Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2018

Η στημένη, βρώμικη ληστεία

Η Ελλάδα είναι καταδικασμένη, εάν συνεχίσει να εφαρμόζει τα προγράμματα της Τρόικα και να διενεργεί τις σκανδαλώδεις ιδιωτικοποιήσεις που της υπαγορεύονται – με αποτέλεσμα να υφαρπαχθεί το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας και ιδιωτικής της περιουσίας, οπότε να αλλάξει το ιδιοκτησιακό της καθεστώς, μαζί με την αλλοίωση του πληθυσμού της μέσω των μεταναστευτικών ροών.
.“Στόχος οφείλει να είναι η απόλυτα ισορροπημένη σχέση μεταξύ του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα μίας χώρας, έτσι ώστε να προστατεύεται η αυτονομία του κράτους για την ασφάλεια των Πολιτών του – οι οποίοι το εμπιστεύθηκαν, αναθέτοντας τη δημόσια διοίκηση στους Θεσμούς του. Η εθνική κυριαρχία ενός κράτους, όπως συνήθως αποκαλείται η πλήρης αυτονομία του, είναι δυνατόν να καταλυθεί από αρνητικές εξελίξεις στο εσωτερικό του, ιδίως δε στην οικονομία του – χωρίς να είναι απαραίτητη η στρατιωτική εισβολή στην «επικράτεια» του”.
Ανάλυση
Διαβάζοντας την αναγγελία των επομένων ιδιωτικοποιήσεων, όπως είναι τα λιμάνια της Καβάλας, της Αλεξανδρούπολης, της Κέρκυρας κοκ., καθώς επίσης της κοινωφελούς ΕΥΑΘ, της ΕΥΠΑΠ και των υπολοίπων επιχειρήσεων του δημοσίου, θεωρήσαμε σκόπιμο να επαναλάβουμε ανανεωμένη την ανάλυση μας γενικότερα για το θέμα των ιδιωτικοποιήσεων. Στα πλαίσια αυτά τα εξής:
Το κείμενο στην εισαγωγή μας, ελαφρά διαμορφωμένο, προέρχεται από έναν πολύ γνωστό Γερμανό νομικό, ο οποίος είναι ταυτόχρονα μέλος του συνταγματικού δικαστηρίου της χώρας του. Ο καθηγητής συμπληρώνει έμμεσα ότι, η Γερμανία είναι πλέον αντιμέτωπη με ένα τεράστιο πρόβλημα, έχοντας εκποιήσει το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας περιουσίας της – γεγονός που ήδη πληρώνουν ακριβά οι Πολίτες της, μέσω της αυξημένης φορολόγησης τους και της συνεχούς μείωσης της κοινωνικής πρόνοιας, σε συνδυασμό με τη σταδιακή υποβάθμιση των υπηρεσιών στην Παιδεία, στην Υγεία και αλλού, καθώς επίσης με την κατακόρυφη άνοδο του κόστους διαβίωσης.
Από τις διαπιστώσεις αυτές συμπεραίνουμε ότι, η λειτουργία των επιχειρήσεων με αποκλειστικό στόχο το κέρδος, η οποία είναι χωρίς καμία αμφιβολία «θεμιτή» για τον ιδιωτικό τομέα, δεν μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλη για εκείνους τους τομείς, οι οποίοι αφορούν το σύνολο μίας κοινωνίας – για τους κοινωφελείς. Οι «περιοχές» αυτές οφείλουν να λειτουργούν από το Δημόσιο μίας χώρας, με στόχο τη φροντίδα των Πολιτών της και όχι το κέρδος.
Η σημερινή εξέλιξη λοιπόν, η απαίτηση δηλαδή της ιδιωτικοποίησης όλων των κλάδων της οικονομίας μίας χώρας, στην οποία συνηγορούν τόσο η ΕΕ, όσο και οι τρεις βασικοί διεθνείς οργανισμοί (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου), είναι σε πλήρη αντίθεση με τα συμφέροντα της πλειοψηφίας των Πολιτών – όλων των κρατών και όχι μόνο της Ελλάδας.
Ειδικότερα, εάν το κράτος «αποσυρθεί» τόσο από την ιδιοκτησία, όσο και από τη διαχείριση των κοινωφελών επιχειρήσεων, χάνει μεταξύ άλλων τη δυνατότητα του να ασκεί Πολιτική. Δηλαδή, δεν είναι πλέον η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση αυτή η οποία δίνει τις κατευθύνσεις, διαμορφώνει και αναπτύσσει την κοινωνία, αλλά οι ιδιώτες –οι οποίοι ουσιαστικά διοικούν απολυταρχικά, χωρίς να λογοδοτούν στους Πολίτες, με αποκλειστικό στόχο το κέρδος.
Σαν έμμεσο επακόλουθο των ιδιωτικοποιήσεων, το κράτος αδυνατεί πλέον να επιβάλλει μία δίκαιη αναδιανομή των εισοδημάτων και να κατευθύνει την Οικονομία επειδή, μεταξύ άλλων, δεν μπορεί να τοποθετήσει τις εταιρείες του ή τη Ζήτηση των απασχολουμένων του στη ζυγαριά – εκτός του ότι γίνεται ταυτόχρονα «εκβιάσιμο», εκ μέρους της οικονομικής εξουσίας και του χρηματοπιστωτικού τέρατος.
Για παράδειγμα, θα μπορούσαν οι ιδιώτες στον τομέα της ενέργειας, να διατηρήσουν χαμηλή τεχνητά την προσφορά (όπως συνέβη στην Καλιφόρνια), έτσι ώστε να αυξήσουν τις τιμές – με δυσμενέστατα αποτελέσματα τόσο για το δημόσιο, όσο και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ή τα νοικοκυριά. Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί με την ύδρευση, με τα λιμάνια, με τις δημόσιες συγκοινωνίες και με τις επικοινωνίες. Στην περίπτωση αυτή, είναι προφανώς αδύνατον να μιλάει κανείς για «αυτονομία» του κράτους – πόσο μάλλον για εθνική κυριαρχία, ειδικά όταν οι ιδιώτες-επιχειρηματίες είναι ξένες πολυεθνικές.
Ένα δεύτερο, γνωστό σε όλους μας παράδειγμα, είναι οι ιδιωτικές αμερικανικές εταιρείες αξιολόγησης – οι τρεις αδελφές. Εάν οποιοδήποτε κράτος, συμπεριλαμβανομένων των Η.Π.Α., της Γαλλίας και της Γερμανίας, αρνηθεί να ακολουθήσει τις εντολές τους, έρχεται αντιμέτωπο με την υποτίμηση της πιστοληπτικής του ικανότητας – η οποία επιβαρύνει με δισεκατομμύρια επί πλέον τόκους τον προϋπολογισμό του.
Συμπερασματικά λοιπόν, από την πλευρά του εκάστοτε Συντάγματος θα έπρεπε να μην επιτρέπεται οτιδήποτε μπορεί να αμφισβητήσει την αυτοδυναμία, την εθνική κυριαρχία καλύτερα ενός κράτους, από όπου και αν αυτό προέρχεται. Επομένως, οφείλει να απαγορεύεται συνταγματικά η ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών επιχειρήσεων, η οποία ουσιαστικά ισοδυναμεί με την εκχώρηση της αυτονομίας του κράτους στους ιδιώτες – με την αποκρατικοποίηση της εξουσίας και με την κατάλυση της Δημοκρατίας.
Η οικονομική πλευρά των ιδιωτικοποιήσεων 
Ο ορισμός «ιδιωτικοποίηση» υιοθετήθηκε ουσιαστικά μετά τις βρετανικές εκλογές του 1979 και την εκλογή της M.Thatcher (ανάλυση) – η οποία έθεσε σε λειτουργία ένα ευρύτατο πρόγραμμα «εκποίησης» των δημοσίων επιχειρήσεων της χώρας της,«κατατροπώνοντας» τα εργατικά συνδικάτα.
Παρά το ότι όμως τα αποτελέσματα των ενεργειών της Βρετανίδας πρωθυπουργού οδήγησαν αρχικά την οικονομία της χώρας της σε μεγάλη ανάπτυξη, η μετέπειτα υπερχρέωση της απέδειξε ότι, οι ιδιωτικοποιήσεις δεν είναι συνώνυμες με τη μακροπρόθεσμη ευημερία. Οι αποκρατικοποιήσεις τώρα, με την ευρύτερη έννοια τους, διαχωρίζονται στους εξής υποτομείς:
(α)  Υλική ιδιωτικοποίηση: Αφορά την εκχώρηση των συμμετοχών του κράτους σε επιχειρήσεις, οι οποίες είναι ουσιαστικά δημόσιες (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ κλπ.). Εάν το κράτος πουλήσει το σύνολο των εταιρικών μεριδίων του, το 100% δηλαδή, τότε αναφερόμαστε σε μία πραγματική ιδιωτικοποίηση ή σε μία ιδιωτικοποίηση με τη στενή έννοια του όρου. Στην περίπτωση αυτή είναι εμφανές ότι δεν αναφερόμαστε στην αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, αλλά στην εκποίηση της.
(β) Φιλελευθεροποίηση: Εδώ εννοούμε «αναδιαρθρώσεις» και ευρύτερες αλλαγές στους τομείς των έργων υποδομής. Η αποκλειστική χρήση εκ μέρους του δημοσίου των μονοπωλιακών υποδομών, των δικτύων καλύτερα (τραίνα, ύδρευση, τηλεπικοινωνίες, ηλεκτρισμός), εκχωρείται και στους ιδιώτες – οι οποίοι ανταγωνίζονται τις, επίσης από το δημόσιο παρεχόμενες, υπηρεσίες, χωρίς να τους ανήκουν τα δίκτυα. Πρόκειται λοιπόν για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας από τους ιδιώτες, χωρίς να απαιτείται η εκποίηση της.
(γ)  Οργανωτική ιδιωτικοποίηση: Έτσι ορίζονται όλες εκείνες οι στρατηγικές, οι οποίες υιοθετούνται για την αύξηση της παραγωγικότητας, καθώς επίσης για τη μείωση του κόστους των δημοσίων επιχειρήσεων – οι οποίες διευθύνονται από το δημόσιο, αλλά με ιδιωτικοοικονομικά πλέον κριτήρια. Η οργανωτική αυτή αλλαγή, η οποία θεωρείται ως ο ιδανικός τρόπος «ιδιωτικοποίησης», μπορεί να επιτευχθεί, χωρίς να απαιτηθεί η ενοικίαση των δικτύων, η χρήση τους από ιδιώτες ή η πώληση των κρατικών επιχειρήσεων. Εδώ αναφερόμαστε προφανώς στην αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, από το ίδιο το Δημόσιο.
Οι υπερασπιστές των ιδιωτικοποιήσεων
Συνεχίζοντας, η «ορθότητα» της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων τεκμηριώνεται εκ μέρους των υπερασπιστών της από την πεποίθηση τους ότι, το μερίδιο του δημοσίου οφείλει να περιορίζεται, προς όφελος του ιδιωτικού τομέα, επειδή ο τελευταίος (ιδιώτες) είναι πιο αποτελεσματικός. Σύμφωνα με πολλούς από αυτούς, η ιδιωτικοποίηση μπορεί τότε μόνο να είναι επιτυχημένη, όταν το κράτος ορίζει τους κανόνες, επιβλέπει την πιστή εφαρμογή τους και εγγυάται τον ανταγωνισμό.
Από την άλλη πλευρά, είναι μάλλον αδιανόητη η αντικατάσταση των κρατικών μονοπωλίων από ιδιωτικά μονοπώλια τα οποία, μεταξύ άλλων, έχουν μοναδικό σκοπό το κέρδος. Επομένως, το κράτος πρέπει να φροντίζει για τη διατήρηση ενός λειτουργικού ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων, τις οποίες «εκχωρεί» σε ιδιώτες.
Εάν όμως το κράτος ιδιωτικοποιεί τις επιχειρήσεις επειδή δεν έχει την ικανότητα να τις διαχειριστεί σωστά, τότε πως είναι δυνατόν να δεχθούμε ότι μπορεί να τις ελέγχει; Από την άλλη πλευρά, ιδίως όσον αφορά τις μεγάλες επιχειρήσεις (ΔΕΗ, ΟΤΕ κλπ.), δεν είναι αυτονόητο το ότι μπορούν να εξαγοραστούν, λόγω κόστους, κεφαλαιακών και λοιπών αναγκών, μόνο από τις υπερμεγέθεις πολυεθνικές, οι οποίες συνήθως δημιουργούν ολιγοπώλια; Αυτό δεν έχει αποδειχθεί στη Γερμανία, στη Μ. Βρετανία, στις Η.Π.Α. και αλλού;
Οι αντίπαλοι των ιδιωτικοποιήσεων
Οι αντίπαλοι τώρα των ιδιωτικοποιήσεων (Attac κλπ.), έχουν την πάγια άποψη ότι, δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε τους τομείς της «δημόσιας φροντίδας» (Παιδεία, Υγεία, Συγκοινωνίες, Λιμάνια, Ενέργεια και Ύδρευση) στον ιδιωτικό τομέα, επειδή εξυπηρετούν ανάγκες, οι οποίες ευρίσκονται σε αντίθεση με τους κανόνες λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς – οπότε δεν μπορούν να διαχειρίζονται με κριτήρια απόδοσης, αλλά ούτε και να αξιολογούνται με γνώμονα το κέρδος.
Για παράδειγμα, εάν οι ζημιογόνες συγκοινωνίες της Ελλάδας πωλούνταν σε ιδιώτες, η πρώτη ενέργεια των νέων ιδιοκτητών τους θα ήταν η αύξηση των εισιτηρίων, αδιαφορώντας για το «κοινωνικό κόστος», έτσι ώστε να εξασφαλισθεί η κερδοφορία τους – ενώ ενδεχομένως θα απαιτούσαν ταυτόχρονα την κρατική επιδότηση τους(οπότε θα συνέχιζαν να επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό, αλλά με διαφορετικό τρόπο, μη αντιληπτό από τους Πολίτες).
Οι εμπειρίες των ιδιωτικοποιήσεων  
Περαιτέρω, οι μέχρι σήμερα εμπειρίες από την ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών επιχειρήσεων, έχουν αποδείξει ότι, αφενός μεν το Δημόσιο συνεχίζει να υπερχρεώνεται (Η.Π.Α., Μ. Βρετανία κλπ.), αφετέρου οι υπηρεσίες των ιδιωτών γίνονται πολύ πιο ακριβές, ενώ καταλύεται σταδιακά το κοινωνικό κράτος – μέχρι εκείνη τη στιγμή που ολοκληρώνεται η αποκρατικοποίηση της εξουσίας, εκ μέρους των πολυεθνικών και των διεθνών τοκογλύφων.
Εκτός αυτού τόσο στη Γερμανία (η οποία προσπαθεί πια να επανακρατικοποιήσει επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας), όσο στην Αυστρία ή στη Μ. Βρετανία, η οποία ιδιωτικοποίησε τα πάντα, οι εμπειρίες δεν είναι οι καλύτερες (στην υπερχρεωμένη Ιαπωνία επίσης, ειδικά μετά την καταστροφή της Fukushima, την  οποία προκάλεσε η ιδιωτική Tepco).
Ειδικότερα, η ιδιωτικοποίηση των βρετανικών σιδηροδρόμων αφενός μεν είχε σαν αποτέλεσμα να πληρώνει πολύ περισσότερα ο Βρετανός φορολογούμενος, αφετέρου οδήγησε σε βαριά ατυχήματα και εκτροχιασμούς τραίνων, επειδή οι ενέργειες συντήρησης του δικτύου ήταν ελλιπείς, για λόγους κόστους και απόδοσης (το ίδιο ουσιαστικά έγινε και στην Ιαπωνία). Έτσι λοιπόν, η Μ. Βρετανία αναγκάσθηκε να αγοράσει ξανά το δίκτυο από τους ιδιώτες – γεγονός που σε τελική ανάλυση της κόστισε πολλαπλάσια.
Κλείνοντας, η άμεση Δημοκρατία της Ελβετίας έχει αποφύγει εντελώς αυτές τις παγίδες, επειδή αφενός μεν δεν έχει ιδιωτικοποιήσει καμία δημόσια επιχείρηση της, αφετέρου έχει επιλέξει την αναδιοργάνωση τους με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια («οργανωτική ιδιωτικοποίηση») – εμπιστευόμενη τη διαχείριση και την ιδιοκτησία τους στα καντόνια και στις κοινότητες της, στους Πολίτες της.
Το γεγονός αυτό τεκμηριώνει πως δεν είναι «αξιωματικά» ανίκανος, δεν είναι εκ φύσεως δηλαδή ανεπαρκής ο εκάστοτε κρατικός μηχανισμός. Ανίκανες και ανεπαρκείς μπορεί να είναι κάποιες κυβερνήσεις που στελεχώνονται με διεφθαρμένους πολιτικούς – οι οποίοι δεν διαθέτουν τις απαιτούμενες δεξιότητες. Σε καμία περίπτωση λοιπόν η Πολιτική εν γένει, η οποία είναι η μοναδική προστασία μας απέναντι στην οικονομική εξουσία. Τέλος, με κριτήριο την Ελβετία συμπεραίνεται ότι, η Άμεση Δημοκρατία δεν ταιριάζει με τις αποκρατικοποιήσεις, οι οποίες ουσιαστικά εμποδίζουν την επικράτηση της.
Οι ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα
Συνεχίζοντας, οφείλουμε να αναλύσουμε οικονομικά, εάν πράγματι η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να εκποιήσει τις δημόσιες επιχειρήσεις της, για να καλύψει τα χρέη της – εάν δηλαδή κάτι τέτοιο θα ήταν πρακτικά ωφέλιμο, παρά το ότι θα ήταν απολύτως αρνητικό για την εθνική μας κυριαρχία, για τη Δημοκρατία, καθώς επίσης για το κοινωνικό κράτος.
Στα πλαίσια αυτά, είναι δεδομένο ότι η Ελλάδα είναι εγκλωβισμένη σε μία βαθιά κρίση, κυρίως λόγω της καταστροφικής διαχείρισης από όλες τις κυβερνήσεις της (ανάλυση) – οι οποίες υπηρετούν πιστά τα ξένα συμφέροντα. Τα δραστικά μέτρα λιτότητας δε (μειώσεις δαπανών και μισθών), καθώς επίσης οι υπερβολικές αυξήσεις της φορολογίας, δεν επιτρέπουν την άνοδο του ΑΕΠ μας – γεγονός που δυσχεραίνει την αποτελεσματική εξυγίανση της οικονομίας μας.
Στα πλαίσια αυτά η «Τρόικα», οι δυτικές κατοχικές δυνάμεις δηλαδή, μας υποχρεώνουν να εκποιήσουμε τη δημόσια περιουσία μας, υπαγορεύοντας στην κυβέρνηση μας ένα ευρύτατο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων – το οποίο συμπεριλαμβάνει όλες τις κερδοφόρες, κοινωφελείς και μη επιχειρήσεις, καθώς επίσης τεράστιες εκτάσεις γης, άδειες εκμετάλλευσης κερδοφόρων υπηρεσιών, δικαιώματα στο υπέδαφος και πολλά άλλα. Πρόκειται δηλαδή για έναν κυριολεκτικά τρομακτικό «πίνακα ξεπουλήματος» – μέσω του ΥΠΕΡΤΑΜΕΙΟΥ και του ΤΑΙΠΕΔ που ελέγχονται από τους ξένους. Παράλληλα, έχουν εγκατασταθεί επίσημα στη χώρα μας, όπως ακριβώς συνέβη στην Τουρκία (1875-1927, 2001 και εντεύθεν), έτσι ώστε να εισπράττουν τα έσοδα από τους φόρους, την ανάπτυξη και τις ιδιωτικοποιήσεις.
Θεωρητικά τώρα, με την περιουσία του Δημοσίου να υπολογίζεται στα 300 δις € το 2010 από το ΔΝΤ, θα μπορούσε να καλυφθεί το δημόσιο χρέος μας, ύψους περίπου 360 δις €, στο μεγαλύτερο μέρος του. Φυσικά το χρέος μίας χώρας πρέπει να αντιπαρατεθεί με τα περιουσιακά στοιχεία της, σε έναν κρατικό Ισολογισμό, όπως έχουμε αναφέρει σε πολλά άρθρα μας – ενώ η αξία των συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων εξαρτάται ουσιαστικά από την απόδοση τους, από την αξιοποίηση και την κερδοφορία τους δηλαδή (κάτι που έχει «αμεληθεί» εγκληματικά από όλες τις μέχρι σήμερα κυβερνήσεις μας, οδηγώντας στην απαξίωση ένα μεγάλο μέρος τους).
Όταν όμως πουλάει κανείς περιουσιακά στοιχεία, περιορίζει μεν τα χρέη του στο παρόν, αλλά ταυτόχρονα μειώνει τα έσοδα του στο μέλλον – όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, όταν η Ελλάδα πούλησε τον ΟΠΑΠ (ανάλυση), έπαψε να εισπράττει τα μερίσματα από τα κέρδη του – ενώ ο ιδιώτης που την εξαγόρασε θα βρει τρόπο μείωσης των φόρων μέσω των φορολογικών παραδείσων, οπότε θα υποχρεωθούν οι Πολίτες να καλύψουν τη διαφορά με την αύξηση των δικών τους φορολογικών συντελεστών.
Επομένως, παρά το ότι μειώνεται προς στιγμήν το δημόσιο χρέος, επιβαρύνεται στο άμεσο μέλλον ο προϋπολογισμός – τα ελλείμματα του οποίου «εκβάλλουν» ξανά στο χρέος, οπότε απαιτούνται μέτρα ισοσκέλισης τους (μειώσεις συντάξεων κλπ.). Από το γεγονός αυτό συμπεραίνεται ότι, τα όποια οφέλη της ιδιωτικοποίησης της είναι βραχυπρόθεσμα – ενώ για όλους τους Έλληνες, στην περίπτωση της εκποίησης της ΔΕΗ, για παράδειγμα, θα σημάνει επί πλέον, σημαντική αύξηση των τιμών ενέργειας (θα διπλασιάζονταν σύντομα, όπως συμβαίνει στη Μ. Βρετανία, στη Γερμανία και αλλού), οπότε μείωση των πραγματικών εισοδημάτων τους.
Ταυτόχρονα, οι Πολίτες θα αναγκάζονταν να επιβαρυνθούν στο μέλλον με υψηλότερους φόρους, έτσι ώστε να καλύψουν τα εκλιπόντα έσοδα της ΔΕΗ –παράλληλα με την αδυναμία «εθνικής» ανάπτυξης της οικονομίας, λόγω έλλειψης δικών μας εταιρειών (κάτι που θα επιδείνωνε αναμφίβολα το δείκτη χρέους προς ΑΕΠ).
Το γεγονός αυτό είναι γνωστό στους επενδυτές (αγορές), οι οποίοι βέβαια το λαμβάνουν σοβαρά υπόψη –αξιολογώντας δυσμενέστερα την πιστοληπτική ικανότητα εκείνης της χώρας, η οποία εκποιεί τις δημόσιες επιχειρήσεις της (πόσο μάλλον σε περιόδους ύφεσης και απαξίωσης του χρηματιστηρίου).
Οι αγορές λοιπόν θα μας εμπιστεύονταν και θα μας δάνειζαν μόνο εάν θα συνεχίζαμε να έχουμε περιουσία – αρκεί βέβαια να τη διαχειριζόμαστε σωστά και κερδοφόρα, έτσι ώστε να αυξάνεται η «χρηματιστηριακή» της αξία. Αντίθετα, εάν τελικά εκποιήσουμε τη δημόσια περιουσία μας, ειδικά στις σημερινές εξευτελιστικές τιμές (το 30% του ΟΤΕ πουλήθηκε περί τα 4 δις € πριν από μερικά έτη, ενώ το 10% μόλις για 400 εκ. € αργότερα), δύσκολα θα δανειοδοτηθούμε από τις αγορές – όσο και αν η κυβέρνηση επικαλείται το επιτυχημένο τέλος των μνημονίων.
Ολοκληρώνοντας, παρά το ότι αναμφίβολα οι ιδιωτικοποιήσεις των δημοσίων επιχειρήσεων μειώνουν την πολιτική διαφθορά και το πελατειακό κράτος, οι αρνητικές επιπτώσεις τους στην Οικονομία (μακροπρόθεσμα) είναι τεράστιες. Πρόκειται για έμμεσες φορολογικές επιβαρύνσειςοι οποίες προκαλούν την υποτίμηση της πιστοληπτικής αξιολόγησης των κρατών, ακόμη μεγαλύτερες υφέσεις, καθώς επίσης την απόλυτη εξαθλίωση της μεγαλύτερης μερίδας του πληθυσμού.
Επίλογος
Όπως αναφέραμε πρόσφατα τα αεροδρόμια, μόνο τα κερδοφόρα, πουλήθηκαν σε μία εξευτελιστική τιμή στους Γερμανούς, με μία αποικιοκρατική συμφωνία – ενώ σχεδόν όλα τα χρήματα (1 δις € από το 1,2 δις €) δόθηκαν ως δάνειο από τις ελληνικές τράπεζες, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν στο εξωτερικό μειώνοντας ακόμη περισσότερο την εγχώρια ρευστότητα!
Ο ΟΛΠ ξεπουλήθηκε στην κινέζικη COSCO, παραδόξως χωρίς να εμφανισθεί κανένας άλλος αγοραστής – ενώ το κερδοφόρο μονοπώλιο του ΟΠΑΠ δωρίσθηκε για 1,2 δις €, όταν μόνο τα ετήσια κέρδη του το 2011 ήταν 538 εκ. €, με μία επίσης αποικιοκρατική συμφωνία. Οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι δόθηκαν χάρισμα στους Ιταλούς μόλις για 40 εκ., όταν η αξία τους είναι τεράστια – με τη ΔΕΣΦΑ να εξαγοράζεται από τρεις ευρωπαϊκές εταιρείες, με δάνειο από την Εθνική Τράπεζα που διπλασίασε πρόσφατα τις ήδη υψηλές αμοιβές των στελεχών της, την ώρα που η χρηματιστηριακή αξία της έχει μειωθεί κατά 1 δισεκατομμύριο € τους δύο τελευταίους μήνες!
Οι τράπεζες αφελληνίσθηκαν κλέβοντας κυριολεκτικά τους μετόχους τους και το κράτος έχασε 40 δις € που επιβάρυναν το δημόσιο χρέος. Οι ίδιες οι τράπεζες δε που διασώθηκαν από τους Έλληνες, παρά το ότι έχουν αποσβέσει πάνω από το 50% των επισφαλειών τους (κόκκινα δάνεια, γεγονός που σημαίνει πως πληρώνουν λιγότερους φόρους, με αποτέλεσμα τη διαφορά να είμαστε εμείς υποχρεωμένοι να καλύψουμε με την αύξηση των δικών μας φόρων), δεν μειώνουν αντίστοιχα τα χρέη των οφειλετών τους – αλλά κατάσχουν και πλειστηριάζουν τα σπίτια τους, αφήνοντας τους χρεωμένους με τα υπόλοιπα στο διηνεκές.
Όσον αφορά τα κόμματα, η ΝΔ που θέλει να κυβερνήσει ξανά τη χώρα, παρά το ότι τη δολοφόνησε στηρίζοντας το εγκληματικό PSI και υπογράφοντας το δεύτερο μνημόνιο, έχει ήδη χρεοκοπήσει οφείλοντας στις τράπεζες πάνω από 200 εκ. € – όταν επιχορηγούταν από το κράτος πριν την κρίση με 30 εκ. € ετήσια ή με 2.500.000 € κάθε μήνα, εκτός από τα επί πλέον χρήματα για τη διεξαγωγή εκλογών και ευρωεκλογών, τους μισθούς των βουλευτών της, τις συνδρομές των μελών της, τις δωρεές των επιχειρήσεων κοκ. (όπως άλλωστε και το ΠΑΣΟΚ που αποτελεί σήμερα το βασικό κορμό του ΣΥΡΙΖΑ). Το γεγονός δε, σύμφωνα με το οποίο θα χρηματοδοτήσει το εκλογικό πρόγραμμα που έχει εξαγγείλει στη ΔΕΘ με τα πλεονάσματα που θα υπερβαίνουν το 3,5% του ΑΕΠ είναι αρκετό για να τεκμηριώσει το μέγεθος της οικονομικής της ανικανότητας.
Περαιτέρω, ακόμη χειρότερα, παρά το πρωτοφανές ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, τα 52 δις € που διαγράφηκαν με το PSI, τα θηριώδη μέτρα που κόστισαν στους Έλληνες πάνω από 80 δις €, τη μείωση των συντάξεων κατά περίπου 50 δις € σωρευτικά κοκ. το δημόσιο χρέος από 299 δις € το 2009 ή 127% του ΑΕΠ αυξήθηκε στα 360 δις € τώρα ή στο 202% του ΑΕΠ – όταν την ίδια στιγμή το κόκκινο ιδιωτικό χρέος έχει υπερβεί τα 230 δις € από σχεδόν μηδενικό το 2009 (γράφημα). Εάν όλα αυτά δεν τεκμηριώνουν την αντικειμενικότητα της ανάλυσης μας και δεν είναι σκάνδαλα επί σκανδάλων εις βάρος ενός δύστυχου λαού που έχει κυριολεκτικά ληστευθεί από τους ξένους, με τη συνδρομή των κομματικών συμμοριών που νέμονται την εξουσία, τι είναι αλήθεια; Η αποθέωση της συλλογικής ανοησίας, της δειλίας, του φόβου και της δουλοπρέπειας;
Μπορεί λοιπόν να είναι προβληματική μία ενδεχόμενη συλλογική αντίδραση των Πολιτών, ειδικά λόγω της ευαίσθητης γεωπολιτικής θέσης της Ελλάδας, αλλά κάποτε θα αναγκαστούν εκ των πραγμάτων να το κάνουν – ενώ τότε θα είναι σε πολύ χειρότερη θέση, οικονομικά και γεωπολιτικά. Επομένως, όπως πολύ σωστά αναφέρει ο Μακιαβέλι, δεν πρέπει ποτέ να αφήνει κανείς να συνεχίζεται μία ανωμαλία για να αποφύγει τον πόλεμο, επειδή δεν τον αποφεύγει τελικά, αλλά μόνο αλλάζουν οι συνθήκες προς όφελος των αντιπάλων του.
Βασίλης Βιλιάρδος
Οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακά στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου – viliardos@analyst.gr – Facebook – Twitter

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου