύουμε να μην υπάρχουμε χωρίς αυτόν;    

Πρόκειται για μια «υπερεγωτική λειτουργία», θα σας έλεγαν οι ψυχαναλυτές. 

Η Ευρώπη στην κυρίαρχη μεταπολιτευτική αφήγηση, είναι ξεκάθαρα ένα αφηρημένο πρότυπο, ένα ιδανικό. Ένα «ιδανικό του Εγώ» και όχι ένα «Εγώ-Ιδανικό». Η Ευρώπη είναι πάντα ένας στόχος, οικονομικός, κοινωνικός, πολιτισμικός, αξιακός, που πρέπει να καταφέρουμε. Η Ευρώπη ήταν και παραμένει,  ένα κατόρθωμα. Η νέα Μεγάλη Ιδέα. Ένα πρωτάθλημα.

Βέβαια στην εκγύμναση προς το κατόρθωμα, δεν τίθεται καν το ερώτημα: Ποιοί να κατορθώσουν; Η «χώρα», ο «τόπος», η ελληνική κοινωνία, η ελληνική οικονομία, «εμείς»; Γιατί αυτό το «εμείς», πέρα από δείκτες, κοινωνιολογικά ή οικονομικά στοιχεία, πέρα από συλλογικότητες, συσσωματώσεις κ.λπ. είμαστε πραγματικοί άνθρωποι. Ή εν πάσει περιπτώσει προσπαθούμε. Άνθρωποι με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, νοοτροπίες, ιδέες, σκέψεις και πρακτικές, σχέσεις και ανάγκες. Άνθρωποι με πέτσα και οστά, με παρελθόν, παρόν και μέλλον(;). Είμαστε ένας πραγματικός τόπος που -κατά πάσαν πιθανότητα μέχρι νεωτέρας ευρωπαϊκής τεχνολογίας- δεν μπορεί να μεταφερθεί στις παρυφές των Γερμανικών Άλπεων. 

Αλλά τι σημαίνει «Εγώ Ιδανικό»  και «Ιδανικό του Εγώ»;  

Το πρώτο –κατά τον Λακάν- είναι το ιδανικό της τελειότητας που το «εγώ» προσπαθεί να μιμηθεί. Το δεύτερο, αντιθέτως, είναι όταν το άτομο κοιτάζει τον εαυτό του απ’ αυτό το ιδανικό σημείο. Είναι σαν να κοιτάμε τον εαυτό μας, αφ’ υψηλού, από εκείνο το σημείο τελειότητας και να βλέπουμε –προφανώς- τη ζωή μας ως μάταιη και άχρηστη. Το αποτέλεσμα, λέει, ο Λακάν, είναι η «αναστροφή» της φυσιολογικής ζωής του ατόμου, και η θέαση της ζωής μας ως άθλιας και αποκρουστικής. 
Αναρωτιέμαι, αν υπάρχει νεοέλληνας που δεν έχει εισπράξει, ή και υιοθετήσει περισσότερο ή λιγότερο συχνά, αυτή τη οπτική συζητώντας σε επίπεδο της καθημερινότητας.

Όμως στην πραγματικότητα, η κατάσταση της νεοελληνικής κοινωνίας, είναι ακόμη σοβαρότερη.

Ισχυρίζομαι, ότι στην νεοελληνική κοινωνία έχουν αναπτυχθεί ασυνείδητοι μηχανισμοί που διαταράσσουν την επαφή ανάμεσα στο «συλλογικό εαυτό» μας και στο περιβάλλον, δεσμεύουν το κοινωνικό μας δυναμικό, αλλά κυρίως εμποδίζουν την προσωπική-αυτόκεντρη ανάπτυξη της κοινωνίας μας. 

Πρόκειται για μια κοινωνία, ένα σύστημα, που στηρίζεται σε νουθεσίες, προσταγές και έναν καταιγισμό μηνυμάτων και πληροφοριών προς τον εξ-Ευρωπαϊσμό, τα οποία εν πολλοίς δεν ενσωματώνει, δεν αφομοιώνει, αφήνοντας τα να λιμνάζουν ως ξένα σώματα μέσα στο συλλογικό ασυνείδητο.     

Αλλά είναι δυνατή η ελεύθερη ανάπτυξη και ολοκλήρωση μιας κοινωνίας η οποία επιζητά την άκριτη αποδοχή συμπεριφορών και αντιλήψεων, στοχευμένων προς -και από την κορυφή του- «Ιδανικό του Εγώ», ενώ ταυτόχρονα χάνει την ικανότητα να σκέφτεται και να προβληματίζεται αυτόβουλα; 

Στην «πραγματική» πραγματικότητα, η νεοελληνική κοινωνία, εδώ και δεκαετίες επιχειρεί και ενσωματώνει πρότυπα, συνήθειες, τρόπους δράσης και σκέψης, που δεν είναι πραγματικά δικές της. Ο αναντίρρητος «Ευρωπαϊσμός» είναι το όχημα, μέσω του οποίου η κοινωνία μας αποδέχεται ανεπιφύλακτα συμπεριφορές και ιδέες άλλων κοινωνιών, επειδή ακριβώς τις θεωρεί σημαντικές. Και αφού υιοθετήσει τις ιδέες αυτές, κοιτά τη δράση της από το υψηλό «ευρωπαϊκό βάθρο» της και αυτομαστιγώνεται οδυρόμενη που δεν είναι «εφάμιλλη των καλυτέρων ευρωπαϊκών». Ένας τέτοιος «ευρωπαϊσμός» μας έχει πέσει βαρύς. Ένας τέτοιος «ευρωπαϊσμός» πραγματικά δεν χωνεύεται. Ένας τέτοιος «ευρωπαϊσμός» παραμένει ξένο σώμα ακόμη και αν καταφέρνει να εγκατασταθεί στο μυαλό μας. Πρόκειται για αναφομοίωτες συνήθειες, τρόπους ενέργειας, αίσθησης και αξιολόγησης, για ξένες προσθήκες, εν τέλει, που προστίθενται στη «συλλογική προσωπικότητα» του Λαού μας, με τρόπο που ένας ψυχοθεραπευτής θα ονόμαζε «ενδοβολή».   

Και όπως ο «ενδοβολικός» προσπαθεί να ευχαριστήσει τους «ενδοβλημένους» άλλους, έτσι κι εμείς ενεργούμε με τον τρόπο που πιστεύουμε ότι θα ήθελαν οι Άλλοι (οι Ευρωπαίοι) να δράσουμε. Και αλίμονο σε εκείνον που δεν θα υπακούσει στο πρόταγμα αυτό. Ο Μερκέλληνας, αυτός που έχει ενδοβάλει την Γερμανική Ευρώπη ως «Ιδανικό του Εγώ», τύπος που περιγράφουμε σε παλαιότερο άρθρο, κάνει ακριβώς αυτό. Μας βλέπει από το ύψος του Βερολίνου και μας «μαλώνει» για την ανευθυνότητα μας. Όταν ο Μερκέλληνας λέει «νομίζω» εννοεί «νομίζουν». Όταν λέει «ξέρω», εννοεί «εκείνοι ξέρουν».

Γνωρίζουμε, όμως από την ψυχοπαθολογία, ότι η ενδοβολή εμποδίζει την ολοκλήρωση του ανθρώπινου προσώπου, που δεν μπορεί –δυστυχώς- να διακρίνει πλέον εύκολα αυτό που νοιώθει πραγματικά απ’ αυτό που οι άλλοι θέλουν να νοιώθουν. Ο Ευρωπαϊσμός και το περιβάλλον του, έχει εμποτίσει την νεο-ελληνική κοινωνία σε τέτοιο βαθμό, που τα όρια επαφής μεταξύ της κοινωνίας μας και των άλλων ευρωπαϊκών κοινωνιών, έχουν «σπρωχτεί» τόσο πολύ μέσα μας, ώστε δεν έχουν μείνει και πολλά πράγματα από τον ελληνικό «εαυτό» μας. 

Αντιλαμβάνομαι μάλιστα, όπως πιθανόν και ο αναγνώστης, ότι η ισχύς της «ευρω-ενδοβολής» αυτής είναι τόσο έντονη, που κι εγώ ακόμη προβληματίζομαι, κατά τη διάρκεια της γραφής, για την όποια πιθανή αλήθεια των λεγομένων μου σ’ αυτό το κείμενο.

Αλλά όπως έλεγε το 1977 ο Zinker, ο ενδοβολικός «έχει καταπιεί τις ιδέες των άλλων για το τι είναι σωστό και τι λάθος, ώστε δεν είναι σε θέση να επενδύσει την ενέργεια του σε τίποτα περισσότερο από τη διατήρηση των προσταγών αυτών». 

Όλο αυτό προκαλεί δύο πολύ σοβαρά προβλήματα.

Πρώτον, η κοινωνία μας είναι πολύ δύσκολο να αναπτύξει τα χαρακτηριστικά της ιδιοπροσωπείας της, εκείνα δηλαδή τα στοιχεία που θα την ανέδυαν από τον παγκοσμιοποιητικό χυλό αλλά κι εκείνα που θα ήταν συμβατά με τις δικές της ανάγκες και την ιεράρχηση τους. Διότι αυτές οι ανάγκες και ο τρόπος που ιεραρχούνται συγκροτούν, τελικά, τον πολιτισμό κάθε Λαού και κάθε τόπου.  Για τους ίδιους λόγους, η νεοελληνική κοινωνία αδυνατεί να αξιοποιήσει και τα αναπτυξιακά της συγκριτικά πλεονεκτήματα. Ακούγεται κάπως αστείο, ίσως, αλλά ενδοβάλλοντας το Γερμανικό σκεπτικό, είναι σαν να κοιτάς το τόπο σου, το κλίμα, τις θάλασσες και τα βουνά του και να «θυμώνεις» που δεν βλέπεις τον τραχύ ομιχλώδη όγκο των γερμανικών δρυμών. Είναι, στην πραγματικότητα, σαν να μην βλέπεις τον τόπο σου, αλλά κάτι άλλο συγκεχυμένο κάπου ανάμεσα στα δυό. Σαν να χάνεις το έδαφος κάτω από τα πόδια σου κυριολεκτικά.

Δεύτερον, η ενδοβολή αυτή του «ευρωπαϊσμού» δημιουργεί συνεχείς εσωτερικές συγκρούσεις (Perls 1973), ανάμεσα σε ένα «Εγώ Ιδανικό» που ζει στην Ελλάδα και σ’ ένα «Ιδανικό του Εγώ» που θέλει να βλέπει τα πράγματα ...από τον Πύργο του Άιφελ.Ίσως είναι κάπως κρίμα, αλλά και τα δύο Εγώ, αφορούν στο ίδιο πρόσωπο που, εντελώς τυχαία...διαμένει στην Ελλάδα.

Ως εκ τούτου, κυρίαρχο πρόταγμα της κοινωνίας μας, αποτελεί η με κάθε τρόπο και κόστος, διακράτηση-συντήρηση του ξένου σώματος που στεγάζεται μέσα στο συλλογικό μας ασυνείδητο. Και βέβαια δεδομένου ότι το πλήθος των ενδοβολών του «ευρωπαϊσμού» έχει σχεδόν πλημμυρίσει την νεοελληνική ιδιαιτερότητα, δεν υπάρχει πλέον χώρος για να εκφραστεί ή να αυτο-ανακαλυφθεί η ίδια. Εντελώς υπαινικτικά, να γιατί η απίστευτη πενία ακόμη και καλλιτεχνικής δημιουργικότητας, τέτοιας που να τολμά να υπερβαίνει τα όρια που θέτει το εξ-ευρωπαϊσμένο Ιδανικό του Εγώ. Να γιατί ο μονομανής μιμητισμός! Να γιατί η άνευ όρων αποδοχή των διαφόρων ειδικών task force και λοιπών.

Όμως το πιο ζόρικο απ’ όλα είναι ότι αυτή η «υπερεγωτική δυσ-λειτουργία» συμβάλλει στην αποσύνθεση της συλλογικής μας ταυτότητας, με τις ίδιες ακριβώς συνέπειες που θα είχε κάτι τέτοιο σε ατομικό επίπεδο με την αποδόμηση της προσωπικότητας του ανθρώπου. 

Η μάλλον φριχτή αλήθεια είναι ότι έχουμε καταπιεί αμάσητες δύο ασυμβίβαστες αντιλήψεις και η χρόνια εναγώνια προσπάθεια να τις συμβιβάσουμε μας κομματιάζει κυριολεκτικά. 

Δεν υπάρχει καλύτερη πιστοποίηση γι’ αυτό από την καθημερινή εμπειρία όλων μας. Ας φανταστούμε, για παράδειγμα, έναν άνθρωπο του οποίου το οικογενειακό αξιακό πρόταγμα ήταν «μην κάνεις στους άλλους αυτό που δεν θες να σου κάνουν», ενώ το ευρύτερο κοινωνικό πρόταγμα είναι ο νόμος της επιβίωσης του ισχυρότερου ή με άλλα λόγια «στην ανταγωνιστική κοινωνία μας το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό». Αν ο άνθρωπος ενδοβάλλει και τα δύο προτάγματα, θα καταλήξει να προσπαθεί να είναι, την ίδια στιγμή και  καλόβολος και ακραία ανταγωνιστικός, επιθετικός. Και θα αγαπούσε τους Άλλους αλλά και θα ήταν παρανοϊκά καχύποπτος απέναντι τους. Θα παρίστανε τον γαλήνιο ενώ την ίδια στιγμή θα ήταν σαδιστικά νευρικός.

Ο «Ευρωπαϊσμός» από μόνος του είναι ένα σύστημα αντικρουόμενων αξιών, αλλά επιπλέον είναι σε πλήρη αντίθεση με τον «Ελληνισμό», ότι και αν σημαίνει αυτός, καθώς δεν είναι του παρόντος μια τέτοια ανάλυση. Πρόκειται για δύο συστήματα αντιμαχόμενων ιδεών, για δύο συγκρουόμενους και ασυμβίβαστους Τρόπους, εκ των οποίων ο πρώτος έχει ενδοβληθεί στην νεοελληνική συλλογικότητα, μετατρέποντας την σε πεδίο μάχης. Καθώς μάλιστα, καμία πλευρά δεν δείχνει να νικά οριστικά –ούτε και πρόκειται- έχουμε οδηγηθεί στο σημερινό αδιέξοδο και την παρακμή.

Σε όσους έχουν προβληματισμούς για τα αίτια αυτής της πραγματικότητας, προτιμώ να πω μια μικρή ιστορία.

Κάθε παιδί γεννιέται με την ικανότητα να τα βγάζει πέρα στη ζωή. Για να αποφύγουμε όμως τη σύγκρουση με αυτούς που λέμε «σημαντικούς Άλλους» (τους γονείς κ.λπ) ή για να νοιώσουμε ότι οι Άλλοι μας αποδέχονται, υιοθετούμε άκριτα τις νουθεσίες των μεγάλων. Αυτό έχει σαν συνέπεια την ανάπτυξη κριτικής ή και επι-κριτικής συμπεριφοράς απέναντι στον ίδιο τον εαυτό μας, κάθε φορά που πιστεύουμε ότι αποκλίνουμε από τον υιοθετημένο κώδικα των Άλλων. Χαρακτηρίζουμε τον εαυτό μας κακό ή άχρηστο κάθε φορά που θεωρούμε ότι δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα. Κάπως έτσι, είναι εύκολο να στηριχτούμε σε «δεκανίκια» που πάντα θα υπάρχει κάποιος εκεί δίπλα να μας προσφέρει...με το αζημίωτο.

Μια μέρα ξυπνάμε και το σπίτι μας είναι γεμάτο με τα πράγματα των «άλλων», έτσι που δεν υπάρχει χώρος πια για τα δικά μας. 

Ο «Ευρωπαϊσμός» έτσι όπως προσλήφθηκε στη χώρα, ίσως και αμέσως μετά, ίσως και εξ’ αιτίας  του ανολοκλήρωτου ‘21, υπήρξε μια ξένη τροφή που δεν αφομοιώθηκε.  Σαν μια τροφή που καταπίνουν ολόκληρη τα μωρά, σπρώχνοντας την στον οισοφάγο, όχι επειδή τους αρέσει, αλλά επειδή πρέπει να την φάνε. Είναι, στα σίγουρα, μια τροφή που πέφτει βαριά στο στομάχι μας. Μας έχει πέσει τόσο βαριά, όσο στενά φάνταζαν τα φράγκικα ρούχα στους «αλήτες» του ’21. Μας έχει πειράξει αυτή η τροφή, τόσο που θέλουμε να την «ξεράσουμε» από τον οργανισμό μας. Κυρίως γιατί μας την επέβαλαν αμάσητη με το στανιό, σαν μεταπολεμικό μουρουνόλαδο.

Ως εκ τούτου άλλωστε και ο τίτλος της ενδοβολής του «Ευρωπαϊσμού» ως «παιδικής» ασθένειας του Ελληνισμού.  

Αν, παρ’ όλα αυτά, δεν την βγάλουμε από μέσα μας, αν καταπιέσουμε την ενόχληση, αν αδιαφορήσουμε για την ναυτία, δύο τινά μπορεί να συμβούν. Ή να χωνέψουμε με αβάσταχτους πόνους ή να υποστούμε δηλητηρίαση. Διαλέγετε και παίρνετε από τη βιωμένη κοινωνική εμπειρία όλων μας για το τι από τα δύο μας συμβαίνει. 

Δεν υποστηρίζω όλα αυτά, από κάποια αντιευρωπαϊκή διάθεση. Θέλω απλά να επισημάνω ότι η ενδοβολή του «ευρωπαϊσμού» ως αμάσητης τροφής είναι που δημιουργεί το πρόβλημα. Η αποφυγή μας, δηλαδή, να προχωρήσουμε στο προβλεπόμενο από τον οργανισμό «πεπτικό έργο». Στον τεμαχισμό, στον διαχωρισμό και στην μερική καταστροφή, που αποτελούν φυσιολογικές λειτουργίες στη διαδικασία αφομοίωσης των τροφών ή των αντιλήψεων. Στην υποχρέωση μας να αξιολογήσουμε τον «Ευρωπαϊσμό» με βάση τις δικές μας ανάγκες και αξίες. Να μασήσουμε πριν καταπιούμε, με δύο λόγια.Να φτύσουμε, αν χρειαστεί, ότι είναι ξένο και μη combatible με τις ανάγκες μας.  
          
Υ.Γ. όλα τα παραπάνω δεν είναι για αμάσητη κατάποση...αλλά για τεμαχισμό, διαχωρισμό, μερική ή και πλήρη καταστροφή και ίσως-ίσως μερική «πέψη».  

Το έργο στολίζει ο πίνακας του Μανουέλ Οκάμπο «Γιατί μισώ τους Ευρωπαίους».

ΠΗΓΗ:https://www.thepressproject.gr
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου