Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

Ο Έρως και η Δύση - Ιζόλδη ή η «κυρία Τριστάνου»

Άρης Μαραγκόπουλος
 
Ο ανικανοποίητος, παθιασμένος και ανήμερος έρωτας είναι στη φύση του ανθρώπινου είδους ή επίκτητος και πιθανότατα επίπλαστος; Ενα κλασικό βιβλίο για τον έρωτα στη Δύση δοκιμάζει τις βεβαιότητές μας.
Amors par force vos demeine! Combien durra vostre folie?  Trop avez men ­ ceste vie*
(Τριστάνος και Ιζόλδη, παραλλαγή του Μπερούλ, 12ος αι.)
 
Το βιβλίο του Ντενί ντε Ρουζμόν Ο Ερως και η Δύση (L' amour et l' Occident) πρωτοεκδόθηκε το 1939, επανεκδόθηκε αναθεωρημένο στα 1956 (ύστερα από σύσταση του ποιητή Τ. Σ. Ελιοτ, άγγλου εκδότη του βιβλίου) με φανερά επάνω του τα ίχνη του Παγκοσμίου Πολέμου και κατέληξε σε μια οριστική έκδοση στα 1972, από την οποία έγινε και η μετάφραση της Ινδίκτου. Ο τίτλος του μπορεί να παραπλανήσει τον αναγνώστη. Αν και δεν πρόκειται για μια λογοτεχνική «διατριβή» σαν τη γνωστή του Σταντάλ (Περί Ερωτος), ωστόσο έχει δύο κοινά στοιχεία με εκείνην. Πρώτον, την περίφημη φράση που χρησιμοποιεί ο Σταντάλ στον (δεύτερο) πρόλογο του βιβλίου του: «Υπήρξατε στη ζωή σας έξι μήνες δυστυχισμένος από έρωτα;, θα έλεγα σε κάποιον που θα ήθελε να διαβάσει αυτό το βιβλίο» μπορούμε με την ίδια σκοπιμότητα να απευθύνουμε και στον μελλοντικό αναγνώστη τού Ο Ερως και η Δύση. Δεύτερο κοινό στοιχείο, η εξαντλητική παράθεση και στα δύο βιβλία «παραδειγμάτων» μιας ερωτικής λογοτεχνίας που ανατρέχει σε όλη τη δυτική παράδοση του ρομάντζου.
Ωστόσο το βιβλίο του Ρουζμόν προειδοποιεί από τις πρώτες σελίδες τον αναγνώστη για την ηθική που υπερασπίζεται: «Κεντρικός μου στόχος είναι να περιγράψω την αναγκαία σύγκρουση πάθους και γάμου στη Δύση. (...) Αν θέλει να επιζήσει ο πολιτισμός μας, θα πρέπει να επιτελέσει μια μεγάλη επανάσταση: να αναγνωρίσει ότι ο γάμος, από τον οποίον εξαρτάται η κοινωνική του δομή, είναι κάτι σοβαρότερο από τον έρωτα που ο πολιτισμός αυτός καλλιεργεί και απαιτεί άλλα θεμέλια από ένα γερό πυρετό» (σελ. 12).
 
Αυτός ο προγραμματικός στόχος έχει μια περιπετειώδη ερευνητική ανέλιξη στο βιβλίο. Αφετηρία του είναι το αυταπόδεικτο αξίωμα ότι ο ευτυχισμένος έρωτας δεν έχει ιστορία, ότι μυθιστόρημα δίχως κακότυχο αμοιβαίο έρωτα, δίχως μοιχείες, απιστίες κλπ. δεν έχει νόημα για κανέναν αναγνώστη της δυτικής λογοτεχνικής παράδοσης. Ο έρωτας ως προσφιλής οδός οδύνης και πάθους, ως «ανεξήγητη» ασκητική (σελ. 64) του δυτικού ανθρώπου, από το amabam amare του ιερού Αυγουστίνου ως τον ρομαντισμό και το κλασικό μυθιστόρημα, ο έρωτας όπου το άγριο (και άκρως εγωιστικό) πάθος υπερβαίνει τον πόθο επιζητώντας μετά μανίας το έσχατο όριό του, τον θάνατο, δεσπόζει στο συλλογικό ασυνείδητο της Δύσης.
 
Ο Ρουζμόν εντοπίζει τις πολιτισμικές ρίζες αυτού του συλλογικού ερωτικού μύθου στον μεσαιωνικό αυλικό έρωτα, όπως αυτός εξυμνήθηκε στην ποίηση των τροβαδούρων. Ως case study για την έρευνά του μεταχειρίζεται αυτό που ο ίδιος ορίζει ως πρωτογενή ερωτικό μύθο ή απλά Μύθο: τις διάφορες γραπτές παραλλαγές του θρύλου του Τριστάνου και της Ιζόλδης. Με κεντρικό άξονα αυτό το αρχέτυπο ο Ρουζμόν ανελίσσει σπειροειδώς μια διεξοδική έρευνα σε όλη τη μεσαιωνική και εν πολλοίς άγνωστη, ποιητική cortezia της εποχής, επιμένοντας αρκετά πειστικά ότι στη συνέχεια η ρητορική της κληρονομήθηκε σε όλη τη λογοτεχνία της Δύσης (σελ. 89 και εφεξής). Σταθερό μοτίβο σε όλη αυτή την αυλική ποίηση παραμένει ο ανικανοποίητος έρωτας. Με τα λόγια του ίδιου του Ρουζμόν: «Εντέλει δύο μόνο πρόσωπα, ο ποιητής που οκτακόσιες, εννιακόσιες, χίλιες φορές λέει και ξαναλέει τον καημό του και μία ωραία που λέει πάντα όχι». Το πρώτο ενδιαφέρον συμπέρασμα που συνάγεται μέσα από αυτόν τον συγκριτικό έλεγχο των αυλικών τραγουδιών είναι ότι ο έρωτας ως μαρτυρικό και ανεκπλήρωτο πάθος εμφανίστηκε εκείνη την εποχή στη Δύση ως αντίκτυπος στον χριστιανισμό (και ειδικά στη θεωρία του περί γάμου) στα πλαίσια της επιβίωσης ενός φυσικού ή κληρονομημένου παγανισμού...
 
Η πραγματική αποκάλυψη όμως του βιβλίου έρχεται στη συνέχεια, όταν ο Ρουζμόν τείνει να αποδείξει την τολμηρή άποψη ότι αυτός ο παθιασμένος έρωτας που τραγουδούσαν οι τροβαδούροι ουσιαστικά υπήρξε μια μυστική θρησκεία, με ό,τι σημαίνει αυτός ο όρος, και ειδικότερα μια ιστορικά προσδιορισμένη χριστιανική αίρεση, αυτή των Καθαρών! (Οι τελευταίοι καταδίκαζαν τον επίγειο γάμο, τη σωματική επαφή και προσέβλεπαν τον θάνατο ως τελική και μόνη σωτήρια επαφή με το Θείο...). Οπότε ολόκληρη αυτή η ρητορική του θανάσιμου ερωτικού πάθους, που διά του ρομάντζου διαπότισε όλη τη δυτική ψυχή, διατείνεται ο Ρουζμόν, δεν είναι στην προέλευσή της αυτό που «διαβάζουμε» σήμερα, δηλαδή μια γλώσσα των αισθήσεων και της φύσης, αλλά ακριβώς το αντίθετο, η ρητορική μιας πνευματικής άσκησης (δηλαδή της endura, της αγνείας των Καθαρών!) συνυφασμένης με την αίρεση ετούτη που γεννήθηκε στον ίδιο τόπο (ο γαλλικός Νότος) και στον ίδιο χρόνο (12ος αιώνας) με την αυλική ποίηση των τροβαδούρων.
 
Κατά τον Ρουζμόν αυτή η ρητορική του πάθους σιγά σιγά αποσπάστηκε από τη θρησκεία που τη δημιούργησε, πέρασε στα ήθη και κατήντησε κοινή γλώσσα (σελ. 206). Μια γλώσσα που η όλο και πιο χυδαία χρήση της από το μυθιστόρημα (ως και τον εικοστό αιώνα όπου χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στον κινηματογράφο) καθόρισε τους όρους της συλλογικής ερωτικής συμπεριφοράς. «Πόσοι άνθρωποι θα είχαν ερωτευτεί αν δεν είχαν ακούσει ποτέ να γίνεται λόγος για έρωτα;», αναρωτιέται ο Λα Ροσφουκό και υπενθυμίζει ο Ρουζμόν (σελ. 214) για να ενισχύσει τη θέση του, που στην πραγματικότητα ενισχύεται με συστηματική περιήγηση σε όλη τη δυτική λογοτεχνία (από τον Δάντη και τον Πετράρχη ως τους ρομαντικούς και το μυθιστόρημα του 19ου αιώνα).
 
Το συμπέρασμα αυτής της δεύτερης περιήγησης είναι ότι ο αρχέτυπος Μύθος του Τριστάνου και της Ιζόλδης, που, όπως όλη η αυλική ποίηση, είχε επίσης τις ρίζες του στην αίρεση των Καθαρών, προοδευτικά βεβηλώθηκε κατά την προσφιλή έκφραση του Ρουζμόν, έχασε τον ερμητικό του χαρακτήρα και την ιερή του λειτουργία, «διαλύθηκε σε φιλολογία» (σελ. 294), η οποία τελικά με την επιρροή της κατέστρεψε τον θεσμό του γάμου, αφού βεβαίως το δυτικό ασυνείδητο εθίστηκε να ποθεί μια άπιαστη και ιδεατή Ιζόλδη και όχι μια συμβατική «κυρία Τριστάνου» (σελ. 344)!
 
Μια παράλληλη διερεύνηση του Μύθου του πάθους στην ιστορία των μεθόδων του πολέμου (από την εποχή των ιπποτικών πολέμων ως τον Β' Παγκόσμιο, πέμπτο κεφάλαιο), πέραν του ότι τείνει να δείξει ότι «ο πόλεμος είναι η συνέχιση του ερωτικού πάθους με άλλα μέσα», εμφανίζει, κατά τον Ρουζμόν, την ίδια καμπύλη διάλυσης (σελ. 331) των αρχέτυπων σχημάτων που είχε θεσπίσει η ιπποσύνη με αυτήν που διαπιστώνεται για τον ερωτικό Μύθο στην ιστορία της λογοτεχνίας.
 
Ανεξάρτητα από την εμμονή του συγγραφέα να αποδείξει την ανάγκη μιας νέας ηθικής στηριγμένης στη χριστιανική αγάπη και στον γάμο ως στέρεου οχυρού απέναντι σ' ένα κράτος που βαθμιαία γίνεται όλο και πιο ανελεύθερο (στα δύο τελευταία κεφάλαια), το βιβλίο έλκει κυρίως τη γοητεία του απ' αυτή τη μεθοδική ανασκαφή στα θεμέλια ενός στερεότυπου συλλογικής συμπεριφοράς, δηλαδή του ανικανοποίητου, παθιασμένου και ανήμερου έρωτα, που φτάσαμε να θεωρούμε σύμφυτο σχεδόν με τη φύση του ανθρώπινου είδους αλλά για το οποίο ο Ρουζμόν σαφώς υποδεικνύει τον επίκτητο και πιθανότατα επίπλαστο χαρακτήρα του.
 
Η απόδοση στα νεοελληνικά προδίδει αγωνία και παιδεία αντίστοιχη του γνωστικού εύρους που καλύπτει ο τόμος. Η γλώσσα, αυτή που με ελαστική ορολογία θα ονομάζαμε απλή καθαρεύουσα (πολυτονικό, υποτακτική με η, καταλήξεις σε -έως της γενικής των τριτοκλίτων και λοιπές επιλογές τύπων όπως δεδοκιμασμένη ή ερρύθμως ή μετάρσιο ­ το τελευταίο ως απόδοση του sublime!), είναι ομοιόμορφη και συνεπής στην αυστηρή επιλογή της. Κάποιες συγχύσεις όμως δημιουργούνται όταν ο μεταφραστής δοκιμάζει αδόκιμες ή λόγιες αποδόσεις που καταλήγουν ουσιαστικά σε μεθερμηνεία του κειμένου. Αυτό συμβαίνει για παράδειγμα όταν το homme creè αποδίδεται ως κτιστός άνθρωπος (δίχως να είναι εμφανές ή αναγκαίο το βιβλικό σημαινόμενο) και όχι δημιουργηθείς (ή έστω πλασμένος κλπ.), όταν το Nuit αποδίδεται μάλλον αδιακρίτως άλλοτε Νύκτα και άλλοτε Σκοτία, όπως και το επίθετο obscure (= σκοτεινός κλπ.) που κάποτε γίνεται σκότιος, το idealitè (= ideal, ιδεώδες) ως ιδεϊκότητα, το illustration (= παράδειγμα, σελ. 138) ως φωτισμός (!!!) κλπ. κλπ. Η πιο ενοχλητική όμως απ' αυτές τις (επιπλέον ασχολίαστες) μεθερμηνείες είναι εκείνη του επιθέτου courtois (= αυλικός) που στις εννιά από τις δέκα περιπτώσεις αποδίδεται ιδεόπλαστος! Το βιβλίο στερείται ενημερωτικού σημειώματος για τον συγγραφέα και ελληνικής εισαγωγής, μια πολυτέλεια (;) που όμως κρίνεται εμφανώς αναγκαία όταν αφορά απαιτητικές εκδόσεις όπως αυτές της Ινδίκτου. Να προσθέσω ότι, αν η μετάφραση δεν ήταν ενδιαφέρουσα και συνεπής στο σύνολό της, αυτές οι τελευταίες ενστάσεις δεν θα είχαν νόημα.
 
* Ο έρωτας με τη βία σάς πήρε τα μυαλά!  Πόσο θα κρατήσει η τρέλα σας;  Το παρακάνατε με τούτη τη ζωή.
 
Ο κ. Αρης Μαραγκόπουλος είναι συγγραφέας.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου