Τετάρτη 2 Μαΐου 2018

Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος Λόγος Πρώτος - Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς (14)


Συνέχεια από: Τετάρτη, 25 Απριλίου 2018

37. Εμείς δε μαζί με τους ιερούς Πατέρες ως επί το πλείστον θέτουμε το Πνεύμα μετά τον Υιόν και τούτον μετά τον Πατέρα, ούτως ώστε καθ’ όλα να αποδίδουμε συντομωτάτη την δοξολογία και την ευχαριστία και την ανάμνησιν διά τα τρία μέγιστα υπέρ ημών έργα και τις θεοπρεπείς και προνοητικότατες οικονομίες· όχι διότι είναι δεύτερα και τρίτα σε τιμήν και αξίαν — αφού είναι ομότιμα — ούτε διότι καθιστούμε την δυάδα αρχήν του ενός, ούτε διότι αναφέρουμε στην δυάδα το εν, αλλά διότι εις είναι δι' ημάς ο Θεός, αφού ο Υιός και το Πνεύμα αναφέρονται εις εν αίτιον, από μόνον τον όποιον έχει και την ύπαρξιν εκάτερον αυτών· και επειδή μία είναι αρχή, ο Πατήρ, όπως λέγει και ο θαυματουργός Γρηγόριος, κατά τούτο λοιπόν (είναι) εις ο Θεός· και επειδή μία φύσις ευρίσκεται εις τα τρία, καθ’ όσον αυτά τα δύο και τα τρία και το εξ αυτού και η αναφορά εις αυτόν δεν διαιρούν την φύσιν, αλλά διαιρούνται περί αυτήν (γύρω από αυτήν), δεν προέρχονται λοιπόν κυρίως εξ αυτής, μολονότι δεν υπάρχουν χωρίς αυτήν, ούτε αναφέρονται εις αυτήν, αν και δεν είναι χωρίς αυτήν· διότι πώς θα ήτο δυνατόν το εν να γεννήσει και να προβάλει εαυτό και εις εαυτό να αναφέρεται; Το εν λοιπόν δεν είναι αρχή και τα εξ αυτής, ούτε αίτιον και αιτιατόν αυτό εαυτού. Εάν λοιπόν όλες αυτές οι αναφορές ανήκουν κυρίως σε όσα μερίζονται, αυτά δε είναι οι τρεις υποστάσεις ή τα τρία πρόσωπα της μιας την φύσιν θεότητος, όταν οι Λατίνοι λέγουν ότι το εν προέρχεται εξ αμφοτέρων, προφανώς εννοούν τα πρόσωπα· διά τούτο άλλωστε λέγονται “αμφότερα”, αφού το εν δεν θα ελέγετο ποτέ “αμφότερα”.

Επειδή λοιπόν λέγουν το εν και εκ των δύο υπό την έννοια και τον λόγον της αρχής και του αιτίου, λέγουν το εν εκ δύο αρχών και εισάγουν δύο αρχές και δύο αίτια και πολυθεΐα. Είναι δε εις ο Θεός, όχι μόνον διότι είναι μία η φύσις, αλλά και διότι εν πρόσωπον την αναφοράν έχει τα εξ αυτού, και εις εν αίτιον και μίαν αρχήν τα εξ αρχής αναφέρεται· τα δύο όχι μόνον μαζί αλλά και το καθένα χωριστά. Και διά τούτο μία είναι η της θεότητος αρχή και εις ο Θεός και ως προς την αναφοράν ακόμη, καθ’ όσον και το καθένα χωριστά αναφέρεται αμέσως εις εν. Διότι εάν δεν είναι αμέσως και το Πνεύμα εκ Πατρός, τούτο το εμμέσως εξ ανάγκης καθιστά δύο τα αίτια του Πνεύματος, το μέσον και το άκρον, και λόγω της τοιαύτης αναφοράς δεν είναι δυνατόν τα τρία να είναι ένας Θεός· μάλλον δε δεν είναι καν δυνατόν να είναι Θεός το διά μέσης θεότητος προερχόμενον εκ του Πατρός· διά μέσης (μεσαζούσης) θεότητος ήλθε ο Πατήρ επί τα κτίσματα κατά τους θεολόγους.

38. Πράγματι δεν έκτισε ταύτα ως Πατήρ, αλλ’ ως Θεός. Ο δε Υιός είναι εις Θεός μετά Πατρός (μαζί με τον Πατέρα)· διά τούτο τα κτίσματα προέρχονται εκ Πατρός δι’ Υιού ως εξ ενός Θεού και μία η αρχή των κτισμάτων, ο Θεός. Γεννά δε ο Θεός και εκπορεύει ως Πατήρ των συναϊδίων με αυτόν φώτων. Εάν λοιπόν το άγιον Πνεύμα είναι εκ Πατρός δι' Υιού ως εξ ενός, δεν θα είναι ως εξ ενός Θεού, του Πατρός και του Υιού, αλλ’ ως εξ ενός όντος Πατρός, του Πατρός και του Υιού. Ποια δε σύγχυσις θα ήτο ατοπωτέρα από αυτήν; Γι’ αυτό αποφεύγοντες ταύτην οι Λατίνοι, λέγουν ως εξ ενός Θεού, πράγμα το όποιον δεν έχει πουθενά στήριγμα, όπως απεδείχθη, και μάλιστα όταν το Πνεύμα είναι εις Θεός μετά Πατρός και Υιού.

Επομένως, επειδή παντού και πάντως εις υπάρχει ο Πατήρ, όχι μόνον αμφότερα ο Υιός και το Πνεύμα, αλλά και το καθένα χωριστά μίαν αρχήν και εν αίτιον έχει μόνον, τον Πατέρα. Και ούτω μία (είναι) της θεότητος αρχή, και αν οι λατινόφρονες, εγκαλούμενοι πως λέγουν δύο αρχές επί της θεότητος, νομίζουν ότι απολογούνται με το να ισχυρίζονται ότι δέχονται μίαν αρχήν του Υιού και του Πνεύματος· διότι διαβεβαιώνουν τούτο θέλοντες να μας παραπλανήσουν, όπως είπαμε και στην αρχήν. Πράγματι εκείνο για το οποίον τους εγκαλούμε είναι τούτο· πώς του μεν Υιού και του Πνεύματος δέχονται μίαν αρχήν, του δε ενός Πνεύματος λέγουν δύο αρχές; Εκείνοι δε περί του ενός ερωτώμενοι, αποκρίνονται σοφιστικώς περί των δύο· παραπλανώντας εαυτούς μάλλον παρά τους ερωτώντες.

39. Πατήρ μεν λοιπόν και αρχή και αίτιον επί Θεού παντού και πάντως (είναι) εν· προβολεύς δε δεν ονομάσθη από κανένα απόστολο ή ευαγγελιστή, αλλά αντί τούτου αρκετό ήταν σε αυτούς το όνομα Πατήρ. Αρχήν δε λέγω όχι την καταρχήν, ούτε την δημιουργικήν (έναρξιν της δημιουργίας), ούτε το της δεσποτείας επώνυμο (την εξουσίαν).

40. Και επομένως ο Θεός και Πατήρ, καθότι Πατήρ, αρχή και αίτιος είναι· και ως αρχή, Πατήρ των φώτων, δηλαδή Υιού και Πνεύματος· και ως αίτιος, αίτιος, αρχή και Πατήρ. Εάν λοιπόν και ο Υιός είναι αίτιος του Πνεύματος, ως αίτιος θα είναι κατ’ ανάγκην και αρχή και Πατήρ. Όπως δηλαδή επί του ανθρώπου, επειδή δεικτικός επιστήμης είναι μόνον ο άνθρωπος, ο επιστήμης δεκτικός δεν είναι δυνατόν να μην είναι και άνθρωπος, ούτω και επί Θεού· επειδή ο Πατήρ, ως Πατήρ, είναι αρχή και αίτιος, αυτός ο οποίος είναι αίτιος δεν είναι δυνατόν να μην είναι και αρχή και Πατήρ, μολονότι ο θεολόγος Γρηγόριος γράφει, «ο Υιός είναι κυρίως Υιός δια τον λόγον ότι δεν είναι και Πατήρ».

Βλέπεις ότι αθετείται σαφώς η μοναρχία και το καθ’ υπόστασιν ενιαίο του Πατρός από εκείνους που λέγουν ότι το Πνεύμα είναι και εκ του Υιού και δεν ανάγουν εκάτερον των προσώπων εις μίαν μόνον πηγήν, την της θεότητος πηγήν; Και οι άνθρωποι είναι όλοι μιας φύσεως, αλλά δεν είναι όλοι εις άνθρωπος. Μολονότι δι’ αλλήλων, μάλλον δε δια των προγόνων μας, θα ήτο δυνατόν να αναχθούμε εις τον ένα προπάτορα, αλλ’ ευθύς (στο άμεσο παρελθόν) τα αίτια είναι πολλά και εμείς δεν προερχόμεθα εξ ενός και δια τούτο και δεν είμεθα εις. Αράγε, συ ο λατινοφρονών, δεν καινοτομείς ολοφάνερα;

41. Και εάν πριν από εσάς δεν ήταν ελλιπές το Ευαγγέλιόν μας, το οποίον «εκηρύχθη εις τα έθνη, επιστεύθη εις τον κόσμον», και «η του Θεού σωτήριος χάρις» και η από αυτήν προερχομένη θεογνωσία, η αποκαλυφθείσα σε όλους και διδάξασα όλους, εάν δεν «έχει κενωθή η πίστις», εάν δεν έχει διαφθαρεί το αντικείμενο της ομολογίας, με την οποίαν ήθλησαν και αγωνίσθησαν «το γύρω μας νέφος των μαρτύρων», ο πολυπληθής κατάλογος των οσίων, ο θεοδίδακτος θίασος των διδασκάλων, όλοι οι μαρτυρήσαντες την αλήθειαν με έργον και λόγον και τα παθήματά τους, υπέρ της οποίας υπέμειναν και τον θάνατον καλώς ποιούντες, και όχι μόνον υπέρ αυτής ή και εαυτών, αλλά και υπέρ του δικού μας στηριγμού - εάν όλα αυτά και η πίστις των φερόντων το όνομα του Χριστού δεν ήσαν ελλιπή, τότε εσύ πραγματικά ματαίως εξευρίσκεις προσθήκες και καινοτομείς εναντίον της σεαυτού (δικής σου) ψυχής.

Διότι, εάν εγνώριζαν ότι το Πνεύμα προέρχεται και εξ Υιού, γιατί δεν το κήρυτταν συνεχώς με παρρησία και δεν το επιβεβαίωσαν διά των πολλών και πολλάκις γενομένων ιερών συνόδων; Αλλά δεν το γνώριζαν αυτοί; Τότε λοιπόν δεν ήταν αληθές· διότι όλα τους τα εγνώρισε ο γνωσθείς δι’ ημάς μεταξύ ημών. Και όλα τους τα εδίδαξε το Πνεύμα κατά την επαγγελίαν και τα εδίδαξε δια τούτο, δια να διδάξουν αυτοί εμάς, όπως εδιδάχθησαν, καθώς ελέχθη ανωτέρω. Εάν τολμήσεις βέβαια να ειπείς τούτο, ότι οι προηγούμενοι από εμάς θεολόγοι δεν εγνώρισαν την αλήθεια, θα απορρίψουμε και τούτο ως όχι μικροτέραν βλασφημίαν.

Ποιος όμως είσαι σύ ο οποίος τολμάς να γρύξεις; Ποία δε ισάριθμος σύνοδος, μάλλον δε πόσες και που, μαρτυρηθείσες παρά του Πνεύματος, το οποίον συνεμαρτύρηοε με αυτούς και όταν ζούσαν και ήσαν μεταξύ των ανθρώπων, και πάντοτε συμμαρτυρεί και θα συμμαρτυρεί διά των θαυμάτων τα όποια τελούνται και θα τελούνται εις τους σορούς τούτων; Αλλά, λέγει, έχω και εγώ πολλούς των πατέρων, οι οποίοι συμμαρτυρούν με εμέ για την προσθήκην. Τί λοιπόν, άλλα παρέδοσαν (εδίδασκαν) στην εκκλησίαν όταν συναθροίζονταν σε συνελεύσεις και άλλα καθ' εαυτούς εδογμάτιζαν; Καθόλου. Αλλά ή παραχαράττεις την αλήθειαν ή παραλογίζεσαι και παρεξηγείς, ερμηνεύοντας χωρίς το Πνεύμα τα λεχθέντα διά του Πνεύματος.

42. Αλλ’ όμως, ακόμη και αν υποθέσουμε τούτο, αν και δεν είναι ορθόν, δεν πρέπει να δεχθούμε μάλλον τα από κοινού διδασκόμενα από τα ιδιωτικώς λεγάμενα υπό εκάστου; Διότι εκείνα μεν, επειδή ανήκουν σε όλους, είναι απρόσβλητα από τους διαστροφείς και τους κακούργους που παραχαράσσουν δολίως τον της αληθείας λόγον, διότι είναι γνωστά σε σοφούς και ιδιώτες και φέρονται στα στόματα όλων. Τα δε μη συζητημένα τόσον πολύ είναι ύποπτα, και μάλιστα όταν προβάλλονται από τους Λατίνους, οι οποίοι επιβουλεύθηκαν διά προσθήκης ακόμη και το φανερώτατον σύμβολον της πίστεως. Διότι εκείνοι οι οποίοι επινόησαν και ετόλμησαν να κάμουν προσθήκην στο σύμβολον που ευρίσκεται στα στόματα όλων των αληθώς χριστιανών και απαγγέλλεται καθημερινώς πολλάκις, τί δεν θα έπρατταν στα αγνοούμενα υπό των περισσοτέρων; Πράγματι τα μη κοινά μήτε σε κοινήν χρήσιν είναι ύποπτα, μήπως πονηρός άνθρωπος ενέσπειρε σε αυτά ζιζάνια. Άρα αυτά, αν μεν συμφωνούν με την κοινήν ομολογίαν, είναι ευπρόσδεκτα, αν δε όχι, δεν είναι.

Όμως όσα φαίνονται να συμμαρτυρούν την καινοτομία σου θα τα δούμε σε δεύτερο λόγο και θα ελέγξουμε, Θεού δίδοντος, όχι εκείνα, άπαγε, αλλά σέ, ο οποίος τα καλώς λεχθέντα εκλαμβάνεις κακώς και δεν συμβιβάζεις κατά το δυνατόν τα ασαφή με τα σαφή και τα εν κρυπτώ λεχθέντα με τα παρρησία.

(Συνεχίζεται)

Αρχαίο κείμενο
37. Ἡμεῖς δέ σύν τοῖς ἱεροῖς πατράσιν ὡς ἐπί τό πλεῖστον τό Πνεῦμα μετά τόν Υἱόν τιθέαμεν καί μετά τόν Πατέρα τοῦτον, ἵνα τῶν τριῶν ὑπέρ ἡμῶν μεγίστων ἔργων καί θεοπρεπῶν καί προμηθεστάτων οἰκονομιῶν συντομωτάτην ἀποδιδῶμεν διά πάντων τήν δοξολογίαν καί τήν εὐχαριστίαν καί τήν ἀνάμνησιν˙ οὐχ ὅτι δεύτερα καί τρίτα τῇ τιμῇ καί τῇ ἀξίᾳ - καί γάρ ὁμότιμα - οὐδέ τήν δυάδα ποιοῦντες τοῦ ἑνός ἀρχήν, οὐδ᾿ εἰς τήν δυάδα ἀναφέροντες τό ἕν, ἀλλ᾿ εἷς ἡμῖν Θεός, εἰς ἕν αἴτιον καί Υἱοῦ καί Πνεύματος ἀναφερομένων, ἐξ οὗ μόνου ἔχει τήν ὕπαρξιν ἑκάτερον αὐτῶν˙ καί ὅτι μία ἀρχή, ὁ Πατήρ, ὡς καί ὁ θαυματουργός Γρηγόριος λέγει, κατά τοῦτο τοίνυν εἷς Θεός˙ καί ὅτι μία φύσις τοῖς τρισίν, αὐτά γάρ τά δύο καί τά τρία καί τό ἐξ αὐτοῦ καί τό ἀναφέρεσθαι εἰς αὐτόν οὐ τήν φύσιν διαιρεῖ, ἀλλά περί αὐτήν διαιρεῖται, οὐδέ γοῦν ἐξ αὐτῆς ἐστι κυρίως, εἰ καί μή χωρίς αὐτῆς, οὐδ᾿ εἰς αὐτήν ἀναφέρεται, εἰ καί μή ἄνευ ταύτης˙ τό γάρ ἕν, πῶς ἄν αὐτό ἑαυτό γεννήσαι τε καί προβάλοιτο καί εἰς ἑαυτό ἀναφέροιτο; Οὐδ᾿ ἀρχή τοίνυν καί τά ἐξ αὐτῆς, οὐδέ αἴτιον καί αἰτιατόν αὐτό ἑαυτοῦ τό ἕν. Εἰ τοίνυν ταῦθ᾿ ἅπαντα, κατά ταῦτα κυρίως καθ᾿ ἅ καί μερίζεται, ταῦτα δ᾿ ἐστίν αἱ τρεῖς ὑποστάσεις, εἶτ᾿ οὖν τά τρία πρόσωπα τῆς μιᾶς τῇ φύσει θεότητος, ὅταν οἱ Λατῖνοι λέγωσιν ἐξ ἀμφοτέρων τό ἕν, τῶν προσώπων δηλαδή φασι˙ κατά τοῦτο γάρ καί ἀμφότερα, τό γάρ ἕν οὐκ ἄν ρηθείη ποτέ ἀμφότερα.

Ἐπεί τοίνυν κατά ταῦτα λέγουσιν ἐκ τῶν δύο τό ἕν, καθ᾿ ἅ καί ἡ ἀρχή καί τό αἴτιον καί νοεῖται καί λέγεται, ἐκ δύο ἀρχῶν λέγουσι τό ἕν καί δύο ἀρχάς καί δύο αἴτια καί πολυθεΐαν εἰσάγουσιν. Οὐ γάρ μόνον ὅτι μία φύσις εἷς Θεός, ἀλλ᾿ ὅτι καί ἕν πρόσωπον τήν ἀναφοράν ἔχει τά ἐξ αὐτοῦ, καί εἰς ἕν αἴτιον καί μίαν ἀρχήν τά ἐξ ἀρχῆς ἀναφέρεται˙ οὐ τά δύο μόνον ἄμφω, ἀλλά καί ἑκάτερον αὐτῶν χωρίς. Και διά τοῦτο μία τῆς θεότητος ἀρχή καί εἷς Θεός ἐστι καί κατά ταύτην τήν ἀναφοράν˙ ὅτι καί ἑκάτερον ἀναφέρεται εἰς ἕν ἀμέσως. Εἰ γάρ μή ἀμέσως καί τό Πνεῦμα ἐκ Πατρός, τό ἐμμέσως τοῦτο δύο ἐξ ἀνάγκης τά αἴτια ποιεῖ τοῦ Πνεύματος, τό τε μέσον καί τό ἄκρον, καί οὐκ ἔνι διά τήν οὕτως ἔχουσαν ἀναφοράν ἕνα Θεόν τά τρία εἶναι˙ μᾶλλον δέ οὐδέ Θεόν εἶναι τό διά μέσης θεότητος ἐκ τοῦ Πατρός˙ ἐπί γάρ τά κτίσματα ἦλθεν ὁ Πατήρ διά μέσης θεότητος κατά τούς θεολόγους.

38. Οὐ γάρ ὡς Πατήρ ταῦτ᾿ ἔκτισεν, ἀλλ᾿ ὡς Θεός. Ὁ δέ Υἱός εἷς Θεός μετά Πατρός˙ καί τοῦτο ἐκ Πατρός δι᾿ Υἱοῦ ὡς ἐξ ἑνός Θεοῦ κτίσματα καί μία ἡ ἀρχή τῶν κτισμάτων, ὁ Θεός. Γεννᾷ δέ ὁ Θεός καί ἐκπορεύει ὡς Πατήρ τῶν αὐτῷ συναϊδίων φώτων. Εἰ γοῦν ἐκ Πατρός δι᾿ Υἱοῦ ὡς ἐξ ἑνός ἐστι τό Πνεῦμα τό ἅγιον, οὐχ ὡς ἐξ ἑνός ἔσται Θεοῦ, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, ἀλλ᾿ ὡς ἐξ ἑνός ὄντος Πατρός, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ. Καί ταύτης τῆς συγχύσεως τίς ἄν ἀτοπωτέρα γένοιτο; Διό καί ταύτην οἱ Λατῖνοι φεύγοντες ὡς ἐξ ἑνός φασι Θεοῦ˙ ὅ χώραν οὐδαμόθεν ἔχει, καθάπερ ἀναπέφηνε˙ καί ταῦθ᾿ ὅτι καί τό Πνεῦμα εἷς Θεός ἐστι μετά Πατρός τε καί Υἱοῦ.

Τοιγαροῦν, ἐπειδήπερ πάντῃ τε καί πάντως εἷς ὑπάρχει ὁ Πατήρ, οὐκ ἄμφω ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα, ἀλλά καί χωρίς ἑκάτερον μίαν ἀρχήν καί ἕν αἴτιον ἔχει μόνον, τόν Πατέρα. Καί οὕτω μία τῆς θεότητος ἀρχή, κἄν οἱ λατινικῶς φρονοῦντες ἐγκαλούμενοι, πῶς δύο λέγουσιν ἐπί τῆς θεότητος ἀρχάς, ἀπολογεῖσθαι οἴωνται μίαν ἀρχήν ἰσχυριζόμενοι δοξάζειν τοῦ Υἱοῦ τε καί τοῦ Πνεύματος˙ σοφίζεσθαι γάρ ἡμᾶς βουλόμενοι τοῦτο διαβεβαιοῦνται, ὡς καί τήν ἀρχήν ἔφθημεν εἰπόντες. Αὐτό γάρ τοῦτό ἐστι τό παρ᾿ ἡμῶν ἐγκαλούμενον αὐτοῖς˙ πῶς Υἱοῦ μέν καί τοῦ Πνεύματος μίαν τήν ἀρχήν φασι, τοῦ δέ ἑνός Πνεύματος δύο λέγουσιν ἀρχάς; Ἐκεῖνοι δέ περί τοῦ ἑνός ἐρωτώμενοι, σοφιστικῶς περί τῶν δύο τήν ἀπόκρισιν ποιοῦνται˙ σφῶν αὐτῶν μᾶλλον ἤ τῶν πυνθανομένων κατασοφιζόμενοι.

39. Πατήρ μέν οὖν καί ἀρχή καί αἴτιον ἐπί Θεοῦ πάντῃ τε καί πάντως ἕν˙ προβολεύς γάρ παρ᾿ οὐδενός τῶν ἀποστόλων ἤ τῶν εὐαγγελιστῶν ἐκλήθη, ἀλλά καί ἀντί τούτου ἡ τοῦ Πατρός ἀπέχρησεν αὐτοῖς φωνή. Ἀρχήν δέ λέγω οὐ τήν καταρχήν, οὐδέ τήν δημιουργικήν, οὐδ᾿ ᾗ τό τῆς δεσποτείας ἐστίν ἐπώνυμον.

40. Καί τοίνυν ὁ Θεός καί Πατήρ, καθό Πατήρ, ἀρχή καί αἴτιός ἐστι˙ καί καθό ἀρχή, Πατήρ τῶν φώτων, δηλαδή Υἱοῦ καί Πνεύματος˙ καί καθό αἴτιος, αἴτιος, ἀρχή τε καί Πατήρ. Εἰ οὖν καί ὁ Υἱός αἴτιός ἐστι τοῦ Πνεύματος, ἐξ ἀνάγκη ἔσται καί ἀρχή καί Πατήρ ὡς αἴτιος˙ ὡς γάρ τοῦ ἀνθρώπου, καθό ἀνθρώπου ἐπιστήμης δεκτικοῦ ὑπάρχοντος, τόν ἐπιστήμης δεκτικόν οὐκ ἔνι μή καί ἄνθρωπον ὑπάρχει, οὕτω καί ἐπί Θεοῦ˙ ἐπεί ὁ Πατήρ, καθό Πατήρ, ἀρχή καί αἴτιός ἐστι, τόν αἴτιον ὑπάρχοντα οὐκ ἔνι μή καί ἀρχήν εἶναι καί Πατέρα, καίτοι τοῦ θεολόγου Γρηγορίου γράφοντος, «οὕτως εἶναι Υἱόν κυρίως τόν Υἱόν, ὅτι μή ἔστιν οὗτος καί Πατήρ».

Ὁρᾷς ἀθετουμένην σαφῶς τήν μοναρχίαν καί τό καθ᾿ ὑπόστασιν ἑνιαῖον τοῦ Πατρός ὑπό τῶν λεγόντων καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα καί μή ἀναγόντων ἑκάτερον τῶν προσώπων εἰς μίαν μόνην, τήν τῆς θεότητος πηγήν; Μία γάρ φύσις καί οἱ πάντες ἄνθρωποι, ἀλλ᾿ οὐχ εἷς οἱ πάντες ἄνθρωπος. Καίτοι δι᾿ ἀλλήλων, μᾶλλον δέ διά τῶν πρό ἡμῶν, ἀναχθείημεν ἄν εἰς ἕνα τόν προπάτορα, ἀλλ᾿ εὐθύς πολλά τά αἴτια, καί οὐκ ἐξ ἑνός ἡμεῖς διά τοῦτο καί οὐχ εἷς. Ἆρ᾿ οὐ φανερῶς καινοτομεῖς ὁ λατινικῶς φρονῶν;

41. Καί εἰ μή πρό ὑμῶν ἐλλιπές ἦν τό καθ᾿ ἡμᾶς εὐαγγέλιον, ὅ «ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύη ἐν κόσμῳ, καί «ἡ τοῦ Θεοῦ σωτήριος χάρις» καί ἡ κατ᾿ αὐτήν θεογνωσία, ἡ πᾶσιν ἐκφανεῖσα καί διδάξασα πάντας, εἰ μή «κεκένωται ἡ πίστις», εἰ μή διέφθαρται τά τῆς ὁμολογίας, αἷς καί ἐνήθλησαν καί ἐνήσκησαν «τό τῶν μαρτύρων ἡμῖν περικείμενον νέφος», ὁ τῶν ὁσίων παμπληθής κατάλογος, ὁ τῶν διδασκάλων θεοδίδακτος θίασος, πάντες οἱ ἔργῳ καί λόγῳ καί τοῖς καθ᾿ ἑαυτούς παθήμασι μαρτυρήσαντες τῇ ἀληθείᾳ, ὑπέρ ἧς καί μεχρι θανάτου καλῶς ποιοῦντες ἐνέστησαν, καί οὐχ ὑπέρ αὐτῆς μόνον ἤ καί ἑαυτῶν, ἀλλά καί ὑπέρ τοῦ ἡμετέρου στηριγμοῦ - εἰ μή μόνον ἤ ταῦθ᾿ ἅπαντα καί ἡ τῶν ἀπό Χριστοῦ καλουμένων πίστις ἐλλιπής, διακενῆς ὄντως οὐ προσθήκας ἐξευρίσκεις καί κατά τῆς σεαυτοῦ καινοτομεῖς ψυχῆς.

Εἰ μέν γάρ ἐγίνωσκον καί ἐξ Υἱοῦ τό Πνεῦμα, τίνος ἕνεκεν οὐ παρρησίᾳ διατέλεσαν κηρύττοντες καί διά τῶν ἱερῶν συνόδων πολλῶν καί πολλάκις γενομένων βεβαιώσαντες; Ἀλλ᾿ οὐκ ἐγνωσμένον ἦν αὐτοῖς; Οὐκοῦν οὐδ᾿ ἦν οὕτω τἀληθές˙ πάντα γάρ ἐγνώρισεν αὐτοῖς ὁ δι᾿ ἡμᾶς ἐγνωσμένος καθ᾿ ἡμᾶς. Καί πάντα κατά τήν ἐπαγγελίαν ἐδίδαξεν αὐτούς τό Πνεῦμα καί διά τοῦτ᾿ ἐδίδαξεν, ἵν᾿ ἡμᾶς οὗτοι διδάξωσιν, ὡς ἐδιδάχθησαν, ὡς καί ἀνωτέρω εἴρηται. Εἰ γάρ τοῦτο λέγειν τολμήσεις, ὡς οὐκ ἔγνωσαν οἱ πρό ἡμῶν θεολόγοι τἀληθές, ὡς καί τοῦτο μηδέν ἧττον βλάσφημον ἀποπεμψόμεθα.

Τίς γάρ εἰ ὁ τοῦτο γρύξαι τολμῶν; Ποία δ᾿ ἰσάριθμος σύνοδος, μᾶλλον δέ πόσαι καί ποῦ μαρτυρηθεῖσαι παρά τοῦ Πνεύματος, ὅ καί ζῶσιν ἐκείνοις καί γεγονόσιν ἐξ ἀνθρώπων συνεμαρτύρησε, καί ἀεί συμμαρτυρεῖ τε καί συμμαρτυρήσει διά τῶν ἐπί τοῖς σοφοῖς τούτων τελουμένων τε καί τελεσθησομένων θαυμάτων; Ἀλλ᾿ ἔχω κἀγώ, φησί, πολλούς τῶν πατέρων συμμαρτυροῦντάς μοι τῇ προσθήκῃ. Τί οὖν, ἕτερα μέν οὗτοι κοινῇ συνειλεγμένοι παρεδίδουν ἐκκλησίᾳ, ἕτερα δέ καθ᾿ ἑαυτούς ἐδογμάτιζον; Οὔμενουν. Ἀλλ᾿ ἤ παραχαράττεις αὐτός ἤ παραλογίζῃ καί παρεξηγῇ, μή μετά τοῦ Πνεύματος ἑρμηνεύων τά εἰρημένα διά τοῦ Πνεύματος.

42. Οὐ μήν, ἀλλ᾿ εἰ καί τοῦτο θείημεν, ὅπερ οὐκ ἔστιν, οὐ προσδεκτέα μᾶλλον τά κοινῇ παραδεδομένα τῶν ἰδίως εἰρημένων ἑκάστῳ; Ἐκεῖνα μέν γάρ πρός τῷ πάντων εἶναι καί ἀνεπιχείρητα τοῖς κακουργοῦσι καί τῷ παραχαράττειν δολοῦσι τόν τῆς ἀληθείας λόγον, πᾶσιν ἐγνωσμένα σοφοῖς τε καί ἰδιώταις καί διά στόματος ἀεί φερόμενα. Τά δέ μή ἐπί τοσοῦτο καθωμιλημένα ὕποπτά ἐστι καί μάλιστα προαγόμενα παρά Λατίνων, οἵ καί τῷ φανερωτάτῳ τῆς πίστεως συμβόλῳ διά προσθήκης ὑπεβούλευσαν. Οἱ γάρ τῷ ἐν τοῖς τῶν ὡς ἀληθῶς χριστιανῶν ἁπάντων στόμασι κειμένῳ καί τῆς ἡμέρας ἑκάστης πολλάκις ἀνακηρυττομένῳ προσθήκην ἐπινοήσαντές τε καί τολμήσαντες, τί οὐκ ἄν ἔδρασαν ἐν τοῖς ἀγνοουμένοις παρά τῶν πλειόνων; Τά γοῦν μή κοινά μηδέ καθωμιλημένα ὕποπτά ἐστι, μή πονηρός ἄνθρωπος ἐνέσπειρεν  αὐτοῖς ζιζάνια. Ταῦτα ἄρα, κἄν μέν ὁμολογῶσι τῇ κοινῇ ὁμολογίᾳ, προσδεκτέα˙ ἄν δέ μή, οὐχί.


Ὅμως ἐν δευτέρῳ λόγῳ τά δοκοῦντα συμμαρτυρεῖν σου τῇ καινοτομίᾳ ὀψόμεθα καί ἀπελέγξομεν, Θεοῦ διδόντος, οὐκ ἐκεῖνα, ἄπαγε, ἀλλά σέ τά καλῶς λελεγμένα ἐκλαμβάνοντα κακῶς, καί μή τοῖς σοφέσι τά ἀσαφῆ καί τοῖς παρρησίᾳ εἰρημένοις τά ἐν τῷ κρυπτῷ συμβιβάζοντα πρός δύναμιν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου