Παρασκευή 4 Μαΐου 2018

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (84)

Συνέχεια από Σάββατο,10 Μαρτίου 2018
                                      
                                    PAUL FRIEDLȀNDER
                                                ΠΛΑΤΩΝ
                                           ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

                                    ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
                               ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                                 ΔΕΥΤΕΡΗ, ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                                           20.  ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ (2η συνέχεια)


Η αφήγηση, που οδηγεί στον κυρίως διάλογο, δεν ξεκινά απ’ το συμπόσιο του Αγάθωνα, αλλά απ’ τη διαδρομή τού Σωκράτη – όπως και στον «Πρωταγόρα» - προς τα εκεί. Στο «Συμπόσιο» του Ξενοφώντα βρίσκεται εξαρχής ανάμεσα στους καλεσμένους ο Σωκράτης. Ο Πλάτων όμως τον ‘αφήνει’ να πάη καθυστερημένος στη γιορτή. Εφ’ όσον θα του ‘δώση’ τελευταίον ανάμεσα στους ομιλητές τον λόγο, θέλει να τονίση εξαρχής και με έμφαση την παρουσία του. 
     Στην εισαγωγική αφήγηση είναι κατ’ αρχάς ο κοινωνικός άνθρωπος ο Σωκράτης, όπως θα φανή εξάλλου και στο μεγαλύτερο μέρος τού διαλόγου, για να γίνη κατόπιν, και σε συνειδητή αντίθεση προς το προηγούμενο, ο βυθισμένος στον εαυτό του στοχαστής. Ο ‘αστείος’ διάλογος με τον Αριστόδημο, που ξεκινά την αφήγηση, κορυφώνεται στη λέξη «ωραίος». «Γιατί έγινες τόσο ωραίος;» ρωτά ο Αριστόδημος. «Για να είμαι ωραίος πηγαίνοντας στον Ωραίο», απαντά ο Σωκράτης. Για να συνεχιστή μάλιστα αργότερα αυτό το ‘παιχνίδι’. Γιατί όταν φτάνη ο Αλκιβιάδης, κατηγορεί ζηλότυπα τον Σωκράτη ότι χρησιμοποίησε δόλο, για να καθίση δίπλα στον Ωραιότερο στο τραπέζι (213 C). Μήπως δεν είναι όμως ένα απλό ‘παιχνίδι’ αυτό; Έρως είναι «να γεννηθούμε στο ωραίο», «τόκος εν καλώ», θα διδάξη στην ‘κορύφωση’ τού διαλόγου η Διοτίμα. Για ν’ ακουστή έτσι ευθύς εξαρχής, με μια μορφή κοινωνικού αστείου, η πιο σημαντική λέξη, όπως ξεκινά άλλωστε και ο διάλογος περί ωραιότητος, ο «Ιππίας μείζων», με τις λέξεις: «ο ωραίος Ιππίας».
     Μήπως έχει όμως και ο συσχετισμός «ωραίος προς τον Ωραίο» ένα ιδιαίτερο νόημα; Υποδηλώνεται άραγες εδώ το ερώτημα του «Λύση», αν υφίσταται ανάμεσα σε όμοιους ή σε ανόμοιους η φιλία; Γιατί θα ήταν εξαιρετικά ειρωνική βέβαια εδώ μια τέτοια «ομοιότητα». Το ότι δεν αστοχούμε όμως και εντελώς, θα μας το διδάξη αμέσως ο πρώτος διάλογος ανάμεσα στον Σωκράτη και τον Αγάθωνα (175 C κ.ε.), εκείνος ο γεμάτος ειρωνία ‘αγώνας’ περί «σοφίας». Ενώ ενισχύει και ο ‘αστείος’ διάλογος με τον Αριστόδημο αυτήν την εντύπωση. Γίνεται ένα παιχνίδι με την παροιμία, ότι «πηγαίνει απρόσκλητος στο γεύμα τού ελάχιστου ο καλός». Την οποίαν τη βρίσκουμε ωστόσο αντεστραμμένη στον Όμηρο: ότι «πηγαίνει ο ελάχιστος στο γεύμα τού καλού». Για να την ξαναμεταστρέψουμε: «πηγαίνει (τελικά…) ο καλός στο γεύμα τού καλού». Και ‘φοβάται’ πράγματι να πάη, ως κατώτερος, στο γεύμα ενός «σοφού» ανθρώπου ο Αριστόδημος. Πρόκειται για το ίδιο, με διάφορες παραλλαγές, ερώτημα: το όμοιο στο όμοιο ή το ανόμοιο στο ανόμοιο; Ένα ερώτημα που θα ακουστή στο ίδιο το «Συμπόσιο», στους λόγους τού Ερυξίμαχου και του Αγάθωνα, και το οποίο το γνωρίζουμε ήδη, στην αναπόφευκτη σχέση του προς το ερώτημα της «φιλίας», απ’ τον «Λύση». Κι όταν θ’ ακουστή στο τέλος ο ομηρικός λόγος για τους «δυό που πηγαίνουν αντάμα» (σύν τε δύ’ ερχομένω), ας σκεφτούμε ότι αναφέρει αυτά ακριβώς τα λόγια, ξεκινώντας να μιλά για τη φιλία στα «Ηθικά Νικομάχεια» (VIII 2, 1155a 15) ο Αριστοτέλης, κι ότι πρόκειται πάντοτε για μορφές τής «δυαδικότητας» στον διάλογό μας: ο Σωκράτης κι ο Αριστόδημος τώρα, ο Σωκράτης κι ο Αγάθων κατόπιν, ο Σωκράτης κι ο Αλκιβιάδης στο τέλος. Είμαστε μάλιστα στο πρώτο εδώ σκαλί τής κλίμακας που αναπαριστά την ίδια και βασική σχέση.
     Μετά θα φανερωθή όμως στη μοναξιά του ο Σωκράτης, προπάντων απ’ τις ‘αντιδράσεις’ που προκαλεί, καθώς στέκεται βυθισμένος στον εαυτό του απ’ έξω, στη γιορτινή παρέα, αλλά και με την αυξανόμενη ‘αγωνία’ που προξενεί. Ο μοναχικός: έτσι θα παρουσιαστή άλλη μια φορά στον εγκωμιαστικό λόγο τού Αλκιβιάδη (220 CD). Και δεν είναι καθόλου συμπτωματικό, το ότι εμφανίζεται ακριβώς σ’ αυτόν τον διάλογο ως ο μοναχικός. Ο Ξενοφών θέλει να δείξη, με ποιον τρόπο ήξευρε και να αστειεύεται και να παίζη ο μεγάλος εκείνος άνδρας. Ο Πλάτων όμως βλέπει συνεχώς ολόκληρο τον Σωκράτη, και ‘πρέπει’ να δείξη, όσο περισσότερο τον παρουσιάζει ως κοινωνικό, και τη μοναξιά του. Για να μη μείνουμε ωστόσο σε ‘στενά’ βιογραφικά στοιχεία, ας διδαχθούμε απ’ τον Γιάσπερς, το πόσο ανήκει γενικά το «δίπολο μοναξιάς και επικοινωνίας» στην ουσία ή τη φύση τής ανθρώπινης ύπαρξης. Μόνο που εκδηλώνεται πολύ ισχυρότερα από οποιονδήποτε άλλον αυτό το ‘δίπολο’ στον Σωκράτη.
Όταν εισέρχεται τελικά ο Σωκράτης, θα ‘συνομιλήση’ για λίγο με τον οικοδεσπότη. Πρόκειται για μια ‘συζήτηση’ σχετικά με τη θέση που θα πάρη ανάμεσα στη συντροφιά ο νεοφερμένος, διεξάγεται όμως αμέσως και μια αψιμαχία περί γνώσεως, και πώς μπορεί η γνώση να μεταβιβασθή. Στην ‘αστεία’ δε παρομοίωση, ότι δεν κυλά απ’ το πιο γεμάτο στο πιο άδειο συγκοινωνούν δοχείο η γνώση, υποδηλώνεται μια βασική αρχή τής σωκρατικής παιδαγωγίας. Για να συγκριθούν ειρωνικά αναμεταξύ τους ο Αγάθων που γνωρίζει κι ο Σωκράτης που αγνοεί.

      Ένα σύντομο μέρος τού διαλόγου μάς συστήνει τούς ομιλητές τής γιορτής, για να μας οδηγήση κατόπιν στο θέμα τών λόγων τους, τον Έρωτα (Eros). Έχουμε ήδη ‘γνωρίσει’ τον Αγάθωνα και τον Σωκράτη. Και καθώς ξεκινά τώρα τελετουργικά το πραγματικό Συμπόσιο, είναι ο Παυσανίας που θα μιλήση πρώτος. Θυμόμαστε δε απ’ τον «Πρωταγόρα» (315 DE), ότι παρευρίσκεται εκεί, στο ακροατήριο του ‘σοφού’ Πρόδικου, αυτός ακριβώς ο Παυσανίας, ενώ κάθεται δίπλα του ένας εντυπωσιακά ωραίος νεανίας – «…νομίζω πως έχω ακούσει», λέει στο ‘περίπου’ ο Σωκράτης, «πως ονομάζεται Αγάθων, και δεν θα με εξέπληττε αν ήταν ο αγαπημένος τού Παυσανία». Κι αυτό συμβαίνει περίπου 15 χρόνια πριν το «Συμπόσιο». Είναι ωστόσο ο ίδιος Παυσανίας, που έχει τώρα στο σπίτι τού Αγάθωνα, μετά τον οικοδεσπότη τον πρώτο λόγο: έχει κρατήσει λοιπόν αυτή η φιλία. Τον Αριστοφάνη δεν χρειάζεται να τον συστήση κανείς: το ότι φιλοξενείται ο περιφημότερος των κωμωδών απ’ τον τραγικό ποιητή που γίνεται τώρα ακριβώς περίφημος το κατανοούμε και χωρίς να το πούμε, και μπορούμε να κοιτάξουμε από τώρα στο τέλος τού έργου (223 CD), όπου αντιστέκονται ακόμα οι δυό μόνον ποιητές στον Σωκράτη, ο οποίος και τους «υποχρεώνει να συνομολογήσουν…». Ονομάζονται ωστόσο, εκτός απ’ τον Αριστόδημο, που περιορίζεται να είναι αυτός που αποκαθιστά την αφήγηση, άλλοι δυό ‘φιλοξενούμενοι’: ο ιατρός Ερυξίμαχος κι ο Φαίδρος. Τους οποίους επίσης τούς θυμόμαστε απ’ τον «Πρωταγόρα» (315 C), όπου και παρακάθονταν στα πόδια τού ‘καθηγητού’ Ιππία, ενώ γινόταν τότε για θέματα φυσικής επιστήμης η συζήτηση. Στο οποίο και ‘αντιστοιχεί’ το ότι ξεκινά τώρα αμέσως με κάποιες επαγγελματικές γενικότητες για τον πλεονασμό τής οινοποσίας τον λόγο του ο Ερυξίμαχος, αλλά και το ότι είναι προφανώς φίλοι με τον Φαίδρο· καθώς «έχει μάθει να τον συμβουλεύεται, προπάντων σε ιατρικά θέματα» ο Φαίδρος, ενώ «έχει ακούσει συχνά» τον Φαίδρο «να μιλά γι’ αυτό και γι’ αυτό…» ο Ερυξίμαχος. Και έχουμε φτάσει έτσι και στο θέμα για το οποίο σήμερα θα μιλήσουν.
     Κανένας ποιητής δεν συνέθεσε μέχρι τώρα έναν έπαινο στον μεγάλον θεό ‘Ερωτα, και κανένας ρήτορας δεν τον εγκωμίασε· θα συμβή λοιπόν αυτό σήμερα! Στην «Αντιγόνη» και τον «Ιππόλυτο» απαγγέλλουν ωστόσο έναν παράφορον ύμνο στον Έρωτα οι χοροί, ενώ τον έχει πανηγυρίσει πολύ παλαιότερα ως τον «ισχυρότερον ανάμεσα στους θεούς» και ο ποιητής Αλκαίος. Κι όταν θα ‘καταγγείλη’ κατόπιν ο Αριστοφάνης (189 C), ότι δεν έχουν ανεγερθή ιερά σ’ αυτόν τον μεγάλον θεό, θα θυμηθούμε την εντελώς παρόμοια μομφή σ’ ένα χορικό τού Ευριπίδη: πως δεν απονέμουμε τιμές λατρείας στον Έρωτα. Αυτό που ‘απουσιάζει’ λοιπόν εδώ και ‘ενεργοποιεί’ τούς λόγους, δεν ακούγεται για πρώτη φορά ως μομφή. Και δεν ευσταθεί η κατηγορία, όπως το αποδεικνύει εκείνη η ποίηση, αλλά και το πανάρχαιο ιερό τού Έρωτα στις Θεσπιές, όπου και αφιερώνεται ακόμα και στον καιρό τού Πλάτωνα το άγαλμα του Έρωτα του Πραξιτέλη, αλλά και ο περίφημος από παλαιά βωμός μπροστά στην είσοδο ακριβώς τής Ακαδημίας. Και γνώριζε φυσικά καλύτερα απ’ ό,τι εμείς τούς τραγικούς ύμνους και τον βωμό ο Πλάτων· καθώς ‘αντηχεί’ εξάλλου η επιγραφή απ’ την εποχή τού Πεισίστρατου στον βωμό, απευθυνόμενη στον «πολυμήχανο Έρωτα», στα λόγια εδώ τής Διοτίμας (203 D 6). Αναμιγνύεται λοιπόν κάθε είδους ‘κοινωνική πολυλογία’ σ’ αυτά που έχουμε ακούσει μέχρι τώρα. Αλλά και πάλι: καθώς ακούμε τον Φαίδρο να κατηγορή, ότι «δεν τόλμησε κανείς μέχρι σήμερα να εξυμνήση αντάξια τον Έρωτα», είναι δυνατόν να μη σκεφτούμε τον ίδιον τον Πλάτωνα και το καινούργιο του τόλμημα;

Στον ‘πόλεμο’ των λόγων η προσοχή πέφτει κυρίως στον Σωκράτη. Ο Πλάτων τον τοποθετεί στο τέλος τής ‘τράπεζας’: «Θα δυσκολευτούμε περισσότερο εμείς που καθόμαστε στο τέλος τού τραπεζιού. Αν όμως έχουν μιλήσει με επάρκεια και καλώς οι προηγούμενοι, θα είναι και για μας αυτό αρκετό» (177 Ε). Το γνωρίζουμε άρα: ακούει με προσοχή, και θα πρέπη να ελέγξουμε, τί ‘αντέχει’ μπροστά του. Γιατί ‘δικαιούται’ οπωσδήποτε να εκτιμήση όλα αυτά που λένε οι προικισμένοι και ευφυείς αυτοί άνδρες ο Σωκράτης. Ενώ δεν επιτρέπεται και να τα θαυμάση άκριτα όλα όποιος τον ‘συμμερίζεται΄.

     Ας κοιτάξουμε ήδη τώρα εκ των προτέρων αυτά τα μικρά επεισόδια, στα οποία και αναδύεται κάθε φορά το υπόβαθρο της κοινωνικής ύπαρξης ανάμεσα στους μακρούς και άχρονους τρόπον τινά λόγους. Τον Αριστοφάνη, που θα μιλούσε τρίτος κανονικά, τον εμποδίζει ένας λόξυγγας. Κι αφού το συζητήσει λίγο με τον γιατρό (τον Ερυξίμαχο…), θα μιλήση ο γιατρός στη θέση τού ασθενούς. Δείξαμε ήδη προηγουμένως, πόσο σημαντικό είναι ως προς τον σκοπό τού διαλόγου, αυτό που μοιάζει ένα διασκεδαστικό κατ’ αρχάς παιχνίδι. ‘Παιχνίδι’ που συνεχίζεται και στον δεύτερο σύντομο διάλογο, ανάμεσα στους λόγους τών δύο ανδρών. Υπάρχει όμως και κάτι καινούργιο εδώ, που προετοιμάζει τον λόγο τού Αγάθωνα μετά τον λόγο τού Αριστοφάνη. Ή μήπως προετοιμάζει και τον λόγο τού Σωκράτη; Ο οποίος και ‘εξέρχεται’ απ’ τη σιωπή του ομολογώντας, πως τον απασχολεί έντονα τί θα απομείνη γι’ αυτόν, αφού θα έχουν μιλήσει όλοι οι άλλοι. Κατευθυνόμαστε άρα και πάλι προς τον σκοπό. Κι όταν ‘παρασύρη’ κατόπιν σ’ έναν διάλογο για τη σχέση ανάμεσα στους «πολλούς» και σ’ αυτούς «που γνωρίζουν» τον Αγάθωνα, και δεν μπορεί να ‘προχωρήση’ παραπέρα ο Αγάθων, και προειδοποιεί τον Αγάθωνα, διαφυλάσσοντας τον νόμο τής γιορτής, για τη διαλογική ‘αποπλάνηση’ (εκ μέρους…) του Σωκράτη ο Φαίδρος -, παρατηρούμε το πώς ‘εφορμά’ η διαλογική δύναμη ενάντια στην ακατάλληλη τελικά για την «αλήθεια» μορφή τών «μακρών λόγων», και αναρωτιόμαστε επίσης – ακριβώς όπως και προηγουμένως (175 C κ.ε.) - για το ποιος ανήκει στους πολλούς και ποιος στους σοφούς σ’ αυτόν τον ΄κύκλο’.
      Τον Φαίδρο τον γνωρίζουμε ως ακροατή τού Ιππία απ’ τον «Πρωταγόρα», και ως οπαδό τού Λυσία απ’ τον «Φαίδρο». Ο λόγος του ‘πανηγυρίζει’ κατ’ αρχάς την καταγωγή τού Έρωτα απ’ το αρχαιότερο θεїκό γένος, και τα χαρίσματα μετά τού Έρωτα στους ανθρώπους. Πρόκειται για ένα ρητορικό σχήμα τάξης, και δεν ακούγεται σίγουρα κάτι το ‘μοντέρνο’ σ’ αυτόν τον λόγο, καθώς αναφέρεται στους παλαιούς ποιητές και σοφούς ο Φαίδρος. Όχι μόνον  ΄διακοσμώντας’ με τον σχεδόν ξένον για την εποχή εκείνη έρωτα μεταξύ ανδρών την εποχή τών ηρώων, αλλά ασκώντας και στη διαμόρφωση των μύθων απ’ τον μεγάλον Αισχύλο την κριτική του διάθεση, ώστε να ταιριάξουν καλύτερα στο ίδιο το δικό του σύστημα. Ενώ ‘νεανικά’ ακούγεται επίσης το ‘αναμορφωτικό’ «Θα έπρεπε… και θα ώφειλε κανείς…» (178 Ε 3), με το οποίο  ‘ανασταίνει’ έναν ολόκληρο φανταστικό στρατό από εραστές ο ομιλητής. Τί να σημαίνη όμως για τη συνολική εννοιολογική συνάφεια, της οποίας και αποτελεί ένα μέρος, ο λόγος του;
      Ο Έρως ένας «μεγάλος θεός», μια κοσμο-δημιουργική και αρχέγονη δύναμη: δεν θα αλλάξουν τίποτα το ουσιαστικό σ’ αυτήν την εικόνα οι επόμενοι ομιλητές, μέχρι τον Αγάθωνα, που θα αντιπαραθέση τον ‘νεανικό’, εξίσου ισχυρό και τέλειο, σε κείνον τον κοσμογονικό (kosmogonisch) Έρωτα. Είναι απαραίτητες και οι δυό παραδεδομένες μυθικές εικόνες τού Έρωτα, ώστε να μπορέση να αποστασιοποιηθή απροσδόκητα απ’ αυτές το όραμα τής Διοτίμας: «Δεν είναι ένας μεγάλος θεός, αλλά ένας μεγάλος δαίμων (Dämon – ενδιάμεσος θεός…) ο Έρως».
      Αυτός ο Έρως που εγκωμιάζει ο Φαίδρος, είναι κυρίως κοσμογονικός, επιδρώντας όμως ταυτόχρονα βαθύτατα στην ανθρώπινη ύπαρξη. Κι είναι μόνον αυτός – ούτε η συγγένεια, ούτε ο πλούτοςπου οδηγεί στην ‘ωραία’ ζωή. Ντροπή για το άσχημο, πόθος για το ωραίο (επί τοίς καλοίς φιλοτιμίαν): αυτή είναι η επίδρασή του. Και δεν μπορεί χωρίς αυτόν ούτε η πολιτεία ούτε και κανένας να δημιουργήση ωραία έργα. Ο απαραίτητος δεσμός του με την ωραιότητα, που ακούγεται επανειλημμένα και ταυτόχρονα εδώ, οδηγεί ευθέως στον λόγο τής Διοτίμας. Και θα ομολογήση κατόπιν ο Αλκιβιάδης, ότι ντρέπεται μόνον μπροστά στον Σωκράτη για την ζωή του! Η αποφασιστική σημασία τού Έρωτα για τον άνθρωπο – τον άνθρωπο της πόλης, ελληνικά και πλατωνικά – δηλώνεται άμεσα: ‘γεννά’ την αρετή (Arete). Το οποίο προσδιορίζει επίσης τη διδασκαλία τής Διοτίμας, όπου και θα αποκτήση βέβαια πληρότητα και κατεύθυνση μέσα από ένα καινούργιο περιεχόμενο, που θα ‘διαπεράση’ (θα ‘διαποτίση’…) την παλαιά λέξη, την ώρα που επικρατεί σχεδόν εντελώς η προσωκρατική ενότητα αρετής και ανδρείας στον λόγο τού Φαίδρου – μια ενότητα, που ξεπεράσθηκε όμως ήδη στον «Λάχη».
      Για να κλείση με μυθικά παραδείγματα αυτός ο λόγος, που δοξάζουν, αποσαφηνίζοντας και εξυψώνοντας ταυτόχρονα μέσα απ’ το ηρωїκό παρελθόν τα όσα ειπώθηκαν, τον θυσιαστικό θάνατο του ενός ‘ερωτευμένου’ για τον άλλον. Μόνο που γίνεται μια –παράξενη για εμάς – διάκριση εδώ: Όταν θυσιάζεται ο αγαπώμενος για τον εραστή του, όπως ο Αχιλλέας (ο ωραιότερος όλων…) για τον Πάτροκλο, αυτό τιμάται υψηλότερα απ’ τους θεούς απ’ ό,τι το αντίστροφο. Κάτι που θα μπορούσαμε να το κατανοήσουμε με το ότι είναι σχεδόν ‘αυτονόητη’ για τον εραστή, που τον έχει ‘κυριεύσει’ το πάθος, μια τέτοια θυσία, ενώ δεν είναι ‘αυτονόητη’ για εκείνον που αποτελεί το ‘αντικείμενο’ του πάθους   (( Ίσως εδώ να ‘χαράζη’ ένα εκπληκτικό στοιχείο τής ανθρώπινης ελευθερίας, όπου ο αγαπώμενος θυσιάζει και την ζωή του για εκείνον που του χάρισε όλην του την ερωτική αγάπη και φροντίδα… Ίσως και ένας ύμνος ευχαριστίας… )) . Θεμελιώνεται δε ως εξής αυτό: είναι πιο θεїκός ο εραστής απ’ τον ερώμενο· γιατί είναι πλήρης θεότητος αυτός που εράται (θειότερον γάρ εραστής παιδικών· ένθεος γάρ εστι – 180 Β). Κάτι που ακούγεται με μεγάλην οξύνοια απ’ το στόμα τού Φαίδρου, και λίγο ‘παράδοξο’ αν σκεφτούμε τον (‘φίλο’ τού Φαίδρου…) Ερυξίμαχο, μέχρι να στρέψουμε όμως το βλέμμα μας προς τον σιωπηλό Σωκράτη! Γιατί είναι ο Σωκράτης ο μεγάλος εραστής! Τον οποίον και πλησιάζουν σπάνια βέβαια με τη ‘συμπάθεια’ (αγαπάν) που του αρμόζει οι νέοι. Στους οποίους και ‘ανταποδίδουν’ όμως, όταν το πράττουν, πολλά τα καλά οι θεοί! ‘Στοχεύει’ λοιπόν στον ένθεο Σωκράτη, χωρίς να το γνωρίζη ή και να το θέλη ο ομιλητής, το τέλος αυτού τού λόγου. Ή για να το πούμε διαφορετικά: είναι ο Σωκράτης ο ‘μαγνήτης’, που δίνει νόημα και κατεύθυνση σ’ αυτό που γενικώς εδώ λέγεται.
      Αν το αντιλαμβανόμαστε αυτό, μπορούμε και να αναρωτηθούμε, μήπως καλούμαστε να σκεφτούμε και προηγουμένως τον Σωκράτη, καθώς παρουσιάζει έναν φανταστικό στρατό εραστών, που «δεν θα εγκαταλείψουν ποτέ ο ένας τον άλλον», ο Φαίδρος. Εκεί που θα αφηγηθή μάλιστα αργότερα στο δικό του εγκώμιο, ότι ήταν ‘μαζί στη μάχη’ αυτός και ο Σωκράτης, ο Αλκιβιάδης, ακούγεται δυό φορές επί λέξει το «δεν θα εγκαταλείψω» (220 Ε 1. 221 Ε 5). Και μήπως καλούμαστε να σκεφτούμε ακόμα και στην αρχή τού μυθικού μέρους στον λόγο τού Φαίδρου πάλι τον Σωκράτη, όταν ακούμε πως μόνον οι (αληθινοί…) εραστές αποφασίζουν να πεθάνουν ο ένας για τον άλλον; Όπου και ακολουθούν παραδείγματα απ’ την περιοχή τού Μύθου: Ο Ορφέας, που δεν αποτόλμησε να πεθάνη «προς χάριν τού Έρωτα», εξαποστέλλεται, χωρίς να επιτύχη τον σκοπό του, ΄κενός’ απ’ τον Άδη. Βλέποντας ένα «φάσμα» (‘φάντασμα’…) και μόνο, χωρίς να του παραδοθή η ίδια του (αυτήν) η γυναίκα. Η Άλκηστη αντίθετα, που πέθανε (που δέχτηκε να πεθάνη στη θέση τού συζύγου της…) «λόγω τού Έρωτα», κι ο Αχιλλέας, που όχι μόνον πέθανε για κάποιον άλλον (υπεραποθανείν), αλλά πέθανε «ακολουθώντας» τον Πάτροκλο (επαποθανείν), θα τιμηθούν για τη θυσία τους αυτή απ’ τους θεούς. Το πόσο είναι δε σημαντικά αυτά τα μυθικά παραδείγματα, θα γίνη ακόμα πιο σαφές στον λόγο τού Σωκράτη, όπου και θα εγκωμιαστούν ονομαστικά οι ίδιοι ήρωες και ο θυσιαστικός τους θάνατος απ’ τη Διοτίμα (208 D). Ακούγεται ήδη έντονα η ηρακλείτια ‘ένταση’ ή και ‘δύναμη’ ανάμεσα στον έρωτα και τον θάνατο   (( Για μιαν ζωή πέρα κι απ’ αυτήν εδώ την ζωή ή τον βίο… )) . Θα ήταν άραγες υπερβολή, να συναριθμήσουμε και τον Σωκράτη σ’ αυτούς τούς ήρωες; Σίγουρα όχι, εφ’ όσον εγκωμιάζει κι ο ίδιος τον Αχιλλέα ως το ηρωїκό του πρότυπο στην «Απολογία» (28 CD). Και μήπως δεν είναι ακριβώς ο Σωκράτης που «τόλμησε», και «πέτυχε τον σκοπό του»; Μήπως δεν είδε αυτός τα «ίδια» τα πράγματα αντί για τις «σκιές» τους; Και μήπως δεν πέθανε «προς χάριν τού Έρωτα» - «για τους άλλους»;

       ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου