Υπάρχει ο ρεαλισμός των αναγκών, υπάρχουν και οι ψευδαισθήσεις των εντυπώσεων. Κάποτε οι άνθρωποι πίστευαν (και είναι πολλά τα τεκμήρια γι’ αυτή την πίστη) ότι ο ρεαλισμός των αναγκών είναι το μεδούλι της κοινωνικής δυναμικής. Η επάρκεια της τροφής, το ρούχο της ένδυσης, η στέγη, το γιατροπόρεμα, ήταν απαιτήσεις που δεν ξεγελιόντουσαν με ψευδαισθητικές «εντυπώσεις». Σήμερα ξεγελιούνται.
Μοιάζει πάντως φυλαγμένο (και δυσερμήνευτο) ένα «αποθεματικό αντοχής» στην ψυχή της ελλαδικής φτωχολογιάς και στο ερμάρι της, που εμποδίζει την ένδεια να εξελιχθεί σε λιμοκτονία. Είναι άραγε μια συνετή πονηριά άμυνας του πολίτη απέναντι στο διεφθαρμένο και δόλιο «κρατικό» μόρφωμα της κομματοκρατίας; Είναι η «ελεγχόμενη ένδεια» ένα στρατηγικό τέχνασμα των «Αγορών», προκειμένου να πειθαρχήσουν κάποιες κοινωνίες σε «άνωθεν» προγραμματισμό της οικονομίας τους; Μήπως «σκοτεινές δυνάμεις» θέλουν να «εκπροτεσταντίσουν» την ελλαδική μας τάχα και «Ορθοδοξία», να τη μεταλλάξουν σε αγαθοεργό προσκοπισμό («όλοι μαζί μπορούμε»), να την υποτάξουν στη λογική και στις πρακτικές της διαφήμισης;
Και τα τρία παραπάνω ενδεχόμενα μοιάζουν διανοητικά σχήματα, δύσκολα συνταιριάζονται με την τελματώδη αδράνεια και άκρα παθητικότητα της ελλαδικής κοινωνίας. Δεν χρειάζονται ούτε έξωθεν επιβουλές ούτε ένδοθεν στρατηγήματα: αυτή η κοινωνία έχει πια παραιτηθεί από κάθε αντίσταση στον ιστορικό αφανισμό της. Δέκα ολόκληρα χρόνια η ανεργία την απονεκρώνει, το παραγωγικότερο και πιο προσοντούχο τμήμα του πληθυσμού μεταναστεύει, η χώρα συντηρείται υπό καθεστώς ολοκληρωτικής επιτρόπευσης, εξευτελιστικής. Εχει υποθηκευτεί, για εκατό χρόνια, κάθε στοιχείο κοινωνικής περιουσίας: λιμάνια, αεροδρόμια, οδικό δίκτυο, τρένα, ηλεκτροδότηση, αρχαιολογικοί χώροι, το φυσικό κάλλος της γης και των ακτών. Δέκα χρόνια τώρα, με τις Τράπεζες δίχως δανειοδοτική δυνατότητα για την ανάκαμψη, πουλημένες κι αυτές σε άγνωστους ιδιοκτήτες.
Ωστόσο, παρά την εξόφθαλμη καταστροφή, τον έσχατο εξευτελισμό και την ανελπιστία, η ελλαδική κοινωνία συνεχίζει να ανέχεται σαν εξουσία, μοιρολατρικά και με βοσκηματώδη παθητικότητα, τον εμπαιγμό της από την κομματική ιδιοτέλεια. Πρόκειται για τυπικό φαινόμενο εθελοδουλείας και δεν αφορά μόνο στα χαμηλής εκπαιδευτικής καλλιέργειας κοινωνικά στρώματα. Την απορία για την τελματώδη αδράνεια την προκαλεί, κυρίως, η «ηγέτιδα τάξη»: Σκεφθείτε: πόσοι πρόεδροι Ανώτατων Δικαστηρίων κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Πόσοι στρατηγοί, πανεπιστημιακοί, πόσοι έντιμοι δημοσιογράφοι, κληρικοί, καλλιτέχνες.
Μια σοβαρή διερεύνηση της παραλυτικής αδράνειας απαιτεί μεθοδικές καταμετρήσεις, στατιστικές συγκρίσεις, απροκατάληπτους μελετητές και (το δυσκολότερο) αμερόληπτη κρίση. Μια επιφυλλίδα μόνο στον τονισμό της ανάγκης μπορεί να επιμείνει. Ισως και στην κατάδειξη των δυσκολιών. Για παράδειγμα:
Κάποτε κυκλοφορούσε, σαν εμπειρικό στιγμιότυπο, ή «ανέκδοτο», η ειλικρίνεια του κνίτη που καυχόταν για τη στράτευσή του ομολογώντας: «εγώ δεν σκέφτομαι, σκέφτεται ο καθοδηγητής μου για μένα»! Αυτή ακριβώς είναι η σχέση όλων μας με την τηλεόραση σήμερα: σκέφτεται αυτή για μας.
Εμείς νομίζουμε ότι την ανοίγουμε για να προσλάβουμε «πληροφορία». Οτι είμαστε «ελεύθεροι» να επιλέξουμε όποιο κανάλι (πληροφοριοδότη) θέλουμε. Ομως, κατά κανόνα, δεν επιλέγουμε πληροφορία, επιλέγουμε (ασυνείδητα) ταύτιση – όπως συμβαίνει και με την ποδοσφαιρική ομάδα που υποστηρίζουμε, με το κόμμα που ενεργά προτιμάμε, με το «σούπερ μάρκετ» που «μας έχει βολέψει».
Για την «πληροφόρησή» μας δεν επιλέγουμε γενικώς «κανάλι», αλλά εκφωνητή, σχολιαστή, διευθυντή ειδήσεων (έστω και αν τον αγνοούμε). Ταυτιζόμαστε με συγκεκριμένη οπτική της πραγματικότητας, με απόψεις που δεν θα τις εκφέραμε ποτέ ως δικές μας, αλλά μας ενδιαφέρει να τις προβάλλουμε σαν «εγκυρότατες» λόγω της «αξιοπιστίας» του καναλιού. Λειτουργεί μια τυπική περίπτωση «σύγχυσης» του πραγματικού με το επιθυμητό και του επιθυμητού με το φαντασιώδες.
Καθόλου τυχαία η τάχα και πολιτική ηγεσία διαπλέκεται αδιάρρηκτα με τα τηλεοπτικά κανάλια. Διότι η ανάθεση της εξουσίας δεν γίνεται πια με τη λαϊκή εντολή, αλλά μόνο με τις εξαιρετικά προηγμένες τεχνικές της τηλεοπτικής εικονικής πραγματικότητας, τεχνικές που ποδηγετούν προδιαγεγραμμένα τον τηλεθεατή στην ασυνείδητη ταύτιση με φαντασιωσικό ηγετικό αναπλήρωμα της μειονεξίας του.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παραμένει ο μόνος συνταγματικός θεσμός επιφορτισμένος με την ευθύνη «προστασίας του πολιτεύματος». Η κομματοκρατία τον έχει μετασκευάσει σε γραφική, ακίνδυνη μαριονέτα, διακοσμητική της αθλιότητας των συμφερόντων της. Τη μεγάλη του όμως ευθύνη τη διατηρεί. Θα περνούσε ανεξίτηλα στην Ιστορία, αν με Προεδρικό Διάταγμα επέβαλλε τον συνεπή αποκλεισμό της τηλεόρασης από την προεκλογική κομματική διαμάχη. Δύο μήνες χωρίς καν τηλεοπτικά Δελτία Ειδήσεων. Να αποκτήσει ξανά την πρώτη πολιτική σημασία ο προφορικός και γραπτός λόγος, η άμεση επαφή του κομματικού κουκλοθέατρου με το καμίνι της λαϊκής αγανάκτησης. Είναι μικρή φιλοδοξία για έναν Πρόεδρο της Δημοκρατίας, έστω και χρισμένον από την κομματοκρατία;
Ολόκληρο άρθρο και δεν μας είπε το βασικό: υπάρχει πολιτικός σχηματισμός που αξίζει να τον ψηφίσουν οι Έλληνες, με ανοιχτές ή κλειστές τηλεοράσεις;
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάντως υπάρχει μία καλή ιδέα, για το πως μπορούν οι ψηφοφόροι να προκαλέσουν πραξικόπημα: να ψηφίσουν Χρυσή Αυγή ή Σώρρα ή ΚΚΕ, οπότε , ε, τι στο καλό, τότε ο στρατός θα κινηθεί. Χε,Χε, Χε, Αχ τι έχουμε να δούμε σε αυτές τις εκλογές...