Τετάρτη 2 Μαΐου 2018

Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος Λόγος Πρώτος - Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς (15)


Συνέχεια από: 2 Μαίου 2018

Επίλογος

Καιρός είναι τώρα να ανακεφαλαιώσουμε την παρόντα λόγον και έπειτα να προσθέσουμε τα ελλείποντα.

Πρόλογος (δείτε 1η ανάρτηση και 2η ανάρτηση)

1. Πρώτον λοιπόν απεδείχθη ότι είναι τελείως κενή η πρόφασις τούτων δια την προσθήκην. (δείτε εδώ)

2. Έπειτα εδείχθη ότι συνυπακούεται το “μόνου”, όταν λέγεται παρά του Πατρός εκπορευόμενον το άγιο Πνεύμα· επειδή στο ίδιο σύμβολο ακούοντες ότι παρά του Πατρός γεννηθέντα τον Υιόν, δεχόμεθα χωρίς καμμία αντιλογία ότι συνυπακούεται το “μόνου”. (δείτε εδώ)

3. Σε τούτο συνάπτουμε εν συνεχεία το εξής· ότι ακόμη και ανεπιλήπτως (χωρίς να μας κατηγορούν) αν ήταν το να λέγουμε ότι το Πνεύμα είναι και εκ του Υιού, δεν έπρεπε να προστεθεί στο σύμβολον από τους Λατίνους. Καθ’ όσον και αν ακόμη δειχθεί στο μέλλον ότι καλώς έχει, δεν θα επετρέπετο να προστεθεί· διότι και οι προ ημών, αν και συνήλθον και συνεξέτασαν όλοι, και οι προεστώτες της παλαιάς Ρώμης ακόμη, δεν προσέθεσαν στο σύμβολον κανένα στοιχείο από τα δειχθέντα ευσεβή. (δείτε εδώ)

4. Από αυτά φάνηκε ότι είναι δίκαιον πρώτον να απαιτήσουμε από αυτούς να αφαιρέσουν την προσθήκη και να μην -εξαιτίας της περιωπής του ζώντος πάπα- αποστέργουμε τους κατακλείσαντες τον βίον τους με τέλος μαρτυρημένον από τον Θεόν· έπειτα να ανεχώμεθα συζήτησιν με αυτούς περί αυτής. (δείτε εδώ)

5. Μετά τούτο λέγουμε προς τους ακούοντες καλογνώμονα τους λόγους, ότι και αμφότερα, όταν ακούοντες ότι προέρχονται εκ του Πατρός, πρέπει να συνυπακούουμε το εκ “μόνου”, έστω και αν δεν συνεκφωνείται. (δείτε εδώ)

6. Αλλά και λέγοντες εκ του Πατρός εκπορευτώς το Πνεύμα αποδίδουμε το εκπορεύειν στην πατρική υπόστασιν· διότι η ουσία παντού και πάντως (είναι) μία των τριών, δεν είναι δυνατόν να έχει τα της πατρικής υποστάσεως ο Υιός· ώστε το Πνεύμα δεν είναι και εκ του Υιού. (δείτε εδώ)

7. Μετά τούτο απεδείχθη ότι οι λατινόφρονες δεν δύνανται να δέχονται εξ ενός τα δύο πρόσωπα της θεότητος, με το να τοποθετούν το αίτιον εις δύο πρόσωπα και μάλιστα διαφορετικά, αλλ' ούτε να τα λέγουν έναν Θεόν λόγω της τοιαύτης αναφοράς προς το έν· διότι ούτε πάππος, πατήρ και υιός είναι εις άνθρωπος κατά τον σοφόν προεστώτα της Νύσσης, επειδή σε δύο πρόσωπα το αίτιον αναφέρεται. Και επιπλέον παρεστήσαμε, ότι, όπως δύο είναι τα αιτιατά, επειδή το αιτιατόν είναι σε δύο πρόσωπα, ούτω και τα αίτια είναι κατ’ αυτούς δύο, επειδή το αίτιον θεωρούν αυτοί σε δύο πρόσωπα. (δείτε εδώ)

8. Επιπλέον δε, επειδή κατά τους θεοσόφους θεολόγους, όπως ο Υιός είναι εκ του Πατρός, ούτω και το Πνεύμα, πλην του γεννητώς και εκπορευτώς, εάν ο Υιός προέρχεται αμέσως και όχι και εκ του Πνεύματος, αλλ’ εκ μόνου του Πατρός, και το Πνεύμα εκ του Πατρός αμέσως, αλλ’ όχι και εκ του Υιού. (δείτε εδώ)

9. Προαπεδείξαμε ότι, επειδή το Πνεύμα λέγεται και νους Χριστού, όπως και του καθενός από εμάς ο οικείος νους, κατά μεν την ενέργειαν είναι αυτού και εξ αυτού, κατά δε την υπόστασιν είναι μεν φυσικώς αυτού, αλλ’ όχι εξ αυτού, αλλά εκ μόνου του Πατρός. (δείτε εδώ)

10. Επιπλέον, από το γεγονός ότι το Πνεύμα δεν είναι χάριτι αλλά φύσει εκ του Πατρός, εδείχθη ότι έχει την ύπαρξιν εκ μόνου του Πατρός. (δείτε εδώ)

11. Εδείχθη επίσης από το ότι εκάτερον έχει τα του Πατρός, χωρίς την αγεννησίαν, την γέννησιν και την εκπόρευσιν κατά τους θεολόγους. (δείτε εδώ)

12. Και με αυτά απεδείχθησαν οι Λατίνοι ότι προσθέτουν και κατά διάνοιαν στο σύμβολον της πίστεως· εμείς δε απεδείχθημεν ότι μηδέ κατά τον εξωτερικόν λόγον δεν προσεθέσαμε στην κατά το θείον σύμβολον ευσεβή διάνοια. (δείτε εδώ)

13. Κατηγορήσαμε τους Λατίνους ότι δογματίζουν εκείνα, από τα οποία δύο αναφέρονται αρχές του ενός Πνεύματος. Αυτοί δε είπαν ότι τίποτε δεν εμποδίζει να είναι αυτές μία, επειδή η μία είναι εκ της άλλης· και απεδείχθησαν ότι βλασφημούν και ως προς τούτο.(δείτε εδώ)

14. Έπειτα αναλαβόντες πάλιν εμείς τον λόγον (την συζήτησιν) περί της αρχής εδείξαμε ότι δεν είναι κατ' ουδένα τρόπον δύο αρχές του ενός Πνεύματος. (δείτε εδώ)

15. Παρεστήσαμε εκ του ότι τα κοινά στον Πατέρα και τον Υιόν είναι μεμαρτυρημένως κοινά και στο Πνεύμα, ότι το εκπορεύειν δεν ανήκει και στον Υιόν· διότι τότε τούτο θα ήτο και του Πνεύματος· στο σημείο τούτο τους ελέγξαμε ότι καθιστούν τα υποστατικά αδιάφορα από τα φυσικά. Εάν δε τούτο συμβαίνει έτσι, τότε και τις προσκυνητές υποστάσεις καθιστούν αδιάφορες από την θείαν φύσιν. (δείτε εδώ)

16. Εκ του ότι είναι ασεβές να μην θεωρούμε εκ του Υιού την κτίσιν την λαβούσα δημιουργικώς διά του Υιού ύπαρξιν, αλλά να αποδίδουμε μόνον στον Πατέρα την δημιουργικήν ιδιότητα, συνηγάγουμε ακολούθως το αναγκαστικόν συμπέρασμα ότι, αν το Πνεύμα είχε την ύπαρξιν και εκ του Υιού εκπορευτώς, θα ήτο δυσσέβεια να μην θεωρούμε το Πνεύμα εκ του Υιού και ότι η εκπορευτική ιδιότης είναι μόνου του Πατρός. Επειδή δε οι λέγοντες ταύτα κατ’ αυτόν τον τρόπον όχι μόνον είναι ευσεβείς, αλλά και θεοφόροι, δυσσεβείς λοιπόν είναι οι λέγοντες ότι και εξ Υιού το Πνεύμα. (δείτε εδώ)

17. Και συνηγάγουμε επίσης ότι, εάν το Πνεύμα ήτο δι’ Υιού, εκάτερον μαζί και χωριστά θα ελέγετο Πατήρ και προβολεύς, όπως και επί της κτίσεως ποιητής και Πατήρ. (δείτε εδώ)

18. Εκ του ότι θεολογείται ότι ο Υιός έχει όλα τα του Πατρός χωρίς την αιτίαν, η οποία δεν θα μπορούσε να είναι η των κτισμάτων και επομένως είναι η του Υιού και του Πνεύματος, αποδείξαμε πάλι ότι το Πνεύμα εκπορεύεται όχι και εκ του Υιού. (δείτε εδώ)

19. Και παρουσιάσαμε μάρτυρες απαγορεύοντες την λατινικήν προσθήκην. (δείτε εδώ)

20. Εδείξαμε πάλι εκ του ότι ο Υιός δεν έχει την ύπαρξιν και εκ του Πνεύματος, ότι και το Πνεύμα δεν έχει το είναι και εκ του Υιού. (δείτε εδώ)

21. Έπειτα, από τα απαριθμημένα και παραδεδεγμένα ονομάτων του Υιού υπό των άγιων παρεστήσαμε ότι το άγιον Πνεύμα δεν είναι και εκ του Υιού. (δείτε εδώ)

22. Πάλι εκ του ότι ιδιότης του θείου Πνεύματος είναι όχι απλώς το εκπορευτόν, αλλά το εκ του Πατρός εκπορευτόν, παρεστήσαμε τους θεολόγους να μαρτυρούν εκ μόνου του Πατρός το άγιον Πνεύμα. (δείτε εδώ)

23. Επίσης από το ότι ο Πατήρ είναι ένωσις Υιού και Πνεύματος· διότι η των άλλων εκατέρου μεσότης ευρίσκεται εις τα ονόματα. (δείτε εδώ)

(Συνεχίζεται)

Αρχαίο κείμενο
Νῦν δ᾿ἀνακεφαλαιωσώμεθα τόν νῦν λόγον, κἆθ᾿ οὕτω τά λείποντα προσθῶμεν.

1. Πρῶτον μέν οὖν ἐξελήλεκται κενή τυγχάνουσα παντάπασιν ἡ τῆς προσθήκης τούτων ἀπόφασις.

2.Ἔπειτα δέδεικται συνυπακουόμενον τό "μόνου", ὅταν λέγηται παρά τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον τό Πνεῦμα τό ἅγιον˙ ἐπεί κἀν τῷ αὐτῷ συμβόλῳ παρά τοῦ Πατρός ἀκούοντες γεννηθέντα τόν Υἱόν, ἐκτός ἀντιλογίας πάσης δεχόμεθα συνυπακουόμενον τό "μόνου".

3. Τούτῳ συνείρομεν ἑξῆς˙ ὡς εἰ καί ἀνεπιλήπτως εἶχε τό λέγειν καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα, τῷ συμβόλῳ προστεθεῖσθαι παρά Λατίνων οὐκ ἐχρῆν. Ἐπεί κἄν εὖ ἔχον εἰς τό ἑξῆς ἀναφανῇ, προσθετέον οὐκ ἄν εἴη˙ καί τοῖς πρός ἡμῶν γάρ, καίτοι συνεληλυθόσι καί συνεξητακόσι πᾶσι καί αὐτοῖς τοῖς τῆς παλαιᾶς Ρώμης προεστῶσιν, οὐδέν τῶν ἀναφανέντων εὐσεβῶς ἔχειν προσετέθη.

4. Κἀντεῦθεν ἀνεφάνη τῶν δικαίων ὄν πρῶτον ἀπαιτεῖν αὐτούς τήν προσθήκην ἐξελεῖν καί μή διά τήν περιωπήν τοῦ περιόντος πάπα τούς μεμαρτυρημένῳ παρά Θεοῦ τέλει κατακλείσαντας τόν βίον ἀποστέργειν, εἶται συζητεῖν μετ᾿ αὐτῶν ἀνέχεσθαι περί αὐτῆς.

5. Μετά τοῦτο πρός τούς εὐγνωμόνως τῶν λόγων ἀκροωμένους λέγομεν, ὡς καί ἀμφότερα ἐκ τοῦ Πατρός ἀκούοντες, ἔχομεν συνυπακούειν τό "ἐκ μόνου", κἄν μή συνεκφωνῆται.

6. Ἀλλά καί ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευτῶς τό Πνεῦμα λέγοντες τό ἐκπορεύειν τῇ πατρικῇ ὑποστάσει ἐφαρμόζομεν˙ ἡ γάρ οὐσία πάντῃ τε καί πάντως μία τῶν τριῶν, οὐκ ἔνι δέ τά τῆς πατρικῆς ὑποστάσεως ἔχειν τόν Υἱόν˙ ὥστε οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα.

7. Μετά τοῦτο ἐξηλέχθησαν οἱ λατινικῶς φρονοῦντες μηκέτι ἐξ ἑνός δύνασθαι τά δύο πρόσωπα τῆς θεότητος φρονεῖν, ὡς ἐν δυσί προσώποις τό αἴτιον τιθέμενοι καί ταῦτα διαφόρως, ἀλλ᾿ οὐδέ Θεόν ἕνα λέγειν διά τήν τοιαύτην πρός τό ἕν ἀναφοράν˙ οὐδέ γάρ εἷς ἄνθρωπος πάππος, πατήρ τε καί υἱός, κατά τόν σοφόν τῆς Νύσσης πρόεδρον, ἐπειδήπερ εἰς δύο πρόσωπα τό αἴτιον ἀναφέρεται. Καί πρός τούτῳ παρεστήσαμεν, ὡς, καθάπερ δύο τά αἰτιατά, ἐπειδήπερ τό αἰτιατόν ἐν δυσίν φασιν αὐτοί προσώποις.

8. Πρός δέ τούτοις, ἐπεί κατά τούς θεοσόφους θεολόγους, ὡς ὁ Υἱός ἐκ τοῦ Πατρός ἐστιν, οὕτω καί τό Πνεῦμα, πλήν τοῦ γεννητῶς τε καί ἐκπορευτῶς, εἰ ὁ Υἱός ἀμέσως καί οὐχί καί ἐκ τοῦ Πνεύματος, ἀλλ᾿ ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, καί τό Πνεῦμα ἐκ τοῦ Πατρός ἀμέσως, ἀλλ᾿ οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ.

9. Προσαπεδείξαμεν ὡς, ἐπεί καί νοῦς λέγεται Χριστοῦ τό Πνεῦμα, καθάπερ καί ἡμῶν ἑκάστου ὁ οἰκεῖος, κατά μέν τήν ἐνέργειαν αὐτοῦ ἐστι καί ἐξ αὐτοῦ, κατά δέ τήν ὑπόστασιν αὐτοῦ μέν ἐστι φυσικῶς, ἀλλ᾿ οὐκ ἐξ αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἐκ μόνου τοῦ Πατρός.

10. Πρός τούτῳ μή χάριτι, φύσει δέ εἶναι ἐκ Πατρός τό Πνεῦμα, ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ἔχειν τήν ὕπαρξιν ἐδείχθη.

11. Καί ἀπό τοῦ πάντα ἔχειν ἑκάτερον τά τοῦ Πατρός, ἄνευ τῆς ἀγεννησίας καί τῆς γεννήσεως κάι τῆς ἐκπορεύσεως κατά τούς θεολόγους.

12. Κἀντεῦθεν ἀναπεφήνασιν οἱ μέν Λατῖνοι προστιθέντες καί κατά διάνοιαν ἐν τῷ τῆς πίστεως συμβόλῳ˙ ἡμεῖς δέ  ἀναπεφήναμεν μηδέ κατά τόν ἔξω λόγον τῇ κατά τό θεῖον σύμβολον εὐσεβεῖ διανοίᾳ προστιθέντες.

13. Κατηγορήσαμεν τῶν Λατίνων ὡς ἐκεῖνα δογματιζόντων, ἐξ ὧν δύο ἀναφέρονται τοῦ ἑνός Πνεύματος ἀρχαί. Οἱ δέ μηδέν κωλύειν πρός τό μίαν εἶναι ταύτας ἔφησαν, ἐπειδήπερ ἡ μία ἐστίν ἐκ τῆς ἑτέρας˙ καί ἀπεδείχθησαν καί κατά τοῦτο βλασφημοῦντες.

14. Εἶτ᾿ αὖθις ἡμεῖς ἀναλαβόντες τόν περί τῆς ἀρχῆς λόγον, ἐδείξαμεν κατ᾿ οὐδέν τρόπον δύο εἶναι τοῦ ἑνός Πνεύματος ἀρχάς.

15. Παρεστήσαμεν ἐκ τοῦ τά κοινά Πατρί τε καί Υἱῷ, καί τῷ Πνεύματι κοινά εἶναι μαρτυρεῖσθαι, ὅτι οὐχί καί τοῦ Υἱοῦ τό ἐκπορεύειν˙ ἦν γάρ ἄν τοῦτο καί τοῦ Πνεύματος˙ ἐν ᾧ προσεξηλέγξαμεν αὐτούς, ἀδιάφορα τοῖς φυσικοῖς τά ὑποστατικά ποιοῦντας. Εἰ δέ τοῦτο, καί ταῖς προσκυνηταῖς ὑποστάσεσι τήν θείαν φύσιν.

16. Ἐκ τοῦ ἀσεβές εἶναι τήν δημιουργικῶς διά τοῦ Υἱοῦ τό εἶναι σχοῦσαν κτίσιν ἐκ τοῦ Υἱοῦ μή λέγειν, ἀλλά τήν δημιουργικήν ἰδιότητα μόνῳ διδόναι τῷ Πατρί, κατ᾿ ἀνάγκην ἀκολούθως συνηγάγομεν, ὡς, εἰ καί ἐκπορευτῶς τό Πνεῦμα δι᾿ Υἱοῦ τό εἶναι εἶχε, δυσσεβοῦς ἦν ἄν λέγειν, ὅτι Πνεῦμα ἐκ τοῦ Υἱοῦ οὐ λέγομεν καί ὡς ἡ ἐκπορευτική ἰδιότης μόνον τοῦ Πατρός ἐστιν. Ἐπεί δ᾿ οἱ τοῦθ᾿ οὕτω λέγοντες οὐκ εὐσεβεῖς μόνον, ἀλλά καί θεοφόροι, δυσσεβεῖς οὐκοῦν οἱ λέγοντες καί ἐξ Υἱοῦ τό Πνεῦμα.

17. Καί ὡς, εἰ δι᾿ Υἱοῦ τό Πνεῦμα, ὁμοῦ τε καί χωρίς ἑκάτερος Πατήρ ἄν λέγοιτο καί προβολεύς, ὡς καί ἐπί τῆς κτίσεως, ποιητής τε καί Πατήρ.

18. Ἐκ τοῦ πάντα ἔχειν θεολογεῖσθαι τόν Υἱόν τά τοῦ Πατρός ἄνευ τῆς αἰτίας, ἥτις οὐκ ἄν ἡ τῶν κτισμάτων εἴη, τοιγαροῦν ἡ τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματός ἐστιν, ἀπεδείξαμεν αὖθις οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα ἐκπορεύεσθαι.

19. Καί μάρτυρας παρηγάγομεν ἀπαγορεύοντας τήν λατινικήν προσθήκην.

20. Ἐδείξαμεν αὖθις ἐκ τοῦ μή τόν Υἱόν καί ἐκ τοῦ Πνεύματος ὑπάρχειν, ὅτι καί τό Πνεῦμα οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό εἶναι ἔχει.

21. Εἶτα, ἐκ τῶν ἀπηριθμημένων καί τεθεωρημένων τοῖς ἁγίοις ὀνομάτων τοῦ Υἱοῦ, παρεστήσαμεν ὡς οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα τό ἅγιόν ἐστι.

22. Πάλιν ἐκ τοῦ μή ἐκπορευτόν ἁπλῶς, ἀλλά τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευτόν ἴδιον εἶναι τοῦ θείου Πνεύματος, τούς θεολόγους μαρτυρεῖν παρεστήσαμεν ἐκ μόνου τοῦ Πατρός τό Πνεῦμα τό ἅγιον.

23. Καί ἀπό τοῦ ἕνωσιν Υἱοῦ καί Πνεύματος εἶναι τόν Πατέρα˙ ἡ γάρ τῶν ἄλλων ἑκατέρου μεσότης ἐν τοῖς ὀνόμασι κεῖται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου