του Χρήστου Γιανναρά
Γράφει η Κλαρίσε Λισπέκτορ, μεγάλο όνομα του 20ού αιώνα στην τέχνη του μυθιστορήματος – αντιγράφω από το βιβλίο της «Τα κατά Α.Γ. πάθη» (εκδόσεις Αντίποδες, σε μετάφραση του Μάριου Χατζηπροκοπίου):
«Πάντα έδειχνα να προτιμώ την παρωδία, μου ήταν χρήσιμη. Το να μιμούμαι τη ζωή ενδεχομένως μου έδινε σιγουριά, ακριβώς επειδή η ζωή ως μίμηση δεν ήταν η δική μου ζωή, επομένως ούτε και δική μου ευθύνη. Η απομίμηση της ζωής μού χάριζε μιαν ανάλαφρη γενικευμένη ευχαρίστηση, που ίσως να πήγαζε από το γεγονός ότι ο κόσμος δεν ταυτιζόταν με το εγώ μου, δεν ήμουν εγώ ο κόσμος, ήταν έξω από μένα και μπορούσα να τον απολαύσω. Ετσι έκανα και με τους άντρες, τους κατακτούσα χωρίς να τους ταυτίζω με το εγώ μου, μπορούσα επομένως να τους θαυμάζω και να τους αγαπώ, όπως αγαπάει κανείς ειλικρινά μιαν ιδέα: δίχως εγωισμούς. Αφού δεν ήταν δικοί μου, ποτέ δεν τους βασάνισα.
Ακριβώς όπως αγαπάμε μιαν ιδέα… Αντιμετωπίζω τον κόσμο όπως είναι: Δεν είναι το εγώ μου ούτε δικός μου. Και το εγώ μου, χάρη στη μίμηση της ζωής, ήταν σαν να μην είμαι εγώ, κάτι πιο ευρύχωρο από το να είμαι εγώ – μια ανύπαρκτη ζωή με κυριαρχούσε ολόκληρη και με μονοπωλούσε, όπως μια επινόηση».
Σκέφτομαι, πως αν η Αναγέννηση, ο Διαφωτισμός, η Νεωτερικότητα δεν ήταν εποχή, αλλά μια έλλογη αυτοσυνείδητη ύπαρξη, ένας «κοινωνικός μεταρρυθμιστής», θα δήλωνε την ταυτότητά του με τα παραπάνω λόγια της Κλαρίσε Λισπέκτορ. Θα μπορούσε ο κάθε αναγνώστης να βεβαιώσει του λόγου μου το ασφαλές, συμπεραίνοντας τον γενικό αφορισμό από μιαν ελάχιστη λεπτομερειακή παρατήρηση: Σε επόμενη έξοδό του στους δρόμους της Αθήνας η όποιου άλλου αστικού κέντρου, τώρα το κατακαλόκαιρο, να παρατηρήσει ο καθένας ψύχραιμα τις αμφιέσεις (ή ελαχιστοποιημένες περιστολές της γυμνότητας) ολόγυρά του.
Αν καταφέρουμε να μηδενίσουμε το «κοντέρ» των ηθικιστικών ή ευαγωγίας αντανακλαστικών μας, θα υποθέσουμε με ψυχραιμία δύο ενδεχόμενα εξίσου πιθανά: Ή το απλοϊκό, μη ρεαλιστικό ενδεχόμενο ότι ο θηλυκός πληθυσμός της χώρας, νεαρής και μέσης ηλικίας, κυκλοφορεί εκτός σπιτιού μόνο για να επιδείξει σκόπιμα όσα σωματικά του προσόντα είναι ικανά να εξάψουν τις αρσενικές ορέξεις. Ή ότι έχουν απλώς εγκαταλειφθεί στην εποχική («πολιτισμική») παρωδία, όπως τη σκιαγραφεί η Κλαρίσε Λισπέκτορ: Με πρόσχημα τον γενικό κανόνα («αυτό φοριέται σήμερα») απομιμούνται μια ζωή που δεν είναι δική τους, ούτε ευθύνη τους ούτε ο κόσμος τους, ούτε η ποθούμενη ίσως απόλαυσή τους. Εκδέχονται τη ζωή σαν μια επινόηση, «ακριβώς όπως αγαπάμε μια ιδέα».
Περιφέρουν το εγώ τους σεξουαλικά αποδεσμευμένο από την κοινωνική σύμβαση, αλλά ως αδίστακτη πρόκληση, προκειμένου να εισπράττει (το εγώ τους) την ένταση των ορέξεων του περίγυρου σαν ναρκισσιστική ηδονή. Σοφά είχε διαγνώσει ο Νίτσε ότι: «ξέρει καλά η σκύλα η ηδυπάθεια, να ζητιανεύει ένα κομμάτι πνεύμα, όταν της αρνούνται ένα κομμάτι κρέας». Ο ίδιος μάς βεβαίωσε, επίσης χωρίς επιφυλάξεις, ότι «στον αληθινό έρωτα η ψυχή σκεπάζει το σώμα». Δεν το σκεπάζει από ντροπή («η αγάπη ου γινώσκει την αιδώ») ούτε το εξιδανικεύει με την κρυφιότητα. Το «σκεπάζει» θα πει: χαρίζει ο αληθινός έρωτας στο αγαπημένο κορμί τη μοναδικότητα (ανομοιότητα, ενεργό ετερότητα) που μόνο η «ψυχή» αναγνωρίζει σε ένα μουσικό κομμάτι ή σε ζωγραφικό πίνακα – σε κάθε ενεργούμενη «προσωπική» ετερότητα.
Οποια «καλλονή» κι αν ποθήσει ένας άνδρας, είναι σίγουρο ότι κάποτε θα συναντήσει κάποιο συγκριτικά γοητευτικότερο βλέμμα, πιο κρουστά στήθη, πιο καλλίγραμμα πόδια. Μόνο αν του χαριστεί ο έρωτας θα ανακαλύψει, τι σημαίνει μοναδικό και ανεπανάληπτο βλέμμα, απαρόμοιαστη σωματική ομορφιά. Αν ο θεσμός του γάμου (που «οι ρίζες του χάνονται στα βάθη της προϊστορίας» – Καστοριάδης) φθίνει σήμερα, σαν είδος που απειλείται με εξαφάνιση, είναι γιατί οι άνθρωποι ξεμάθαμε τη σχέση, την αυθυπέρβαση, την αυτοπροσφορά, δηλαδή τον έρωτα. Λειτουργούμε πια μόνο με το «ατομικό δικαίωμα», τη σύμβαση, τη νομική κατασφάλιση της εγωτικής βουλιμίας.
Σε αλλοτινούς, κοινωνιοκεντρικούς πολιτισμούς, όπως ο ελληνικός, ο έρωτας ήταν η οδός για τη γνώση της ετερότητας, τη συναρπαγή της μοναδικότητας. Στον σημερινό, ατομοκεντρικό τρόπο ή πολιτισμό, η γνώση είναι μόνο πληροφόρηση και καθόλου σχέση, καθόλου μετοχή. Τον έφηβο τον χειραγωγεί στον «έρωτα» η πορνογραφία, το Διαδίκτυο. Η εμπειρία είναι μόνο «επινόηση», μια «μίμηση της ζωής», όπως είπε η Κλαρίσε Λισπέκτορ. Αντί για «συγκλήρωσιν βίου παντός», παγιώνεται η αυτονόητη εναλλαγή «συντρόφων» με συμπτωματική («κατά λάθος») τη γέννηση παιδιών. Ωσπου να βυθιστούν οι άνθρωποι στην ανήκεστη μοναξιά των γηρατειών, τρόφιμοι κάποιου ακριβοπληρωμένου καταθλιπτικού ιδρύματος ή όποιας έμμισθης φροντίδας.
Τον ανέραστο σημερινό πολιτισμό μας τον οικοδόμησαν πολλοί καλοθελητές: Οι τάχα και Χριστιανοί, που ταύτισαν την αγάπη με τη χρησιμοθηρική «φιλαλληλία», τον «αλτρουισμό», την αξιομισθία της «αλληλεγγύης». Οι τάχα και πολιτικοί, που ταύτισαν την υπουργία των κοινών αναγκών με την ψυχοπαθολογική εξουσιολαγνεία. Οι νάρκισσοι καλλιτέχνες. Οι συνδικαλιστές δάσκαλοι. «Διότι ένας κόσμος ολοζώντανος έχει τη δύναμη μιας κόλασης», συμπεραίνει η Κλαρίσε.
http://www.kathimerini.gr/authors/xrhstos-giannaras
Γράφει η Κλαρίσε Λισπέκτορ, μεγάλο όνομα του 20ού αιώνα στην τέχνη του μυθιστορήματος – αντιγράφω από το βιβλίο της «Τα κατά Α.Γ. πάθη» (εκδόσεις Αντίποδες, σε μετάφραση του Μάριου Χατζηπροκοπίου):
«Πάντα έδειχνα να προτιμώ την παρωδία, μου ήταν χρήσιμη. Το να μιμούμαι τη ζωή ενδεχομένως μου έδινε σιγουριά, ακριβώς επειδή η ζωή ως μίμηση δεν ήταν η δική μου ζωή, επομένως ούτε και δική μου ευθύνη. Η απομίμηση της ζωής μού χάριζε μιαν ανάλαφρη γενικευμένη ευχαρίστηση, που ίσως να πήγαζε από το γεγονός ότι ο κόσμος δεν ταυτιζόταν με το εγώ μου, δεν ήμουν εγώ ο κόσμος, ήταν έξω από μένα και μπορούσα να τον απολαύσω. Ετσι έκανα και με τους άντρες, τους κατακτούσα χωρίς να τους ταυτίζω με το εγώ μου, μπορούσα επομένως να τους θαυμάζω και να τους αγαπώ, όπως αγαπάει κανείς ειλικρινά μιαν ιδέα: δίχως εγωισμούς. Αφού δεν ήταν δικοί μου, ποτέ δεν τους βασάνισα.
Ακριβώς όπως αγαπάμε μιαν ιδέα… Αντιμετωπίζω τον κόσμο όπως είναι: Δεν είναι το εγώ μου ούτε δικός μου. Και το εγώ μου, χάρη στη μίμηση της ζωής, ήταν σαν να μην είμαι εγώ, κάτι πιο ευρύχωρο από το να είμαι εγώ – μια ανύπαρκτη ζωή με κυριαρχούσε ολόκληρη και με μονοπωλούσε, όπως μια επινόηση».
Σκέφτομαι, πως αν η Αναγέννηση, ο Διαφωτισμός, η Νεωτερικότητα δεν ήταν εποχή, αλλά μια έλλογη αυτοσυνείδητη ύπαρξη, ένας «κοινωνικός μεταρρυθμιστής», θα δήλωνε την ταυτότητά του με τα παραπάνω λόγια της Κλαρίσε Λισπέκτορ. Θα μπορούσε ο κάθε αναγνώστης να βεβαιώσει του λόγου μου το ασφαλές, συμπεραίνοντας τον γενικό αφορισμό από μιαν ελάχιστη λεπτομερειακή παρατήρηση: Σε επόμενη έξοδό του στους δρόμους της Αθήνας η όποιου άλλου αστικού κέντρου, τώρα το κατακαλόκαιρο, να παρατηρήσει ο καθένας ψύχραιμα τις αμφιέσεις (ή ελαχιστοποιημένες περιστολές της γυμνότητας) ολόγυρά του.
Αν καταφέρουμε να μηδενίσουμε το «κοντέρ» των ηθικιστικών ή ευαγωγίας αντανακλαστικών μας, θα υποθέσουμε με ψυχραιμία δύο ενδεχόμενα εξίσου πιθανά: Ή το απλοϊκό, μη ρεαλιστικό ενδεχόμενο ότι ο θηλυκός πληθυσμός της χώρας, νεαρής και μέσης ηλικίας, κυκλοφορεί εκτός σπιτιού μόνο για να επιδείξει σκόπιμα όσα σωματικά του προσόντα είναι ικανά να εξάψουν τις αρσενικές ορέξεις. Ή ότι έχουν απλώς εγκαταλειφθεί στην εποχική («πολιτισμική») παρωδία, όπως τη σκιαγραφεί η Κλαρίσε Λισπέκτορ: Με πρόσχημα τον γενικό κανόνα («αυτό φοριέται σήμερα») απομιμούνται μια ζωή που δεν είναι δική τους, ούτε ευθύνη τους ούτε ο κόσμος τους, ούτε η ποθούμενη ίσως απόλαυσή τους. Εκδέχονται τη ζωή σαν μια επινόηση, «ακριβώς όπως αγαπάμε μια ιδέα».
Περιφέρουν το εγώ τους σεξουαλικά αποδεσμευμένο από την κοινωνική σύμβαση, αλλά ως αδίστακτη πρόκληση, προκειμένου να εισπράττει (το εγώ τους) την ένταση των ορέξεων του περίγυρου σαν ναρκισσιστική ηδονή. Σοφά είχε διαγνώσει ο Νίτσε ότι: «ξέρει καλά η σκύλα η ηδυπάθεια, να ζητιανεύει ένα κομμάτι πνεύμα, όταν της αρνούνται ένα κομμάτι κρέας». Ο ίδιος μάς βεβαίωσε, επίσης χωρίς επιφυλάξεις, ότι «στον αληθινό έρωτα η ψυχή σκεπάζει το σώμα». Δεν το σκεπάζει από ντροπή («η αγάπη ου γινώσκει την αιδώ») ούτε το εξιδανικεύει με την κρυφιότητα. Το «σκεπάζει» θα πει: χαρίζει ο αληθινός έρωτας στο αγαπημένο κορμί τη μοναδικότητα (ανομοιότητα, ενεργό ετερότητα) που μόνο η «ψυχή» αναγνωρίζει σε ένα μουσικό κομμάτι ή σε ζωγραφικό πίνακα – σε κάθε ενεργούμενη «προσωπική» ετερότητα.
Οποια «καλλονή» κι αν ποθήσει ένας άνδρας, είναι σίγουρο ότι κάποτε θα συναντήσει κάποιο συγκριτικά γοητευτικότερο βλέμμα, πιο κρουστά στήθη, πιο καλλίγραμμα πόδια. Μόνο αν του χαριστεί ο έρωτας θα ανακαλύψει, τι σημαίνει μοναδικό και ανεπανάληπτο βλέμμα, απαρόμοιαστη σωματική ομορφιά. Αν ο θεσμός του γάμου (που «οι ρίζες του χάνονται στα βάθη της προϊστορίας» – Καστοριάδης) φθίνει σήμερα, σαν είδος που απειλείται με εξαφάνιση, είναι γιατί οι άνθρωποι ξεμάθαμε τη σχέση, την αυθυπέρβαση, την αυτοπροσφορά, δηλαδή τον έρωτα. Λειτουργούμε πια μόνο με το «ατομικό δικαίωμα», τη σύμβαση, τη νομική κατασφάλιση της εγωτικής βουλιμίας.
Σε αλλοτινούς, κοινωνιοκεντρικούς πολιτισμούς, όπως ο ελληνικός, ο έρωτας ήταν η οδός για τη γνώση της ετερότητας, τη συναρπαγή της μοναδικότητας. Στον σημερινό, ατομοκεντρικό τρόπο ή πολιτισμό, η γνώση είναι μόνο πληροφόρηση και καθόλου σχέση, καθόλου μετοχή. Τον έφηβο τον χειραγωγεί στον «έρωτα» η πορνογραφία, το Διαδίκτυο. Η εμπειρία είναι μόνο «επινόηση», μια «μίμηση της ζωής», όπως είπε η Κλαρίσε Λισπέκτορ. Αντί για «συγκλήρωσιν βίου παντός», παγιώνεται η αυτονόητη εναλλαγή «συντρόφων» με συμπτωματική («κατά λάθος») τη γέννηση παιδιών. Ωσπου να βυθιστούν οι άνθρωποι στην ανήκεστη μοναξιά των γηρατειών, τρόφιμοι κάποιου ακριβοπληρωμένου καταθλιπτικού ιδρύματος ή όποιας έμμισθης φροντίδας.
Τον ανέραστο σημερινό πολιτισμό μας τον οικοδόμησαν πολλοί καλοθελητές: Οι τάχα και Χριστιανοί, που ταύτισαν την αγάπη με τη χρησιμοθηρική «φιλαλληλία», τον «αλτρουισμό», την αξιομισθία της «αλληλεγγύης». Οι τάχα και πολιτικοί, που ταύτισαν την υπουργία των κοινών αναγκών με την ψυχοπαθολογική εξουσιολαγνεία. Οι νάρκισσοι καλλιτέχνες. Οι συνδικαλιστές δάσκαλοι. «Διότι ένας κόσμος ολοζώντανος έχει τη δύναμη μιας κόλασης», συμπεραίνει η Κλαρίσε.
http://www.kathimerini.gr/authors/xrhstos-giannaras
Το κακό με την ενδυμασία έχει παραγίνει. Έχει ξεπεράσει και τον νόμο περί δημοσίας αιδούς. Μεταξύ των άλλων δείχνει αμορφωσιά, μη καλλιέργεια, ξετσιπωσιά. Αυτό δε που εκπλήσσει είναι η αναισθησία των γονιών που επιτρέπουν στις κόρες τους να κυκλοφορούν έτσι. Αναισθησία πλήρης. Εκτός των θεμάτων ηθικής, ευπρέπειας, καλλιέργειας κλπ , πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η συνήθεια από μέρους των γυναικών είναι και ένα είδος ευνουχισμού για τους άνδρες. Αλλά να μου πείτε τι γράφω, πλέον μιλάμε για νεκρωμένους εγκεφάλους.
ΑπάντησηΔιαγραφή